Στὸν πρόλογο τῆς Ἀλεξιάδος της θρηνεῖ,
γιὰ τὴν χηρεία της ἡ Ἄννα Κομνηνή.
Εἰς ἴλιγγον εἶν’ ἡ ψυχή της. «Καὶ
ρείθροις δακρύων», μᾶς λέγει, «περιτέγγω
τοὺς ὀφθαλμούς….. Φεῦ τῶν κυμάτων» τῆς ζωῆς της,
«φεῦ τῶν ἐπαναστάσεων». Τὴν καίει ἡ ὀδύνη
«μέχρις ὀστέων καὶ μυελῶν καὶ μερισμοῦ ψυχῆς».
Ὅμως ἡ ἀλήθεια μοιάζει ποὺ μιὰ λύπη μόνην
καιρίαν ἐγνώρισεν ἡ φίλαρχη γυναῖκα·
ἕναν καϋμὸ βαθὺ μονάχα εἶχε
(κι ἂς μὴν τ’ ὁμολογεῖ) ἡ ἀγέρωχη αὐτὴ Γραικιά,
ποὺ δὲν κατάφερε, μ’ ὅλην τὴν δεξιότητά της,
τὴν Βασιλείαν ν’ ἀποκτήσει· μὰ τὴν πῆρε
σχεδὸν μέσ’ ἀπ’ τὰ χέρια της ὁ προπετὴς Ἰωάννης.