ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ, ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΛΚΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ
Ὁ Θεοχάρης Μιχ. Προβατάκης διετέλεσε Διευθυντὴς τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ (2000)
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες, Δεσποινίδες καὶ Κύριοι,
Ἡ χώρα μας, σταυροδρόμι λαῶν καὶ πολιτισμῶν, εἶναι γεμάτη ἀπὸ βουνά, φαράγγια καὶ κοιλάδες, μὲ γραφικὲς παραλίες καὶ καστρογυρισμένες πολιτεῖες καὶ ἀποτελεῖ τὸ γραφικότερο μπαλκόνι τῆς Εὐρώπης. Γνωστὴ στοὺς περισσότερους κατοίκους τοῦ πλανήτου μας, ἀπὸ τὴν ἱστορία κυρίως τοῦ πολιτισμοῦ της στοὺς κλασικούς της χρόνους, λικνίζεται περήφανα στὰ καταγάλανα νερὰ τῶν θαλασσῶν της, αὐστηρὴ γιὰ τὶς παραδόσεις της καὶ σίγουρη γιὰ τὴν ὀμορφιά της. Μὲ τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ μεγάλο κορμὶ τῆς Ἀφρικῆς οἱ κάτοικοί της ἔδωσαν προτεραιότητα στὴ θεραπεία τοῦ πνεύματος, ποὺ ἐκφράστηκε στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα ὡς ἁρμονία, δημοκρατία καὶ λόγος, στὸ Χριστιανικὸ Ἑλληνικὸ Βυζάντιο ὡς πίστη, θυσία καὶ ἀγάπη καὶ στὰ χρόνια τῆς δουλείας ὡς λιτότητα, ἐγκαρτέρηση καὶ ἐλπίδα.
Ἰχνηλατώντας την ὡς τὶς πηγὲς τῆς ἱστορίας της κι ἀκόμη πιὸ πίσω στοὺς μακρινοὺς θολοὺς αἰῶνες τῆς προϊστορίας τῶν κατοίκων της τοὺς βρίσκουμε δημιουργοὺς Τέχνης ποὺ ἐκφράζονται μὲ φόρμες, μὲ γραμμές, μὲ κίνηση καὶ μὲ χρώματα καὶ κάτω ἀπὸ τὰ στοιχειώδη αὐτὰ σημάδια τὸ ἔμπειρο ἀνθρώπινο μάτι ἀναγνωρίζει νοήματα, αἰσθήματα, ἰσχυροὺς πόθους καὶ ἀνθρώπινες λαχτάρες. Στὰ πλαίσια ἀκριβῶς αὐτὰ ὑπάγονται τόσο οἱ ἑλληνικοὶ παραδοσιακοὶ χοροὶ ὅσο καὶ τὰ μουσικὰ λαϊκὰ ὄργανα, ποὺ μὲ τὸ πνευματικὸ καὶ θρησκευτικό τους περιεχόμενο ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἀκόμη χρόνους ἀποτελοῦσαν ἀναπόσπαστο μέρος ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν προγόνων μας, γεγονὸς ποὺ βεβαιώνεται τόσο ἀπὸ γραπτὲς μαρτυρίες ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων ὅσο καὶ ἀπὸ ποικίλες παραστάσεις χορῶν καὶ μουσικῶν ὀργάνων σὲ οἰνοχόους, κύπελα, τάφους, πυξίδες, ἀγγεῖα, σφραγιδόλιθους κ.ἄ.
Ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους μας εἶναι γνωστὲς ἀρκετὲς μικρογραφίες χειρογράφων κωδίκων, τοιχογραφίες ναῶν καὶ μοναστηριῶν, ὅπως καὶ μεταγενέστερες ξυλογραφίες καὶ χαλκογραφίες ποὺ μᾶς δίδουν στιγμιότυπα χορῶν καὶ ἀπεικονίσεις λαϊκῶν μουσικῶν ὀργάνων, ἀφοῦ ὅπως εἶναι γνωστὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λαὸ χόρευαν οἱ Ῥεγεονάρχες, οἱ Σεβαστοφόροι, οἱ Νοτάριοι, οἱ Μάγιστροι, οἱ Κληρικοὶ τοῦ Πατριαρχείου, οἱ Ὀφφικιάλοι καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ Σύγκλητο, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν αὐτοκράτορα στὶς 15 Ὀκτωβρίου. Παράλληλα ὁ λαός, ὅπως βεβαιώνουν πολλὲς γραπτὲς μαρτυρίες, χόρευε στὰ πανηγύρια, σὲ πλατεῖες, σὲ ἀγρούς, σὲ δρόμους ἀκόμη καὶ σὲ δρομάκια ὅπως καὶ στὰ θέατρα, στὰ συμπόσια καὶ στὸν Ἱππόδρομο. Οἱ πηγὲς μάλιστα ἀναφέρουν ὅτι μέχρι τὸ 2ο αἰῶνα μ.Χ. τόσον οἱ Ὀρχηστὲς ὅσον καὶ οἱ Ὀρχηστρίδες ἀλλὰ καὶ οἱ συνδαιτυμόνες χόρευαν μὲ τὴ συνοδεία αὐλοῦ καὶ κιθάρας. Καὶ παρὰ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐκήρυξε τὸν πόλεμο σὲ ὁρισμένες ἐποχὲς κατὰ τοῦ χοροῦ, ἐπειδὴ ὑπενθύμιζε ἐθνικὲς τελετὲς ποὺ ἦσαν συνδεδεμένες μὲ τὴν ἐθνικὴ λατρεία, ὑπῆρξαν ἄλλες ἐποχὲς καὶ ὕστερα ἀπὸ εἰσήγηση τοῦ ἴδιου του Πατριάρχου Θεοφυλάκτου, γιοῦ Ῥωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ, ποὺ οἱ χοροὶ γίνονταν καὶ μέσα στοὺς ναοὺς κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, τῶν Φώτων καὶ ἄλλων ἑορτῶν. Καὶ ἡ παράδοση αὐτὴ συνεχίστηκε ὡς τὸν περασμένο αἰῶνα, γεγονὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ Σκαρλάτος ὁ Βυζάντιος ὅτι γινόταν στὰ Πριγκηπονήσια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου «αἱ κόραι μετὰ τὴν δευτέραν Ἀνάστασιν κλείουσαι τὰς θύρας τῶν ναῶν, ἐχόρευον ἐν τῷ νάρθηκι αὐτῶν ὑπὸ τὸν ἦχον τυμπάνων καὶ αὐλῶν.
Τὸ βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι οἱ ἀρχὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοτικοῦ Τραγουδιοῦ, ποὺ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὰ ἑλληνικὰ λαϊκὰ μουσικὰ ὄργανα καὶ τοὺς τοπικοὺς χορούς, ἀνιχνεύονται στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ κυρίως στὶς παντομιμικὲς παραστάσεις ἔτσι ὅπως διαμορφώθηκαν μέσα στὶς καινούργιες κοινωνικὲς καὶ πνευματικὲς συνθῆκες ὕστερα ἀπὸ τὸν 3ο μ.Χ. αἰῶνα. Σήμερα ἡ συγκριτικὴ φιλολογικὴ ἔρευνα στὴν Ἑλλάδα ἐπισημαίνει τὶς στενὲς σχέσεις τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ποίηση, ἐνῷ παράλληλα ἡ ἐθνομουσικολογία ἀναγνωρίζει στοὺς ρυθμοὺς τοῦ δημοτικοῦ μέλους ἀρχαιοελληνικοὺς ρυθμούς. Καὶ ἀκόμη στὰ ἀρχαιοελληνικὰ μουσικὰ ὄργανα, ποὺ ὅπως εἶναι γνωστὸ ἦσαν ἡ Λύρα, ἡ Βάρβιτος, ἡ Φόρμιγξ, ἡ Μάγαδις, ἡ Πήκτις, ἡ Σαμβύκη, ὁ Φοῖνιξ, τὸ Τρίγωνο, τὸ Ἐπιγόνειο, τὸ Σιμίκιο, ἡ Κιθάρα, τὰ Κύμβαλα, τὰ Κρόταλα ἢ Κρέμβολα, τὸ Τρίχορδο ἢ Πανδούρα, ἡ Σύριγγα, τὸ Σεῖστρο ποὺ εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μουσικὸ ὄργανο τῆς Εὐρώπης (Ἀρχάνες 1987, Ι. Σακελλαράκης) καὶ ὁ Αὐλὸς τοῦ ὁποίου συναντᾶμε στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα 37 εἴδη (ὅπως μονόαυλος, δίαυλος, ἠμίοπος αὐλός, γίγρας, παρθένιος, ἀγωνιστικός, βαρύτονος, ὕδραυλος κ.ἄ.), ἀναγνωρίζει ὁ ἐρευνητὴς τοὺς μακρινοὺς προγόνους ὁρισμένων ἑλληνικῶν λαϊκῶν μουσικῶν ὀργάνων. Ἔτσι π.χ., ἡ οἰκογένεια λαϊκῶν μουσικῶν ὀργάνων μὲ διπλὸ γλωσσίδι, ὅπου ἀνήκει καὶ ὁ σημερινὸς ζουρνᾶς, τεκμηριώνεται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἤδη ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ ἐποχή, ἐνῷ τὸ Ντέφι καὶ ὁ Ταμπουρὰς συναντῶνται στοὺς ἀρχαιοελληνικοὺς χρόνους μὲ τὶς ὀνομασίες Τίμπανο καὶ Τρίχορδο ἢ Πανδούρα ἀντίστοιχα.
Στοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ἐξακολουθοῦν νὰ παίζονται τὰ ἀρχαιοελληνικὰ μουσικὰ ὄργανα ποὺ ἦσαν ἔγχορδα, πνευστὰ καὶ κρουστά, τὰ ὁποῖα μὲ τὰ χρόνια ἐξελίσσονται καὶ ἀλλάζουν ὀνόματα. Ἄλλα πάλι μουσικὰ ὄργανα τῶν βυζαντινῶν χρόνων ὅπως τὰ Χλάμπουρα, οἱ Τσουκᾶδες, τὰ Ταβλαμπάσια, τὸ Καβιθακάνθιο κ.ἄ., ποῦ συναντοῦμε σὲ βυζαντινὰ κείμενα δὲ μᾶς εἶναι ξεκαθαρισμένη ἡ χρήση τους ἀφοῦ ἔχουν χαθεῖ. Παράλληλα ἄλλα κείμενα μᾶς βεβαιώνουν γιὰ τὴ χρησιμοποίηση μεγάλης ποικιλίας κρουστῶν μουσικῶν ὀργάνων ὅπως εἶναι τὰ Βομβυνάρια, τὰ Ξύλανδρα, τὰ Ντέφια: τὰ Χειροκύμβαλα, τὰ Κρόταλα κ.ἄ. Γεγονὸς πάντως εἶναι πὼς σὲ μικρογραφίες, τοιχογραφίες καὶ φορητὲς εἰκόνες βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς ἐποχῆς συναντοῦμε πολλὰ μουσικὰ λαϊκὰ μουσικὰ ὄργανα ὅπως: Λύρα, Νταοῦλι, Νταουλάκι, Ζουρνᾶ, Λαγοῦτο, Ἀνακαρᾶ, Ντέφι, Αὐλὸ πολυκάλαμο, Ἔγχορδο μὲ Τόξο, Κανονάκι, Γκάιντα, Σάλπιγγα ἴση ἢ γυριστή, Ἅρπα τριγωνική, Πλαγίαυλο, Τρίχορδο ἀχλαδόσχημο, Χειροκύμβαλα, Ταμπουρᾶ, Φλογέρα ἢ θιαμπόλι, Ζίλια, Κρόταλα, Κέρας, Τσαμποῦνα, κ.ἄ.
Στοὺς νεότερους χρόνους οἱ Ἕλληνες βρῆκαν στὴν παραδοσιακὴ μουσική, στοὺς χοροὺς καὶ τὰ δημοτικά τους τραγούδια μία ἀπὸ τὶς πληρέστερες ἐκφράσεις τους. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ μπόρεσαν νὰ ἐκφράσουν τὶς χαρὲς καὶ τὶς λαχτάρες τους, τοὺς πόθους καὶ τὰ ὄνειρά τους παριστάνοντας συγχρόνως μουσικὰ λαϊκὰ ὄργανα καὶ τοὺς τοπικοὺς παραδοσιακοὺς χοροὺς σὲ πολλὲς καὶ ποικίλες παραστάσεις στὰ τετρακόσια τελευταῖα χρόνια. Κατὰ τὴν ἔρευνα μάλιστα ποὺ προσωπικὰ πραγματοποίησα τόσο στὴν ὕπαιθρο ὅσο καὶ σὲ βιβλιοθῆκες, σὲ μοναστήρια, σὲ ναούς, σὲ πινακοθῆκες, σὲ λαογραφικὰ καὶ ἐθνολογικὰ μουσεῖα, σὲ Συλλογὲς ἢ σὲ Κέντρα Ἔρευνας καὶ τεκμηρίωσης τῶν ἐκφράσεων τοῦ Νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὰ 60 καὶ πλέον ἑλληνικὰ λαϊκὰ μουσικὰ ὄργανα ποὺ ἐντόπισα καὶ ἀπὸ τοὺς 537 τοπικοὺς λαϊκοὺς παραδοσιακοὺς χοροὺς ποὺ κατέγραψα!
Τὰ λαϊκὰ μουσικὰ αὐτὰ ὄργανα χωρίζονται σὲ ἀερόφωνα, χορδόφωνα, μεμβρανόφωνα καὶ ἰδιόφωνα. Στὰ ἀερόφωνα ἀνήκουν ἡ Φλογέρα, τὸ Σαραύλι, ἡ Μαντούρα, ὁ Ζουρνᾶς, ἡ Τσαμπούνα, ἡ Γκάιντα, τὸ Κλαρίνο, ἡ Μπουροῦ, τὸ Φύλλο τοῦ Δένδρου, ἡ Τρουμπέτα βούκινο, τὸ σφύριγμα καὶ οἱ Σφυρίχτρες, οἱ Παιδικὲς Σφυρίχτρες, οἱ Λαλίτσες, ἡ Βούγκα, τὸ Σφουριχτὸ πέταγμα καρποῦ τῆς Πικροδάφνης, σβοῦρος ἡ Φοῦσκα (κύστη ζώου) κ.ἄ. Στὰ Χορδόφωνα ἀνήκουν ὁ Ταμπουρᾶς, τὸ Λαγοῦτο, τὸ Οὖτι, ἡ Λαουτοκιθάρα, τὸ Μαντολίνο, ἡ Κιθάρα, ἡ Λύρα, ὁ Κεμνεντζές, ὁ Κεφανές, τὸ Βιολί, τὸ Κανονάκι, τὸ Σαντοῦρι, ἡ Λατέρνα, ἡ Ἀρτικόλυρα, οἱ Ταμπουρᾶδες καὶ τὸ Διολί. Στὰ μεμβρανόφωνα ἀνήκουν τὸ Νταοῦλι, τὸ Τουμπί, τὸ Ντέφι, ἡ Ταμπουτσά, ὁ Τουμπανᾶς, τὸ Ντουπελέκι, ἡ Μουγκρινάρα, ἡ Γουργούρα, ἡ Νουνούρα καὶ τὸ Χτένι μὲ τὸ τσιγαρόχαρτο. Στὰ ἰδιόφωνα ἀνήκουν ἡ Ζίλια, τὸ Κουδούνι, ἡ Μασά, ἡ Τζαμάλα, τὸ Τρίγωνο, τὰ Παλαμάκια, τὸ χτύπημα τοῦ ποδιοῦ μὲ τὰ χέρια, τὸ χτύπημα τοῦ ἐδάφους μὲ τὸ πόδι, τὰ νομίσματα, οἱ Μουσοὺρ Πλεξίδες, τὸ σιουργούτ, τὰ Κουτάλια, τὰ Μαγειρικὰ σκεύη, τὰ ποτηράκια, τὸ Κομπολόϊ, τὸ Σήμαντρο, τὸ Τάλαντο, τὸ Κάντιο, ὁ Κόπανος, ἡ Ροκάνα, ἡ Ρέντελα, ἡ βολαχτήρα πεταχτήρα, ὁ Ἀνεμοδείκτης σκιάχτρο, οἱ Πυροβολισμοί, τὰ Χαρτάκια στὸν Χαρταετό, τὸ Ποδήλατο κ.ἄ.
Χωρὶς ἀμφιβολία ἑπομένως οἱ σημερινοὶ ἑλληνικοὶ τοπικοὶ παραδοσιακοὶ χοροί, τὰ δημοτικά μας τραγούδια καὶ τὰ ἑλληνικὰ λαϊκὰ μουσικὰ ὄργανα συνδεδεμένα μὲ τὸ συναίσθημα καὶ τὶς ψυχικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ Ἕλληνα, ἀποτελοῦν τὴ γνήσια ἔκφραση τῆς μακραίωνης παράδοσής του καὶ τῆς ζωντανῆς κληρονομιᾶς τοῦ παρελθόντος. Οἱ παραδοσιακοὶ Χόροι ποὺ διαιροῦνται στοὺς συρτοὺς καὶ τοὺς πηδηχτοὺς καὶ χωρίζονται σὲ κυκλικοὺς καὶ ἀντικρυστούς, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ρίζες καὶ διατηρούντην πνοὴ τοῦ Βυζαντίου, ἐκφράζουν «ἀρετὴν καὶ ἐλευθερίαν» καὶ ἐπομένως ἔχουν ὅλο τὸ δικαίωμα νὰ χορεύονται καὶ σήμερα πανηγυρικὰ στὶς αὐλὲς τῶν ἐκκλησιῶν. Ἀπὸ τοὺς 537 μάλιστα χοροὺς ποὺ ἀναφέρθηκαν, οἱ 100 περίπου προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ χορεύονται 86 στὴν Ἤπειρο, 31 στὴ Θρᾴκη, 89 στὴ Μακεδονία, 18 στὴ Θεσσαλία, 26 στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, 18 στὴν Πελοπόννησο, 23 στὴν Κρήτη, 44 στὰ ὑπόλοιπα νησιά, 63 στὴν Κύπρο, 31 χορεύουν οἱ Πόντιοι, 10 οἱ Σαρακατσάνοι, 16 οἱ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, 11 οἱ τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, ἕναν οἱ Βλαχόφωνοι, κ.ἄ.
Ἐνόψει ἑπομένως τοῦ 2000 τὴν ἰσχυρὴ Παράδοση ποὺ ἐμπεριέχεται στὰ ἐξαίρετα δημοτικά μας τραγούδια, στὰ ἑλληνικὰ λαϊκὰ μουσικὰ ὄργανα καὶ τοὺς παραδοσιακοὺς τοπικοὺς χορούς μας ἔχουμε χρέος καὶ καθῆκον ὄχι μόνο νὰ τὴ διατηρήσουμε ἀλλὰ καὶ νὰ τὴ συνεχίσουμε μὲ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ τὰ μέσα ποὺ διαθέτουμε, κληροδοτώντας τα στοὺς ἀπογόνους μας. Ἀτυχῶς ὅμως στὶς μέρες μας μεγάλη μερίδα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῆς χώρας μας ἐπικαλεῖται ἕνα μῦθο, τὸ μῦθο περὶ τῆς ἀρχαιοπληξίας τῶν Ἐλλήνων. Καὶ ὁμιλῶ περὶ μύθου, γιατὶ οἱ Νεοέλληνες ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἀρχαιόπληκτοι ἀλλὰ ἀντίθετα οἱ περισσότεροι δὲν ἀφήνουν τίποτα τὸ ἱστορικὸ ὄρθιο καὶ μόνο γιὰ τὸ παρὸν ἐνδιαφέρονται. Χορταίνουν μὲ τὸ παρόν, ὅπως χορταίνουν μὲ τὸν ἑαυτό τους.
Ἡ λαμπρὰ ἱστορία τοῦ Ἔθνους μας, ἡ μελέτη καὶ ἀνάλυση τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν, ἡ γνώση καὶ σωστὴ ἐκμάθηση λαϊκῶν μουσικῶν ὀργάνων καὶ τοπικῶν παραδοσιακῶν χορῶν ἔχουν καταντήσει ἀντικείμενα πανηγυρικῶν λόγων, φολκλορικῶν ἐκδηλώσεων καὶ φτηνῶν χορευτικῶν ἑορτῶν, χωρὶς νὰ μᾶς διδάσκουν, νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νά. μᾶς καθοδηγοῦν. Ἡ Ἀθήνα π.χ ἔχει 4.000.000 πληθυσμὸ καὶ δὲ βρίσκουμε οὔτε τοῦ Περικλῆ, οὔτε τοῦ Δάμωνα καὶ τοῦ Φιντία, ἀλλὰ οὔτε καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ μνημεῖο. Εὐτυχῶς ποὺ σῴζεται ἡ Ἀκρόπολη ποὺ μᾶς θυμίζει τὴ δύναμη τοῦ δικοῦ τους μυαλοῦ καὶ τὴν ἀδυναμία τὴ δική μας. Παράλληλα ὅμως οἱ πλατεῖες, οἱ κῆποι καὶ οἱ δρόμοι τῆς Ἀθήνας καὶ ἄλλων πόλεων εἶναι κατάσπαρτα ἀπὸ μνημεῖα ἀνδρῶν, ἡρῴων καὶ μὴ ἡρώων Ἑλλήνων καὶ ξένων. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσήμαντοι καὶ ἄγνωστοι, ἀλλὰ ἔχουν ἕνα προνόμιο σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς παλιούς, ὅτι ἔζησαν χθὲς καὶ ὄχι προχθὲς καὶ αὐτὸ φαίνεται εἶναι τὸ κριτήριο τῆς ἐκτιμήσεώς μας.
Καὶ βεβαίως ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ ἀπαριθμήσω ὅπως ἡ κατάργηση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα, ἡ ἰσοπέδωση τῶν ἀξιῶν καὶ τόσα ἄλλα δὲν σημαίνουν ἀρχαιοπληξία ἢ προγονολατρία ἀλλὰ ἀντιθέτως σημαίνουν περιφρόνηση πρὸς τὴν ἐθνική μας Παράδοση. Καὶ ὡς αἴτιο πρῶτα ἀναφέρω τὸν κόρον καὶ τὸ χόρτασμα ποὺ εἶναι διαλυτικοὶ παράγοντες στὴ ζωὴ ἀτόμων καὶ λαῶν. Ἂν σήμερα στὶς εἰκαστικὲς τέχνες ἐπικρατεῖ ἡ ἀκατανόητη ἀφηρημένη τεχνοτροπία, αὐτὸ δὲ συμβαίνει ἐπειδὴ εἶναι περισσότερο ἐπιβλητικὴ ἀλλὰ γιατί ἡ ἀνθρωπότητα ἐχόρτασε καὶ κουράστηκε ἀπὸ τὸ κάλλος τῆς κλασικίζουσας τέχνης, ὅπου φυσικὰ κάποτε θὰ ἐπιστρέψει. Ἂν στὴ μουσικὴ σύνθεση δεσπόζει τὸ ἄτονο δωδεκάφθογγο σύστημα, αὐτὸ δὲ συμβαίνει ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι μελωδικότερο ἀλλὰ ἁπλῶς γιατί ἡ ἀνθρωπότητα κουράστηκε ἀπὸ τὴν ἁρμονία τῆς κλασικῆς μουσικῆς. Τὸ χόρτασμα εἶναι καθολικὸ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας.