Ἡ παρουσία μιᾶς ἐκλεκτῆς τριάδος ἱεραρχῶν, ἡ ὁποία περιλαμβάνει, τὸν Μέγαν Βασίλειον, τὸν Γρηγόριον Θεολόγον καὶ τὸν Ἰωάννην Χρυσόστομον, ἔχει ἐπιβληθῆ κατὰ τρόπον ἐντυπωσιακὸν εἰς τὴν συνείδησιν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δὲν εἶναι τόσον δύσκολον νὰ ἐξηγηθῆ, διατὶ μεταξὺ τῶν πολλῶν ἀξιολόγων προσωπικοτήτων, τὰς ὁποίας ἀνέδειξεν ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Πατέρων, ἐξεχωρίσθησαν τρεῖς διὰ ν\’ ἀποτελέσουν αὐτὴν τὴν διακεκριμένην ὁμάδα. Ἡ ἐξύψωσις τριῶν μεγάλων ἱεραρχῶν δύναται νὰ θεωρηθῆ ὡς ἐνέργεια ἀποβλέπουσα εἰς τὴν προβολὴν ἐνώπιον τῶν Χριστιανῶν μιᾶς ἐξαιρέτου ἐπιγείου ἐκπροσωπήσεως τῆς τριαδικῆς θεότητος. Οἱ δὲ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους μεταξὺ πολλῶν ἐξεχωρίσθησαν αὐτοὶ οἱ τρεῖς εἶναι προφανῶς ποικίλοι. Ἦτο φανερὸν ὅτι θὰ ἐξηροῦντο ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν, διότι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνταποκριθοῦν καθ\’ ὅλὴν τὴν γραμμὴν πρὸς τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια τὰ ὁποῖα ἐπεκράτησαν μετ\’ αὐτήν. Ἦτο ἐπίσης φανερὸν ὅτι θὰ ἐξηροῦντο ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἀνεφάνησαν ἀπὸ τὸν ε\’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς. Ἡ πατερικὴ τριὰς ἔπρεπε νὰ συγκροτηθῆ ἀπὸ ἄνδρας ἀνήκοντας εἰς τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ τριαδολογικὸν πρόβλημα εὑρίσκετο εἰς ἰδιαιτέραν ἔξαρσιν καὶ ἀσχοληθέντας ζωηρῶς μὲ τὸ πρόβλημα τοῦτο.
Φαίνεται ὅτι ἐλήφθησαν ὑπ\’ ὄψιν δύο ἀκόμη προσόντα• τὸ νὰ ἀνήκουν εἰς ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον τὸν ια\’ αἰῶνα, ὅταν ἐθεσπίσθη ἡ κοινὴ ἑορτὴ των, ἀπετέλει τὸν κύριον κορμὸν τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, καὶ νὰ ἔχουν ἀκολουθήσει τὴν ἀνθρωπιστικὴν παιδείαν, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο ἀπαραίτητον συμπλήρωμα τῆς χριστιανικῆς παιδείας κατὰ τὴν ἰδίαν ἐποχήν.
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον παρουσιάζεται μᾶλλον παράδοξον εἶναι ὅτι τὴν θέσιν τοῦ τρίτου δὲν καταλαμβάνει ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ μεγαλοφυὴς ἀδελφὸς τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐθεμελίωσε τὴν βαθυστόχαστον περὶ τοῦ πνευματικοῦ θεωρίαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Τίποτε δὲν θὰ ἦτο φυσικώτερον ἀπὸ τὸ νὰ ἑορτάζεται εἰς μίαν ἡμέραν ἡ μνήμη τῆς διασήμου αὐτῆς εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς χριστιανικῆς σκέψεως θεολογικῆς τριάδος. Προφανῶς ὡρισμέναι δολιχοδρομίαι τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ἐμπνευσμέναι, ἀπὸ ὠριγενιστικὰς καὶ πλατωνικὰς ἀντιλήψεις, προεκάλουν τὴν ἀντίθεσιν πολλῶν δογματικῶς ἀκριβολογούντων θεολόγων.
Ἐξ ἄλλου ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ἀταίριαστος εἰς αὐτὴν τὴν ὁμάδα, διότι, πλὴν τοῦ ὅτι ἡ ἀκμὴ του συμπίπτει εἰς χρόνον μεταγενέστερον τοῦ θανάτου τῶν ἄλλων δύο, ἀνήκει καὶ εἰς ἄλλην σχολὴν σκέψεως. Εἰς τὴν σύντομον αὐτὴν μελέτην θὰ παρουσιάσω ὡρισμένα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα δεικνύουν ὅτι ἡ ἐντύπωσις αὐτὴ δὲν ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς τὰ πράγματα.
Ποὶα ἦτο ἡ θέσις τοῦ Ἰωάννου ἔναντι τῶν Καππαδοκῶν; Περὶ τοῦ ὅτι τοὺς ἐγνώριζεν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχωμεν ὁποιανδήποτε ἀμφιβολίαν. Οἱ Καππαδόκαι ἦσαν παρόντες εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν σκέψιν του• παρόντες διὰ μέσου τῶν φίλων των καὶ τῶν βιβλίων των.
Ὑπάρχει μάλιστα ἕν πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸν ζωντανὸν σύνδεσμον μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας Μελέτιος. Αὐτὸς καθωδήγησε τὸν Ἰωάννην εἰς τὰ πρῶτα του θεολογικὰ βήματα καὶ τὸν ἐχειροτόνησε διάκονον. Ὁ Μελέτιος ἀντεμετώπιζε δυσχερεῖς καταστάσεις, αἱ ὁποῖαι προήρχοντο ἀρχικῶς μὲν ἀπὸ τὸν ἐναντίον του διωγμὸν ἐκ μέρους τῆς φιλαρειανικῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία τὸν ἐκράτησεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἐξόριστον, ἔπειτα δὲ καὶ ἀπὸ τὸν ἀνταγωνισμὸν ἐκ μέρους μικρᾶς μερίδος ζηλωτῶν ὑπερορθοδόξων, συσπειρωμένων περὶ τὸν ἀντεπίσκοπον Παυλῖνον. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔθεσεν ὡς ἕνα τῶν μεγάλων στόχων τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς του τὴν ἐπίτευξιν τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Μελετίου ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν φιλικῶς διακειμένην ἡγεσίάν της Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Ρώμης, ἦτο ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἀξιόλογον μέρος τῆς σωζομένης ἀλληλογραφίας αὐτοῦ δεικνύει πόσον πολὺ ἀπησχόλει τὴν σκέψιν του ἡ ἀναζήτησις τρόπου ἀποκαταστάσεως τοῦ Μελετίου εἰς τὴν ἕδραν του. Τοῦ ἀφιέρωσεν ὅλην τὴν φροντίδα, τὴν ὁποίαν συναντῶμεν εἰς πᾶσαν σελίδα αὐτῶν τῶν ὑπερεκχειλιζουσῶν ἀπὸ ἀγάπην καὶ συμπάθειαν ἐπιστολῶν. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ Ἰωάννης ἀφιέρωσεν εἰς τὸν ἴδιον ὅλον του τὸν σεβασμόν, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται πλὴν ἄλλων καὶ ἀπὸ τὸν ἐγκωμιαστικὸν πρὸς αὐτὸν λόγον του. Δὲν εἶναι φυσικὰ δυνατὸν νὰ ἠγνόει ὅλας αὐτὰς τὰς ἐνεργείας τοῦ Βασιλείου ὁ ἀφωσιωμένος μαθητὴς ἐκείνου Ἰωάννης. Ἡ ἀφοσίωσις αὐτοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ πρώτου συνηντῶντο εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας.
Ἐξ ἄλλου μὲ τὸν Μελέτιον εἶχον σύνδεσμον καὶ οἱ δύο Γρηγόριοι. Ὁ πρῶτος, ὁ Θεολόγος, τὸν διεδέχθη εἰς τὴν προεδρείαν τῆς Β\’ οἰκουμενικῆς συνόδου, ἀποθανόντα (381), ὁ δὲ δεύτερος, ὁ Νύσσης, ἐξεφώνησε τὸν ἐπικήδειον πρὸς τιμήν του λόγον.
Βραδύτερον, συνδετικὸν πρόσωπον ἔπαιξεν ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάς, προϊσταμένη τῶν φιλανθρωπικῶν ἔργων τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη. Αὐτὴ ἡ εὐγενὴς καὶ εὐσεβὴς γυνὴ ἦτο θυγάτηρ τῆς Θεοδοσίας, ἀδελφῆς τοῦ Ἀμφιλοχίου Ἰκονίου καὶ ἐξαδέλφης τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου. Ὅταν ὑπανδρεύθη τὸν νεαρὸν ἔπαρχον Κωνσταντινουπόλεως Νεβρίδιον, τὸ 385, ὁ Γρηγόριος, μὴ δυνάμενος νὰ παραστῆ εἰς τοὺς γάμους λόγω ἀσθενείας, ἀπέστειλεν ὡραῖον ποίημα εἰς τοὺς νεονύμφους(1). Χηρεύσασα ἐνωρίς, ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησίαν ὑπὸ τοὺς ἀρχιεπισκόπους Νεκτάριον καὶ Χρυσόστομον. Ἀλλὰ βεβαίως κατὰ τὴν δευτέραν φάσιν τοῦ διακονικοῦ σταδίου της οἱ μεγάλοι Καππαδόκαι δὲν ἔζων πλέον.
Ἀξίζει δὲ νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Βασίλειος διετήρει ἀλληλογραφίαν τόσον μὲ τὸν Νεκτάριον τοῦτον, καταγόμενον ἐκ Ταρσοῦ καὶ γείτονα ἑπομένως τοῦ Ἀντιοχέως Ἰωάννου, ὅσον καὶ μὲ τὸν Διόδωρον, ἐπίσκοπον Ταρσοῦ καὶ διδάσκαλον τοῦ Ἰωάννου.
Αἱ κοιναὶ γνωριμίαι μὲ τρίτα πρόσωπα ἀποτελοῦν μίαν μόνον πλευρὰν τῶν σχέσεων τοῦ Χρυσοστόμου μὲ τοὺς Καππαδόκας, ἡ ὁποία μάλιστα παρουσιάζεται ὡς ἐπιφανειακή. Εἰς τὴν πραγματικότητα αὗται πρέπει νὰ ἔπαιξαν σοβαρὸν ρόλον εἰς τὴν πνευματικὴν ἐξέλιξιν τοῦ ἀνδρός. Αἱ ἐκπληκτικαὶ ὁμοιότητες περιβάλλοντος καὶ συνθηκῶν βίου κατὰ τὴν νεανικὴν ἡλικίαν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ἦσαν μέχρις ἑνὸς σημείου τυχαῖαι: εὐγενὴς καὶ πλουσία οἰκογένεια, ἐνάρετοι γονεῖς, καὶ κατ\’ ἐξοχὴν διακεκριμένη μήτηρ, κλασικαὶ σπουδαὶ ὑπὸ ἀξιολόγους καθηγητάς, τῶν ὁποίων ὁ διασημότερος, ὁ Λιβάνιος, ἦτο εἰς ὅλους κοινός, ἐνασχόλησις μὲ τὴν δικηγορίαν ἢ τὴν διδασκαλίαν τῆς ρητορικῆς ἐπὶ σύντομον διάστημα. Πράγματι, ἂν ἀπεσιωπῶντο τὰ ὀνόματα προσώπων καὶ πόλεων, εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις δὲν θὰ ἐγνώριζε κανεὶς περὶ ποίου ἐκ τῶν τριῶν γίνεται λόγος.
Ἡ ὁμοιότης προχωρεῖ εἰς ὅλας τὰς φάσεις τῆς σταδιοδρομίας τῶν: μετὰ τὴν δικηγορίαν θεολογικαὶ σπουδαί, πρόσκαιρος ἐρημιτικὴ ἄσκησις, ἀνάληψις ἀνωτάτων εὐθυνῶν εἰς τὸν ἐκκλησιαστικόν ὀργανισμόν, ὀξεῖα κριτικὴ κατὰ τῆς ἀδικίας, σύγκρουσις μὲ τὴν κρατικὴν ἐξουσίαν. Εἰς τὰς τελευταίας ταύτας φάσεις ὅμως ἡ ὁμοιότης δὲν εἶναι τυχαία.
Ἐβάδισαν καὶ οἱ τρεῖς τὸν ἴδιον ἀκριβῶς δρόμον, οἱ δύο ἀπὸ συμφώνου καὶ κατ\’ ἀλληλεπίδρασιν, ὁ τρίτος ἔχων ἐνώπιόν του τὸ παράδειγμα τούτων, τὸ ὁποῖον τὸν ἐνέπνεε καὶ τὸν καθωδήγει.
Εἰς μίαν περίοδον τοῦ βίου των, ὅταν ἦσαν 25 – 30 ἐτῶν, ἠκολούθησαν καὶ οἱ τρεῖς τὴν ἐρημιτικὴν μοναχικὴν ἄσκησιν, καθ\’ ὅν χρόνον αὕτη εἶχε περισσοτέρους ἐπικριτὰς ἀπὸ ὑπερασπιστάς. Ἐμόχθησαν διὰ τὴν ὀργάνωσιν καὶ δικαίωσιν τοῦ βίου αὐτοῦ, οἱ μὲν Καππαδόκαι μὲ γραπτὰς κανονιστικὰς διατάξεις, ὁ δὲ Χρυσόστομος μὲ διαφωτιστικὰς πραγματείας. Ἡ εἴσοδος εἰς τὸ στάδιον αὐτὸ ἀπετέλεσε τὴν χαρακτηριστικὴν τομὴν εἰς τὸν βίον των μὲ τὴν ἐγκατάλειψιν τῶν κοσμικῶν ἐνασχολήσεων καὶ συνεδυάσθη μὲ τὴν μελέτην τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας. Ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν τὸ ἐθεώρησεν ὡς ὁριστικὸν καὶ μόνιμον. Ἐμιμήθησαν τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀναλάβη ἐνεργῶς καὶ ἐπισήμως τὴν ἀποστολήν του ἀπεσύρθη εἰς τὴν ἔρημον, καὶ τὸν ἀπόστολον Παῦλον. Διὰ τοὺς μεγάλους ἱεράρχας ἡ ἔρημος ἦτο σχολεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐλάμβανον τὴν ἀπαραίτητον διὰ τὴν ἀποστολὴν των θεολογικὴν κατάρτισιν καὶ ἠθικὴν συγκρότησιν.
Ἐνῷ δὲ ἤρχισαν τὸ χριστιανικὸν των στάδιον ὡς ἐρημῖται, τὸ ἔστεψαν μὲ τὴν κατάληψιν ἡγετικῶν θέσεων εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν. Ἠγάπησαν μὲν καὶ ὑπερήσπισαν τὸν μοναχικὸν βίον, ἀλλ\’ εἰς τὴν συνείδησίν των ὑπερίσχυσεν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἔργον. Ἦσαν χαρακτῆρες κατ\’ ἐξοχὴν κοινωνικοί, μὴ δυνάμενοι ν\’ ἀποκλεισθοῦν εἰς τὴν μόνωσιν τῆς ἐρημίας. Ἠδυνήθησαν ἄλλωστε ν\’ ἀσκήσουν καὶ ἐντὸς τῆς κοινωνίας τὰς ἀρετάς, τὰς ὁποίας πᾶς ἐρημίτης ἐπιδιώκει• ἔζησαν εἰς τὴν ἐρημίαν ὡς μέλη τῆς κοινωνίας καὶ ἐντὸς τοῦ κόσμου ὡς ἀπόκοσμοι.
Δὲν πρέπει νὰ παραβλέψωμεν τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρξαν καὶ οἱ τρεῖς ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων ἐπιστολογράφων τῆς ἱστορίας. Δι\’ αὐτοὺς ἡ ἐπιστολογραφία δὲν ἦτο ἁπλὴ λογοτεχνικὴ ἄσκησις, ἐπέκτασις τῶν συνηθιζομένων τότε εἰς τὰς ρητορικὰς σχολὰς ἀσκήσεων, ἀλλὰ ζωντανὸν μέσον ἐπικοινωνίας μὲ τὸν συνάνθρωπον καὶ μεταδόσεως πνοῆς. Ἐκφράζουν μὲ αὐτὴν τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν ἄνθρωπον, μετέχουν εἰς τὸν πόνον του, διευθετοῦν ὑποθέσεις τῶν ταπεινῶν καὶ ἐπιλύουν τὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ ἄλλου τὸ νὰ διατυπώνουν διδασκαλίαν ἐπὶ τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως εἰς μίαν ἐπιστολὴν —ὅπως καὶ εἰς μίαν ὁμιλίαν— εἶναι ἐνδεικτικόν τῆς πεποιθήσεώς των περὶ τοῦ στενοῦ συνδέσμου μεταξὺ θεολογίας καὶ διαγωγῆς. Τὸ δόγμα δὲν εἶναι ἀντικείμενον ἀποτελούμενον ἀπὸ μίαν σειρὰν ξηρῶν λέξεων, ἀλλ\’ εἶναι ζωντανὸς λόγος ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ οἱ ἐργάται τοῦ λόγου τούτου εἶναι ὑπηρέται τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ σοβαρότης μὲ τὴν ὁποίαν οἱ δύο Καππαδόκαι ἱεράρχαι ἀνταπεκρίνοντο εἰς τὰς ὑποχρεώσεις των ἀντικατοπτρίζεται εἰς τὴν στάσιν των ἔναντι τῆς ἀναλήψεως ὑψηλῶν εὐθυνῶν. Ἄνδρες τῶν ἰδικῶν των ἱκανοτήτων δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ κληθοῦν κάποτε, καὶ μάλιστα πολὺ ἐνωρίς, εἰς τὴν ἡγεσίαν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωστόν, πῶς ἀντέδρασε κατὰ τὴν περίστασιν αὐτὴν ὁ Γρηγόριος Θεολόγος• μὲ τὴν φυγήν, διὰ τὴν ὁποίαν ἠναγκάσθη νὰ συντάξῃ τὴν θαυμασίαν πραγματείαν Περὶ φυγῆς. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι πολὺ γνωστόν, λόγῳ τῆς σχετικῆς ἀσαφείας τῶν περιστατικῶν, εἶναι ὅτι καὶ ὁ Βασίλειος ἠσθάνετο κάποιον δισταγμὸν ἐνώπιον τοῦ ἐνδεχομένου ν\’ ἀναλάβη φορτίον βαρὺ διὰ τοὺς ὤμους, ἐξ οὗ καὶ ἀντέδρασε μὲ παρομοίαν φυγήν.
Ἐὰν καὶ ὁ Χρυσόστομος ἐνεφάνισέ ποτε τοιαύτην ἀντίδρασιν εἶναι ἄγνωστον καὶ ἀβέβαιον. Τὸ βέβαιον ὅμως εἶναι ὅτι, ὅταν ἠθέλησε νὰ καταστρώσῃ ἕν ποιμαντικὸν πρόγραμμα καὶ νὰ προσφέρῃ εἰς ὅλους τὸ ἰδεῶδες τοῦ καλοῦ ποιμένος —πιθανῶς κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς εἰσόδου του εἰς τὸ κληρικὸν στάδιον— ἔθεσεν ἐνώπιόν του ὡς πρότυπον τὰς σκέψεις καὶ ἐνεργείας τῶν δύο Καππαδοκῶν. Ὄχι μόνον ἰδέαι καὶ παραστάσεις καὶ φραστική τοῦ Περὶ Ἱερωσύνης ἔργου τοῦ Χρυσοστόμου ὑπενθυμίζουν ἀντίστοιχα χωρία τῆς μνημονευθείσης πραγματείας τοῦ Γρηγορίου, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρον τὸ σκηνικὸν αὐτοῦ εἶναι ἐμπνευσμένον ἀπὸ τὰς σχέσεις μεταξὺ Γρηγορίου καὶ Βασιλείου καὶ ὡρισμένας ἐνεργείας αὐτῶν. Εἴτε συνέβη εἴτε δὲν συνέβη τὸ περιγραφόμενον ὑπὸ τοῦ Χρυσοστόμου ἐπεισόδιον, αὐτὴ ἡ ἐπίδρασις κατὰ τὴν λογοτεχνικὴν ἀναπαράστασιν αὐτοῦ εἶναι ἀναμφισβήτητος.
Ἡ φιλολογικὴ ἔρευνα δύναται ν’ ἀνεύρῃ εἰς τὰ συγγράμματα τοῦ Χρυσοστόμου ἄφθονα καππαδοκικὰ στοιχεῖα, τῶν ὁποίων πολλὰ εἶναι καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως ἐμφανῆ. Μολονότι οὗτος ἔχει βεβαίως ἰδικήν του σκέψιν καὶ ἰδικόν του τρόπον ἐκφράσεως, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνεπανάληπτος, πολὺ συχνὰ ἐνεπνέετο ἀπὸ τοὺς Καππαδόκας εἰς τὴν ἐκλογὴν καὶ παρουσίασιν τῶν θεμάτων.
Ὀὕτω πλὴν τῶν ἀνωτέρω περιπτώσεων δυνάμεθα ν\’ ἀναφέρωμεν τοὺς λόγους Περὶ ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ, εἰς τοὺς ὁποίους παρουσιάζει τὰς ἀπόψεις του ἐπὶ θέματος τόσον πολὺ ἀπασχολήσαντος τὸν Βασίλειον καὶ τὸν Γρηγόριον μερικὰ ἔτη ἔνωριτερον. Εἰς μίαν σειρὰν δὲ ὁμιλιῶν του περὶ τῆς παρουσίας τοῦ κάκου εἰς τὸν κόσμον ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν γνωστὴν ἐπὶ τοῦ ἰδίου θέματος ὁμιλίαν τοῦ Βασιλείου(2). Τὸ ἴδιον δύναται νὰ λεχθῇ καὶ περὶ τῆς Λειτουργίας αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν ἡ σημερινὴ μορφή της δὲν εἶναι ἡ ἀρχική. Ἡ συγγένεια αὐτῆς πρὸς τὴν τοῦ Βασιλείου ὀφείλεται προφανῶς εἰς τὸ ὅτι αὕτη εἶχεν ὡς πρότυπον ἐκείνην. Εἶναι πιθανὸν ὅτι ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, ἐλθὼν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὡς ἀναδιοργανωτής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἰσήγαγεν ἐκεῖ λειτουργίαν προερχομένην ἀπὸ τὸν Βασίλειον, καὶ αὐτὴν εἶχεν ὑπ\’ ὄψιν του ὁ Χρυσόστομος κατὰ τὴν ἐπεξεργασίάν της ἰδικῆς του.
Ἐπειδὴ ἡ συγγραφικὴ παραγωγὴ τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ὀγκώδης καὶ κατὰ κάποιον τρόπον χαώδης, δὲν ἐδόθη ἡ δέουσα προσοχὴ ὑπὸ τῶν ἐρευνητῶν εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς φιλολογικῆς ἐξαρτήσεως αὐτοῦ ἀπὸ τῶν Καππαδοκῶν. Τὸ ἀληθὲς δὲ εἶναι ὅτι δὲν ἐδόθη προσοχὴ οὔτε εἰς τὸ πρόβλημα τῆς θεολογικῆς ἐξαρτήσεως, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ οὐσιωδέστερον.
Ὅσα ἔχουν ἤδη λεχθῆ ἀνωτέρω περὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Χρυσοστόμου σιωπηρᾶς ἀλλὰ βαθείας ἐκτιμήσεως πρὸς τὴν ἐν γένει προσφορὰν τῶν Καππαδοκῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὑποδηλώνουν καὶ ἀνάλογον υἱοθέτησιν αὐτῆς. Πόσον βαθέως εἰσχωρεῖ ἡ ἐπίδρασις, εἶναι δυνατὸν νὰ δειχθῇ καὶ διὰ συντόμου μόνον ἀναφορᾶς εἰς μερικὰ ἀπὸ τὰ θεμελιώδη στοιχεῖα τῆς θεολογίας αὐτοῦ.
Ἐνδιαφέρουσαι εἶναι αἱ ἀπόψεις του ἐπὶ τοῦ προβλήματος τῆς περιπετείας τοῦ πρωτοπλάστου. Οἱ Ἀντιοχειανοί, ἤδη ἀπὸ τοῦ Θεοφίλου κατὰ τὸν β\’αἰῶνα, ἐμφανίζουν τὸν ἄνθρωπον τοῦ παραδείσου, τὸν πρωτόπλαστον, ὡς εὑρισκόμενον εἰς ἀφελῆ καὶ νηπιακὴν καὶ ἀδύναμον ἠθικὴν κατάστασιν, ἡ ὁποία σὺν τῷ χρόνῳ ἦτο δυνατὸν νὰ προαχθῇ καὶ βελτιωθῇ. Συνεπῶς τὸ διὰ τῆς πτώσεως ἀπολλύμενον ἀγαθὸν δὲν εἶναι κατ\’ αὐτοὺς τόσον σπουδαῖον. Βεβαίως αἱ ἀντιλήψεις αὐταὶ ἔχουν ἐπιπτώσεις εἰς τὴν θεώρησιν τῆς πορείας τῆς θείας οἰκονομίας, διότι ἡ ἀποκατάστασις μικρᾶς σχετικῶς ζημίας ἀπαιτεῖ ἀνάλογον ἐνέργειαν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτοδυνάμως καὶ μὲ μίαν μικρὰν βοήθειαν παρὰ τοῦ Θεοῦ δύναται ν\’ ἀποκαταστήση τὴν ἀπώλειαν. Ἡ χριστολογία τῶν Ἀντιοχειανῶν γενικῶς καὶ πολὺ περισσότερον ἡ σωτηριολογία αὐτῶν εἶναι διαποτισμέναι ἀπὸ τὰς ἀντιλήψεις ταύτας.
Οἱ Καππαδόκαι, χωρὶς νὰ φθάνουν εἰς τὰς ἀκραίας θέσεις τῶν παλαιῶν Ἀλεξανδρινῶν, δίδουν μίαν ἐξιδανικευμένην εἰκόνα τῆς παραδεισίας ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκὼν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἀπεικόνιζε τὸ ἀρχέτυπον κάλλος εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ ἦτο ἀπαθής. Λοιπὸν ὁ Χρυσόστομος διδάσκει ὁμοίως ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦτο ἐξ ἀρχῆς ἀθάνατος καὶ εἶχε σῶμα ἄφθαρτον, ὡς χρυσοῦν ἄγαλμα ρίπτον ἐκθαμβωτικὴν λάμψιν καθὼς ἐξέρχεται τοῦ χωνευτηρίου(3). Συνέβαινεν ὅμως νὰ μὴ εἶναι πλήρως ἀπηρτισμένη ἡ ἐξαίρετος αὐτὴ κατάστασις τῶν πρωτοπλάστων, νὰ μὴ εἶναι φυσικὴ ἰδιότης ἡ ἀφθαρσία τοῦ σώματος, ἀλλὰ δυνατότης(4). Ἐὰν συνεξετάσωμεν καὶ μερικὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς ἐν προκειμένῳ διδασκαλίας τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως εἶναι ἐπὶ παραδείγματι ὁ ὁρισμὸς τῆς ἀπωλείας τοῦ ἀρχικοῦ ἀγαθοῦ τοῦ πρωτοπλάστου ὡς «Θεοῦ ἀλλοτριώσεως»(5), παρατηροῦμεν ὅτι οὗτος δὲν ἐνεργεῖ ἀρνητικῶς ἀλλὰ καὶ θετικῶς, ἤτοι ἀφ\’ ἑνὸς μὲν ἀφίσταται κατὰ τί τῶν ἄλλων Ἄντιοχειανῶν καὶ πλησιάζει κατά τι πρὸς τὰς θέσεις τῶν Καππαδοκῶν. Εἶναι φανερὸν ὅτι καταβάλλει συνειδητὴν προσπάθειαν νὰ χαράξῃ μέσην ὁδὸν μεταξὺ ἀντιοχειανῆς καὶ καππαδοκικῆς θεολογίας.
Παρομοίαν τάσιν εὑρίσκομεν καὶ εἰς τὴν χριστολογίαν αὐτοῦ. Ὁ διδάσκαλός των Διόδωρος Ταρσοῦ καὶ ὁ φίλος του Θεόδωρος Μοψουεστίας, ἐπιθυμοῦντες νὰ προβάλουν ἐντυπωσιακῶς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ, τονίζουν τὴν πληρότητα καὶ αὐτοτέλειάν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, κατὰ συνέπειαν δὲ ἐξασθενίζουν τὴν ἐν αὐτῷ παρουσίαν τοῦ θείου Λόγου ἢ τουλάχιστον παριστάνουν χαλαρὰν τὴν μεταξὺ τῶν δύο σύνδεσιν. Ἀντιθέτως οἱ Ἀλεξανδρινοί, ἐπιθυμοῦντες νὰ ἐξάρουν τὸν προαιώνιον Θεὸν Λόγον, μειώνουν τὴν πληρότητα καὶ αὐτοτέλειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Πρὸς δήλωσιν τῆς σχέσεως μεταξὺ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ οἱ πρῶτοι χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρον «συνάφεια» καὶ εἶναι χωριστικοί, οἱ δὲ δεύτεροι χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρον «ἕνωσις» καὶ εἶναι συνθετικοί.
Ἐπὶ τοῦ προκειμένου θέματος ὁ Χρυσόστομος χαρακτηρίζεται ὑπὸ τῶν νεωτέρων δυτικῶν ἐρευνητῶν συνήθως ὡς γνήσιος ἀντιοχειανός, ἂν καὶ μετὰ προσφάτους ἐρεύνας κατεβλήθη προσπάθεια νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἀλεξανδρινός. Εἰς τὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι οὔτε τὸ ἕν οὔτε τὸ ἄλλο, διότι συνδυάζων καὶ τοὺς δύο ὡς ἄνω ὅροὺς —ἕνωσις καὶ συνάφεια— ἀκολουθεῖ ἰδικήν του γραμμὴν• «τῇ γὰρ ἑνώσει καὶ τῇ συναφείᾳ ἕν ἐστιν ὁ Θεὸς Λόγος καὶ ἡ σάρξ, οὐ συγχύσεως γενομένης τῶν οὐσιῶν, ἀλλὰ ἑνώσεως ἀρρήτου τινὸς καὶ ἀφράστου»(6). Εἰς τὴν Δ\’ οἰκουμενικὴν σύνοδον Χαλκηδόνος (451) τὸ χωρίον τοῦτο μαζὶ μὲ κείμενα ἄλλων πατέρων προσήχθη εἰς ἀπόδειξίν τῆς ὁμοουσιότητος τοῦ Χριστοῦ ταυτοχρόνως καὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους(7).
Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον τὸ ὅτι ὀλίγα ἔτη ἐνωρίτερον, ἐν ὄψει τῆς διδασκαλίας τῶν Καππαδοκῶν, οἱ Καππαδόκαι χρησιμοποιοῦν ἐπίσης ἀδιακρίτως τοὺς ὅρους συνάφεια καὶ ἕνωσις, ὅπως καὶ ἄλλους σχετικοὺς ὅρους, καὶ μὲ αὐτοὺς ἐννοοῦν τὴν ἐν τῷ Χριστῷ παρουσίαν δύο φύσεων ἀσυγχύτως ἡνωμένων, ὅ,τι δηλαδὴ καὶ ὁ Χρυσόστομος μετὰ ταῦτα. Εἶναι ἐμφανὴς καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἡ ἐπίδρασις τῆς καππαδοκικῆς χριστολογίας εἰς τὴν χρυσοστομικὴν διατύπωσιν.
Ἀξιοσημείωτον εἶναι ἐξ ἄλλου ὅτι ὁ Χρυσόστομος, ἂν καὶ ὡς ἀντιοχειανὸς γενικῶς ἐνδιατρίβει εἰς τὴν κυριολεκτικὴν ἔννοιαν τῶν βιβλικῶν κειμένων, δὲν ἀποκρούει καθ\’ ὁλοκληρίαν τὴν τυπολογικὴν ἐξήγησιν, ὁπουδήποτε τοῦτο εἶναι ἐπιτρεπτὸν καὶ ἀναγκαῖον(8), ὅπως ἔπρατταν ἐπίσης οἱ Καππαδόκαι. Ὅταν ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας τὸν κατηγορεῖ ὡς ὠριγενιστήν, δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ πρὸς τοῦτο ἄλλην σοβαρὰν ἀφορμὴν πέραν τοῦ ὅτι παρουσιάζει τοιαύτην στροφὴν πρὸς μίαν ἑρμηνευτικὴν μέθοδον, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαράδεκτος δι\’ ἕνα γνήσιον ἀντιοχειανόν.
Ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω ἔκθεσιν, ἡ ὁποία εἶναι ἁπλῶς δειγματοληπτική, καθίσταται φανερὸν ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἔπραξεν ἔναντι τῆς ἀντιοχειανῆς θεολογίας ὅ,τι οἱ Καππαδόκαι ἔπραξαν ἔναντι τῆς ἀλεξανδρινῆς. Ἐμετρίασαν ἀμφότεροι τὰς ἀκραίας θέσεις τῶν δύο σχολῶν καί, ὅπως ἦτο ἑπόμενον, συνηντήθησαν εἰς πολλὰ σημεῖα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον διακρίνει τὸν Χρυσόστομον ἀπὸ τοὺς Ἄντιοχειανοὺς εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖον τὸν ἑνώνει μὲ τοὺς Καππαδόκας καὶ ἀναμφιβόλως προῆλθεν ἐξ ἐπιδράσεως ἀπὸ τῆς σκέψεως αὐτῶν.
Ἐκεῖ πάντως, ὅπου ὁ Χρυσόστομος μιμεῖται σαφῶς τοὺς Καππαδόκας, ἂν καὶ πάντοτε μὲ τὸν ίδικὸν του τρόπον καὶ μὲ τὰς ἰδικάς του ἐκφράσεις, εἶναι ἡ καθ\’ αὐτὸ θεολογία. Οἱ Περὶ ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ λόγοι του εὑρίσκονται εἰς τὴν ἰδὶαν γραμμὴν μὲ τὸν Ἀνατρεπτικὸν τοῦ Ἀπολογητικοῦ τοῦ Εὐνομίου τοῦ Βασιλείου, τοὺς λόγους Περὶ Θεολογίας τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου καὶ τοὺς Ἀντιρρητικοὺς Πρὸς Εὐνόμιον τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Ἔχουν τὸ ἴδιον θέμα μὲ ἐκείνους καὶ εἶναι ἐκ τῶν ἀξιολογωτέρων κειμένων τῆς πατερικῆς γραμματείας ὅπως ἐκεῖνοι. Ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος Θεολόγος συντάσσοντες τὰ ἔργα των ἀνταπεκρίνοντο εἰς πραγματικὰς ἀνάγκας τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔγραφον εἰς ἐποχὴν ἐξάρσεως τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀνομοίων. Ἀλλ\’ ὁ Ἰωάννης, διακονῶν εἰς ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ αἵρεσις αὐτὴ ἦτο εἰς ὕφεσιν καὶ σχεδὸν ὑπὸ διάλυσιν, δὲν ἐπιέζετο καθ\’ ὅμοιον τρόπον ἀπὸ πραγματικὰς ἀνάγκας. Καὶ παρὰ ταῦτα συνέταξε τὸ ἔργον τοῦτο, καὶ μάλιστα εἰς πέντε λόγους, ὅσοι εἶναι καὶ οἱ τοῦ Γρηγορίου.
Εἰς τὴν ἀριστοτελίζουσαν ἀντίληψιν Ἀνόμοιων περὶ δυνατότητος καθορισμοῦ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ πλήρους γνώσεως αὐτοῦ ἀπαντᾶ ὅπως ἐκεῖνα, μὲ μίαν κατηγορηματικὴν ἄρνησιν. Θαυμασμός, ἔκπληξις καὶ σκοτοδίνη καταλαμβάνουν τὸν ἄνθρωπον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ(9), καὶ πᾶσα περιεργασία τῆς θείας οὐσίας εἶναι ματαία(10). Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ ταυτότης μερικῶν παραστάσεων ἐπὶ τοῦ προκειμένου, αἱ ὁποῖαι ἀπαντοῦν καὶ εἰς τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας, ἐνίοτε μάλιστα ἐπὶ λέξει, ὡς ἡ κατωτέρω:
Βασιλείου• «ὅτε (ὁ Παῦλος) εἰς τοὺς μερικοὺς τῆς οἰκονομίας διέκυψε λόγους, οἷον ἰλιγγιάσας πρὸς τὸ τῆς θεωρίας ἀδιεξόδευτον, ἐκείνην συνεβούλευσε τὴν φωνήν,
‘ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ, ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ’»(11).
Χρυσοστόμου• «Μικρόν τε (ὁ Παῦλος) ἐξετάσας τῆς προνοίας αὐτοῦ… καὶ πρὸς τοῦτο τὸ μικρὸν μέρος εἰς πέλαγος ἄπειρον ἰλιγγιάσας καὶ βάθος ἰδὼν ἀχανὲς ἀπεπήδησεν εὐθὺς καὶ μέγα ἀνεβόησεν εἰπών, ‘ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ, ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ’»(12).
Γρηγορίου Θεολόγου• «Ὁρᾶς ὅπως ἰλιγγιῶμεν περὶ τὸν λόγον καὶ οὐκ ἐχομεν οἷ προέλθωμεν ἢ τοσοῦτον ὅσον εἰδέναι ἀγγέλους τινάς»(13).
Ὅλοι ἐπιδιώκουν νὰ θέσουν φραγμὸν εἰς τὴν ὑπερφίαλον ἀπόπειραν τῶν Ἀνομοίων νὰ εἰσέλθουν εἰς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, χρησιμομοιοῦντες ὡς ὄργανον τὰς λογικὰς κατασκευάς. Ἀλλ\’ ἡ ἄρνησις μεταβάλλεται εἰς θέσιν διὰ τῆς παραδοχῆς τῆς διακρίσεως ἐν τῷ Θεῷ μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν. Οὕτως ἐνῷ δὲν γνωρίζομεν τὴν οὐσίαν, δυνάμεθα νὰ γνωρίσωμεν τὰς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, τὰς ὁποίας ὁ Χρυσόστομος ὀνομάζει οἰκονομίας. Ἀναφερόμενος εἰς τὸ χωρίον τοῦ Παύλου περὶ μερικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, σημειώνει, «οὐ περὶ τῆς οὐσίας τοῦτο λέγει, ἀλλὰ περὶ τῶν οἰκονομιῶν»(14).
Πρῶτοι εἰσαγαγόντες σαφῶς τὴν διάκρισιν ταύτην εἰς τὴν χριστιανικὴν θεολογίαν εἶναι οἱ Καππαδόκαι, ἐνῷ οἱ Ἡσυχασταὶ πολλοὺς αἰῶνας βραδύτερον ἐπεξειργάσθησαν ταύτην λεπτομερῶς. Σχετικὸν χωρίον τοῦ Βασιλείου ἔχει ὡς ἑξῆς. «Ἡμεῖς δ\’ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αύτοῦ μένει ἀπρόσιτος»(15). Ὁ Βασίλειος ἔχει τὸ σχῆμα οὐσία-ἐνέργειαι, ὁ Χρυσόστομος τὸ σχῆμα οὐσία-οἰκονομίαι, ἀλλ\’ ἡ ἔννοια παραμένει ἡ αὐτή. Ὁ ἀκατάληπτος κατὰ τὴν οὐσίαν Θεὸς προσφέρει τὰς ἐνεργείας του εἰς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς μεθέξεως αὐτῶν κατανοοῦν τοῦτον• κατανοοῦν δὲ ὄχι τὸ τί εἶναι αὐτὸς ἀλλὰ τὸ ὅτι εἶναι, δηλαδὴ τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ Θεοῦ.
Δύναται ἐν συμπεράσματι νὰ ὑποστηριχθῆ ὅτι οἱ δύο Καππαδόκαι (καὶ ἐν μέρει ὁ τρίτος) καὶ ὁ Χρυσόστομος συγκροτοῦν ὁμοῦ μίαν ἰδιαιτέραν καὶ αὐτοτελῆ σχολὴν θεολογικῆς σκέψεως καὶ χριστιανικῆς πρακτικῆς. Ἡ ὀρθόδοξος συνείδησις δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ διαψευσθῇ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο καὶ δικαίως τοὺς ἥνωσεν εἰς μίαν θεολογικὴν τριάδα κατὰ τὸν ια\’ αἰῶνα.
——————————————————————————
Σημειώσεις
1. Ἔπη 11, 2, PG 37, 1542.
2. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Πρὸς τοὺς λέγοντας ὅτι δαίμονες τὰ ἀνθρώπινα διοικοῦσι καὶ Διατὶ οὐκ ἐκ μέσου γέγονεν ὁ διάβολος, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός.
3. Εἰς Ἀνδριάντας 11, 2, PG 49, 121.
4. Πρὸς Σταγείριον 1, 5, PG 47, 435. Εἰς Α\’ Πρὸς Κορινθίους 17, 3, PG 61, 143.
5. Εἰς Γένεσιν 17, 3, PG 53, 137 = ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς 6 ἑ., PG 31, 344 ἔ.
6. Εἰς Ἰωάννην 11, 2, PG 59, 8. Τὸ χωρίον ἀπαντᾶ καὶ ἀλλαχοῦ.
7. MANSI, 7, 468 – 469.
8. Βλ. Εἰς Γαλάτας 4, 3, PG 61, 612.
9. Περὶ Ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ 1, 12.
10. Αὐτόθι 2, 2.
11. Ἀνατρεπτικὸς τοῦ Ἀπολογητικοῦ Εὐθυμίου 1, 12 (βλ. Ρωμ. 11, 33).
12. Περὶ Ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ 1, 5 (βλ. Ρώμ. 11, 33). Τὸ χωρίον εἶναι ἀπόδοσις τοῦ ἀντιστοίχου χωρίου τοῦ Βασιλείου, ἄλλοτε μὲ τὰς αὐτὰς καὶ ἄλλοτε μὲ διαφορετικὰς λέξεις.
13. Λόγος (θεολογικὸς 2) 29, 31.
14. Περὶ Ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ 1, 5.
15. Ἐπιστολὴ 23, 4, 1