-Ἐτελείωσε;… ἀλήθεια;
-Τώρα ξεψύχησε.
-Καὶ τὸν ἐμεταλάβανε;
-Θὰ τὸν θάψουν μὲ παπάδες;
-Ἔζησε ὥς δεκαπέντε ὧρες.
Ἀπὸ παραθυρον εἰς αὐλόπορταν, ἀπὸ ἐξώστην εἰς δῶμα, ἀπὸ χαμόγειον εἰς ἀνώγειον, ἐπετοῦσαν τὸ πρωὶ οἱ πτερόεντες αὐτοὶ διάλογοι μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν. Καὶ μεγάλη περιέργεια ἐφέρετο ἐλαφρὰ εἰς τὸν ἀέρα.
-Ἡ ἄμοιρη ἡ μάννα! κλαίει καὶ δέρνεται.
-Ὁ πατέρας, ὁ ἔρμος, λείπει.
-Καὶ δὲν τοῦ ντελεγραφοῦνε νὰ \’ρθῃ;
-Εἶπαν πὼς τοῦ ντελεγραφήσανε.
-Ποῦ βρίσκεται;
-Στὴ Λειβαδιά, μοῦ \’παν, ἢ στὸ Λιδωρίκι.
-Στὰ Σάλωνα, ὄχι στὴν Λειβαδιά!
-Στὴν Σαντορίνη, ὄχι στὰ Σάλωνα!
-Ἡ δόλια ἡ μαννούλα τὰ τραβᾷ ὅλα.
-Καὶ δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του;… Δεκαοχτὼ χρονῶν παιδί, ἀκοῦς ἐσύ!
-Καὶ τί μορφόπαιδο! τί σεμνὸ καὶ συλλογισμένο περπατοῦσε!
-Ἀκόμα δὲν ἵδρωνε τὸ μουστάκι του! Κι ἔκαμε τὴ ζωὴ του χαλάλι!
-Στὴν κοιλιὰ εἶχε χτυπηθεῖ;
-Στὸ στομάχι, παραπάνω, στὸ στῆθος, κοντὰ στὸ βυζί.
-Στὸ ὑπογάστριο, ὄχι στὸ στῆθος!
-Μὲ μαχαίρι;
-Μὲ μαχαίρι!
-Δὲν ἤξευρε νὰ χτυπηθῇ, τὸ ἐλάχιστο, στὸ πόδι! εἶπε μία.
-Στὸ σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;
-Ἀπάνω, στὸ Ἀστεροσκοπεῖο.
-Στὸ Θησεῖο, καλέ, ὄχι στὸ Ἀστεροσκοπεῖο!
-Κι\’ ἔζησε δεκαπέντε ὧρες;
-Μάλιστα· ἀπὸ ἐψὲς τὸ δειλινὸ ὥς τὰ σήμερα τὸ πρωί.
-Καὶ τί νὰ λιμπιστῇ; Τὸ ἐπῆρε κατάκαρδα, ὥς τόσο.
-Κεῖνο τὸ κορίτσι τὸ μελαχροινό!
-Εἶδες μαύρη ποὺ ἦταν· μὰ νόστιμη, ἀλήθεια.
-Τί εἶναι; τί εἶναι; ἠρώτησε μία ἄνιφτη, ἀχτένιστη, ἡ ὁποία τώρα ἀκόμη ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ ὑπόγειον δωμάτιον ὅπου ἑκατοικοῦσε.
-Νά, ὁ Μιχαλάκης ποὺ σκοτώθηκε.
-Ποιὸς Μιχαλάκης;
-Κεῖνο τὸ παιδὶ τῆς κυρίας Βασιλειάδους, ποὺ περνοῦσ\’ ἀπὸ \’δῶ.
-Ἄ; ὁ Μιχαλάκης, τῆς κυρίας Βασιλειάδους; καὶ γιατί σκοτώθηκε;
-Ἐσὺ μονάχα δὲν εἶσ\’ ἀπὸ \’δῶ; Δὲν ἄκουσες τίποτα;
-Ὄχι· γιατί σκοτώθηκε;
-Θέλεις νὰ σοῦ πῶ τὸ γιατί; Νά, ἀπὸ ἔρωτα, τὸ καημένο.
-Καὶ ποιὰν ἀγαποῦσε;
-Θὰ τὸν θάψουν, λέει μὲ παπάδες; Ἔδωκε ὁ Μητροπολίτης τὴν ἄδεια;
-Νά, ὁ πάπα-Γρηγόρης τοῦ εἶπε: δὲν σὲ μεταλαβαίνω ἂν δὲν ξαγορευθῇς…
-Κι ἐκεῖνο τί εἶπε; Μπόρεσε καὶ μίλησε;
-Κι ἐκεῖνο τοῦ εἶπε: Κανένας δὲν φταίγει, παπά μου· ἐγὼ μονάχος μου τὸ ἔκανα. Ἐφταξούσιος δὲν ἤμουν; Ἐφταξούσιος βέβαια.
-Καὶ τὸ \’χε πάρει κατάκαρδα; Λένε πὼς τὴν ἀγαποῦσε ἀπὸ μικρή.
-Ἀπὸ δώδεκα χρονῶν τὴν ἀγαποῦσε. Δώδεκα χρονῶν ἐκεῖνος, ἕνδεκα αὐτή.
-Καὶ τὸ φώναζε, τὸ εἶχε μεγάλο μεράκι. Ἡ θὰ τὴν πάρω, μητέρα μου, ἢ θὰ σκοτωθῶ.
-Τὸ εἶπε καὶ τὸ \’κανε.
-Τί αἴστημα!
-Μὰ ἐκείνη δὲν τὸν ἀγαποῦσε; ἔλαβε καιρὸν νὰ ἐρωτήσῃ ἡ ἄνιφτη, ἡ τελευταία ἐξελθοῦσα ἀπὸ τὸ ἰσόγειον, πρὸς τὴν αὐλόπορταν, ὅπου ἵσταντο δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες, ἐνῷ ἄλλαι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἀνταπεκρίνοντο πρὸς ταύτας ὑψηλὰ ἀπὸ μπαλκόνια ἢ παράθυρα, ὡς χελιδόνες εἰς τὰς φωλεάς των, ὑπὸ τὰ γεῖσα τῶν στεγῶν.
-Τί μορφόπαιδο! κρῖμα!
-Τώρα, ἔχει φύγει ἀπ\’ τὴ γειτονιὰ ἡ μικρὴ ἐκείνη;
-Νανία τὴν ἔλεγαν, θαρρῶ, ἢ πῶς τὴν ἔλεγαν; Ἀνιψιὰ τῆς κυρία-Παναγιώτους, ποὺ τὴν ἔχει πάρει ψυχοπαίδα, ἐπειδὴς εἶναι ἄκληρη.
-Ἄ! τῆς κυρία-Παναγιώτους;
-Μαύρη, χλωμή, μὲ μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά· μάτια ποὺ ἔσφαζαν.
-Νὰ ποὺ ἔσφαξαν ἕνανε.
-Ἔχει φύγει ἀπὸ \’δῶ ἀπ\’ τὸ μαχαλὰ μὲ τὴ μητέρα της· εἶναι πέντ\’ ἕξι μῆνες.
-Μὲ ποιὰ μητέρα της; μὲ τὴ θεία της, τὴν ψυχομάννα της.
-Καὶ ποῦ κοντὰ κάθισαν τώρα;
-Ποιὸς ξέρει; Στὴ Νεάπολη, ψηλὰ ἐπάνω.
-Στὸ Κολωνάκι, ὄχι στὴ Νεάπολη!
-Κι ἐκείνη δὲν τὸν ἀγάπαε; ἠρώτησε πάλιν ἡ ἀκτένιστη.
-Ἐκείνη ἐκοίταζε πολλούς· εἶχε ἀργολάβους. Ἔκανε ἀργολαβίες μὲ τὸ μεροκάματο.
-Δὲν θὰ εἶναι παραπάν\’ ἀπὸ δεκάξι χρονῶν κορίτσι.
-Ὡς δεκαεφτὰ θὰ εἶναι.
-Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο…
-Θὰ πάῃ τάχα νὰ κλάψῃ στὴν κάσα του; Θὰ πάῃ στὸν τάφο του νὰ κλάψει;
-Καὶ πότε θὰ τὸν θάψουν;
-Θὰ τὸν ξενυχτίσουν τάχα; ἢ σήμερα τὸ δειλινὸ θὰ τὸν πᾶν;
-Μὰ ἐτελείωσε γιὰ τὰ καλά; Εἶπαν πὼς ψυχομαχοῦσε.
-Ξεψύχησε, καλέ, τὸν ἀλλάζουν· θέλετε νὰ τὸν ζωντανέψετε πίσω;
-Ἄχ! ἡ μάννα ἡ ἄμοιρη!
Ἀριστερά, εἰς τὴν πρώτην καμπὴν τῆς ὁδοῦ, εἰς στενὸν δρομίσκον, ὑπῆρχε μικρὰ κομψὴ οἰκία, ἀνήκουσα εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ νέου τοῦ αὐτοκτονήσαντος.
Ἡ οἰκογένεια κατώκει εἰς τὸ ἰσόγειον.
Ὁ θάλαμος, ὅπου εἶχαν ἐξαπλωμένον τὸν νεκρόν, εἶχε δύο παράθυρα ἡμιανοικτὰ πρὸς τὸν δρόμον.
Ἔξω, ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου, γύρω εἰς τὸ παραθυρον, ἐσχηματίζετο πυκνὸν ἡμικύκλιον ἀπὸ γυναῖκας, παιδία τοῦ δρόμου, γείτονας καὶ διαβάτας. Ὁ νεκρὸς ἡπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης εἰς τὸ μέσον, δύο λαμπάδες ἔκαιον, ἡ μήτηρ ἐξηκολούθει νὰ κλαίει σπαρακτικῶς. Ὀκτὼ ἢ δέκα πρόσωπα, οἰκεῖοι ἢ συγγενεῖς, ἵσταντο ὄρθιοι περὶ τὴν κλίνην. Τέσσαρες ἢ πέντε γυναῖκες ἐκάθηντο ὁλόγυρα.
Πᾶς διαβάτης ἵστατο ἔξω διὰ νὰ ἴδῃ. Αἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, μὴ χορταίνουσαι νὰ βλέπουν, ἐσπόγγιζον διαρκῶς τὰ τόσον εὔκολα δάκρυα. Ἠκούοντο ψιθυρισμοί:
-Ὤχ! Κρῖμα στὸ νέο!
-Δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!
-Πῶς ἄλλαξε τὸ πρόσωπό του!
-Σὰν νὰ κοιμᾶται εἶναι!
-Νά, τώρα θὰ μᾶς μιλήσει!
-Νὰ μίλαε τῆς μητέρας του, νὰ τὴν παρηγορήσῃ!
-Δὲν τὸν ἔπαιρνε ξώψυχα!
-Δὲν ἤξερε νὰ μὴ χτυπήσει δυνατά!
-Δὲν τὸ ἔκανε καλύτερα μὲ ρεβόλβερο, μποροῦσε νὰ μὴν τὸν ἔπαιρνε καλὰ ἡ σφαῖρα.
-Δὲν ἔπαιρνε τίποτις ἀπ’ τὸ φαρμακεῖο νὰ πιῇ, νὰ τοῦ δώσουνε ἀντιφάρμακο! εἶπε μία.
-Δὲν κατάπινε τίποτα σπίρτα, νὰ τοῦ δίνανε γιατρικὸ νὰ τὰ ξερναε! εἶπεν ἄλλη.
-Ὤχ! κρῖμας!
-Ἄχ! ἡ δόλια ἡ μαννούλα!
Ἐπάνω εἰς μίαν ταράτσαν ἵσταντο τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας τρεῖς νεαραὶ γυναῖκες, τέσσερα ἢ πέντε κοράσια, ἡλικίας μεταξὺ πέντε καὶ δέκα ἐτῶν καὶ μία γεροντοτέρα. Ἡ ταράτσα ἔβλεπεν εἴς τινα γειτονικὴν αὐλήν, ἀντίκρυζε δὲ πλαγιώτερον ὀλίγον πρὸς τὴν δυτικὴν θύραν, τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν καὶ τὸ μικρὸν κωδωνοστάσιον τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τῆς συνοικίας.
-Νά, τὸν φέρνουνε!
-Εἶναι κόσμος κάμποσος!
-Νὰ τὸ καπάκι· νὰ τὰ φανάρια· νὰ κι ὁ Σταυρός!
-Νὰ κ’ οἱ παπάδες!
-Ποῦ εἶναι ἡ κάσα;
-Ὤ, λουλούδια καὶ κακό· νὰ τος, νὰ τος!
-Ποῦ \’ναί τος, μαμά; ποῦ \’ναί τος;
Καὶ ἡ μικρὰ κορασὶς ἀνερριχᾶτο προσκολλωμένη εἰς τὸν θριγκόν, κύπτουσα ἀπλήστως, μὲ κίνδυνον νὰ πέσῃ.
-Δὲ φαίνεται καλά· εἶναι κόσμος μπροστά… ὤχ! δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν παράμερα!
-Σταθῆτε, καλέ, στὴν ἄκρη!…
-Νά, τὸν πᾶνε μὲς στὴν ἐκκλησιά!…
-Καλὰ-καλὰ δὲν τὸν εἴδαμε.
-Ἐγὼ δὲν εἶδα, μαμά!…
-Θὰ τὸν ἰδοῦμε τώρα ποὺ θὰ τὸν βγάλουν ἔξω! θὰ πάρουν τὸν κάτω δρόμο.
-Στὸ κάτω νεκροταφεῖο δὲν θὰ τὸν πᾶν;
-Μποροῦν νὰ τὸν πᾶν καὶ στὸ ἀπάνω· μὰ ἀλλάζουν πάντα τὸ δρόμο…
-Κόσμος ποὺ μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά!
-Νὰ ὁ ἀδελφός του, μὲ δύο φίλους ποὺ τὸν κρατοῦν μπράτσο.
-Ποῦ \’ναι, μαμά, ποῦ \’ναι;
-Νά, τώρα πάει μέσα…
-Πᾶνε μέσα ὅλοι· καὶ δὲν εἴδαμε τὴ μάννα του.
-Ποῦ νὰ ἰδῇς, τόσος κόσμος!
-Ἄχ! ἡ δόλια του ἡ μαννούλα!… πῶς δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!…
-Ὁ πατέρας λείπει, λένε, δὲν εἶν\’ ἐδῶ.
-Ἡ ἒρμ\’ ἡ μάννα τὰ τραβᾷ ὅλα!
Ἠκούσθη κλάψιμον παιδίου ἀνερχόμενον ἀπὸ τὸν θάλαμον διὰ τῆς θύρας πρὸς τὴν ταράτσαν.
-Ὁ γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!
-Τί νὰ τὸ κάμω; ζαλίζεται νὰ τὸ σκύβω στὴν ταράτσα· δὲν θὰ ἰδῶ τίποτα· ἂς κλάψῃ!
Ἐφάνη κίνησίς τις ἀνθρώπων περὶ τὰς δύο θύρας τοῦ ναοῦ, τὴν δυτικὴν καὶ τὴν πλαγίαν· ἄνθρωποι εἰσήρχοντο δρομαίως ἢ ἐξήρχοντο.
-Τί εἶναι, καλέ; τ\’ εἶναι;
-Κάτι τρέχει· τί νὰ εἶναι;
-Μὴν ἦρθε ὁ πατέρας τοῦ σκοτωμένου καὶ τρέχουν ἔτσι;
-Μὰ τοῦ ντελεγραφήσανε τάχα; Καὶ πρόφταινε νὰ \’ρθῃ;
-Μὴν ἐλιγοθύμησε ἡ μάνα του;
-Γιατί τρέχει ἔτσι ὁ κόσμος;
-Μὴν ἔπεσε κανένα παιδὶ ἀπ\’ τὸ γυναικίτη; σὰν φωνὲς ἀκούω, κλάηματα.
-Ἀπ\’ τὸ γυναικίτη;
-Ἡ κουμπάρα ἡ Θοδώρα, ποὺ πῆγε τώρα στὴν ἐκκλησιά· δὲ βαστοῦσε· ἤθελε νὰ ἰδῇ· ἔγκυος μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά.
-Μὴν τῆς ἔπεσε τὸ παιδὶ ἀπ\’ τὰ χέρια, καθὼς θὰ ἔσκυβε ἀπ\’ τὸ γυναικίτη;
-Τί λές, καλέ; Πῶς σοῦ φάνηκε αὐτό;
-Δὲν ξέρω κι ἐγὼ τί νὰ πῶ. Ἄλλες κάμποσες πηγαίνουν καὶ καβαλικεύουν στὰ στασίδια, ἀπ\’ ὀπίσω ἀπ\’ τὸν ψάλτη γιὰ νὰ ἰδοῦνε… Μὰ ἡ κουμπάρα θ\’ ἀνέβηκε στὸ γυναικίτη.
-Ἀκόμα τρέχουν!… Ἡ μάννα τοῦ νεκροῦ θὰ λιγοθύμησε… Αὐτὸ θὰ εἶναι!
-Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ!… μὴν ἦρθε \’κείνη ἡ ἀραπίτσα ἡ Νανία, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ σκοτωμένος;… Εἶπαν πὼς γι\’ αὐτὴν σκοτώθηκε.
-Καὶ μὴν ἔπεσε ἀπάνω στὸ νεκρό, ἀβάσταχτα, τραβώντας τὰ μαλλιά της!…
-Ποιὸς νὰ ξέρει!… Νὰ\’ ξερα, θὰ πήγαινα στὴν ἐκκλησιά!…
-Ἀπὸ ποῦ νὰ μάθῃ κανείς!…
-Νά, ὁ μπάρμπα-Λιμπέρης!… Ἔ, μπάρμπα-Λιμπέρη! μπάρμπα-Λιμπέρη!
Ἡ μικρὰ κορασὶς εἶδε μεταξύ τοῦ πλήθους ἔξω τοῦ ναοῦ ἕνα συγγενῆ τῆς μητρὸς της ἱστάμενον καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ ἀκράτητα:
-Μπάρμπα-Λιμπέρη! μπάρμπα-Λιμπέρη! Ἔ, μπάρμπα-Λιμπέρη!
Ἀλλ\’ ἐκεῖ ὅπου ἵστατο ὁ καλούμενος φυσικὰ ὑπῆρχον πλειότεροι θόρυβοι καὶ ἡ φωνὴ τῆς παιδίσκης δὲν θὰ ἔφθανε ν\’ ἀκουσθῇ.
-Μπάρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ἔ Λιμπέρη! δὲν ἀκοῦς!… Θεῖε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ἔ μπαρμπα-Λιμπέρη!
Τὸν ἔκραζε διὰ νὰ ἔλθῃ, νὰ τὰς εἰπῇ τί εἶχε συμβῆ ἐντός τοῦ ναοῦ καὶ πόθεν ἡ κίνησις ἐκείνη, τὴν ὁποίαν τοὺς ἐφάνη ὅτι παρετήρησαν. Ἀλλὰ πιθανὸν νὰ μὴ εἶχε συμβῆ τίποτε καὶ βέβαιον ὅτι ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τὰς εἴπῃ καὶ ἂν ἀκόμη ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς μικρᾶς ἀνεψιᾶς του.
-Μὰ γιατί δὲν ἀκούει, καλέ; κουφὸς εἶναι;
-Νά, τώρα τὸν ἀνησπάζονται, εἶπεν ἡ γραῖα· ἡσυχάσατε· τώρα θὰ βγοῦν· ἄρχισαν κι ἀνησπάζονται.
-Πῶς τὸ ξέρεις;
-Βγαίνουν ἕνας-ἕνας ἀπ\’ τὴν ἐκκλησιά· ἀνησπάζονται καὶ βγαίνουν… Τώρα θὰ τὸν βγάλουν.
-Θὰ τὸν βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;
-Τώρα, σὲ λιγάκι.
Ἠκούσθησαν καὶ πάλιν οἱ κλαυθμοὶ τοῦ παιδίου, ὑποκάτωθεν ἀκριβῶς τῆς ταράτσας.
-Σταματούλα, δὲν ἀκοῦς; τὸ παιδὶ ἔσκασε νὰ κλαίῃ!
-Ἂς κλάψῃ· ζαλίζεται νὰ τὸν σκύβω στὴν ταράτσα καὶ δὲ θὰ ἰδῶ τίποτε.
-Νά, τώρα θὰ βγοῦν ἔξω.
-Μὰ γιατί ἄργησαν;
-Ἀργοῦν πολύ.
-Ἄχ! πότε θὰ βγοῦν;
-Θὰ τὸν ἰδοῦμε, μαμά; θὰ τὸν ἰδῶ κ\’ ἐγώ;
-Τώρα θὰ βγοῦν.
-Μὰ πῶς ἀργοῦν ἀκόμα;
-Νὰ τώρα πῆραν στὰ χέρια τὸ Σταυρό, τὰ φανάρια.
-Νά, βγαίνουν.
-Νὰ οἱ παπάδες!
-Νά, τώρα θὰ βγῇ τὸ λείψανο!
-Ποῦ\’ ναὶ το, μαμά; ποῦ\’ ναὶ το;
-Νά!
-Ὤχ! μαῦρος, μαῦρος, ποὺ ἔγινε! ἀπ\’ τὴ μαχαιριὰ τάχα; χύθηκε τὸ αἷμα· πῶς μαύρισε!
-Ἐγὼ δὲν βλέπω, μαμά!… μαμά!
-Νά, ἐκεῖ· βαστάξου καλά, μὴ σκύβεις.
-Ἄχ! καημένα νιᾶτα! κρῖμας! κρῖμας!
-Ἡ ἄχαρη ἡ μαννούλα του!
-Νὰ την! κείνη ἡ ντελικάτη, ἡ μαυροφόρα· μπαίνει μὲς στὸ ἁμάξι μαζὶ μὲ ἄλλες δύο…
-Ποῦ εἶναί την, μαμά;…
-Τώρα μπῆκε μὲς στὴν καρότσα· πᾶνε!
-Ἄχ! μαύρη μαννούλα!
-Κρῖμα στὰ νιᾶτά του!
-Θεὸς σχωρέσ\’ τονε!
-Θεὸς σχωρέσ\’ τον!
Καὶ τὸ βάσανον τοῦ ἀτυχοῦς νεκροῦ ἔμελλεν ὁσονούπω νὰ τελειώσῃ. Ἀπῆλθε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρῃ εἰς ἄλλον κόσμον ὀλιγωτέραν περιέργειαν.
(1900)