Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Καὶ δὲν τοὺς ἔφθασε ποὺ τὸν ἐστέρησαν τὴν βασιλεία,/ἀλλ’ ὅταν πιὰ ὑπέκυψε, καὶ τὸ ἀπεφάσισε/νὰ ζήσει μ’ ἐγκαρτέρησιν ὡς ἰδιώτης,/ἒπρεπ’ ἐμπρὸς καὶ στὸν λαὸ νὰ τὸν προσβάλουν,/ἔπρεπε δημοσίᾳ νὰ τὸν ταπεινώσουν στὴν γιορτή.

  • !

    γιατί χαρὰ δὲν εἶν’ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται /(δὲν εἶναι· δὲν τὸ παραδέχεται·/πῶς νὰ τὸ πεῖ χαρά; ἐκορυφώθ’ ἡ δυστυχία του)/ὅταν τὰ πράγματα τὸν δείχνουν φανερὰ/ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ βγοῦνε νικηταί.»

Ὁ Δημάρατος

Τὸ θέμα, ὁ Χαρακτὴρ τοῦ Δημαράτου,

ποὺ τὸν ἐπρότεινε ὁ Πορφύριος, ἐν συνομιλίᾳ,

ἔτσι τὸ ἐξέφρασεν ὁ νέος σοφιστὴς

(σκοπεύοντας, μετά, ρητορικῶς νὰ τὸ ἀναπτύξει).

«Πρῶτα τοῦ βασιλέως Δαρείου, κ’ ἔπειτα

τοῦ βασιλέως Ξέρξη ὁ αὐλικός·

καὶ τώρα μὲ τὸν Ξέρξη καὶ τὸ στράτευμά του,

νὰ ἐπὶ τέλους θὰ δικαιωθεῖ ὁ Δημάρατος.

»Μεγάλη ἀδικία τὸν ἔγινε.

Ἦταν τοῦ Ἀρίστωνος ὁ υἱός. Ἀναίσχυντα

ἐδωροδόκησαν οἱ ἐχθροί του τὸ μαντεῖον.

Καὶ δὲν τοὺς ἔφθασε ποὺ τὸν ἐστέρησαν τὴν βασιλεία,

ἀλλ’ ὅταν πιὰ ὑπέκυψε, καὶ τὸ ἀπεφάσισε

νὰ ζήσει μ’ ἐγκαρτέρησιν ὡς ἰδιώτης,

ἒπρεπ’ ἐμπρὸς καὶ στὸν λαὸ νὰ τὸν προσβάλουν,

ἔπρεπε δημοσίᾳ νὰ τὸν ταπεινώσουν στὴν γιορτή.

»Ὅθεν τὸν Ξέρξη μὲ πολὺν ζῆλον ὑπηρετεῖ.

Μὲ τὸν μεγάλο Περσικὸ στρατό,

κι αὐτὸς στὴν Σπάρτη θὰ ξαναγυρίσει·

καὶ βασιλεὺς σὰν πρίν, πῶς θὰ τὸν διώξει

ἀμέσως, πῶς θὰ τὸν ἐξευτελίσει

ἐκεῖνον τὸν ραδιοῦργον Λεωτυχίδη.

»Κ’ ἡ μέρες του περνοῦν γεμάτες μέριμνα·

νὰ δίδει συμβουλὲς στοὺς Πέρσας, νὰ τοὺς ἐξηγεῖ

τὸ πῶς νὰ κάμουν γιὰ νὰ κατακτήσουν τὴν Ἑλλάδα.

»Πολλὲς φροντίδες, πολλὴ σκέψις καὶ γιὰ τοῦτο

εἶν’ ἔτσι ἀνιαρές τοῦ Δημαράτου ἡ μέρες·

πολλὲς φροντίδες, πολλὴ σκέψις καὶ γιὰ τοῦτο

καμιὰ στιγμὴ χαρᾶς δὲν ἔχει ὁ Δημάρατος·

γιατί χαρὰ δὲν εἶν’ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται

(δὲν εἶναι· δὲν τὸ παραδέχεται·

πῶς νὰ τὸ πεῖ χαρά; ἐκορυφώθ’ ἡ δυστυχία του)

ὅταν τὰ πράγματα τὸν δείχνουν φανερὰ

ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ βγοῦνε νικηταί.»