Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅλα αὐτὰ δὲν ἦσαν ὅ,τι ὁ Θεὸς εἶχε νὰ κάμη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶχαν μία προπαρασκευαστικὴ σημασία καὶ ὁ σκοπὸς τους ἦταν παιδαγωγικός· ἦσαν ἡ ρίζα καὶ ἡ βάση ἀπάνω στὴν ὁποία θὰ στηριζότανε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ νόμος ἦταν ἕνας ἅγιος τρόπος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φυλαχτοῦν καὶ νὰ προστατευτοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα δὲ καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦν, γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

  • !

    Τώρα οἱ πιστοὶ μὲ τὸ βάπτισμα, ὄχι ἁπλῶς πῆραν τὴν προσωνυμία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ σὰν ἕνα παλιὸ ἱμάτιο ξεφόρεσαν τὸν πρῶτο ἑαυτό τους καὶ ντύθηκαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἀκούσαμε ἀκριβῶς σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο τὰ πολὺ γνωστὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ τὰ πῆρε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ ἔκαμε ὕμνο στὶς μεγάλες Δεσποτικὲς ἐορτές· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (4).

  • !

    Ἄλλο κήρυγμα ἀληθινῆς ἐλευθερίας καὶ ἰσότητας, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ κατοικοῦν σ’ ὅλο τὸν πλανήτη τῆς γῆς, σὰν τὸ κήρυγμα τοῦτο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀκούστηκε οὔτε ὑπάρχει.

  • !

    Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο στὴ μνήμη σήμερα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀκούσαμε καὶ προσπαθήσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ φράση ἀπὸ τὴ μεγάλη διακήρυξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»

  • !

    Ἔτσι βρίσκει γενικὴ ἐφαρμογὴ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ», καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνδρεία καὶ ὡς πρὸς τὴν προσωπικὴ καὶ πνευματικὴ ἀξία, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»

Στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα (Γαλ. γ΄23-δ΄5)

Στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς (Γαλ.γ\’ 23-δ\’ 5)

α\’ .Ὁ Ἀπόστολος ποὺ διαβάστηκε σήμερα εἶναι περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Σὲ κάποια περασμένη ὁμιλία εἶπα γιὰ τοὺς Γαλάτες καὶ γιὰ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ τοὺς ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γι’ αὐτὸ καὶ κρίνω πὼς δὲν θὰ πρέπει τώρα νὰ ξαναπῶ τὰ ἴδια. Ἀρχίζω λοιπὸν πρῶτα νὰ ἐξηγῶ στὴ γλώσσα μας τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Αὐτὴ τὴ μέθοδο ἀκολουθοῦμε πάντα· ἐξηγοῦμε πρῶτα γλωσσικὰ τὸ ἱερὸ κείμενο, κι ὕστερα ἑρμηνεύομε καὶ ἀναπτύσσομε ὅσο μποροῦμε τὰ νοήματα τοῦ θεόπνευστου λόγου. Ὁ Ἀπόστολος μιλάει γιὰ τὸ νόμο καὶ γιὰ τὴν πίστη· τί ἦταν ὁ νόμος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ τί εἶναι ἡ πίστη τώρα ποὺ ἦρθε ὁ Χριστός.

Μὰ ἂς ἀκούσουμε τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου· «Ἀδελφοί, πρὶν νὰ \’ρθη ἡ πίστη μᾶς φύλαγε καὶ μᾶς προστάτευε ὁ νόμος κι ἤμαστε κλεισμένοι μέσα στὸ νόμο, περιμένοντας νὰ φανερωθῆ ἡ πίστη. Ὁ νόμος λοιπὸν ἦταν σὲ μᾶς παιδαγωγός, ὥσπου νὰ \’ρθη ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε τότε μὲ τὴν πίστη. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἦρθε ἡ πίστη, δὲν εἴμαστε πιὰ στὰ χέρια παιδαγωγοῦ, ἐπειδὴ σὰν πιστοὶ εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· γιατί ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ Χριστό, ντυθήκατε τὸ Χριστό. Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα, γιατί ὅλοι ἐσεῖς εἴσαστε ἕνας ἄνθρωπος στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»1.

β\’. Ὁ νόμος, γιὰ τὸν ὁποῖο πολὺς λόγος γίνεται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Παύλου, ὁ νόμος λοιπὸν εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συνθήκη, ποὺ ἔκαμε παλιὰ ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Μέσα σὲ ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα τῆς πτώσεως, στοὺς πρωτοπλάστους καὶ τὰ ἀνανέωσε ὕστερα στοὺς Πατριάρχες καὶ στοὺς Προφῆτες, μέσα στὴν παλιὰ ἐκείνη συνθήκη, ξεχωρίζει ὁ νόμος· ὄχι μόνο ὁ ἠθικός, δηλαδὴ οἱ δέκα ἐντολές, ἀλλὰ καὶ ὁ τελετουργικός, ὅλες οἱ διατάξεις ποὺ ἀναφέρονται στὶς θυσίες καὶ γενικὰ στὴ λατρεία. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἦσαν ὅ,τι ὁ Θεὸς εἶχε νὰ κάμη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶχαν μία προπαρασκευαστικὴ σημασία καὶ ὁ σκοπὸς τους ἦταν παιδαγωγικός· ἦσαν ἡ ρίζα καὶ ἡ βάση ἀπάνω στὴν ὁποία θὰ στηριζότανε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ νόμος ἦταν ἕνας ἅγιος τρόπος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φυλαχτοῦν καὶ νὰ προστατευτοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα δὲ καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦν, γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σὰν παροιμία καὶ σὰν ἀξίωμα ἔμεινε στὴ συνείδηση καὶ στὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου ὅτι «ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστὸν» (2). Μὲ τὸ νόμο ὁ Θεὸς χειραγώγησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἑτοίμασε νὰ δεχτοῦν τὸ Χριστό. Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς τὸ Εὐαγγέλιο τῆς χάρης εἶναι συνέχεια στὸ νόμο τῆς δικαιοσύνης, πὼς ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι συμπλήρωση καὶ ἐκπλήρωση τῆς Παλαιᾶς. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὅταν εἶπε πὼς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κατάργηση τὸ νόμο, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν συμπλήρωση. Τίποτα δὲν καταργεῖται στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πάντα τὸ παλιὸ εἶναι μέσα στὸ νέο, σὰν ὁ σπόρος μέσα στὸ φυτὸ καὶ σὰν ἡ ρίζα στὸ δέντρο.

γ\’. Ὅταν ἦρθε ἡ πίστη, ὅταν «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (3), τότε ὁ νόμος, χωρὶς νὰ καταργηθῆ, ἔμεινε πίσω καὶ παραχώρησε τὴ θέση του στὴ νέα πραγματικότητα· αὐτὸ θὰ πῆ τὸ «ἐγένετο», ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἀλήθεια, πραγμάτωσε μία νέα κατάσταση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία. Τώρα δὲν χρειαζότανε πιὰ παιδαγωγός, τώρα οἱ ἄνθρωποι εἶδαν νὰ ἐκπληρώνωνται ὅσα ἐπροτύπωνε ὁ νόμος καὶ ἐπρόβλεπαν οἱ Προφῆτες. Τώρα, μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸ θεανθρώπινό του πρόσωπο καὶ στὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο, οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα οἱ πιστοὶ μὲ τὸ βάπτισμα, ὄχι ἁπλῶς πῆραν τὴν προσωνυμία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ σὰν ἕνα παλιὸ ἱμάτιο ξεφόρεσαν τὸν πρῶτο ἑαυτό τους καὶ ντύθηκαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἀκούσαμε ἀκριβῶς σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο τὰ πολὺ γνωστὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ τὰ πῆρε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ ἔκαμε ὕμνο στὶς μεγάλες Δεσποτικὲς ἐορτές· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (4).

δ\’. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου κορυφώνεται στὴ μεγάλη διακήρυξη, ποὺ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο καὶ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Εἶναι ἡ διακήρυξη, ποὺ σπάζει τὰ δεσμὰ ὅλων τῶν διακρίσεων μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Τώρα δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ λαοὶ καὶ φυλές, δὲν ὑπάρχουν κοινωνικὲς τάξεις, δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα, γιατί ὅλοι, μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, εἴμαστε ἕνας ἄνθρωπος.

ε\’. Ἄλλο κήρυγμα ἀληθινῆς ἐλευθερίας καὶ ἰσότητας, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ κατοικοῦν σ’ ὅλο τὸν πλανήτη τῆς γῆς, σὰν τὸ κήρυγμα τοῦτο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀκούστηκε οὔτε ὑπάρχει. Οἱ αἰῶνες τὸ ἐπαναλαμβάνουν σὲ διάφορες γλῶσσες, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν λαῶν καὶ οἱ κοινωνικοὶ ἀναμορφωτὲς τὸ οἰκειοποιοῦνται καὶ τὸ ἐξαγγέλλουν παραλλαγμένο γιὰ δικό τους κήρυγμα. Ὅμως αὐτὴ εἶναι ἡ διακήρυξη καὶ ἡ ἐξαγγελία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ πνευματοκίνητο στόμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

«Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα» (5), γιατί ὅλοι οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴμαστε ἕνας ἄνθρωπος. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ψάλη τώρα ἐπάξια τὸν ὕμνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς διακηρύξεως, μὰ καὶ ποιὸς νὰ κλάψη γοερὰ καὶ νὰ θρηνήση, γιατί χίλιες φορὲς μέχρι τώρα οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ καὶ οἱ κοινωνίες ἐπρόδωσαν τὴν πίστη τους καὶ ρήμαξαν τὸ πρόσωπο τῆς γῆς μὲ τυραννίες, μὲ δουλεμπόρια, μὲ πολέμους, μὲ κατακτήσεις, μὲ ἐπαναστάσεις; Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ εἴκοσι αἰῶνες ἔγιναν ἀπὸ τοὺς χριστιανικοὺς λαούς, κι ἀπὸ κείνους ποὺ τάχα ἀρνιοῦνται τὴ χριστιανική τους καταγωγὴ καὶ πολεμοῦν τώρα τὴ μητέρα τους Ἐκκλησία.

ς\’. Μὰ ἂς προχωρήσουμε τώρα πιὸ κάτω στὴν ἐξήγηση τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς. Ὅσα θὰ πῆ στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος εἶναι τὸ συμπέρασμα σὲ ὅσα εἶπε παραπάνω. «Ἂν λοιπὸν ἐσεῖς εἴσαστε ἄνθρωποι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴσαστε ἄρα ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Λέω λοιπὸν πὼς ὅσον καιρὸ ὁ κληρονόμος εἶναι μικρὸ παιδί, δὲν ἔχει καμμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὸ δοῦλο, ἂν καὶ ὅλη ἡ πατρικὴ περιουσία εἶναι δική του, ἀλλὰ κηδεμονεύεται ἀπὸ ἐπιτρόπους καὶ διαχειριστές, ὡς τὴν ὥρα ποὺ προσδιώρισε ὁ πατέρας. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς, ὅταν ἤμαστε ἀνήλικοι, ἤμαστε ὑποταγμένοι στὶς συνθῆκες τοῦ ἐδῶ κόσμου, ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ καιρός, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν υἱό του, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ μία γυναίκα καὶ ὑποτάχτηκε στὸ νόμο, γιὰ νὰ ἐλευθέρωση ἐκείνους ποὺ ἦσαν δοῦλοι στὸ νόμο καὶ γιὰ νὰ ξαναγίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (6).

ζ\’. Δὲν μπορεῖτε, μὰ δὲν μπορεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ καταλάβετε τί αἰσθάνεται καὶ ζῆ ἐκεῖνος ποὺ κηρύττει τὸ θεῖο λόγο. Δὲν θέλω νὰ πῶ οὔτε γιὰ τὴ χαρὰ οὔτε γιὰ τὸ φόβο ποὺ ἔχει ὁ ἱερὸς διδάσκαλος, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ κάνη τὴν πολὺ μεγάλη τιμὴ νὰ εἶναι ἑρμηνευτὴς καὶ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀνθρώπους.

Μὰ θέλω νὰ πῶ γιὰ τὴ λύπη καὶ γιὰ τὴ στενοχώρια ποὺ αἰσθάνομαι τώρα, γιατί δὲν μπορῶ νὰ ἁπλωθῶ στὴν ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου. Τὸ ξέρω πὼς πάντα λέω τὰ ἴδια, καὶ διαρκῶς παραπονοῦμαι πὼς δὲν μὲ παίρνει ὁ χρόνος. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὸ εἶναι μία ἀλήθεια, ποὺ ἐγὼ κάθε Κυριακὴ τὴν αἰσθάνομαι καὶ τὴ ζῶ. Βλέπετε πὼς δὲν σᾶς ὁμιλῶ προχειρα· βλέπετε πὼς ὅ,τι θέλω νὰ σᾶς πῶ τὸ μελετῶ καὶ τὸ γράφω, γιατί θαρῶ πὼς δὲν εἶναι σωστὸ καὶ δὲν ταιριάζει, οὔτε σὲ μένα οὔτε σὲ σᾶς οὔτε στὴν ἱερότητα τοῦ κηρύγματος, νὰ σᾶς πῶ πέντε πράγματα ὅπως-ὅπως. Πάντα ὅμως, μέσα στὴν ἄλλη μου προσπάθεια, μὲ κρατάει ὁ φόβος μήπως καὶ κουραστῆτε, καὶ ἐνῶ ἐγὼ θὰ ὁμιλῶ ἐσεῖς πιὰ δὲν θὰ μὲ ἀκοῦτε. Ἀλλὰ ἂς προσπαθήσω τώρα, πολὺ σύντομα νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω τὸ κομμάτι ποὺ ἐξήγησα γλωσσικά.

η\’. Εἴπαμε παραπάνω πὼς τὸ δεύτερο τοῦτο μέρος τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς εἶναι τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο καταλήγει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἔπειτα ἀπὸ ὅσα εἶπε στὸ πρῶτο. Μὰ μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε κι ἀλλιῶς, πὼς εἶναι ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴ ζωή, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος, γιὰ νὰ ἔκφραση παραστατικὰ αὐτὸ ποὺ λέει. Εἶπε πὼς οἱ χριστιανοὶ τώρα κι ὄχι οἱ Ἑβραῖοι εἶναι οἱ ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τῶν ἐπαγγελιῶν, ποὺ ἔδωκε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ, κι ἀμέσως, μόλις εἶπε γιὰ κληρονόμους, ἔβαλε στὴ σκέψη του τὸ παράδειγμα τοῦ ἐπιτρόπου καὶ τῆς κηδεμονίας, ποὺ ὁρίζουν οἱ πολιτικοὶ νόμοι γιὰ τοὺς ἀνήλικους. Ὁ σκοπὸς πάντα τοῦ Ἀποστόλου εἶναι νὰ δείξη τὴν προσωρινότητα καὶ τὴν ἀτέλεια τοῦ νόμου, ποὺ τὸν διαδέχτηκε ἡ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου· τὴ δουλεία κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία κρατοῦσε ὁ νόμος τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός.

θ\’. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς αὐτὰ τὰ γράφει πρὸς τοὺς χριστιανούς, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ Ἰουδαίους ἤ δέχονταν ἐπιρροὲς ἀπὸ ἰουδαϊκὲς διδασκαλίες. Οἱ ἰουδαΐζοντες αὐτοὶ χριστιανοὶ ἦσαν προσκολλημένοι στὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ νόμου, καὶ μάλιστα στὸ θεσμὸ τῆς περιτομῆς καὶ δὲν μποροῦσαν εὔκολα νὰ καταλάβουν τὴν παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ νέο πνεῦμα τῆς εὐαγγελικῆς διδαχῆς, ποὺ εἶναι πνεῦμα ἀγάπης καὶ πνευματικῆς ἐλευθερίας. Πρὶν λοιπὸν νὰ ἔρθη ὁ Χριστός, σὰν τὰ ἀνήλικα παιδιά, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν κάτω ἀπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ νόμου, μὰ στὸν προσδιωρισμένο καιρὸ ἦρθε ὁ Χριστός· ἦρθε καὶ ὑποτάχτηκε στὸ νόμο, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθέρωση ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ νόμου. Ἔτσι ξαναγίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ στὴ γλώσσα τῆς θείας Γραφῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας λέγεται δικαίωση καὶ σωτηρία στὴν οὐσία του εἶναι νὰ ξαναγίνουν οἱ ἄνθρωποι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (7).

ι\’. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο στὴ μνήμη σήμερα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀκούσαμε καὶ προσπαθήσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ φράση ἀπὸ τὴ μεγάλη διακήρυξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (8). Αὐτὸ βέβαια δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ κεῖνα ποὺ στὸν καιρὸ μας φωνάζουν ὅσες καὶ ὅσοι ἔκαμαν ἔργο τοὺς τὸν «ἀγώνα τῆς γυναίκας». Μακάρι νὰ ἤξεραν οἱ γυναῖκες, ποὺ μολαταῦτα εἶναι χριστιανές, ποὺ τὶς ἀνέβασε καὶ πόσο τὶς ἐτίμησε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Μὰ θαρῶ πὼς εἶναι εὔκαιρο καὶ ἀρκετὸ νὰ ἐπαναλάβωμε τὰ λόγια τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ποὺ εἶπε ὅταν ἔκανε τὴν ἀπολογία της μπροστὰ στὸν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. «Ἡ καταγωγή μου εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλη τὴν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀπὸ τοὺς εὐγενέστερους τῆς αὐτοκρατορίας σου. Ἐπέρασα τὴ νεότητά μου ἀναζητώντας τὴν ἀλήθεια. Ὅσο μελετοῦσα ἔβλεπα τὴ ματαιότητα τῶν εἰδώλων. Ὅλη μου ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημά μου εἶναι νὰ φανῶ ἀντάξια χριστιανή…». Εἶναι λόγια γεμάτα πίστη καὶ χριστιανικὴ ἀξιοπρέπεια, τὰ ἴδια σὲ ἀτρόμητη ἀνδρεία, σὰν ἐκεῖνα ποὺ λένε πάντα ὅλοι οἱ μάρτυρες, καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅταν περιφρονοῦν τὰ ὅποια εἴδωλα τοῦ κόσμου τούτου.

Ἔτσι βρίσκει γενικὴ ἐφαρμογὴ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ», καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνδρεία καὶ ὡς πρὸς τὴν προσωπικὴ καὶ πνευματικὴ ἀξία, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ». Ἀμήν.

 

Κοζάνη, 22 Νοεμβρίου 1979

† ὁ Σ.Κ.Δ.

 

* Ἐλέχθη ἐν τῷ ἱ. Ναῷ τοῦ ἁγ. Νικολάου [Κοζάνης] τῇ 25 Νοεμβρίου 1979.

Ὑποσημειώσεις

1. Γαλ. 3, 23-29.
2. Γαλ. 3,24.
3. Ἰω. 1,17.
4. Γαλ. 3,27.
5. Γαλ. 3,29.
6. Γαλ. 3,29 – 4,5.
7. Γαλ. 4,5.
8. Γαλ. 3,28.