\”Κύριε γνώρισέ μου αὐτὸν τὸν ἄγνωστο. Ξέρω τὸ ὄνομά μου, τὴν ἡλικία μου, τὸ βάρος μου, τὸ χρῶμα τῶν μαλλιῶν μου, ὅμως τὸν ἑαυτό μου δὲν τὸν γνωρίζω. Αὐτὸς σὲ μένα τὸν ἴδιο, παραμένει κρυμμένος καὶ ἄγνωστος. Ἐσὺ ὅμως Χριστέ μου, ποὺ «ἐξετάζεις νεφροὺς καὶ καρδιὲς» τὸν γνωρίζεις. Ἐσὺ γνωρίζεις κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο εἰς τὸν κόσμο, «ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ». Ἐσὺ κρατᾶς στὰ πλαστουργικά σου χέρια τὴν φωτογραφία τοῦ μυστικοῦ καὶ ἀγνώστου ἑαυτοῦ μου, σὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειες.Τί δὲν θὰ ἔδινα νὰ ἀποκτήσω αὐτὴ τὴν φωτογραφία Κύριέ μου! Νὰ τὴν κρατήσω μπροστὰ στὰ μάτια μου. Νὰ δῶ ἐπὶ τέλους ποιὸς εἶμαι. Μία μυστικὴ φωνή μου λέει πὼς δὲν θὰ ἄντεχα νὰ δῶ τὴ φωτογραφία μου αὐτή. Καὶ ἂν τὴν ἔβλεπα, πὼς δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀναγνωρίσω τὸν ἑαυτό μου. Γι’ αὐτὸ Κύριε εἶμαι εὐχαριστημένος ποὺ Ἐσύ, γεμάτος ἀγάπη γιὰ μένα, κρατᾶς ἀποκλειστικὰ δική σου τὴν φωτογραφία τοῦ πραγματικοῦ ἑαυτοῦ μου. Γιατί ξέρω πὼς Ἐσὺ θὰ δουλέψεις μέσα μου γιὰ νὰ ἀποκαταστήσεις τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ νὰ τὴν παρουσιάσεις μὴ ἔχουσα σπίλο ἢ ρυτίδα ἀλλὰ ἵνα ᾗ ἁγία καὶ ἄμωμος. Κύριε θέλω νὰ σοῦ δώσω τὴν δυνατότητα νὰ ἐπεξεργασθεῖς μέσα μου τὸν ἑαυτό μου…
Ἑαυτέ μου, σκάβε βαθειὰ τὸ πηγάδι τῆς αὐτογνωσίας, τῆς αὐτομελέτης. Ἐρεύνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ ζωή σου. Γίνου ἀναζητητὴς γιὰ νὰ βρεῖς μαργαριτάρια καὶ ψήγματα χρυσοῦ ἀπὸ τὸ χρυσωρυχεῖο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ . (Ματθαῖος ικ΄ 44-46). Σκάβε καὶ ἄνοιξε τὸ χῶρο τῆς ὑπάρξεώς σου, γιὰ νὰ αὐξάνονται πιὸ πολὺ μέσα σου τὰ ἀποθέματα τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ. Βάλε ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ μέσα σου «τὸν θεμέλιον…ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α΄ Κορινθίους 3:2). Ἂν θέλεις νὰ ἀνέβεις «ψηλά», χαμήλωνε, σκάβε. Σκάβε ὅλο καὶ πιὸ βαθειά. Ἄνοιγε Κύριέ μου βαθειὰ τὸ πηγάδι τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς ταπείνωσης..
Γιατί προσεύχομαι; Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἀπαριθμήσω στὸν Θεὸ τὶς ἁμαρτίες μου. Ὄχι γιὰ νὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ ἔργα μου. Ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω τὴν συνείδησή μου, ὅτι δὲν παρέλειψα τὸ «καθῆκον» τῆς προσευχῆς. Ὄχι γιὰ νὰ κατακρίνω τοὺς ἄλλους «ἁμαρτωλοὺς» ποὺ συνάντησα στὸ δρόμο μου. Οὔτε γιὰ νὰ ἀρχίσω ἢ νὰ τελειώσω «θρησκευτικὰ» τὴ μέρα μου. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν πολυεύσπλαχνο Κύριο νὰ καλύψει μὲ τὸ πολὺ ἔλεός του, τὰ πολλὰ σφάλματά μου, τὰ ἀτελῆ καὶ ἐλλιπῆ ἔργα μου, τὴν ἔλλειψη ἀγάπης καὶ κατανοήσεως τῶν ἀδελφῶν μου, τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μου. Γιὰ αὐτὸ προσεύχομαι! Γιὰ νὰ ἀνανεώσω τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη μου στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν προσεύχομαι αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι μπροστὰ στὸν Ἅγιο Θεό ! \”.