Ὁ ὅσιος Μάρκελλος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔκαμε καλὲς σπουδές, εἶδε καὶ κατάλαβε πὼς δὲν τοῦ ἔφτανε ἡ ἔξω παιδεία, γιὰ νὰ θεωρῆ τὸν ἑαυτὸ του ἱκανοποιημένο καὶ γεμάτο ἐσωτερικά. Ζητοῦσε κάτι περισσότερο, γιὰ νὰ ξεδιψάση τὴν ψυχή του. Ξέκαμε λοιπὸν καὶ διαμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πένητες, καθὼς τὸ λέγει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ πῆγε στὴ Ἔφεσο· ἔλπιζε πὼς ἐκεῖ θὰ βρῆ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μάθη τὰ ἱερὰ γράμματα, τὰ «δυνάμενα σοφίσαι εἰς σωτηρίαν», καθὼς γράφει ὁ Ἀπόστολος. Στὴν Ἔφεσο ὁ ὅσιος Μάρκελλος βρῆκε πραγματικὰ σοφὸ καὶ ἅγιο δάσκαλο, ἕναν δοῦλο ποὺ τὸν ἔλεγαν Πρώμοτο, μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ ὁποίου μελέτησε κι ἔμαθε τὴ θεία Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς σοφίας.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν δεξιὰ ἀκτὴ τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Εὔξεινο Πόντο, ἦταν τὸ περίφημο μοναστήρι τῶν Ἀκοιμήτων. Στὸ μοναστήρι αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ἦσαν χωρισμένοι σὲ ὁμάδες καὶ ἡ ἱερὴ ἀκολουθία καὶ ψαλμωδία δὲν σταματοῦσε ποτὲ νύχτα μέρα. Ἡ μία ὁμάδα διαδεχότανε τὴν ἄλλη καὶ ἦσαν σὰν καὶ στὸν οὐρανό, ὅπου οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅπως λέμε στὴν εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας, «ἀκαταπαύστοις στόμασιν, ἀσιγήτοις δοξολογίαις» ὑμνοῦν τὸ Θεὸ καὶ ψάλλουν τὸν ἐπινίκιο ὕμνο· «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ…». Τὸ μοναστήρι δηλαδὴ τῶν Ἀκοίμητων ἦταν μία ἀγγελομίμητη πολιτεία, γι’ αὐτὸ κι ἀπὸ παντοῦ ἔτρεχαν ἐκεῖ ὅσοι ποθοῦσαν ἀληθινὰ τὸ μοναχικὸ βίο.
Ἄκουσε λοιπὸν ὁ ὅσιος Μάρκελλος γιὰ τὸ περίφημο αὐτὸ μοναστήρι καὶ γιὰ τὸν ἡγούμενό του Ἀλέξανδρο κι ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἔφυγε καὶ πῆγε ἐκεῖ. Ἔγινε δεκτὸς στὴν ἀδελφότητα τῶν μοναχῶν καὶ σὲ λίγο καιρὸ τοὺς ξεπέρασε ὅλους στὴν ἁγιωσύνη. Ὅταν ἀρρώστησε ὁ ἡγούμενος Ἀλέξανδρος, ὁ ὅσιος Μάρκελλος φοβήθηκε μήπως καὶ θελήσουνε νὰ τὸν ἐκλέξουν ἡγούμενο, γι’ αὐτὸ κι ἔφυγε καὶ ξαναγύρισε στὸ μοναστήρι, ὅταν μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἡ ἀδελφότητα ἐξέλεξε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἰωάννη. Ὁ νέος ἡγούμενος Ἰωάννης πῆρε κοντὰ του τὸν ὅσιο Μάρκελλο, ποὺ τοῦ ἦταν πολὺ χρήσιμος γιὰ τὴν παιδεία του καὶ γιὰ τὴν ἀρετή του.
Γιὰ νὰ δοῦμε πόση ἦταν ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ὑπακοὴ τοῦ ὁσίου Μαρκέλλου, παρόλο ποὺ ἦταν ἄνθρωπος πολὺ διαβασμένος καὶ σοφός, ἀξίζει νὰ διηγηθοῦμε τὸ ἐξῆς.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τὸν κατηγόρησαν, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅτι τὸ ἔκαμε ἐπειδὴ ἔβλεπε πὼς θὰ ἔχανε τὴν ἐκλογὴ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου Ἀλεξάνδρου. Ὁ νέος λοιπὸν ἡγούμενος Ἰωάννης, γιὰ νὰ δείξη στὴν ἀδελφότητα τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Μαρκέλλου, τοῦ ὥρισε διακονία νὰ περιποιῆται τὸν ὄνο, ποὺ εἶχαν καὶ γύριζε τὸ μύλο τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ὅσιος Μάρκελλος ἀδιαμαρτύρητα κι ὁλοπρόθυμα γιὰ χρόνια ὑπηρετοῦσε καὶ φρόντιζε τὸ ὑποζύγιο, ποὺ δούλευε γιὰ τὸ ψωμὶ τῆς ἀδελφότητας καὶ τῶν ξένων ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
Ὅταν κοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης, ὅλοι οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων ζήτησαν κι ἔκαμαν ἡγούμενο τὸν ὅσιο Μάρκελλο. Ἡ θέση τοῦ ἡγουμένου ἦταν ὑψηλὴ καὶ οἱ εὐθύνες του ἦσαν μεγάλες, γιατί ἕνα μοναστήρι τότε, σὰν τὸ μοναστήρι τῶν Ἀκοίμητων, ἦταν μία ὁλόκληρη πολιτεία ὑποδειγματικὰ ὠργανωμένη. Καὶ στὰ χρόνια τοῦ ὁσίου Μαρκέλλου ἡ μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων ἔφτασε στὴ μεγαλύτερή της ἀκμὴ κι ἔγινε φυτώριο μοναχισμοῦ. Πολλοὶ πλούσιοι κι ἄλλοι ἀνώτεροι πολιτικοὶ ἄφηναν τὸν κόσμο καὶ πήγαιναν στὴ μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων. Ἄνθρωποι τῆς μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων ὓστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια, ἦσαν οἱ κτίτορες τῆς μεγάλης καὶ ἱστορικῆς μονῆς τοῦ Στουδίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Καρπὸς δηλαδὴ τῆς πνευματικῆς σπορᾶς τοῦ ὁσίου Μαρκέλλου. Ἀμήν.