Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει νὰ ξεχάσουμε τούτη τὴ χρονιὰ περισσότερο ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές, εἶναι ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι ποὺ περιβάλλει, καλύπτει τούτη τὴ λευκότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἄγνωστο τοπίο, ὅπως ἕνας τροῦλος, ἕνα σκοτάδι μὲ λίγα ἢ πολλὰ ἀστέρια, πλὴν ὅμως ἕνα σκοτάδι θολό, ἐπικίνδυνο καὶ τρομακτικό. Βγαίνουμε ἀπὸ μία χρονιά, ὅπου ὅλοι μας ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τὸ σκοτάδι ὅπου εἶναι ἀκόμα διαδεδομένη ἡ βία καὶ ἡ σκληρότητα.

  • !

    Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης.

  • !

    Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας.

  • !

    Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.

  • !

    « Εἶπα στὸν ἄνθρωπο ποὺ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου: δῶσε μου ἕνα φῶς γιὰ νὰ πορευτῶ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸ ἄγνωστο, καὶ ἀπάντησε: πήγαινε ἔξω στὸ φῶς καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶναι καλύτερο γιὰ σένα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φῶς καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἕναν συνηθισμένο δρόμο.»

Στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου

 
\"\"

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Πρὶν προσευχηθοῦμε, θὰ ἤθελα νὰ καθορίσω τὶς προσευχές μας, ὥστε ὅταν προσευχόμαστε, νὰ εἶναι πιὸ ἀποτελεσματικὴ ἡ προσευχὴ ποὺ θὰ γίνεται μ’ ἕνα νοῦ καὶ μὲ μιὰ καρδιά. Καθὼς ὁ ἕνας χρόνος διαδέχεται τὸν ἄλλον σᾶς μιλοῦσα γιὰ τὴν νέα χρονιὰ ποὺ ἐρχόταν παρομοιάζοντάς την μὲ μιὰ πεδιάδα πού, ἀκηλίδωτη, ἁγνή, εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ χιόνι, καὶ ζητοῦσα νὰ δώσετε προσοχὴ στὸ γεγονὸς ὅτι πρέπει νὰ βαδίζουμε μὲ ὑπευθυνότητα ἐκεῖ ποὺ ἁπλώνεται τὸ λευκὸ τοπίο ποὺ εἶναι ἀκόμα παρθένο, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ βαδίζουμε, θὰ ὑπάρχει μιὰ ὁδὸς ποὺ θὰ τὸ διασχίζει, ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἢ βήματα πλανεμένα ποὺ μοναχὰ θὰ λερώνουν τὴν λευκότητα τοῦ χιονιοῦ. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει νὰ ξεχάσουμε τούτη τὴ χρονιὰ περισσότερο ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές, εἶναι ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι ποὺ περιβάλλει, καλύπτει τούτη τὴ λευκότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἄγνωστο τοπίο, ὅπως ἕνας τροῦλος, ἕνα σκοτάδι μὲ λίγα ἢ πολλὰ ἀστέρια, πλὴν ὅμως ἕνα σκοτάδι θολό, ἐπικίνδυνο καὶ τρομακτικό. Βγαίνουμε ἀπὸ μία χρονιά, ὅπου ὅλοι μας ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τὸ σκοτάδι ὅπου εἶναι ἀκόμα διαδεδομένη ἡ βία καὶ ἡ σκληρότητα.

Πῶς θὰ συναντήσουμε τὴ νέα χρονιά; Θὰ ἦταν ἀφελὲς καὶ πολὺ ἀντιχριστιανικό, νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προστατέψει, νὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο εἰρήνης, ἐνῶ γύρω μας δὲν ὑπάρχει εἰρήνη. Ὑπάρχει διαμάχη, ἔνταση, ἀποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε γιὰ μᾶς εἰρήνη, ὅταν αὐτὴ ἡ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν δὲν ἔρχεται σὰν ἀκτίνες φωτὸς νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι. Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τοῦτα τὰ λόγια προφέρονται σπάνια: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, σὰν εὐχὴ γιὰ τὸν νέο χρόνο καὶ σὲ στιγμὲς ὅπου ἑνώνεται χρόνος καὶ αἰωνιότητα, ὅταν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν αἰωνιότητα συνυφασμένη μὲ τὸν χρόνο. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης. Καὶ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, πρέπει νὰ πάρουμε θέση. Ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι γίνονται πόλεμοι ἢ φῆμες ποὺ μιλοῦν γιὰ πολέμους, μὴν πανικοβληθῆτε»· σηκῶστε ψηλὰ τὰ κεφάλια, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ διστακτικότητα, δειλία καὶ φόβο, ποὺ εἶναι ὅλα γεννήματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ μέριμνα ἀγγίζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.

Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιθυμήσει νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὸν Κύριο, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δίκη, καὶ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου Ἀποστόλου ποὺ μᾶς λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς. Στὸν σημερινὸ κόσμο, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δικαστοῦμε καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε, ἴσως μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ μήπως χάσουμε τὴν πίστη μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μείνουμε ἀκλόνητοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κοιτάξουμε πίσω τὴν προηγούμενη χρονιά, τὰ λόγια της λιτανείας μᾶς χτυποῦν καὶ μᾶς κατηγοροῦν. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅσα ἔχουμε κάνει ἢ ὅσα ἔμειναν ἀτέλειωτα τὴν χρονιὰ ποὺ πέρασε. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι· εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας. Μποροῦμε πράγματι νὰ μετανοήσουμε ἐπειδὴ ποιὸς θὰ ἔλεγε, βλέποντάς μας, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς, «Δεῖτε πῶς ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θὰ ἔλεγε ὅτι κατέχουμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς πηγαίνει πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση, ποὺ προκαλεῖ τὸν καθένα νὰ ἀναρωτηθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό; Ποιὸς τοὺς τὸ ἔδωσε; Πῶς μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν δοκιμασία; Καὶ ἂν θέλουμε τούτη τὴ χρονιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, τῆς Χριστιανικῆς μας κλήσης, τοῦ ἁγίου ὀνόματος τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει χωριστὰ καὶ σὰν ἕνα σῶμα νὰ γίνουμε γιὰ ὅλους, γιὰ τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἴσως νὰ μᾶς χρειάζεται, ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὸ τί μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.

Στὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου ὁ Βασιλιὰς Γεώργιος Ι΄ εἶπε τὰ λόγια ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε ξανὰ κάθε νέο χρόνο. Στὸ μήνυμά του πρὸς τὸ Ἔθνος διαβάζει ἕνα ἀπόσπασμα: « Εἶπα στὸν ἄνθρωπο ποὺ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου: δῶσε μου ἕνα φῶς γιὰ νὰ πορευτῶ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸ ἄγνωστο, καὶ ἀπάντησε: πήγαινε ἔξω στὸ φῶς καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶναι καλύτερο γιὰ σένα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φῶς καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἕναν συνηθισμένο δρόμο.»

Αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε, καὶ ἴσως σήμερα νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση, μιὰ ἀπόφαση νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὴν κλήση μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν Νέα Χρονιὰ μὲ κουράγιο. Ἀμήν.

Μετάφραση:www.agiazoni.gr

Πρωτότυπο κείμενο

AT THE GATE OF THE YEAR

31 December 1981

In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

Before we pray, I should like to introduce our prayers so that when we pray, we do it more effectively, with one mind and with one heart. Year after year I have spoken of the New Year that was coming, in terms of a plain covered with snow, unspoiled, pure, and called our attention to the fact that we must tread responsibly on this expanse of whiteness still unspoiled, because according to the way in which we tread it, there will be a road cutting through the plain following the will of God, or wandering steps that will only soil the whiteness of the snow. But a thing that we cannot, must not forget, this year perhaps more than on many previous occasions, is that, surrounding, covering this whiteness and this unknown as with a dome, there is darkness, a darkness with few or many stars, but a darkness, dense, opaque, dangerous and frightening. We come out of a year when darkness has been perceived by all of us, when violence and cruelty are still rife.

How shall we meet it? It would be naive, and it would be very unchristian, to ask God to shield us against it, to make of the Church a haven of peace while around us there is no peace. There is strife, there is tension, there is discouragement, there are fears, there is violence, there is murder. We cannot ask for peace for ourselves if this peace does not extend beyond the Church, does not come as rays of light to dispel the darkness. One Western spiritual writer has said that the Christian is one to whom God has committed responsibility for all other men, and this responsibility we must be prepared to discharge. In a few moments we will entreat for both the unknown and the darkness, the greatest blessing which is pronounced in our liturgical services, \’Blessed is the Kingdom of the Father, the Son, and the Holy Ghost\’ – blessed in the kingship of God.

These words are spoken rarely: at the beginning of services, at the outset of the Liturgy, as a blessing upon the New Year, and at moments when eternity and time unite, when with the eyes of faith we can see eternity intertwined with time, and conquering. The Christian is one who must be capable of seeing history as God sees it, as a mystery of salvation but also as a tragedy of human fallenness and sin. And with regard to both we must take our stand. Christ says in the Gospel, ‘When you will hear of wars and rumors of wars, be ye not troubled.’ Lift up your heads, there is no space in the heart and in the life of the Christian for cowardice, faintheartedness and fear, which are all born of selfishness, concern for self, even if it extends to those whom we love. God is the Lord of history, but we must be co-workers with God, and we are sent by Him into this world of His, in order to make the discordant city of men into the harmony which will be called the city of God.

And we must remember the words of the Apostle who says, whoever will wish to work for the Lord will be led into trial; and the words of another Apostle who tells us not to be afraid of trial by fire. In the present world we must be prepared, ready for trials and ready to stand, perhaps with fear in our heart for lack of faith, but unshaken in the service of God and the service of men.

And when we look back at the past year the words of the litany hit us and accuse us. We ask God to forgive us all that we have done or left undone in the past year. We claim to be Orthodox. To be Orthodox does not mean only to confess the Gospel in its integrity and proclaim it in its purity, but it consists, even more than this, in living according to the Gospel; and we know that Christ comes to no compromise with anything but the greatness of man and the message of love and worship. We can indeed repent because who, looking at us, would say as people said about the early Christians, \’See how they love one another!\’ Who would say, looking at us, that we are in possession of an understanding of life, of a love which makes us beyond compare, which causes everyone to wonder: Where does it come from? Who gave it to them? How can they stand the test of trial? And if we want this year to be worthy of God, of our Christian calling, of the holy name of Orthodoxy, we must singly and as a body become to all, to each person who may need us, a vision of what man can be and what a community of men can be under God.

Let us pray for forgiveness, we who are so far below our calling, let us pray for fortitude, for courage, for determination to discount ourselves, to take up our cross, to follow in the footsteps of Christ whithersoever He will call us.

At the beginning of the war King George VI spoke words which can be repeated from year to year. In his message to the Nation he read a quotation: “ ‘I said to the man who stood at the gate of the year: give me a light that I may tread safely into the unknown,’ and he replied: ‘Go out into the darkness and put your hand in the hand of God; that shall be better to you than light and safer than a known way.’ ”

This is what we are called to do, and perhaps we should make today a resolution, determined to be faithful to our calling and begin the New Year with courage. Amen.