Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τί ἔπαθα ὁ κακόμοιρος; ποιὸς θρῆνος θὰ εἶναι ἀντάξιός μου;/Ποιὰ πηγὴ δακρύων θὰ μοῦ ἀρκέσει; Ποιὰ τραγούδια;

  • !

    Τὸ ἄριστο ἔργο τῶν χεριῶν εἶναι νὰ τὰ ὑψώνουμε στὸν οὐρανὸ/ἀμόλυντα καὶ νὰ τὰ δίνουμε στοὺς οὐράνιους νόμους.

  • !

    Ἄλλοτε τὸ χῶμα (σὰρξ) τιθασεύεται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ ἄλλοτε πάλι/στὴν ὁρμητικὴ σάρκα ὑποτάσσεται ὁ νοῦς μὴ θέλοντας.

  • !

    Κατοικῶ σὲ πέτρινο ρῆγμα ἄθλιο καὶ πρόχειρο/μὲ ἕνα χιτώνα, χωρὶς πέδιλα, ἄστεγος μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα /ζώντας γίνομαι εἰρωνεία γιὰ ὅλους τοὺς θνητούς.

  • !

    Ἤμουν τρυφερὸ παιδί, ὄχι ἀκριβῶς παιδί, ὅταν ὁ νοῦς / ἀπὸ τὸ ὁμοίωμα τῶν καλῶν ἢ κακῶν ἐγχαράσσεται, /ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει σχῆμα ἀπὸ σταθερὰ νοήματα, /παρὰ προσλαμβάνει τὰ πρῶτα στοιχεῖα ἀπὸ ξένους τρόπους.

Περὶ τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς μου

Τί ἔπαθα ὁ κακόμοιρος; ποιὸς θρῆνος θὰ εἶναι ἀντάξιός μου;

Ποιὰ πηγὴ δακρύων θὰ μοῦ ἀρκέσει; Ποιὰ τραγούδια;

Οὔτε τῶν παιδιῶν του τὸ θάνατο τόσο δὲν ἔκλαψε κανεὶς

[1354] Οὔτε τῶν σεβαστῶν γονιῶν του ἢ τῆς ἀγαπημένης του γυναίκας

οὔτε τὴν γλυκιὰ πατρίδα ποὺ τὴν ἀποτέφρωσε ὁρμητικὴ φωτιά,

οὔτε τὸ σῶμα ποὺ τὸ βασανίζει δυσθεράπευτη φωτιά,

ὅσο θρηνῶ ἐγὼ τὴν ψυχή μου γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ ἔπαθε.

Ἂχ ὁ ταλαίπωρος, χάνεται ἡ οὐράνια εἰκόνα.

Γιατί πλάσμα καὶ εἰκόνα τοῦ μεγάλου Θεοῦ

εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸ Θεὸ ἔρχεται καὶ σ\’ αὐτὸν πηγαίνει·

Ὅποιος κοιτάζοντας ψηλὰ καὶ ἑνώνοντας τὴ σάρκα μὲ τὸ πνεῦμα

ἔχει τὸ Χριστὸ εὐνοϊκὸ ὁδηγὸ τῆς ζωῆς του·

Ὅποιος τὰ κτήματά του, τὴ γλώσσα, τὰ αὐτιά, τὸ νοῦ του

καὶ τὴ δύναμη δώσει στὴ ζωὴ ποὺ ἔρχεται,

ληστεύοντας τὸν εὐρύχωρο κόσμο, ὅσα κρατοῦσε

ὁ ληστὴς τῶν ξένων ὁ ἀντίθεος Βελίας,

[1355] καὶ φέροντας στὶς ἀποθῆκες του σοδειὲς μεγαλύτερες ἀπὸ τὶς ἐπίγειες

ποὺ τὶς ληστεύουν οἱ κλέφτες καὶ τὶς καταστρέφουν,

θὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του τὸ βασιλιᾶ Θεὸ καὶ θὰ γίνει πνεῦμα

ἀφοῦ ἀποθέσει τὸ σῶμα καὶ τὸ πάχος ποὺ ἐμποδίζει

καὶ θὰ κερδίσει θέση στὸν ἀγγελικὸ χορό,

παίρνοντας βραβεῖο μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς ἀξιόλογους κόπους του·

καθ\’ ὅλου δὲ θὰ βλέπει τὴ θαμπὴ ὄψη τῆς σκηνῆς, ὅπως ἄλλοτε,

οὔτε τὴν γραπτὴ εἰκόνα τοῦ νόμου ποὺ χάνεται,

ἀλλὰ θὰ βλέπει μὲ τὰ μάτια τοῦ καθαροῦ νοῦ τὴν πραγματικότητα.

Ἐξυμνῶντας μὲ τὸ στόμα του τραγούδι ἑορταστικό.

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θνητῆς ζωῆς, σ\’ αὐτὸ ἀνυψώνει

τοὺς ἀνθρώπους ἡ προσβολὴ τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος

δέχθηκε τὴ μορφὴ δούλου καὶ τὸ θάνατο

δοκίμασε καὶ στὴ ζωὴ δεύτερη φορὰ ἐπέστρεψε,

ἐνῶ ἦταν Θεὸς κυβερνήτης τῆς ζωῆς πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες

[1356] ὁλόκληρη ἡ εἰκόνα πάντοτε τοῦ ἀθάνατου πατέρα,

γιὰ νὰ μ\’ ἐλευθερώσει ἀπ\’ τὴ σκλαβιὰ καὶ ν\’ ἀφαιρέσει τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου,

ποὺ θὰ ἔρθει γιὰ καλύτερη ζωή.

Μὰ ἐγὼ δὲν διατήρησα στὴν μνήμη μου τὰ σεβαστὰ θεῖα μυστήρια,

ἂν καὶ ἔχω ψυχὴ μύστη γιὰ τὴν οὐράνια ἄνοδο·

Ὅμως μὲ ἕλκει κάτω τὸ χωμάτινο βάρος καὶ δὲν κατόρθωσα

νὰ βγῶ ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ νὰ στρέψω τὰ μάτια μου στὸ φῶς,

εἶδα βέβαια· ἀλλὰ ὑπῆρχε στὸ μέσον νέφος ποὺ σκέπαζε τὰ μάτια,

Ἡ σάρκα ἐπαναστατοῦσε μὲ τὸ γήινο φρόνημα·

πολλὲς μέριμνες στὴν καρδιὰ μέσα ἐδῶ κι ἐκεῖ

περιφέρονται καθὼς κενὸς πλανιέται ὁ νοῦς,

τὸ Χριστὸ μακριὰ ποὺ διώχνουν, τὸ Θεὸ Λόγο,

γιατί ἀρνεῖται ὁ νυμφίος νὰ ἑνωθεῖ μὲ ξένη ψυχή.

Πολλὰ πάνω στὴ γλώσσα ὑπάρχουν δηλητήρια καταστροφῆς.

Ἡ γλώσσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἡ μισὴ κακία

[1357] ἐκπέμπουσα θυμὸν ἀκάλυπτο κακό, ποὺ πάρα πολὺ

βράζοντας ὁρμητικὰ ἀφαιρεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν προσοχὴ

ἢ ἂν καὶ κρύβει μέσα στὰ στήθη του ἕνα ἀπατηλὸ σκοπὸ

ἐκφράζοντας ὄμορφα λόγια ἀπὸ ὄμορφο στόμα.

Μακάρι νὰ ὑπῆρχε θύρα· στὰ μάτια μου

καὶ στ\’ αὐτιά, ποὺ δὲν εἶναι πάντοτε καλοπροαίρετα ἀνοιχτά,

ὥστε τὸ καλὸ νὰ κοιτάζει καὶ ἀκούγοντας νὰ τὸ ἀσπάζεται,

ἀλλὰ νὰ κλείνουν στὰ ἄσχημα καὶ τὰ δύο αὐτόματα.

Τὸ ἄριστο ἔργο τῶν χεριῶν εἶναι νὰ τὰ ὑψώνουμε στὸν οὐρανὸ

ἀμόλυντα καὶ νὰ τὰ δίνουμε στοὺς οὐράνιους νόμους.

Ἔτσι καὶ ἔργο τῶν ποδῶν εἶναι νὰ βαδίζουν

στὸν ἴσο δρόμο καὶ ὄχι στ\’ ἀγκάθια

οὔτε στοὺς ὑψηλοὺς βράχους καὶ σὲ δρόμο ἄνομο.

Τώρα ὅμως ὁ Θεὸς ἔδωσε κάθε μέλος λαμπρὸ γιὰ τὰ λαμπρὰ

βρῆκε ὅμως ἡ κακία γιὰ μένα τὸ ὅπλο τοῦ θανάτου.

[1358] Ποιὸς νόμος εἶναι αὐτὸς γιὰ μένα; Μὲ ποιὸ τρόπο

εἶναι δεμένος στὴ γῆ μὲ τὴ σάρκα;

Πῶς μὲ τὸ ἐλαφρὸ πνεῦμα ἀναμείχθηκε τὸ σῶμα;

Οὔτε εἶμαι ὅλος διάνοια, ἀκηλίδωτη φύση, οὔτε χειρότερη,

ὅλος χώμα, ἀλλὰ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ δύο διπλό.

Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἀντέχω τὴν ἀσταμάτητη ταραχὴ τῆς μάχης μεταξὺ

τῆς σάρκας καὶ τῆς ψυχῆς, ποὺ παίρνουν θέση ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη.

Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶμαι ἀλλὰ ἕλκομαι ἀπὸ τὴ φαυλότητα.

Στὸ καλύτερο ἄνομα μάχεται τὸ χειρότερο ὄχι ὁσίως.

Ἢ ἀπέχω ἀπὸ τὴν κακία καὶ νικῶ ὄχι χωρὶς κόπο,

πετυχαίνοντας πολλὰ βραβεῖα ἀγώνων μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Γιατί ὑπάρχει σὲ μένα καὶ μὲ διπλὴ συνήθεια· ἡ μία καλὴ

ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ καλὸ καὶ ἡ ἄλλη χειρότερη

ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ κακό. Ἡ μὲν συνήθεια τοῦ καλοῦ εἶναι ἕτοιμη

νὰ ὑπακούσει τὸ Χριστό, ἐρχόμενη στὸ φῶς.

[1359] Ἡ ἄλλη πάλι συνήθεια τῆς σάρκας καὶ τοῦ αἵματος εἶναι πρόθυμη

νὰ δεχτεῖ τὸν Βελίαρ πηγαίνοντας στὸ σκοτάδι.

Ἡ μία εὐχαριστιέται μὲ τὰ ἐπίγεια, σὰ νὰ εἶναι τὰ καλά,

Ἐνῶ δὲν ἔχουν μονιμότητα καὶ εἶναι παροδικά.

Ἀγαπάει τὶς διασκεδάσεις καὶ τὰ μίση καὶ τὸν φοβερὸ κορεσμὸ

καὶ τὴν ντροπὴ τῶν παρανόμων πράξεων καὶ τὶς πανουργίες.

Βαδίζει τὸν πλατὺ δρόμο καὶ χαίρεται τὴν καταστροφή της,

ντυμένη στὴν σκοτεινὴ ἀχλὺ τῆς ἀνοησίας.

Ὅμως ἡ ἄλλη εὐχαριστιέται μὲ τὰ οὐράνια σὰ νὰ εἶναι παρόντα

ὅσα ἐλπίζουμε καὶ μόνο τὸ Θεὸ ἔχει

ἐλπίδα τῆς ζωῆς της, βλέποντας τὰ ἐπίγεια καπνὸ ἀσήμαντο,

ποὺ βρίσκονται σὲ διαφορετικὴ κατάσταση μὲ ἄλλη τυχαία περίπτωση.

Καὶ ἀγαπάει τὴ φτώχεια καὶ τὰ δεινά τῆς ζωῆς καὶ τὶς μέριμνες

τὶς καλὲς καὶ βαδίζει στὸ δύσκολο δρόμο τῆς ζωῆς·

Κι ἐνῶ αὐτὲς φιλονικοῦσαν ἦρθε ἀπὸ ψηλὰ ἐνεργητικὸ

[1360] τὸ Πνεῦμα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ φώτισε τὸ νοῦ,

σταματῶντας τὴν ταραχὴ τοῦ δυστυχισμένου σώματος καὶ τῶν σκοτεινῶν

παθῶν καταπραΰνοντας τὸ ἄγριο κύμα.

Ἡ σάρκα, ὅπως ἔχει λυσσασμένη δύναμη καὶ δὲν παύει

τὸν πόλεμο, ἀποκλίνει ὁ ἀγώνας ἄλλοτε πρὸς τὰ ἐδῶ

καὶ ἄλλοτε πρὸς τὰ ἐκεῖ.

Ἄλλοτε τὸ χῶμα (σὰρξ) τιθασεύεται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ ἄλλοτε πάλι

στὴν ὁρμητικὴ σάρκα ὑποτάσσεται ὁ νοῦς μὴ θέλοντας.

Αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ εἶναι τὸ καλύτερο· καὶ αὐτὸ ποὺ μισεῖ,

ἀφοῦ τὸ πράξει, κλαίει τὴν ἀφόρητη σκλαβιά του,

τοῦ πατέρα τοῦ πρωτόπλαστου τὴν ἀπάτη, τῆς μητέρας τὸ ἔνοχο

ξελόγιασμα, μητέρα τῆς δικῆς μας ἀσέλγειας,

καὶ τοῦ διεστραμμένου μοχθηροῦ φιδιοῦ, τοῦ ἀκόρεστου γιὰ αἷμα,

ἀπάτη, ποὺ μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων εὐχαριστεῖται.

Καὶ τὸ δένδρο καὶ τὸν καταστρεπτικό του καρπὸ γιὰ τοὺς θνητοὺς

τὴ γεύση τὴ φονική, τὶς πύλες τοῦ θανάτου,

[1361] τὴν ἐπονείδιστη γύμνωση τῶν μελῶν καὶ ἀπὸ τὸν παράδεισο

τὴν ἀτιμότατη ἀπόρριψη τοῦ φυτοῦ τῆς ζωῆς.

Ἀπὸ αὐτὰ στεναχωρημένος ὁ νοῦς θρηνεῖ. Ἡ σάρκα μου ὅμως

ρίχνει τὸ βλέμμα στοὺς προγόνους καὶ τὸ ἀνθρωποκτόνο φυτό,

καὶ τὴν κάθε γλυκιὰ τροφὴ δέχεται πάντοτε

ποὺ τὸ καταστροφικὸ μισητὸ φίδι δείχνει κολακεύοντας.

Γι αὐτὸ κλαίω καὶ μὲ προσευχὲς τὸν Βασιλιὰ

ποὺ κυβερνάει ὅλα καὶ γιὰ ὅλους τὴ ζυγαριὰ βαστάει

ἱκετεύω γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὰ δύο,

καὶ μὲ καλὴ διάθεση νὰ δικάσει καὶ τὸν πόλεμο νὰ συντρίψει,

στὸ καλύτερο, ὅπως εἶναι δίκαιο, κάμπτοντας τὸ χειρότερο·

αὐτὸ εἶναι πολὺ καλύτερο καὶ γιὰ τὰ δύο·

καὶ νὰ μὴ βαραίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ πηγαίνει στὴ γῆ,

ὥστε ὅπως τὸ μολύβδινο βαρύδι νὰ ἕλκεται στὸ βυθό,

[1362] ἀλλὰ στὸ πνεῦμα τὸ φτεροφόρο καὶ στὴν εἰκόνα νὰ ὑποχωρήσει τὸ χῶμα,

ὅπως τὸ κερὶ στὴ φωτιὰ λιώνοντας τὴν κακία.

Τέτοια ἱκετεύοντας καὶ θεραπευτικὰ μέσα στὴ πηχτὴ σάρκα

πολλὰ δίνω, ἀμέσως τὴ βαριὰ ἀρρώστια ἀπομακρύνω.

Καὶ τὴν μανία, ἀνήμερο θηρίο μὲ δυνατὰ

δεσμὰ δένω, τρέμοντας τὸ κακὸ κύμα.

Κλειδώνω τὴν κοιλιά, μὲ δυσθεράπευτη θλίψη, τὴν ψυχὴ

βασανίζω καὶ χύνω τὶς βρύσες τῶν δακρύων μου.

Λυγίζω τὰ πληγωμένα γόνατα στὸ Βασιλιά, τὶς νύχτες ἄϋπνες

τὶς περνῶ καὶ λερώνω τὸ πένθιμο ροῦχο ποὺ ἔχω.

Γιὰ ἄλλους εἶναι τὰ δεῖπνα, οἱ χοροί, τὰ γέλια,

οἱ διασκεδάσεις, τὰ παιχνίδια τῆς τρυφερῆς ἡλικίας.

Ἄλλοι γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς γιοὺς τους χαίρουν

καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ ἰσχυροῦ πλούτου ποὺ χάνεται.

[1363] Καὶ ἄλλοι πάλι μὲ τὶς ἀγορές, τὰ ἄλση καὶ τὰ λουτρὰ

εὐχαριστιοῦνται καὶ νὰ ὑπερηφανεύονται μέσα στὴν πόλη,

μὲ τὰ ἐπαινετικὰ λόγια καὶ τὴ βοὴ τοῦ πλήθους, ποὺ ἀκολουθεῖ,

συνοδεύονται ὑπεροπτικοὶ μπροστὰ στοὺς θρόνους τους.

Εἶναι πολλὲς γιὰ τοὺς θνητούς τῆς ποικίλης ζωῆς

οἱ εὐχαριστήσεις· μὲ τὰ ἄσχημα ἀναμειγνύεται τὸ εὐχάριστο.

Ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι νεκρὸς γιὰ τὴ ζωὴ καὶ σὲ λίγο πάνω στὴ γῆ

ἀφήνω τὴ πνοή· ἀποφεύγω τὶς πόλεις καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ τὰ θηρία καὶ τοὺς βράχους συναναστρεφόμενος χωριστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους

Κατοικῶ σὲ πέτρινο ρῆγμα ἄθλιο καὶ πρόχειρο

μὲ ἕνα χιτώνα, χωρὶς πέδιλα, ἄστεγος μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα

ζώντας γίνομαι εἰρωνεία γιὰ ὅλους τοὺς θνητούς.

Τὸ στρῶμα μου εἶναι ἀπὸ χόρτα καὶ κλινοσκέπασμα ὁ σκληρὸς σάκκος

καὶ σκόνη βρεμένη στὸ δάπεδο ἀπὸ τὰ δάκρυά μου.

[1364] Πολλοὶ θρηνοῦν στὰ σιδερένια δεσμά.

Ἄλλοι πάλι πληροφοροῦμαι ὅτι ἔχουν τέφρα γιὰ φαγητό.

Καὶ ἄλλοι τὸ ποτὸ τους ἀνακατεμένο μὲ δάκρυα πόνου·

ἄλλοι χτυπιοῦνται ἀπὸ χειμωνιάτικα χιόνια,

σαράντα νύχτες καὶ μέρες ὅμοιοι μὲ δένδρα

νὰ στέκονται μὲ τὴν σκέψη ἀνυψωμένοι ἀπὸ τὴ γῆ

καὶ ἔχοντας μόνο τὸ Θεὸ στὴ καρδιά• ἄλλος ἔκλεισε

τὰ χείλη καὶ στὴ γλώσσα ἔβαλε χαλινὰ.

Ὄχι σ\’ ὅλα χαλινὰ, ἄφησε μόνο σὲ ὕμνους,

σὰν κιθάρα ποὺ νὰ ἔχει πνοὴ καὶ τὴν παίζει τὸ πνεῦμα.

Κάποιος ἀφιέρωσε τὸ κεφάλι του στὸ Χριστό, διατηρώντας,

ἐξ αἰτίας τῆς ἱερῆς ὑποσχέσεως, ἀκούρευτα τὰ μαλλιά.

Ἄλλος ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ στ\’ αὐτιὰ του ἔβαλε θύρες

μήπως, δίχως νὰ ἀντιληφθεῖ δεχτεῖ τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου.

[1365] Τέτοια εἶναι τὰ θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὸ ἐχθρικὸ σῶμα.

Ἤδη καὶ τὰ γηρατειά μου εἶναι φάρμακα τῶν παθῶν μου.

Πολλὲς χωρὶς νὰ τὸ θέλω ἀνυπολόγιστες ὁρμητικὲς θύελλες

περιστρέφονται γύρω μου, ποὺ βασανίζομαι ἀπὸ φρικτοὺς πόνους.

Ἀλλὰ τὸ σῶμα οὔτε στὰ λόγια πειθαρχεῖ οὔτε οἱ κόποι

τὸ τραχύνουν, οὔτε ἀλύγιστο κυρτώνει ἀπὸ τὸ χρόνο•

Ἀλλὰ μὲ κλειστὰ μάτια πάντα ἐνάντια στὴ ζωὴ

ὁρμᾶ καὶ σὰν τὴν λεγεώνα μὲ τοὺς χοίρους ἐπιθυμεῖ γκρεμούς.

Ἂν σὲ κάποιο σημεῖο ἀπομακρυνθεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τοῦ Θεοῦ,

τὸ φόβο ἢ ἀπὸ τοὺς κόπους ἢ ἀπὸ λόγια θεϊκά,

ὅπως τὸ φυτὸ ποὺ ὁ καλλιεργητής του μὲ τὶς παλάμες τὸ τραβάει,

περιστρέφεται πάλι στὴν προηγούμενη κακία του.

Ὦ δυστυχισμένοι, θνητὸ γένος τῶν ἀνθρώπων•

Πόσο ὅταν οἱ συμφορὲς μᾶς βασανίζουν εὐχαριστιόμαστε μὲ τὴν παραφροσύνη μας.

Οὔτε τὸ λόγο σεβόμαστε, ποὺ μέσα μας κατὰ τὴν γέννησή μας

[1366] ἔβαλε ὁ Θεός, χαρίζοντας σπέρμα ζωῆς•

Οὔτε τὸ νόμο νὰ φοβόμαστε, ποὺ κάποτε σὲ λίθινες πλάκες

Μὲ γράμματα τὴν ἀλήθεια προτυπώνοντας ὁ Βασιλιὰς

ἐχάραξε τελευταία ὁ Χριστὸς στὶς καρδιὲς

τὶς δικές μας μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος•

καὶ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ Πάθη ἀφοῦ μελέτησαν ἀντίθετα

ποὺ μὲ ἀπομάκρυνε ἀπὸ φρικτὰ πάθη,

ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα, στὸ σταυρό, καρφώθηκε καὶ κάρφωσε τὴ σκοτεινὴ

ἁμαρτία τοῦ πλάσματός του καὶ τὴ δύναμη τοῦ Βελίαρ,

καὶ γιὰ νὰ μὲ ἀναγεννήσει καὶ ἐκ τοῦ τάφου νὰ ἐπαναφέρει

μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ νὰ συνδοξασθοῦμε ὑψηλά.

Πολλὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἐπίγειους τοῦ Θεοῦ

τὰ δῶρα ποὺ εἶναι καλύτερα ἀπ\’ ὅ,τι ἡ γλώσσα μου μποροῦσε νὰ ἐκφράσει.

Γιατί κατανικώντας μὲ χτυπήματα γιὰ τὴν ἀσέβειά μου

Μὲ ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ μὲ εὐνοϊκὲς σκέψεις.

[1367] Γιατί ὅλα μὲ καλὴ διάθεση τὰ κυβερνᾶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους

ἂν καὶ κρυπτὸ ἔχει τὸ βάθος τῆς δικῆς του σοφίας

καὶ ἀνάμεσα στὸ γένος μας καὶ στὸ Θεὸ σκοτάδι

πολὺ βρίσκεται, τὸ ὁποῖο λίγοι τὸ διασχίζουν,

ἀπὸ τὴ ζωὴ μὲ μάτια ὀξύτατης διαύγειας

καὶ ἀμόλυντοι διασχίζουν τὴν καθαρὴ σοφία.

Ἀλλὰ σὲ μένα ὁ Χριστὸς δίνοντας ἄπειρη δωρεά,

πρῶτα στὴ μητέρα μου ποὺ προσευχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της

δῶρο μὲ ἔδωσε καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς μὲ δέχτηκε

δῶρο ἀφοῦ ἀπὸ τὸ παιδὶ τους τίποτε ἀνώτερο δὲν εἶχαν

ἀπ\’ ὅλη τὴν περιουσία τους• ὕστερα τὸ θεῖο ἔρωτα

μοῦ ὑπέδειξε μὲ ὁράματα νυχτερινά τῆς ἁγνῆς μου ζωῆς.

Καὶ τώρα ἀκοῦστε εὐσεβεῖς• οἱ ἀκάθαρτοι

στὶς ψυχές, κλεῖστε τὰ αὐτιά σας μὲ πόρτες.

Ἤμουν τρυφερὸ παιδί, ὄχι ἀκριβῶς παιδί, ὅταν ὁ νοῦς

[1368] ἀπὸ τὸ ὁμοίωμα τῶν καλῶν ἢ κακῶν ἐγχαράσσεται,

ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει σχῆμα ἀπὸ σταθερὰ νοήματα,

παρὰ προσλαμβάνει τὰ πρῶτα στοιχεῖα ἀπὸ ξένους τρόπους.

Ἀλλὰ οἱ γονεῖς μου ἀπεικονίζουν στὸ νοῦ μου ὄχι μὲ ἄσχημα

χρώματα, μὲ δίδαξαν τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀρετῆς.

Γιατί σ\’ ὅλους τοὺς θνητοὺς ἦταν θαυμαστοί,

ἔχοντας ἴδιο φρόνημα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς

ἴδιοι στὰ γηρατειὰ καὶ στὸν ἠθικὸ χαρακτήρα

τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, εὐτυχισμένοι καὶ ἰσχυροὶ

ὑπερβαίνοντες τὰ κανονικά. Ὁ ἕνας μακριὰ κάποτε ἀπὸ τὴν μάνδρα

τὴ μεγάλη βρισκόταν, ποὺ τώρα σ\’ αὐτὴ ἀσκεῖ μεγάλη ἐξουσία

ὄχι πρόβατο, ἀργότερα τὸ πιὸ ἔξοχο ἀπὸ αὐτὰ καὶ σ\’ αὐτὰ

πνευματικὸς ποιμένας τώρα ἀξιοσέβαστος καὶ ποιμένας τῶν ποιμένων.

[1369] Οὔτε ἦρθε στὸ παραγωγικὸ ἀμπέλι πρωί,

ἀλλὰ ξεπέρασε πολὺ στὴ δουλειὰ τοὺς προπορευόμενους.

Ἡ ἄλλη ἀπὸ θαυμάσιους γονεῖς ἱερὸ φυτό, ἀπὸ

ἁγνὴ ρίζα, ἀπὸ νέους ἱεροὺς βλαστοὺς τῆς μητέρας

καθ\’ ὅλου περιφρονημένη ἀπὸ τὶς πρῶτες, ποὺ τὸ βασιλιὰ Χριστὸ

δέχτηκαν καὶ τὸν εἶδαν νὰ ἀνασταίνεται ἀπὸ τὸν τάφο,

ἀναπνέοντας λίγο πάνω στὴ γῆ ἀπὸ πιεστικὴ ἐπιθυμία τῆς σάρκας,

ἐξασφαλίζοντας ὅμως περισσότερο μερίδιο ζωῆς στὸν οὐρανό.

Ἀπὸ αὐτοὺς διαμορφώθηκε ὁ ἤπιος χαρακτήρας μου καὶ ὅπως τὸ πηχτὸ

τυρί, γρήγορα ἔπαιρνε τὴν μορφὴ τοῦ καλαθιοῦ, ὅπου ἐναποτίθεται τὸ νωπὸ τυρί.

Κάποτε ποὺ κοιμόμουν μοῦ ἦρθε τέτοιο ὄνειρο

ποὺ μὲ ὁδήγησε εὔκολα στὴν ἐπιθυμία τῆς ἁγνότητας.

Εἶδα δύο μὲ ἀσημένια φορέματα

κοπέλες νὰ λάμπουν, ποὺ στέκονταν κοντά μου,

καὶ οἱ δύο ὄμορφες τῆς ἴδιας ἡλικίας• καὶ στὶς δύο

[1370] καλλωπισμὸς ἦταν ἡ ἀστολισιὰ, ποὺ εἶναι ἡ ὡραιότητα τῆς γυναίκας.

Οὔτε τὸ λαιμὸ στόλιζαν μὲ χρυσό, οὔτε μὲ πολύτιμους λίθους,

οὔτε εἶχαν λεπτὰ μεταξωτὰ νήματα,

οὔτε χιτῶνες φοροῦσαν ἀπὸ λινὸ ὕφασμα

οὔτε μὲ βαμμένα βλέφαρα γιὰ νὰ λάμπουν λίγο τὰ μάτια

οὔτε ὅσα μελέτησαν ἄνδρες τεχνίτες στὰ πρόσωπα γυναικῶν

τρόπους βοήθειας γιὰ τὴν ἀσέλγεια

οὔτε πλεξοῦδες ξανθιῶν μαλλιῶν ριγμένες στὶς πλάτες

ἀνέμιζαν μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἁπαλοῦ ἀέρα.

Ὡραία πέπλος ἕσφιγγε μὲ ζώνη,

μέχρι τὰ πόδια καὶ τοὺς ἀστραγάλους συρόμενος•

μὲ καλύπτρα στὸ κεφάλι καὶ τὸ πρόσωπο

κάλυπταν, χαμήλωναν τὰ μάτια τους στὴ γῆ.

Τῆς ντροπῆς τὸ ὡραῖο κοκκίνισμα στόλιζε καὶ τὶς δύο

ὅσο φαινόταν κάτω ἀπὸ τὰ καλοφτιαγμένα ὑφάσματα.

[1371] Σιωπηλὲς καὶ οἱ δύο μὲ κλειστὰ χείλη,

δροσερὲς ὅπως τὰ ρόδα στὰ μπουμπούκια τους.

τὶς ἔβλεπα καὶ χαιρόμουν πολύ. Ἰσχυρίζομαι

βέβαια ὅτι ἦταν οἱ καλύτερες ἀπὸ τὶς θνητές•

αὐτὲς μὲ ἀσπάζονταν, ἐφ\’ ὅσον τόσο εὔθυμος ἤμουν μαζί τους,

μὲ τὰ χείλη τους, καὶ μὲ φιλοφροσύνη μὲ ὑποδέχτηκαν σὰν ἀγαπητὸ γιό.

Ὅταν τὶς ρώτησα ποιὲς γυναῖκες εἶναι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχονται,

ἡ μία ἀπάντησε ἡ ἁγνεία καὶ ἡ ἄλλη ἡ σωφροσύνη,

ποὺ στεκόμαστε γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ βασιλιὰ

καὶ εὐχαριστιόμαστε τὶς ὀμορφιὲς τῶν ἀγάμων τοῦ οὐρανοῦ.

Ἀλλὰ ἐμπρὸς παιδί μου σύνδεσε τὸ νοῦ σου

μὲ τὸ δικό μας νοῦ, τὴν λαμπάδα σου μὲ τὶς λαμπάδες μας,

καὶ νὰ σὲ βάλουμε κοντὰ στὴν λαμπρὴ ἀθάνατη Τριάδα.

Μιλώντας ἔτσι ὑψώθηκαν στοὺς αἰθέρες. Τὰ μάτια μου

[1372] παρακολουθοῦσαν αὐτὲς ποὺ πετοῦσαν. Διασκορπίσθηκαν, ἦταν ὄνειρο,

ἀλλὰ γιὰ πολὺ χρόνο ἡ καρδιά μου μὲ τὶς σεβαστὲς μορφὲς τῆς νύχτας

εὐχαριστιόταν καὶ μὲ τὶς εἰκόνες τῆς λαμπρῆς ἁγνότητας.

Τώρα δὰ ὁ λόγος τους συνέχει τὴν ψυχή μου, ὁπόταν ἡ ἔννοια

τῶν καλῶν καὶ τῶν κακῶν σχηματίσθηκε μὲ ἀκρίβεια.

Ὁ νοῦς ὁδηγοῦσε τὴ λαχτάρα καὶ ἡ θολὴ ὀμορφιὰ

τοῦ νυχτερινοῦ ὀνείρου φαινόταν τώρα μεγαλόπρεπα.

Ὅπως στὶς ξερὲς καλαμιὲς ἀόρατη σπίθα

Ποὺ καίει μέσα σ\’ αὐτὲς ξαφνικὰ δυναμώνει,

μικρὴ φωτιὰ στὴν ἀρχή, ὕστερα ὑψώθηκε φλόγα

ὁρμητική, ἔτσι κι ἐγὼ φλεγόμενος ἀπὸ τὸ ὄνειρο

ἀμέσως φανέρωσα τὸν πόθο καὶ σὲ ὅλους ἔλαμψε τὸ φῶς,

ποὺ δὲν ἔμεινε πιὰ μυστικὸ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς.

[1373] Σχετιζόμουν πρῶτα μὲ τοὺς εὐσεβεῖς ποὺ τοῦ γάμου

τὰ δεσμὰ ἀπέφυγαν, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν ἐπίγειο κόσμο,

γιὰ νὰ ἀκολουθοῦν πτεροφόροι τὸ Βασιλέα Χριστό,

ὑψωμένοι ἀπὸ τὴ γῆ μὲ μεγάλη δόξα.

Τοὺς ἀγαποῦσα καὶ τοὺς τιμοῦσα μὲ τὴν καρδιά μου

καὶ τῆς ἐλπίδας μου ὁδηγοὺς γιὰ τὸν οὐρανὸ αὐτοὺς εἶχα•

Ἀλλὰ ἔπειτα ὑπολόγιζα τὸ βαρὺ ζυγὸ τοῦ γάμου

ἐπιθυμώντας νὰ καθίσω στὴν ὑψηλὴ θέση τῶν παρθένων.

Γιατί ὅσες ἀνύπανδρες πῆραν μὲ κλῆρο μερίδιο στὸν πλατὺ οὐρανὸ

ξεπέρασαν τὰ ἀφόρητα πάθη.

Λαμπερὸς εἶναι πρώτιστα ὁ παντοδύναμος Θεός· ἔπειτα ὅσοι στὸ Θεὸ

ἀφοσιωμένοι στέκονται κοντὰ στὸν ὑψηλὸ θρόνο.

Ἔχοντας αὐτοὶ τὴν πρώτη ἀκτίνα τοῦ καθαροῦ Θεοῦ,

[1374] ὁλόλαμπροι, προσφέρουν πρόθυμα λάμψη στοὺς θνητούς.

Ὅσοι πλάσθηκαν ἀπὸ ψυχὴ καὶ ὕλη σ\’ ἕνα σῶμα,

καὶ εἶναι δύαδα, γέννημα τοῦ χώματος ποὺ μάχεται,

ἐπιθυμοῦν γάμο καὶ εἶναι σωματικὰ ὥριμοι

νὰ τεκνοποιήσουν. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς κατευθύνοντας τὸ ἀνώτερο μέρος,

τὸ διέκρινε ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὸ ἀποξένωσε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πλάνης

καὶ τὸ τοποθέτησε κοντὰ στὴν ἐλεύθερη ζωὴ τῶν ἀθανάτων.

Ἐκεῖ μ\’ ἔστειλε ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ τὰ μεγάλα, οὔτε πάνω στὴ γῆ

χαμηλὰ πατοῦσε χωρὶς κόπο τὸ πόδι μου. Ἀλλὰ

σὰ νὰ εἶχα γευτεῖ τὸ γάλα τὸ γλυκὸ

ἢ τὸ μέλι τῆς ἀμετακίνητης ἐκεῖ χοροστασίας

δὲν ἐπιθυμοῦσα πιὰ νὰ ἐπιστρέψω κοντὰ στὸ πικρὸ φαγητό μου,

ἐπειδὴ ἐδῶ γεννιέται ἡ κακία ποὺ φθείρει τὴν ψυχή.

Οὔτε εὐθυμίες καὶ ὅσα ἀγαποῦν οἱ νέοι, οὔτε ἐλαφρὰ ροῦχα

οὔτε περιποιημένα μαλλιά, οὔτε

δυσάρεστη χαρὰ τῶν ἄσχημων λόγων, οὔτε

γέλια ἀβάσταχτα, οὔτε βράσματα τῆς ἐχθρικῆς σάρκας

μοῦ ἦταν ἀρεστά. Τοὺς βράχους καὶ τὰ βουνὰ καὶ τ\’ ἄλογα

ποὺ χλιμιντρίζουν, καὶ τὰ γαυγίσματα τῶν κυνηγόσκυλων,

σ\’ ἄλλους τ\’ ἄφησα καὶ ἀφοῦ πέταξα ὅλα τὰ πλούτη,

ἔβαλα τὸν αὐχένα μου στὸ ζυγὸ τῆς σταθερῆς ἁγνότητας

ποὺ μὲ πρόσεχε, μ\’ ἀγαποῦσε καὶ μὲ ὁδήγησε σὲ μεγάλη δόξα

καὶ μὲ καλὴ διάθεση μ\’ ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλὰ Πάτερ καὶ Λόγε τοῦ πατέρα, Πνεῦμα φωτεινὸ

τῆς δικῆς μας ἀβέβαιης ζωῆς τὸ στήριγμα,

μὴ μ\’ ἀφήσεις νὰ κατανικηθῶ ἀπὸ βαριὰ χέρια

τοῦ ἐχθροῦ τοῦ ἀντιπάλου τῆς δικῆς σου ἐλπίδας.

Οὔτε ὡς μαῦρο καράβι, καλοτάξιδο, ὀρθόπλοο,

ποὺ κοντὰ στὸ λιμάνι πετάει πιὰ

[1376] μὲ ἀνοικτὰ πανιά, ἀφοῦ ξέσπασε θύελλα

ἐλεεινῶν ἀνέμων, ἀπότομα πίσω

νὰ μὲ τινάξει στὴν πλατειὰ θάλασσα τῆς ζωῆς

ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σειόμενο ἀπὸ ἀφόρητα δεινὰ

μήπως χτυπήσει πάνω σὲ ἀόρατους βράχους.

Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ζηλότυπου Βελίαρ•

Πάντα μισεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, οὔτε ἀπὸ τὴ γῆ ἐπιθυμεῖ

νὰ γίνουν οὐράνιοι, ἐφ\’ ὅσον ἀπὸ τὸν οὐρανὸ

ὁ ἴδιος ἀπὸ ἔπαρση ρίχτηκε σ\’ αὐτὴ τὴ γῆ•

ὁ δυστυχὴς ποὺ τὴν πρώτη δόξα τῆς καύχησης νὰ ἔχει

θέλοντας καὶ τὴ μεγάλη καὶ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία τοῦ Θεοῦ,

ἀντὶ φῶς περιβλήθηκε τὸ φοβερὸ σκοτάδι. Γι’ αὐτὸ

μὲ τὰ σκοτεινὰ πάντοτε ἔργα χαίρεται,

καὶ ἔχει ἐδῶ τὴν ἐξουσία τῆς σκοτεινῆς κακίας.

Μὲ διπλὸ πρόσωπο ἐμφανίζεται καὶ διαστρεβλώνει τὴν διάνοια,

Πηγαίνοντας ἄλλοτε στὴ μία καὶ ἄλλοτε στὴν ἄλλη παγίδα.

[1377] Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι τὸ πραγματικὰ μεγαλύτερο σκοτάδι•

Ἂν τὸν ἀνακαλύψεις αὐτόματα μεταβάλλεται σὲ ἄγγελο τοῦ φωτός,

καὶ γελώντας ἥσυχα κολακεύει. Ἐδῶ περισσότερο

ἂς προσέχει ὁ λογικός, μὴ πλησιάσει τὸν θάνατο ἀντὶ τὸ φῶς.

Τὴν φαυλότητα εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ἀποφύγει κάποιος κατώτερος•

γιατί στοὺς πολλοὺς εἶναι φανερὴ ἡ μισητὴ κακία.

Ἐπαινῶ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀνακαλύπτει ἄφαντη μέσα σὲ παγίδες,

ξεχωρίζοντάς την μὲ τὰ δυνατὰ μάτια τοῦ πνεύματος.

Ἀλλὰ σῶσε τὰ γηρατειὰ καὶ τὸ ἄσπρο μου κεφάλι,

ὁδήγησέ με εὐμενὴς στὸ τέλος τῆς ζωῆς, ὅπως παλιὰ

μὲ ἀγαποῦσες μὲ φροντίδα καὶ ἀπὸ μέρα σὲ πιὸ καλύτερη μέρα

μὲ ὁδηγοῦσες μὲ καλύτερες ἐλπίδες φέροντας μπροστά•

καὶ ἀπὸ μισητὲς καὶ ἀφόρητες μέριμνες

ὁδήγησέ με σὲ γαλήνιο λιμάνι τῆς βασιλείας σου,

[1378] ὥστε μαζὶ μὲ τὰ αἰώνια φῶτα τιμώντας σε,

νὰ πάρω μέρος βασιλιὰ ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα.