Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Μία μέρα λοιπόν, ἐπιστρέφοντας στὴν καλύβα του, ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος βρῆκ’ ἕναν κλέφτη νὰ φορτώνη στὴν καμήλα του τὰ φτωχοπράγματά του. Ὁ Ἅγιος δὲν εἶπε τίποτε καὶ περίμενε νὰ φύγη ὁ κλέφτης. Ἀλλὰ ἡ καμήλα δὲν ξεκινοῦσε. Τότε ὁ ἅγιος Μακάριος θυμήθηκε πὼς κάτι ἀκόμα δὲν εἶχε πάρει ὁ κλέφτης· ἦταν τὸ λυσγάρι του. Ὁ Ἅγιος του τὸ ἔδωκε μόνος του καὶ τοῦ εἶπε· «Πάρ’ το κι αὐτό». Καὶ τότε ἡ καμήλα ξεκίνησε. Μὰ ὁ κλέφτης κατάλαβε τὴν ἁμαρτία του, ξεφόρτωσε τὰ φτωχοπράγματά τοῦ ἀσκητῆ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν συγχωρέση.

  • !

    Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος εἶχε μαζέψει κάμποσα φοινικόφυλλα γιὰ νὰ πλέξη ψάθες· αὐτὸ ἦταν τὸ ἐργόχειρο τῶν ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Αἰγύπτου, μάζευαν φοινικόφυλλα κι ἔπλεκαν ψάθες. Λέγει λοιπὸν ὁ ἅγιος Μακάριος στὸν ἅγιο Ἀντώνιο· «Δός μου λίγα φύλλα, νὰ πλέξω κι ἐγὼ ψάθες». Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἀπάντησε μὲ τὴν ἐντολὴ· «Οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστιν». Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ τὰ φοινικόφυλλα, ποὺ εἶχε γιὰ νὰ πλέξη, ξεράθηκαν. Τότε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος θαύμασε καὶ εἶπε στὸν ἅγιο Μακάριο· «Ἀναγνωρίζω πὼς ἀναπαύετ’ ἐπάνω σου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».

Δύο μεγάλοι ἀσκητές

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη δυὸ μεγάλων ὁσίων Ἀσκητῶν μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου καὶ τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Ἀλεξανδρέα. Εἶναι κι οἱ δυὸ σχεδὸν σύγχρονοι καὶ μόνο λίγα χρόνια μεγαλύτερος εἶναι ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἀπὸ τὸ Μακάριο τὸν Ἀλεξανδρέα, γι’ αὐτὸ κι ὁ πρῶτος ὀνομάζεται Μακάριος ὁ πρεσβύτερος κι ὁ δεύτερος Μακάριος ὁ νέος. Κι οἱ δυό τους ἀσκήτεψαν στὰ ἴδια μέρη κι ἦσαν μεταξύ τους πολὺ γνωστοὶ καὶ πολὺ φίλοι. Κι οἱ δυὸ ἦσαν ἀπὸ φτωχοὺς ἀλλὰ εὐσεβεῖς γονεῖς κι ἔζησαν μέσα στὸν τέταρτο αἰώνα, ἀπὸ τὸ 306 ὥς τὸ 395. Εἶναι κι οἱ δυὸ θαυμαστὲς καὶ μιμητὲς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ποὺ ἔζησε πενήντα χρόνια πρὶν ἀπ’ αὐτούς, ἀπὸ τὸ 251 ὡς τὸ 356 κι εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναχικοῦ βίου.

Δὲν εἰν’ εὔκολο νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ ὅλο τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τῶν δυὸ μεγάλων Ἀσκητῶν, ποὺ εἶναι μία συνεχὴς κακοπάθεια καὶ νηστεία, προσευχὴ καὶ ἐργασία, ἑκούσια φτώχεια καὶ ἀκτημοσύνη. Οὔτε καὶ τὰ καταλαβαίνομε ὅλ’ αὐτὰ οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ τὰ ἐξηγήσουμε, γιατί τώρα, κι ὅταν πιστεύωμε κι ὅταν λέμε πὼς εἴμαστε χριστιανοί, ἄλλα εἶναι τὰ ἰδανικά μας κι οἱ ἐπιδιώξεις μας. Ὅμως κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Ἀσκητῶν, ἀρκετὸ εἶναι νὰ τὸ θαυμάζουμε· ἔτσι γινόμαστε κι ἐμεῖς ἀσκητὲς «τῇ προαιρέσει». Αὐτὸ τὸ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους Μάρτυρες, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ ἴδιο εἶναι καὶ οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Ὅσιοι.

Μποροῦμε ὅμως νὰ διηγηθοῦμε ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ καθενὸς ἁγίου Ἀσκητῆ, ποὺ ἑορτάζομε σήμερα, κάποια μεμονωμένα χαρακτηριστικὰ γεγονότα, στὰ ὁποία φαίνεται ἡ ἁγιωσύνη τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Μία μέρα λοιπόν, ἐπιστρέφοντας στὴν καλύβα του, ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος βρῆκ’ ἕναν κλέφτη νὰ φορτώνη στὴν καμήλα του τὰ φτωχοπράγματά του. Ὁ Ἅγιος δὲν εἶπε τίποτε καὶ περίμενε νὰ φύγη ὁ κλέφτης. Ἀλλὰ ἡ καμήλα δὲν ξεκινοῦσε. Τότε ὁ ἅγιος Μακάριος θυμήθηκε πὼς κάτι ἀκόμα δὲν εἶχε πάρει ὁ κλέφτης· ἦταν τὸ λυσγάρι του. Ὁ Ἅγιος του τὸ ἔδωκε μόνος του καὶ τοῦ εἶπε· «Πάρ’ το κι αὐτό». Καὶ τότε ἡ καμήλα ξεκίνησε. Μὰ ὁ κλέφτης κατάλαβε τὴν ἁμαρτία του, ξεφόρτωσε τὰ φτωχοπράγματά τοῦ ἀσκητῆ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν συγχωρέση.

Γιὰ νὰ μὴ νομίσουμε ὅμως πὼς μόνο μία φορὰ γίνονταν αὐτά, ἂς ποῦμε γιὰ κάτι παρόμοιο, ποὺ τὸ εἴδαμε πρὶν λίγα χρόνια. Στὸ μοναστήρι τοῦ προφήτη Ἠλία στὴ Σαντορίνη ἦταν ὁ γέροντας Δανιήλ. Ὅταν ἔφευγε, ἄφηνε τὸ κελλὶ του ἀνοιχτό. «Δὲν τὸ κλείνεις, Γέροντα;», τοῦ λέγαμε, «θὰ σὲ κλέψουν». Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε· «Ἂν πάρουν κάτι, θὰ τοὺς χρειάζεται»!

Ἂς ξαναγυρίσουμε ὅμως στὸν ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Ἕνας μαθητὴς του κάποτε τοῦ πῆγε δροσερὸ νερὸ· αὐτὸ εἶναι κάτι ἀπὸ τὰ πιὸ πολύτιμα στὴν ἔρημο. Ὁ ἅγιος Μακάριος τὸν εὐχαρίστησε, ἀλλὰ δὲ τὸ ἤπιε· «Παιδί μου, τοῦ εἶπε, τριάντα χρόνια οὔτε ἔφαγα οὔτε ἤπια οὔτε κοιμήθηκα ὅσο ἤθελα».

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Ἀλεξάνδρεας εἶναι προσωπικὰ γνωστός τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Ἀκούοντας τὴ φήμη τοῦ μεγάλου Ἀσκητῆ, ὁ Μακάριος ἄφησε τὴν Ἀλεξάνδρεια κι ἔφυγε στὴν Ἄνω Αἴγυπτο καὶ συνάντησ’ ἐκεῖ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος εἶχε μαζέψει κάμποσα φοινικόφυλλα γιὰ νὰ πλέξη ψάθες· αὐτὸ ἦταν τὸ ἐργόχειρο τῶν ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Αἰγύπτου, μάζευαν φοινικόφυλλα κι ἔπλεκαν ψάθες. Λέγει λοιπὸν ὁ ἅγιος Μακάριος στὸν ἅγιο Ἀντώνιο· «Δός μου λίγα φύλλα, νὰ πλέξω κι ἐγὼ ψάθες». Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἀπάντησε μὲ τὴν ἐντολὴ· «Οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστιν». Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ τὰ φοινικόφυλλα, ποὺ εἶχε γιὰ νὰ πλέξη, ξεράθηκαν. Τότε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος θαύμασε καὶ εἶπε στὸν ἅγιο Μακάριο· «Ἀναγνωρίζω πὼς ἀναπαύετ’ ἐπάνω σου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».

Μία μέρα οἱ δυὸ Μακάριοι ταξίδευαν, ἀνεβαίνοντας τὸ μεγάλο ποτάμι τοῦ Νείλου. Οἱ δύο σεβάσμιοι γέροντες συζητοῦσαν καὶ ἡ εἰκόνα τους στὰ μάτια κάποιων ἀξιωματικῶν, ποὺ ταξίδευαν μαζί, ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. «Πόσο μακάριοι θὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ γέροντες!», ἔλεγαν μέσα τους οἱ ἀξιωματικοί. Κι ὁ Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρέας τοὺς εἶπε· «Καλὰ τὸ λέτε πὼς εἴμαστε μακάριοι, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ὄνομά μας». Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικοὺς τόσο συγκινήθηκε, ὥστε παράτησε καὶ τὸν κόσμο καὶ τὸ ἀξίωμά του κι ἔφυγε στὴν ἔρημο. Ἑορτάζοντας σήμερα τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν δύο ἁγίων Μακαρίων, τοῦ Αἰγυπτίου καὶ τοῦ Ἀλεξανδρέα, θυμούμαστε τὸν ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστι, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις». Ἀμήν.