Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Προσδιορίζοντας «θρησκευτικὴ ζωή», παθαίνουμε κρυάδα στὴ προοπτικὴ αὐτὸ ποὺ ξέρουμε ὡς θρησκευτικὴ ζωή, νὰ γίνει ὁλόκληρή μας ἡ ζωή. Γιατί φανταζόμαστε: πῆγα στὴν ἐκκλησία; Κρατάω καὶ μερικὰ πράγματα χοντρικῶς; Καλὰ εἶμαι. Ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ μπορῶ νὰ κάνω αὐτὸ ἐτοῦτο ἢ τ’ ἄλλο. Ὅμως ἡ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ὑγεία τῶν πραγμάτων λέει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐκκλησία. Καὶ ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἅμα αὐτὸ δὲν τὸ ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ θὰ μπερδευτοῦμε.

  • !

    Ἐκκλησία εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ὅμως Ἐκκλησία θεωροῦμε τὸν Πατριάρχη, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, τὸν Δεσπότη, τὸν κάθε παπά. Καὶ συγχρόνως θεωροῦμε ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν δυνατότητα νὰ κρίνει τοὺς πάντας. Εἶναι ἄλλωστε πιὸ εὔκολο αὐτό. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ δὲν θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία! Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμελιακὸ λάθος. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ξεκινᾶνε ὅλα.

  • !

    Βαπτίζομαι σήμαινε πεθαίνω γιὰ ἕνα τρόπο ζωῆς. Γι’ αὐτὸ εἴπαμε πιὸ πρίν. Δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωὴ καὶ μὴ πνευματικὴ ζωή. Ὑπάρχει ζωὴ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.

  • !

    Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Τί ἐκάναμε στὸ βάπτισμα; Ταφήκαμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε μαζί του σὲ ἕνα καινούργιο τρόπο ζωῆς. Πόσοι ἀπὸ μᾶς ἔχουν σαφῆ ἀντίληψη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος; Οὔτε ἐμεῖς οἱ παπάδες μερικὲς φορές. Κι ἐμεῖς ἀκόμα ζοῦμε μὲ ἕνα τρόπο ποὺ εἶναι σὰν νὰ μὴν εἴχαμε βαφτιστεῖ ποτέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὑπόδειγμα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ζεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ὁ τρόπος ποὺ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Παλιότερα ἡ σχέση ἑνὸς ἀνθρώπου μὲ τὴν Ἐκκλησία δήλωνε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωὴ καὶ ὁ τρόπος της εἶναι κι ἐκεῖνος τρόπος ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔκανε μιὰ ἁμαρτία ὁ πνευματικός, ὁ πρεσβύτερος τῆς μετανοίας ὅπως λεγόταν τότε, τί τοῦ ἔβαζε ὡς ἐπιτίμιο; Τοῦ ἔβαζε τὸ ἐπιτίμιο νὰ μὴ κοινωνήσει (ποιὸν ἄνθρωπο ἀπασχολεῖ σήμερα τὸ νὰ μὴν κοινωνήσει; Μήπως καὶ τὸ ἀντιμετωπίζει καὶ ψιλοειρωνικά. Ἔ! Καλὰ μήπως καὶ μεταλαβαίνω; Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο.

  • !

    Μπορεῖ κανεὶς καμμιὰ φορὰ ἀδελφοί μου νὰ ἐξομολογηθεῖ ἀκόμη ἀπὸ ἐγωισμό, γιὰ νὰ τακτοποιήση τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ νὰ ἀλλάξει. Πάρα πολλὲς φορὲς οἱ παπάδες ἀκοῦν τὴν προτροπή: διάβασέ μου παπούλη μιὰ εὐχή. Νὰ τὴν κάνεις τί; Τί θὰ πεῖ διάβασέ μου μιὰ εὐχή; Ὑπὲρ τίνος; Ἔχουμε ἀκριβῶς μιὰ μπερδεμένη σχέση καὶ μιὰ εὐχὴ θὰ τὴν τακτοποιήση καὶ θὰ κοιμόμαστε πιὸ ἥσυχα; Δὲν εἶναι αὐτὸ μετάνοια. Δὲν εἶναι ὁ λόγος νὰ γίνει κάποιος χριστιανός, ἢ νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία, τὸ νὰ αἰσθανθεῖ καλύτερα. Εἶναι νὰ συνειδητοποιήση τί εἶναι ζωὴ καὶ τί εἶναι θάνατος καὶ νὰ μάθει σιγὰ σιγὰ νὰ προτιμάει τὴν ζωή.

  • !

    Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι νὰ ἔχουμε καλὸ πρόσωπο στὸν πνευματικὸ ἢ μὴ μᾶς κακοχαρακτηρίσει. Δὲν εἶναι ἐκεῖ τὸ ζητούμενο. Ἡ σχέση δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική. Δὲν κάναμε ἕναν πνευματικὸ γιὰ νὰ μᾶς λέει μπράβο, τί καλὰ ποὺ τὰ κάνες, τί καλὰ ποὺ τὰ ’πες, εἶσαι μιὰ χαρά! Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐμεῖς νὰ πνιγόμαστε στὴν ντροπή: πῶς τώρα θὰ πάω νὰ τοῦ πῶ ξανά, ξέρεις ἔκανα αὐτὸ κι αὐτό.

  • !

    Ὅπως ξέρετε, ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μαζεύονται ζητιάνοι. Ὅταν, λοιπόν, μετὰ τὴν Λειτουργία ἔβγαινε ὁ Δεσπότης ἀπὸ τὸν ναό, παρουσιαζόταν τὸ ἑξῆς ἀπίθανο θέαμα: ἕνας κουτσός, μόλις συνειδητοποιοῦσε ὅτι βγαίνει ὁ Δεσπότης, ἔφευγε τρέχοντας. Οἱ ἄνθρωποι λέγανε: Μὰ τί στὸ καλὸ κάνει αὐτός; Μόλις ὁ Δεσπότης πάει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὁ κουτσὸς φεύγει τρέχοντας. Κάποια, λοιπόν, μέρα οἱ παπάδες τὸν πιάσανε καὶ τοῦ λένε: Καλὰ γιατί ὅταν βγαίνει ὁ Δεσπότης φεύγεις τρέχοντας. Καὶ ἀπαντάει αὐτός: Τί λέτε; Νὰ βγεῖ ὁ Δεσπότης νὰ μὲ δεῖ καὶ νὰ μὲ κάνει καλά; Μετὰ πῶς θὰ ζητιανεύω; Τραγωδία! Ἔτσι εἴμαστε καὶ μεῖς. Μὴ τὰ ψάχνετε. Καὶ μεῖς φοβόμαστε νὰ μὴ μᾶς κάνει καλὰ ὁ Χριστὸς καὶ μετὰ θὰ μᾶς λείψει ἡ «πνευματικὴ ζητιανιὰ» στὴν ἁμαρτία. Συνηθίσαμε στὴν κατάστασή μας καὶ δὲ θέλουμε οὔτε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς τὴν ἀλλάξει. Βέβαια δὲν εἴμαστε κουτσοὶ σὰν τὸν ζητιάνο τοῦ ἁγίου Μαρτίνου, ἀλλὰ ἔχουμε ἄλλα προβλήματα, τὰ ὁποῖα τὰ κουβαλᾶμε στὸν ἐσωτερικό μας χῶρο καὶ εἶναι ἀκόμα χειρότερα.

  • !

    Ἐμεῖς πιστεύουμε πολλὲς φορὲς ὅτι ἡ μετάνοια σημαίνει θὰ τὰ πῶ καὶ θὰ τελειώσουν. Ὄχι. Θὰ τὰ πῶ καὶ θὰ τὰ παραγράψει ὁ Χριστός, ἀλλὰ δὲν θὰ τελειώσουν. Οἱ συνεπαγωγὲς μιᾶς ἁμαρτίας θὰ ὑπάρχουν καὶ θὰ εἶναι ἀπαραίτητος ἀγώνας γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε. Συγχώρηση σημαίνει παραγραφὴ τοῦ χρέους ἀλλὰ δὲν σημαίνει γίνομαι πλούσιος!

Μετάνοια καὶ μετάνοιωμα

 
Κάποιος κλέβει δύο κότες ἀπὸ τὸ κοτέτσι τοῦ παπᾶ καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀποφασίζει νὰ τὸ ἐξομολογηθεῖ!

– Πάτερ μου ἔκλεψα δύο κότες!

– Νὰ τὶς ἐπιστρέψεις, λέει ὁ παπάς.

– Πάτερ μου, τὶς θέλετε ἐσεῖς;

– Ἐγώ, τοῦ λέει ὁ παπάς. Ὄχι. Νὰ τὶς δώσεις σὲ κεῖνον ποὺ τὶς πῆρες.

– Ἐκεῖνος δὲν τὶς θέλει.

– Ἔ! Τότε κράτα τες.

Πάρα πολλὲς φορὲς ἡ διάθεσή μας εἶναι ἴδια. Νὰ ὑπεκφύγουμε! Γι’ αὐτὸ ἔκανα τὴν σκέψη, καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν περίοδο ποὺ διανύουμε, νὰ ποῦμε λίγες διασαφήσεις γι’ αὐτὸ τὸ πελώριο θέμα καὶ τὶς τόσες συγχύσεις ποὺ συνήθως ἔχει. Φανταζόμαστε ὅτι μὲ τὸ νὰ πάω νὰ ἐξομολογηθῶ πάω σ’ ἕνα δικαστήριο… Πολλοὶ ἄνθρωποι λένε κιόλας, ὅταν ἔρθουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, «πὼς θὰ μὲ δικάσεις τώρα παπούλη». Φανταζόμενοι ὅτι βρίσκονται μπροστὰ σ’ ἕνα, ἔστω τοῦ Θεοῦ, δικαστὴ φυσικὰ ἀγωνιοῦν καὶ φοβοῦνται ὅπως ὅλοι μας στὸ δικαστήριο. Ἐνῶ, ἂν θεωρήσουμε ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἕνα δικαστήριο, εἶναι τὸ μόνο δικαστήριο ποὺ βγάζει μόνο ἀθώους. Γιατί στὴν ἐξομολόγηση πηγαίνει κάποιος γιὰ νὰ ἀθωωθεῖ. Δὲν πάει γιὰ νὰ καταδικαστεῖ. Ἀκριβῶς γιὰ νὰ προλάβει τὴν καταδίκη πάει. Πάει νὰ ἀθωωθεῖ πρὶν καταδικαστεῖ. Ὁπότε ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πόσο στραβὸ εἶναι, σὲ μιὰ τέτοια κίνηση γνησιότητας, νὰ μπερδεύει τὰ πράγματα εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀσυνειδήτως.

Πρὶν ποὺ ἀκούσαμε τὸ μικρὸ αὐτὸ ἀστεῖο ἢ ἀνέκδοτο, μᾶς φάνηκε πάρα πολὺ γελοῖο, νὰ λέει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔκλεψε τὶς κότες ἀπ’ τὸν ἴδιο τὶς θέλεις, νὰ ἀκούει τὸ ὄχι, καὶ νὰ γίνεται ἕνας κύκλος τυπικὰ ἐντάξει καὶ οὐσιαστικὰ διαστροφικός.

Ἀκριβῶς ὅμως, ἐδῶ μπαίνουν μερικὰ θέματα, ποὺ χρειάζονται ἐπεξηγήσεις. Τί σημαίνει μετάνοια. Τί εἶναι μετάνοια. Ἕνα θέμα γεμάτο παρανοήσεις. Καὶ ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ μακρύτερα.

Ἀκούγοντας τὴν λέξη τί λέμε ἀμέσως; Ὅτι αὐτὸ εἶναι μιὰ ἐκκλησιαστικὴ λέξη, μιὰ θρησκευτικὴ λέξη, εἶναι ἔκφραση τῆς θρησκευτικῆς γλώσσας. Πόσες γλῶσσες ὅμως ὑπάρχουν; Ἡ θρησκευτικότητά μας εἶναι μέσα στὴ ζωὴ ἢ ἔξω ἀπὸ τὴν ζωή; Μήπως εἶναι ξένη ἀπὸ τὴν ζωὴ τελικά; Πάρα πολλὲς φορὲς κάνουμε τὸ ἑξῆς μπέρδεμα: Φανταζόμαστε τὴν σχέση μας μὲ τὴν ἐκκλησία ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μας ποὺ εἶναι κάπου σὲ μιὰ ἄκρη• σὲ μιὰ ἀφορμὴ ἐπετειακὴ (Χριστούγεννα-Πάσχα)• σ’ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ὁλόκληρους, ἀλλὰ μᾶς ἀφορᾶ, μονάχα κατὰ τὴν σκέψη ἢ σὲ κάποια ἄκρη τοῦ μυαλοῦ μας ἂν θέλετε. Καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, αὐτοὶ ποὺ περπατᾶνε στὸ τώρα (καὶ μεῖς στὸ τώρα περπατᾶμε, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ βρισκόμαστε στὸν κόσμο μας) φαντάζονται ὅτι τέτοιου εἴδους θέματα εἶναι δραστηριότητες ποὺ δὲν τοὺς ἀφοροῦν. Ἴσως ἐμεῖς φταῖμε γιὰ τὴν τοποθέτηση καὶ ἐκείνων. Ἐμεῖς ζοῦμε στραβὰ μέσα μας τὴν ὑπόθεση, τὴν ἐκλαμβάνουν καὶ κεῖνοι, ἀκόμα πιὸ στραβά. Καὶ βλέποντάς μας λένε: αὐτὰ ἐμένα δὲν μὲ νοιάζουν• δὲν ἔχω καμμία διάθεση νὰ σκάψω μέσα σὲ σκουπίδια. Γιατί φαντάζονται τὴν μετάνοια ἢ τὴν ἐξομολόγηση μιὰ ἐνασχόληση μὲ πράγματα ποὺ εἶναι σάπια, βρώμικα, λανθασμένα. Καταντοῦν λοιπὸν αὐτὰ τὰ θέματα ξύλινη γλώσσα. Ἔχει περάσει μιὰ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ξύλινη, ἡ ὁποία λέει «πνευματικὴ ζωή», «ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος», «τί κάνεις μὲ τὴν πνευματική σου ζωή». Πόσες ζωὲς ἔχει ὁ ἄνθρωπος; Μία ἔχει, δὲν ἔχει δύο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δύο ἄνθρωποι ὁ καθένας μας, ἕνας καθημερινὸς κι ἕνας κυριακάτικος• ἕνας ἐπίσημος κι ἕνας ἀνεπίσημος• ἕνας ποὺ φαίνεται κι ἕνας ποὺ κρύβεται• ἕνας ποὺ θέλει νὰ παρουσιάζεται κι ἕνας ποὺ λειτουργεῖ πίσω ἀπὸ τὸ παραβάν. Καὶ ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ μπερδέματα ξεκινᾶνε γιατί ὅπως εἶπα καὶ πρὶν ἡ θρησκευτική μας ζωὴ δὲν εἶναι ὅλη μας ἡ ζωή.

Προσέξτε ἐδῶ ὑπάρχει μία λεπτομέρεια ποὺ χρειάζεται ἐπεξήγηση.

Προσδιορίζοντας «θρησκευτικὴ ζωή», παθαίνουμε κρυάδα στὴ προοπτικὴ αὐτὸ ποὺ ξέρουμε ὡς θρησκευτικὴ ζωή, νὰ γίνει ὁλόκληρή μας ἡ ζωή. Γιατί φανταζόμαστε: πῆγα στὴν ἐκκλησία; Κρατάω καὶ μερικὰ πράγματα χοντρικῶς; Καλὰ εἶμαι. Ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ μπορῶ νὰ κάνω αὐτὸ ἐτοῦτο ἢ τ’ ἄλλο. Ὅμως ἡ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ὑγεία τῶν πραγμάτων λέει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐκκλησία. Καὶ ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἅμα αὐτὸ δὲν τὸ ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ θὰ μπερδευτοῦμε.

Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ ἑξῆς μπέρδεμα: Τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία τὰ φανταζόμαστε ἰδέες καὶ πνευματικὰ θέματα. Ἐνῶ τὴν ζωὴ μας μία καθημερινότητα, ποὺ κυλάει στὸν δικό της τὸν ρυθμὸ καὶ μᾶς κλέβει καὶ μᾶς μπερδεύει ἂν θέλετε. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ φτιάξει πνευματικὴ ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους! Σκεφτεῖτε τὸ ἁπλούστατο: πόσες φορὲς χρησιμοποιοῦμε τὴν ἔκφραση «αὐτοὶ εἶναι πνευματικοὶ ἄνθρωποι» γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ γράμματα. Ἔτσι, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λέμε, καὶ «πνευματικὴ ζωὴ» γιὰ τὴν ἐνασχόληση θὰ λέγαμε μὲ τὰ θεολογικὰ γράμματα, ἐνῶ δὲν εἶναι αὐτὸ πνευματικὴ ζωή. Γιατί δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή. Ὑπάρχει ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ διαφοροποίηση ταξινομεῖται οὐσιαστικὰ ὄχι διανοητικὰ μόνον.

Ἐκκλησία εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ὅμως Ἐκκλησία θεωροῦμε τὸν Πατριάρχη, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, τὸν Δεσπότη, τὸν κάθε παπά. Καὶ συγχρόνως θεωροῦμε ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν δυνατότητα νὰ κρίνει τοὺς πάντας. Εἶναι ἄλλωστε πιὸ εὔκολο αὐτό. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ δὲν θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία! Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμελιακὸ λάθος. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ξεκινᾶνε ὅλα.

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι: Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶναι μέλη• καὶ πρόβατα τῆς ἴδιας ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: ἡ διάκριση ποιμένες καὶ πρόβατα εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ τὸν Θεὸ «πάντες πρόβατα». Γιὰ τὸν Θεὸ ὅλοι πρόβατα εἶναι. Καὶ ὁ Πατριάρχης• καὶ τὸ παιδάκι ποὺ βαφτίστηκε σήμερα• καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε παπποὺς καὶ γιαγιά• καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε νέος ἢ γέρος• ὅλοι. Ἡ διάκριση ποιμένες-πρόβατα εἶναι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ σῶμα αὐτό, λοιπόν, ἔχει κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ μέλη ὅλους ἐμᾶς τοὺς ὑπολοίπους.

Ἐμεῖς βαπτιστήκαμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν καταλαβαίναμε τὰ πράγματα. Γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας… ἀσυνειδήτως. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ τὴ στιγμή, ἂς μὴ φοβόμαστε νὰ λέμε τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους, περνάει τὴν σύγχυσή του νὰ μὴ ξέρει ποιοὶ εἶναι μέλη της. Γιατί; Βαπτίζοντας νήπια, δὲν ξέρει ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ τὴν πορεία τους. Ἀπὸ ποῦ ἄρχισε ὁ νηπιοβαπτισμός; Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὅλη ἡ κοινωνία ἔγινε χριστιανική. Ὅμως προσέξτε: ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων ἔγινε χριστιανική. Καὶ ὅταν ἔγινε ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων χριστιανική, μετὰ αὐτονοήτως καὶ τὰ παιδιὰ τους τὰ ἔκαναν χριστιανοὺς καὶ κείνους. Ὅμως τώρα, ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων εἶναι χριστιανική; Οἱ ἐνήλικες ξέρουν μὲ σαφήνεια ποιὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ποιὰ ἡ σχέση τους μὲ τὴν Ἐκκλησία; Μὴ κοροϊδευόμαστε. Βαφτίζουμε τὰ μωρὰ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ γονιοῦ. Γιατί ὁ ἀνάδοχος ἔχει καταντήσει τυπικὴ διαδικασία ἀπὸ παλιά, ἀκόμα κι ἂν παλαιότερες γενεὲς σεβόντουσαν τὸν νονὸ (κι ἐγὼ θυμᾶμαι τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα μου, νὰ μὲ βάζει παπὰ ὄντας, νὰ φιλάω τὸ χέρι τῆς νονᾶς μου). Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία παλαιότερα πῶς περπατοῦσε; Ἐγὼ γινόμουνα χριστιανὸς κι ὁ γείτονάς μου ἔβλεπε ὅτι κάτι ἄλλαξε στὴν ζωή μου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ τὸν ἐνδιέφερε κι αὐτόν, ἔλεγε: «Ρὲ παιδί μου κάτι τρέχει στὴν ζωή σου. Τί ἔγινε;». Κι ἔλεγα ἐγώ: «ἔγινα χριστιανός». Τότε καὶ αὐτὸς ἔλεγε: «θέλω νὰ γίνω κι ἐγὼ χριστιανός». Καὶ τί γινότανε; Τὸν ἔπαιρνα ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν πήγαινα στὸν Δεσπότη καὶ τοῦ ἔλεγα: «ἀναδέχομαι τὴν εὐθύνη νὰ γίνει κι αὐτὸς μέλος τῆς Ἐκκλησίας». Ἐγγυόμουν, θὰ λέγαμε, ἐγὼ (ἀνάδοχος σημαίνει ἐγγυητὴς) νὰ γίνει κάποιος χριστιανός. Ἀναδεχόμουνα τὴν εὐθύνη τῆς δικῆς του πορείας. Καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅτι ἐγὼ ἀναλάμβανα καὶ νὰ τὸν κατηχήσω ὥς ἕνα βαθμό. Πλὴν τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔκανε ἐπισήμως κατήχηση. Φαντάζεστε; Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Κύριλλος ἔχει γράψει κατηχήσεις πελώριες. Λέει ἡ Ἱστορία ὅτι ὁ ναὸς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ χωροῦσε 3000 ἀνθρώπους, γέμιζε κατηχουμένους ὅλο τὸν χρόνο μέχρι νὰ ρθεῖ ἡ ὥρα τῆς βαπτίσεως. Καὶ τὸ νὰ γίνει ἕνας μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ὑπόθεση ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.

Τώρα εἶναι ἰδιωτικὴ ὑπόθεση. Ὅποτε ὁ γονιὸς ἀποφασίσει πάει καὶ βαφτίζει τὸ μωρό του καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ ἀγνοεῖ. Καὶ γι’ αὐτὸ εἴπαμε πρὶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν τραγωδία νὰ μὴ ξέρει τὰ μέλη της καὶ τί πορεία εἶχαν ἀπὸ τὸ βάπτισμα καὶ μετά. Μπορεῖ ὁ πιτσιρίκος νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ μὴ πιστεύει τίποτα. Οὔτε στὸν Χριστό, οὔτε στὸν διάβολο, ὅπως λέμε ἁπλά. Ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ τὸν ἔχουμε γραμμένο στὰ χαρτιά μας ὅτι βαφτίστηκε καὶ ἄρα εἶναι χριστιανός. Καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἀρχίζουν ὅλες οἱ συγχύσεις καὶ ὅλα τὰ μπερδέματα.

Βαπτίζομαι σήμαινε πεθαίνω γιὰ ἕνα τρόπο ζωῆς. Γι’ αὐτὸ εἴπαμε πιὸ πρίν. Δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωὴ καὶ μὴ πνευματικὴ ζωή. Ὑπάρχει ζωὴ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.

Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀποφάσιζε νὰ γίνει χριστιανός, ἀποφάσιζε ὅτι θὰ ζεῖ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὸν τρόπο ποὺ λέει ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὸν τρόπο τὸν ὁποῖο βιοῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ μέλη της. Αὐτὸ εἶναι ποὺ εἴπαμε πιὸ πρίν. Ἔβλεπαν τὴν ἀλλαγὴ κι ἤθελαν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ἀλλάξουν. Καὶ γινόνταν ἔτσι χριστιανοί. Καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς βάφτιζε μιὰ ἡμέρα ποὺ γινόταν ἡ Θεία Λειτουργία. Ὅπως καὶ τοὺς πάντρευε μιὰ μέρα ποὺ γινόταν ἡ Θεία Λειτουργία. Γι’ αὐτὸ τὰ δύο αὐτὰ μυστήρια, τὸ βάφτισμα καὶ ὁ γάμος ἀρχίζουν μὲ τὸ εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς. Ἔχει μείνει ἡ Χειροτονία μέσα στὴν Θεία Λειτουργία. Τὰ ἄλλα δύο μυστήρια, ὁ γάμος καὶ τὸ βάπτισμα, ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὴν Λειτουργία. Κακῶς! Κάκιστα! Ἡ Εὐχαριστία συναρμόζει τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τους.

Σήμερα τὸ νὰ εἶμαι ἢ νὰ μὴν εἶμαι χριστιανὸς εἶναι ὑπόθεση δική μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀλλαγή, ἡ ἀλλοίωση, ἂν θέλετε, τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ ὁ καθένας τώρα ἀξιολογεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς χριστιανό. Τὸ λέει μόνος του. Τὸ ἀποφασίζει μόνος του. Τὸ περιγράφει μόνος του. Δὲν διανοῆται, οὔτε καταλαβαίνει τί σημαίνει ἡ λέξη ἀφορισμὸς (ἀφορισμὸς σημαίνει: ἡ κατάσταση ἔχει ὅρια-σύνορα. Ἀφορισμὸς σημαίνει βγάζω κάποιον ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα). Ἔχει βγεῖ αὐτὸς μόνος του καὶ ἡ Ἐκκλησία οὐσιαστικὰ κάνει διαπιστωτικὴ πράξη. Ὅπως κάνει ὁ γιατρὸς διαπιστωτικὴ πράξη γιὰ κάποιον ποὺ πέθανε. Δὲν πέθανε ὁ ἄνθρωπος ἐπειδὴ ἔγραψε ὁ γιατρὸς βεβαίωση θανάτου. Ἔχει πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ μετὰ γράφει ὁ γιατρὸς βεβαίωση θανάτου. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀφορίζει ὅπως λέμε. Αὐτὰ ἐμᾶς ἔχουν καταντήσει νὰ μᾶς εἶναι ἄγνωστες λέξεις. Ἐνῶ εἶναι αὐτονόητα. Ἅπαξ καὶ δὲν εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν πιστεύει στὸν Χριστό, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι χριστιανός. Ἅμα δὲν πιστεύει τὸν Χριστὸ Θεὸ καὶ δὲν πιστεύει στὴν Ἀνάσταση, ἀπὸ ποῦ κι ὥς ποῦ εἶναι χριστιανός; Τὰ ὑπόλοιπα ὅλα δὲν εἶναι κουβεντολόι;

Βαφτίζομαι, λοιπόν, σημαίνει: πεθαίνω γιὰ ἕνα τρόπο ζωῆς. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ μιὰ πάρα πολὺ ὡραία εἰκόνα. Ἔλεγε, λοιπόν: Τί μου λὲς ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος ὅταν κλωτσᾶς σὰν γαΐδαρος; Ὅταν εἶσαι λαίμαργος σὰν ἀρκούδα; Ὅταν εἶσαι μνησίκακος σὰν καμήλα; Ὅταν ἁρπάζεις σὰν λύκος; Ὅταν δαγκώνεις σὰν σκορπιός; Ὅταν εἶσαι ὕπουλος σὰν ἀλεποῦ; Κι ὅταν ἔχεις δηλητήριο χειρότερο ἀπὸ τῆς ὀχιᾶς; Αὐτὰ εἶναι τὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι πεθαίνανε γινόμενοι Χριστιανοί. Πέθαινε ἀπὸ τὸ νὰ δαγκώνει, νὰ κλωτσάει, νὰ εἶναι μνησίκακος, νὰ λαιμαργεῖ, νὰ ἁρπάζει, νὰ εἶναι ὕπουλος, νὰ ἔχει δηλητήριο μὲς τὴν ψυχή του. Ἢ τουλάχιστον αὐτὸ ἀποφάσιζε νὰ κάνει. Ὅταν λοιπὸν αὐτὸ τὸ ἀποφάσιζε, ἀπὸ κεῖ καὶ μετά, μετὰ ἀπὸ μιὰ δοκιμασία κι ἀφοῦ συνειδητοποιοῦσε τί πιστεύει, ἀπὸ τὴν διδασκαλία ποὺ γινόταν στὴν κατήχηση, ὁ ἄνθρωπος βαφτιζόταν. Δηλαδή, τὸν βουτοῦσαν μέσα στὰ νερὰ τοῦ ἁγιασμοῦ, γιὰ νὰ ἀναγεννηθεῖ σ’ ἕνα καινούργιο τρόπο ζωῆς. Νὰ ἀποχτήσει τὴν δυνατότητα τῆς μυστηριακῆς σχέσης μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι τὸ μυστήριο-κιβωτὸς τῆς Σωτηρίας. Ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει σωτηρία.

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Τί ἐκάναμε στὸ βάπτισμα; Ταφήκαμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε μαζί του σὲ ἕνα καινούργιο τρόπο ζωῆς. Πόσοι ἀπὸ μᾶς ἔχουν σαφῆ ἀντίληψη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος; Οὔτε ἐμεῖς οἱ παπάδες μερικὲς φορές. Κι ἐμεῖς ἀκόμα ζοῦμε μὲ ἕνα τρόπο ποὺ εἶναι σὰν νὰ μὴν εἴχαμε βαφτιστεῖ ποτέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὑπόδειγμα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ζεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ὁ τρόπος ποὺ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Πάρα πολλὲς φορὲς βέβαια διεκδικοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὸ ρόλο τοῦ ἀνήλικου. Μᾶς βολεύει. Θέλουμε ὁ παπὰς ἢ ὁ Δεσπότης ἢ ὁ Πατριάρχης νὰ εἶναι ἄψογος τέλειος καὶ ἅγιος, οὕτως ὥστε ἐμεῖς τὰ ἀνήλικα νὰ βλέπουμε μονίμως παράδειγμα ζωῆς. Χρειάζεται νὰ εἶναι. Ἀλλὰ δὲν πρέπει αὐτὸ νὰ γίνεται γιά μᾶς, δικαιολογία στὸ νὰ μὴν ἀλλάξει ἡ κατάστασή μας ἢ νὰ θεωροῦμε δικαιολογημένη τὴν κατάστασή μας. Πάρα πολλὲς φορὲς τὸ λάθος κάποιου λειτουργεῖ μέσα μας ὡς δικαιολογία στὸ νὰ μείνουμε ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε κι αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικό μας λάθος. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ παπάδες καλύτεροι. Ναί. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὅταν δὲν εἴμαστε εἶναι δικαιολογία γιὰ κάποιον νὰ μὴν εἶναι καὶ κεῖνος. Αὐτὸ μόνο σὲ ἀνήλικους συμβαίνει. Τὰ παιδάκια χρειάζονται μονίμως ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ περπατήσουν κάθε βῆμα. Ὑποτίθεται ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει γίνει χριστιανὸς καὶ εἶναι ἐνήλικας δὲν χρειάζεται μονίμως ἕνα παράδειγμα. Χρειάζεται βοηθό. Ναί. Ἀλλὰ δὲν χρειάζεται μονίμως ἕνα παράδειγμα.

Εἴπαμε λοιπὸν πρὶν ὅτι ζῶ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία ἢ ζῶ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Βαφτίζομαι ἀποφασίζοντας νὰ ζήσω μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι μαγικὰ μὲ ἀκούμπησε ἡ Κίρκη καὶ ἄλλαξαν τὰ πάντα μέσα μου. Ἡ ἀπόφαση νὰ γίνω χριστιανὸς δὲν μὲ ἔφτασε στὸ τέλος τῆς πορείας. Ἡ ἀρχὴ τῆς πορείας δὲν εἶναι κατάληξη τῆς πορείας. Τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι ἁγιότητα διὰ μιᾶς. Αὐτὸ πάρα πολλὲς φορὲς συγχέουν οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ τοὺς δώσαμε καὶ μεῖς τέτοιες αὐταπάτες, καὶ λένε: καὶ πᾶς καὶ στὴν Ἐκκλησία! Αὐτὸ δὲν λέει τίποτα. Δείχνει ἁπλῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν δούλεψε ποτὲ μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν κατάλαβε πόσο δύσκολο εἶναι νὰ μαζέψει κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν βάλει στὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γι’ αὐτὸ λέει εὔκολες κουβέντες. Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἐκεῖ. Τὸ πρόβλημα εἶναι μέ μᾶς.

Ὅταν, λοιπόν, εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία, κι ἔχουμε βαφτιστεῖ, καὶ περίπου προσπαθοῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε αὐτὰ τὰ πράγματα, ἔρχεται κάποια στιγμὴ ἕνα δίλημμα: Νὰ κάνω αὐτὸ ἢ νὰ κάνω τὸ ἄλλο. Τὸ δίλημμα ἔρχεται μὲς στὴν ψυχή μας ὡς μία πρόταση. Σὰν ἕνα βέλος θὰ λέγαμε ποὺ μᾶς στοχεύει ποῦ; Ἐκεῖ ποὺ πονᾶμε. Ἐκεῖ ποὺ ἂν ἀκουμπήσεις μιὰ χορδὴ θ’ ἀρχίσει νὰ βγάζει ἕνα ἦχο. Σ’ ὅποια θέματα: ἄλλος στὴν κακία, ἄλλος στὸν φθόνο, ἄλλος στὰ σωματικά, ἄλλος στὰ ψυχικὰ πάθη. Ἔρχεται λοιπὸν ἕνα δίλημμα: Νὰ κάνω ἢ νὰ μὴ κάνω κάτι. Κι ἐπειδὴ δὲ μάθαμε ποτὲ μας νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ δὲν ξέρουμε μὲ σαφήνεια ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἐξασφάλιση ἐκείνου, ἀλλὰ εἶναι ζωὴ δική μας, ἀποφασίζουμε τὸ λάθος.

Καὶ κάνουμε τὴν ἁμαρτία. Ἁμαρτία τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι ἀποφάσισα νὰ κάνω κάτι ποὺ δὲν τὸ κάνει ὁ Χριστός. Δηλαδή. Ἅμα ὁ Χριστὸς εἶναι ζωὴ καὶ κάτι δὲν τὸ κάνει, ἐγὼ κάνοντάς το, ἀρνοῦμαι τὴν ζωή. Ἅμα δὲν ξεκαθαρίσει μέσα στὴν ψυχὴ μας αὐτό, δὲν θὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο οὐσιαστικὸ γεγονὸς εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ πόσο μᾶς ζημιώνει. Τὶς περισσότερες φορὲς τὴν ἁμαρτία τὴν φανταζόμαστε ὅπως τὸν κώδικα ὁδικῆς κυκλοφορίας, δηλαδὴ περνᾶμε καμμιὰ φορὰ σὲ λάθος δρόμο ἢ μὲ πράσινο ἢ μὲ κόκκινο δὲν ξέρω ἐγὼ ἀναλόγως, καὶ κάναμε μιὰ παράβαση. Μὰ ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι μιὰ παράβαση ἑνὸς κώδικα, εἶναι ἀλλοίωση τῆς ζωῆς, γι’ αὐτὸ εἶπα πιὸ πρὶν ὁ Χριστὸς ζεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐμεῖς κάνουμε κάτι ἄλλο ποὺ δὲν εἶναι αὐτό, ἄρα δὲν ἔχουμε ζωή. Ἄρα ἡ ἁμαρτία τί εἶναι; Θάνατος. Αὐτὸ βέβαια ἐπειδὴ δὲν ἔχει βιολογικὰ ἀποτελέσματα καὶ μεῖς μονάχα τὰ βιολογικὰ μετρᾶμε δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε. Γιατί πάρα πολλὲς φορὲς ἐμεῖς μὴ ἐμπιστευόμενοι τὸν λόγο Του ἔχουμε μονάχα ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτὰ ποὺ ὑποτίθεται βλέπουμε. Κι ὁ Χριστὸς κάνει συγκατάβαση στὴν κατάστασή μας καὶ κάνει ἕνα θαῦμα σωματικὰ ἐντυπωσιακὸ (θεραπεία τοῦ Παραλύτου) γιὰ νὰ πιστοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι τοῦ εἶχε προηγουμένως συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες. Καὶ ὁ Θεὸς συγχώρησε πρῶτα τὶς ἁμαρτίες γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι εἶναι βαρύτερο γεγονὸς ἡ ψυχικὴ παράλυση ἀπὸ τὴν σωματική. Ἐπειδή, λοιπόν, ἐμεῖς δὲν βλέπουμε τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου, ποὺ φέρνει στὴν ψυχή μας ἡ ἁμαρτία, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ζυγιάσουμε. Καὶ τὸ βλέπουμε ἐντελῶς ἀδιάφορα (καλά, ναί! Ἔκανα λάθος… ἢ τί νὰ κάνεις ἄνθρωπος εἶσαι). Ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ τὰ πράγματα λειτουργοῦν ἐντελῶς στραβά.

Παλιότερα ἡ σχέση ἑνὸς ἀνθρώπου μὲ τὴν Ἐκκλησία δήλωνε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωὴ καὶ ὁ τρόπος της εἶναι κι ἐκεῖνος τρόπος ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔκανε μιὰ ἁμαρτία ὁ πνευματικός, ὁ πρεσβύτερος τῆς μετανοίας ὅπως λεγόταν τότε, τί τοῦ ἔβαζε ὡς ἐπιτίμιο; Τοῦ ἔβαζε τὸ ἐπιτίμιο νὰ μὴ κοινωνήσει (ποιὸν ἄνθρωπο ἀπασχολεῖ σήμερα τὸ νὰ μὴν κοινωνήσει; Μήπως καὶ τὸ ἀντιμετωπίζει καὶ ψιλοειρωνικά. Ἔ! Καλὰ μήπως καὶ μεταλαβαίνω; Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο. Κι ἄν μοῦ ἀπαγορεύσεις νὰ μεταλάβω, χάθηκε ὁ κόσμος; Τοῦ χρόνου. Καλὰ νὰ εἴμαστε θὰ μεταλάβω τὸν ἄλλο χρόνο). Εἴδατε πῶς ἔρχεται σιγὰ σιγὰ ἡ ἀλλοίωση καὶ τὸ ξέκομμα. Χριστιανὸς σήμαινε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γιόρταζε τὴν Ἀνάσταση κάθε Κυριακή· πήγαινε στὴν Εὐχαριστία καὶ μετεῖχε στὴν Εὐχαριστία· κι ἂν δὲν πήγαινε τρεῖς φορές, χωρὶς λόγο ὑγείας, ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀπέκοπτε ἀπὸ τὸ σῶμα της. Ποιὸν ἀπασχολεῖ ἀπὸ μᾶς αὐτὸ τὸ θέμα τώρα; Ἀκόμα περισσότερο, ποιὸν ἀπασχολεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τοῦ λέει ὁ πνευματικὸς μετὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια ἁμαρτία δὲν θὰ κοινωνήσει; Σάμπως κοινωνοῦσε πρίν, γιὰ νὰ μὴν κοινωνήσει μετά;

Συνεπῶς ἡ οὐσιαστικὴ σχέση καὶ ἐκδήλωση ἦταν: Ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ τρόπου ζωῆς καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἐκφράζεται μὲ τὴν μετοχὴ στὴν Εὐχαριστία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ζωή. Κοινωνώντας τί κάνουμε; Ἀποχτᾶμε ζωὴ καὶ μεῖς. Γι’ αὐτὸ ἡ ἁμαρτία μὲ ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πνευματικὸς βάζει ἐπιτίμιο τὸ νὰ μὴ κοινωνήσω γιὰ ἕνα διάστημα. Καὶ μπαίνει τὸ θέμα: πόσο μᾶς πονάει αὐτό; Ἢ πόσο μᾶς ἀπασχολεῖ; Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν ὅλα τὰ προηγούμενα εἶναι μοιραῖο νὰ μὴ μᾶς ἀπασχολεῖ καθόλου. Δὲν ὑπάρχει ὁ Χριστὸς ὡς ζωή· ὁ ἄλλος τρόπος ζωῆς· δὲν ὑπάρχει Εὐχαριστία στὴ ζωή μας· δὲν ὑπάρχει Ἀνάσταση τὴν Κυριακή· τὶς περισσότερες φορὲς ἀκόμη καὶ τὰ παιδιά μας γιὰ νὰ τὰ πείσουμε νὰ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία τοὺς λέμε ὅτι «πρέπει νὰ πᾶνε». Τί σημαίνει πρέπει; Γιατί πρέπει; Ἅμα δὲν συνειδητοποιήσει ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴν καθημερινότητα, γιατί θὰ πάει στὴν Ἐκκλησία; Καὶ θὰ τὸ δεῖ, εἴπαμε στὴν ἀρχή, στὸ πρόσωπο κάποιου ἄλλου. Αὐτοῦ ποὺ τοῦ προτείνει τὸ νὰ πάει τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία.

Κοιτᾶμε κατάματα τὴν ἁμαρτία μας τώρα. Καὶ ἔχουμε μιὰ διπλὴ δυνατότητα. Σὲ πρώτη φάση, φυσικὰ μετανοιώνουμε, ἢ μερικὲς φορὲς μετανοιώνουμε γι’ αὐτὸ ποὺ κάναμε. Πιστεύετε ὅτι αὐτὸ φτάνει; Γιατί μετανοιώνουμε; Γιατί ἀπ’ αὐτὸ ποὺ κάναμε, μέσα μας γεννήθηκαν ἐνοχές· καὶ τύψεις. Αὐτὸ τὸ στάδιο, εἶναι ἕνα πολὺ ἀρχικὸ στάδιο ποὺ μπορεῖ πάρα πολὺ εὔκολα νὰ διαστραφεῖ. Πῶς νὰ διαστραφεῖ; Νὰ γίνει ἕνα ἐγωιστικὸ μετάνοιωμα. Νὰ ἀρχίσουμε νὰ συχτιρίζουμε, ὅπως λέμε ἁπλά, τὸν ἑαυτό μας γιατί κάναμε ἐμεῖς (ἐγὼ νὰ κάνω τέτοιο πράγμα;), καὶ γέρνει τὸ βάρος ὄχι σ’ αὐτὸ ποὺ ἔκανα, ἀλλὰ στὸ ἐγώ. Καὶ τελικὰ οἱ ἐνοχὲς λειτουργοῦν μονάχα ὡς ἕνα ἀνακουφιστικὸ «ξέσκισμα». Δὲν λειτουργοῦν ὡς μετάνοια. Κυριολεκτικῶς σὰν ἕνα ἀνακουφιστικὸ ξέσκισμα. Κάνουμε ἕνα ξέσκισμα τῶν σαρκῶν μας ἐντὸς εἰσαγωγικῶν τὸ ὁποῖο μᾶς δημιουργεῖ ἀνακούφιση. Καὶ συνεπῶς, ἕνα μετάνοιωμα. Δὲν εἶναι μετάνοια. Ἡ ζωὴ ἡ ἀνθρώπινη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἕνα σωρὸ μετανοιώματα, τὰ ὁποία δὲν φέραν τίποτα στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἐκεῖνο τὸ σαρκαστικὸ ἀστεῖο ποὺ λέει: τὰ λάθη εἶναι γιὰ νὰ ξαναγίνονται. Δὲν γεννοῦν τίποτε ὅταν ἀντιμετωπιστοῦν μὲ αὐτὸν τὸν στραβὸ τρόπο. Ὑπάρχουν δύο πρόσωπα στὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ ποὺ προσδιορίζουν τὸ ὑγιὲς καὶ τὸ λάθος. Θὰ μιλήσουμε γι’ αὐτὰ ἀμέσως παρακάτω.

\"\"

Τώρα ἂς δοῦμε: μετάνοια τί εἶναι; Μετάνοια σημαίνει ὅτι κατάλαβα ὅτι ἔφυγα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τώρα εἶμαι στὸν θάνατο. Καὶ τί πρέπει νὰ κάνω; Νὰ ἐπιστρέψω «ὅθεν ἐξῆλθον» ποὺ λέει, νὰ ξαναγυρίσω ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἔφυγα. Τί εἶναι αὐτό; Νὰ γυρίσω ξανὰ στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας μου; Ὁ Χριστός. Θυμηθεῖτε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Εἶναι τὸ 15 κεφάλαιο τοῦ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου. Διαβάστε το πολλὲς φορές. Ἔχει κι ἄλλα δύο παραδείγματα ἐκεῖ. Τὴν παραβολὴ μὲ τὸ πρόβατο ποὺ χάθηκε στὰ βουνὰ καὶ τὴν παραβολὴ μὲ τὴ δραχμὴ ποὺ εἶχε μιὰ κυρία καὶ τὴν ἔχασε κλπ, καὶ τὸ τρίτο κομμάτι εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Ἡ παραβολὴ περιγράφει ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ σωστὸ τρόπο μετανοίας. Δηλαδὴ ἐπιστροφῆς στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ἅμα κανεὶς δὲν τὸ κατανοήσει αὐτὸ ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ θὰ μείνει ἡ μετάνοια ἀκριβῶς ἕνα νοσηρὸ μετάνοιωμα καὶ δὲν θ’ ἀλλάξει τίποτα. Θὰ συχτιρίσουμε τὸν ἑαυτὸ μας πολλὲς φορὲς καὶ θὰ μείνουμε ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε. Ἐνῶ ἡ μετάνοια σημαίνει ἐπιστρέφω ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἔφυγα. Ἐπιστρέφω ξανὰ στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἀναγνωρίζω τὸν πατέρα μου ὡς ζωὴ καὶ ἐπιστρέφω σ’ Αὐτόν, γιατί μένοντας μακρυὰ του πεθαίνω. Καὶ εἶπα πιὸ πρὶν ὑπάρχουν δύο πρόσωπα στὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ ποὺ προσδιορίζουν τὴν κατάσταση.

Τὸν ἕνα πρόσωπο εἶναι ὁ Ἰούδας καὶ τὸ ἄλλο πρόσωπο εἶναι ὁ Πέτρος. Φαντάζεστε ὅτι ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀναίσθητος καὶ ἀσυνείδητος ὁ ὁποῖος ἐν ψυχρῷ πῆγε καὶ Τὸν πρόδωσε. Γιατί αὐτοκτόνησε; Ἀναίσθητοι ἄνθρωποι δὲν αὐτοκτονοῦν. Ἂν θέλετε εὐαίσθητοι αὐτοκτονοῦν. Ἀλλὰ ἡ εὐαισθησία δὲν σημαίνει ἀπαραιτήτως προσόν. Οὔτε εἶναι ποιότητα. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ἐγωισμὸς ἐκλεπτυσμένος. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μπαίνοντας σ’ αὐτὴν τὴν λογική τοῦ μετανοιώματος συχτήρισε τὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε: «Ἔλεος, ρέ, σύ. Τί ἔκανα; Γιὰ 30 δεκάρες πούλησα Αὐτὸν μὲ τὸν ὁποῖο ἔφαγα ψωμὶ κι ἁλάτι γιὰ τρία χρόνια. Γιατί; Μὲ ξεχώρισε ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Μοῦ συμπεριφέρθηκε σκάρτα; Καὶ γὼ πῆγα καὶ τὸν πούλησα γιὰ 30 δεκάρες;» Καὶ πνιγμένος μεσὰ στὶς ἐγωιστικές του τύψεις, στὶς ἐνοχὲς ποὺ γέννησε στὴν ψυχὴ του αὐτὴ ἡ πράξη, ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα ἀδιέξοδο καὶ τὸ ἀδιέξοδο τὸν ἔφερε στὴν τραγωδία τῆς αὐτοκτονίας.

Ὁ Πέτρος εἶχε κάνει ἴσως χειρότερα πράγματα ἀπὸ τὸν Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας εἶχε κι ἕνα πάθος ὁ ἔρημος καὶ προσπαθώντας νὰ τὸ ἱκανοποιήση βρέθηκε σ’ αὐτὴ τὴ τραγωδία. Ὁ Πέτρος ὁρκιζόταν μπροστὰ στὰ κοριτσόπουλα, γέρος ἄνθρωπος, 50 χρόνων, ὅτι, μὰ τὸν Θεό, δὲν τὸν ξέρω. Ἦταν ἀδιανόητο πράγμα γιὰ Ἑβραῖο νὰ ὁρκιστεῖ. Θυμηθεῖτε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλεγε «οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ». Καὶ τώρα μπροστὰ σὲ ἕνα κοριτσόπουλο, μιὰ δούλη μικρή, ποὺ τοῦ λέει «Ἄ! καὶ σὺ ἀπ’ αὐτοὺς παρέα τους εἶσαι. Σὲ καταλαβαίνω καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία σου Γαλιλαῖος εἶσαι», αὐτὸς νὰ ὁρκίζεται, νὰ καταναθεματίζει καὶ νὰ ὀμνύει, ὅτι δὲν Τὸν ξέρω. Μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς κι ἐκεῖνος βρέθηκε στὴν ἴδια κατάσταση ἐνοχῶν. Ὅμως οἱ ἐνοχές του δὲν μπῆκαν στὸ ἀδιέξοδο τῶν τύψεων τῶν προσωπικῶν. Κατάλαβε ὅτι ἔκανα τὸ λάθος τῆς ζωῆς μου. Ὅμως ἂν μείνω ἐδῶ τὰ πράγματα θὰ πᾶνε πολὺ στραβὰ καὶ πρέπει νὰ ἐπιστρέψω στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ὁ ἕνας εἶχε τύψεις καὶ μετανοιώματα, ὁ ἄλλος εἶχε μετάνοια σωστὴ καὶ ἐπιστροφή. Γιατί μετάνοια ἀκριβῶς αὐτὸ σημαίνει: τὴν ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἔφυγα.

Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλάβουμε, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ περπατήσουμε μέσα μας τὴν μετάνοια. Εἶναι μοιραῖο ὅτι στὴν ἀρχή, ὅταν κανεὶς κάνει ἕνα λάθος, θὰ γεννηθεῖ μέσα στὴν ψυχὴ του ἐνοχικὸ βίωμα, ἐνοχικὸ αἴσθημα. Θὰ καταλάβει ὅτι εἶναι ἔνοχος. Ὅταν αὐτὸ ὅμως δὲν καλλιεργηθεῖ οὕτως ὥστε ἀπὸ ἐνοχή, ἐγωιστικὴ ἂν θέλετε μερικὲς φορές, ἀπὸ ἕνα στεῖρο μετάνοιωμα ποὺ δὲν γεννάει τίποτα δὲν μεταφερθεῖ στὸ νὰ γίνει μιὰ μετάνοια, ποὺ σημαίνει νὰ καταλάβω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκανα ἦταν θάνατος καὶ λάθος καὶ κάτι ποὺ ἐμένα, ὄχι τὸν Θεό, ζημιώνει. Ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου δὲν ζημιώνεται κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνον ἐγώ, τότε κινδυνεύει γιὰ ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα.

Πάρα πολλὲς φορὲς ἐμεῖς μέσα στὸ μυαλὸ μας πιστεύουμε ὅτι ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ ἀφορᾶ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἁμαρτία πάλι ἀφορᾶ τὸν Θεό. Εἶναι λάθος αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καὶ ἡ ἀρρώστια εἶναι δική μας καὶ μπήκαμε ἐκεῖ γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε. Ὁ Γιατρὸς εἶναι ὑγιής, δὲν τοῦ κάναμε χάρη ποὺ μπήκαμε στὸ νοσοκομεῖο. Οἱ ἐντολὲς Του εἶναι τὰ φάρμακά μας. Οὔτε ὅταν πάρουμε τὰ φάρμακά μας τὸ κάνουμε γιὰ κεῖνον γιὰ νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος. Ὁ Χριστὸς ἐρχόμενος στὸν κόσμο φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς πολλὲς φορὲς φανταζόμαστε ὅτι κάνουμε εἴτε τὴν νηστεία μας, εἴτε τὸν κόπο μας, εἴτε τὴν προσευχή μας ἢ ὀ,τιδήποτε ἄλλο γιὰ Κεῖνον. Καὶ μερικὲς φορὲς ὅτι μᾶς γυρεύει Ἐκεῖνος γιὰ δικό Του λογαριασμὸ καὶ ἀπαίτηση πράγματα. Ἐνῶ δὲν εἶναι ἔτσι. Αὐτὸ εἶναι θεμελιακὸ λάθος.Δὲν γυρεύει ὁ Γιατρὸς ἀπὸ μένα, ἀπό σᾶς, ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄρρωστο νὰ τηρήσει ἕνα τρόπο ἀγωγῆς θεραπευτικῆς ἐξαιτίας δικῆς του ἰδιοτροπίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεραπευτεῖ ὁ ἄρρωστος.

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ μὲς στὴν Ἐκκλησία. Ἅμα αὐτὰ δὲν ταξινομηθοῦν σωστὰ ὅπως εἶπα πιὸ πρὶν δὲν θὰ περάσουμε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ στὴν μετάνοια καὶ ἀπὸ τὴν μετάνοια στὸ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μας. Νὰ καταλάβουμε ὅτι αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς, ἡ ἁμαρτία, μᾶς ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν Ζωή. Ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ δὲν εἶναι σκέψεις. Ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε λιγότερο καλές, ἄλλοτε ἐνοχικές, ἄλλοτε μετανοιώματα, ἢ εἶναι συναισθήματα! Πάω σὲ μία Προηγιασμένη ποὺ εἶναι μισοσκότεινα, εἶναι πολὺ ὄμορφα, ξεκουράζεται κανείς. Πάω σὲ ἕνα ἑσπερινὸ εἶναι ἥσυχα καὶ κατανυκτικά, γαληνεύω. Μὲ αὐτὰ θὰ μποῦμε σὲ μία λογικὴ ἀνακουφιστική, ἂν τὰ δέχτουμε, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμη μερικὲς φορές, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπολύτως ὑγιής. Πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἐνοχῶν τους κι ὅταν ποῦνε αὐτὸ ποὺ ἔχουν λένε: ἄχ! Ἀνακουφίστηκα. Ἢ προτρέποντας κάποιον νὰ πάει νὰ ἐξομολογηθεῖ τοῦ λένε: Πήγαινε νὰ ἐξομολογηθεῖς, μετὰ θὰ αἰσθανθεῖς νὰ πετᾶς. Θὰ αἰσθάνεσαι πάρα πολὺ ἄνετα. Μπορεῖ κι αὐτὰ νὰ συμβαίνουν πολλὲς φορές, ἀλλὰ ξέρετε καὶ σὲ ψυχολόγο νὰ πηγαίνατε πάλι θὰ «πετάγατε» καὶ πάλι θὰ αἰσθανόσασταν ἀνακούφιση. Τὸ θέμα ὅμως τῆς μετανοίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς, δὲν εἶναι ἕνας ψυχολογισμὸς τὸ πῶς αἰσθάνθηκα. Γιατί ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ δὲν εἶναι συναισθήματα. Εἶναι ρεαλιστικὴ ζωή. Εἶναι καθημερινότητα. Εἶναι τρόπος ζωῆς. Ἅμα αὐτὸ δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἀγαπήσουμε σωστά. Μετὰ θὰ ψάχνουμε πῶς θὰ ἀνακουφιστοῦμε, ἀλλὰ ἡ ἀνακούφιση δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ἀλλαγή. Μετάνοια σημαίνει ἄλλαξα τὴν ζυγαριὰ ποὺ ζυγιάζω τὰ πράγματα. Αὐτὸ ποὺ θεωροῦσα κέρδος, κατάλαβα ὅτι ἦταν ζημιὰ καὶ τὸ πετάω.

Μπορεῖ κανεὶς καμμιὰ φορὰ ἀδελφοί μου νὰ ἐξομολογηθεῖ ἀκόμη ἀπὸ ἐγωισμό, γιὰ νὰ τακτοποιήση τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ νὰ ἀλλάξει. Πάρα πολλὲς φορὲς οἱ παπάδες ἀκοῦν τὴν προτροπή: διάβασέ μου παπούλη μιὰ εὐχή. Νὰ τὴν κάνεις τί; Τί θὰ πεῖ διάβασέ μου μιὰ εὐχή; Ὑπὲρ τίνος; Ἔχουμε ἀκριβῶς μιὰ μπερδεμένη σχέση καὶ μιὰ εὐχὴ θὰ τὴν τακτοποιήση καὶ θὰ κοιμόμαστε πιὸ ἥσυχα; Δὲν εἶναι αὐτὸ μετάνοια. Δὲν εἶναι ὁ λόγος νὰ γίνει κάποιος χριστιανός, ἢ νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία, τὸ νὰ αἰσθανθεῖ καλύτερα. Εἶναι νὰ συνειδητοποιήση τί εἶναι ζωὴ καὶ τί εἶναι θάνατος καὶ νὰ μάθει σιγὰ σιγὰ νὰ προτιμάει τὴν ζωή.

Ποῦ εἶναι τὰ δύσκολα; Ὅτι μάθαμε ἀνάποδα. Καὶ φανταζόμαστε τὸν θάνατο ζωή. Καὶ τὴν ἁμαρτία κέρδος. Καὶ μέχρι νὰ μάθουμε τὸ σωστὸ εἶναι δύσκολα. Καὶ μέχρι νὰ τὸ περπατήσουμε, ἀκόμη πιὸ δύσκολα. Καὶ μέχρι νὰ τὸ σταθεροποιήσουμε ἀκόμη περισσότερο. Γι’ αὐτὸ ἐξομολογούμαστε πολλὲς φορές. Γιατί πολλὲς φορὲς κάνουμε τὰ ἴδια λάθη. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἅγιος ἐκεῖ στὸ Γεροντικό: Πάτερ κάνω τὰ ἴδια πράγματα, τὰ εἶπα μιὰ φορὰ, τὰ ξαναέκανα. Τὰ ξαναεῖπα, τὰ ξαναέκανα. Πόσες φορὲς θὰ γίνει αὐτό; Τοῦ ἁπαντᾶ ὁ ἅγιος: μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ Θεὸς ὄρθιο. Ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ἀπὸ ἐγωισμό, ὁ ἐγωισμὸς χώνεται παντοῦ, λέμε: πάλι τὰ ἴδια θὰ πάω νὰ πῶ; Ἀμάν. Θὰ μ’ ἔχει βαρεθεῖ κι ὁ παπάς. Ἐνῶ τὸ πρόβλημα ἀκριβῶς δὲν εἶναι ἂν σὲ βαρέθηκε ἢ δὲν σὲ βαρέθηκε ὁ παπάς. Τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ ἀκούει νέα καὶ ἐντυπωσιακὰ πράγματα ὁ παπάς. Τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ βοηθήσει κάποιον νὰ μάθει νὰ περπατάει. Ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος νὰ ἔχω πνευματικό.

Τί σημαίνει ὅτι ἔχω πνευματικό; Εἴδατε τί γίνεται στὰ γήπεδα. Ὅλοι οἱ ἀθλητὲς ἔχουν ἕνα προπονητή. Ὁ προπονητὴς τοὺς βοηθάει νὰ μάθουν σωστὰ τὸ ἄθλημα μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολοῦνται. Καὶ ὁ πνευματικὸς κάθε χριστιανοῦ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ λόγο ἔχει. Κανέναν ἄλλο. Νὰ τὸν βοηθήσει νὰ μάθει σωστὰ τὸν τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι νὰ ἔχουμε καλὸ πρόσωπο στὸν πνευματικὸ ἢ μὴ μᾶς κακοχαρακτηρίσει. Δὲν εἶναι ἐκεῖ τὸ ζητούμενο. Ἡ σχέση δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική. Δὲν κάναμε ἕναν πνευματικὸ γιὰ νὰ μᾶς λέει μπράβο, τί καλὰ ποὺ τὰ κάνες, τί καλὰ ποὺ τὰ ’πες, εἶσαι μιὰ χαρά! Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐμεῖς νὰ πνιγόμαστε στὴν ντροπή: πῶς τώρα θὰ πάω νὰ τοῦ πῶ ξανά, ξέρεις ἔκανα αὐτὸ κι αὐτό.

Ἄλλωστε ὅσο πιὸ εἰλικρινὴς εἶναι κανεὶς τόσο πιὸ γρήγορα περπατάει. Γιατί; Τί ἐμποδίζει τὸ περπάτημα; Τὸ βάρος. Εἴτε χοντρὸς εἶναι κανεὶς σὰν ἐμένα, εἴτε βάρος κουβαλάει στὴν πλάτη, αὐτὸ ἐμποδίζει τὸ περπάτημα. Ὅσο κανεὶς ἐξομολογεῖται εἰλικρινῶς τόσο λιγότερο βάρος κουβαλάει στὴν πλάτη, ἄρα τόσο πιὸ γρήγορα περπατάει. Τὰ πράγματα ἁρμοδένονται σὲ μία λογικὴ συνέχεια. Ὅταν τὰ κατανοήσουμε στὴν σωστή τους βάση, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ θὰ τὰ περπατᾶμε μιὰ χαρά. Ἀκόμα καὶ τὸ λάθος μας θὰ γίνεται ἀφορμὴ γιὰ νὰ τοποθετηθοῦμε σωστότερα. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἐκείνη ἡ κουβέντα ποὺ λέει ἕνας παλαιὸς ἅγιος «μακάρια ἁμαρτία», γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Γιατί ἔγινε ἀφορμή, λέει ἐκεῖνος βέβαια, γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὸ μερικὲς φορὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνει ἕνα λάθος ἢ μία ἁμαρτία καὶ αὐτὸ νὰ τὸν μεγαλώσει. Ἂν τὸ δεῖ σωστὰ μπορεῖ νὰ τὸν μεγαλώσει. Ἂν τὸ δεῖ λάθος μπορεῖ νὰ κολλήσει. Καὶ κεῖ εἶναι τὸ πρόβλημα γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν πρέπει κανεὶς νὰ χρονίζει σὲ κατάσταση ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἕως τὸ σήμερον καλεῖται· μετανοήσατε ἵνα μὴ σκληρύνῃ ὑμᾶς ἡ ἁμαρτία». Ἐνῶ ἔχετε ἀκόμα στὰ χέρια σας τὴν σημερινὴ ἡμέρα ζωῆς, ἀλλάξτε τρόπο ζωῆς, λέει, γιὰ νὰ μὴ σᾶς σκληρήνει ἡ ἁμαρτία καὶ μετὰ εἶναι δύσκολες οἱ κινήσεις ἐλευθερίας.

Ὑπάρχει ἕνας ἅγιος, ποὺ εἶναι καὶ δικός μας ἅγιος, ἔζησε στὴν Γαλλία, ὁ ἅγιος Μαρτῖνος. Γιὰ μᾶς εἶναι λιγάκι ἄγνωστος, ἀλλὰ δὲν ἔχει σημασία. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἦταν στρατιωτικὸς πρῶτα. Εἶχε γίνει ἕνα θαῦμα στὴ ζωή του μὲ τὸν Χριστό. Τύλιξε ἕναν γυμνὸ νεκρὸ μὲ τὴν κάπα του καὶ ὁ Χριστὸς μετὰ τοῦ παρουσιάστηκε φορώντας τὴν κάπα ποὺ εἶχε δώσει στὸν γυμνὸ ἐκεῖνος. Αὐτός, λοιπόν, ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος στὴν Τουρώνη ὅπως λεγόταν τότε, τὴν σημερινὴ Τοὺρ τῆς Γαλλίας. Αὐτός, λοιπόν, στὰ γεράματά του, ὄντας Δεσπότης τῆς περιοχῆς, εἶχε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε θαύματα. Ὅπως ξέρετε, ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μαζεύονται ζητιάνοι. Ὅταν, λοιπόν, μετὰ τὴν Λειτουργία ἔβγαινε ὁ Δεσπότης ἀπὸ τὸν ναό, παρουσιαζόταν τὸ ἑξῆς ἀπίθανο θέαμα: ἕνας κουτσός, μόλις συνειδητοποιοῦσε ὅτι βγαίνει ὁ Δεσπότης, ἔφευγε τρέχοντας. Οἱ ἄνθρωποι λέγανε: Μὰ τί στὸ καλὸ κάνει αὐτός; Μόλις ὁ Δεσπότης πάει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὁ κουτσὸς φεύγει τρέχοντας. Κάποια, λοιπόν, μέρα οἱ παπάδες τὸν πιάσανε καὶ τοῦ λένε: Καλὰ γιατί ὅταν βγαίνει ὁ Δεσπότης φεύγεις τρέχοντας. Καὶ ἀπαντάει αὐτός: Τί λέτε; Νὰ βγεῖ ὁ Δεσπότης νὰ μὲ δεῖ καὶ νὰ μὲ κάνει καλά; Μετὰ πῶς θὰ ζητιανεύω;

Τραγωδία! Ἔτσι εἴμαστε καὶ μεῖς. Μὴ τὰ ψάχνετε. Καὶ μεῖς φοβόμαστε νὰ μὴ μᾶς κάνει καλὰ ὁ Χριστὸς καὶ μετὰ θὰ μᾶς λείψει ἡ «πνευματικὴ ζητιανιὰ» στὴν ἁμαρτία. Συνηθίσαμε στὴν κατάστασή μας καὶ δὲ θέλουμε οὔτε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς τὴν ἀλλάξει. Βέβαια δὲν εἴμαστε κουτσοὶ σὰν τὸν ζητιάνο τοῦ ἁγίου Μαρτίνου, ἀλλὰ ἔχουμε ἄλλα προβλήματα, τὰ ὁποῖα τὰ κουβαλᾶμε στὸν ἐσωτερικό μας χῶρο καὶ εἶναι ἀκόμα χειρότερα. Γιατί εἶναι πιὸ δύσκολα. Τὸ νὰ ἔχουμε μιὰ ἐξωτερικὴ ἀναπηρία εἶναι καὶ ἔλεος καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Τὰ ἐσωτερικὰ εἶναι τὰ πιὸ δύσκολα.

Στὸν προφήτη Ἰεζεκιὴλ ὑπάρχει τὸ ἑξῆς τὸ ὁποῖο φανερώνει τὴν κατάστασή μας. Μία ἡμέρα ὁ Θεὸς εἶπε στὸν προφήτη Ἰεζεκιήλ: πήγαινε νὰ πετάξεις τὰ εἴδωλα ἀπὸ τὸν ναό. Λέει: Κύριε, δὲν ὑπάρχουν εἴδωλα στὸν ναό. Τοῦ λέει: Δὲν ὑπάρχουν εἴδωλα στὸν ναό; Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ πάω στὸν ναό. Τὸν πηγαίνει, μπαίνουν μέσα στὸν ναὸ καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ τοῦ λέει: Κύριε δὲν ὑπάρχουν εἴδωλα πουθενά. Τοῦ λέει: Κοίταξε κατὰ τὸν Βορρᾶ. Κοίταξε ὁ Προφήτης. Τοῦ λέει: βλέπεις αὐτὴ τὴν τρύπα ἐκεῖ ποὺ ἔχει ὁ τοῖχος. Ναί. Ὄρυξον αὐτή. Δηλαδὴ ἄνοιξέ την. Τὴν ἄνοιξε καὶ ὁ προφήτης ἔμεινε ἔκπληκτος γιατί ἀπὸ μέσα ὑπῆρχε ἕνας χῶρος στὸν ὁποῖο ὑπῆρχαν «μάταια καὶ βδελύγματα» ὅπως λέει τὸ κείμενο. Δηλαδὴ ὑπῆρχαν εἰδώλια ψευδῶν θεῶν βδελυκτὰ στὸ Θεό. Ἦταν εἴδωλα ποὺ κάποιοι παλιότεροι τὰ εἶχαν ἀκόμη καὶ μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ κρύψει.

Ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι καθένας ἀπό μᾶς. Βαπτιζόμενος γίνεται ναὸς τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποιος μὲ τὴν ἁμαρτία φθείρει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ θὰ ’χει προβλήματα μετὰ στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Ἔ! Λοιπὸν καὶ κεῖ μέσα στὸν ναὸ μερικὲς φορὲς ὑπάρχουν μάταια καὶ βδελύγματα. Καὶ μέσα στὴν δική μας καρδιὰ χρειάζεται νὰ σκύψουμε καὶ νὰ δοῦμε τί κουβαλᾶμε καὶ νὰ πᾶμε παραμέσα. Νὰ δοῦμε: εἶναι καθαρὰ τὰ πράγματα ἢ ἔχουμε μάταια καὶ βδελύγματα; Καὶ ἂν ἔχουμε εἰλικρίνεια θὰ καταλάβουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ψαλμὸς 103 ποὺ διαβάζουμε σὲ κάθε ἑσπερινό: Θὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ καρδιὰ μας εἶναι θάλασσα μεγάλη καὶ εὐρύχωρος ἐκεῖ ἑρπετὰ ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Καὶ τὰ ἑρπετὰ φυσικὰ δὲν εἶναι τὰ διακοσμητικὰ κατοικίδια! Οἱ ἄνθρωποι τώρα ἔχουν διαστραφεῖ καὶ μαζεύουν τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ χαϊδεύουν. Μαζεύουν κροκοδειλάκια, ποντικάκια… Ὅ,τι θέλουν. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι παλαιότερα, ὄντας ὑγιῶς τὰ θεωροῦσαν ἀπαράδεκτα. Θάλασσα λοιπὸν εἶναι ἡ καρδιὰ μας μερικὲς φορὲς γεμάτη ἑρπετά.

Πῆγαν στὸν ἅγιο Ποιμένα, κάποιοι χριστιανοί. Τὸν ρωτήσανε τί χρειάζεται κανεὶς γιὰ νὰ γίνει χριστιανός. Τί ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει χριστιανός; Καὶ κεῖνος εἶπε: Οὐ δεόμεθά τινος, εἰ μὴ νηφούσης διανοίας. Δηλαδή. Δὲν χρειαζόμαστε τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα μυαλὸ τὸ ὁποῖο ἀντιλαμβάνεται τί συμβαίνει γύρω του. Νήφει. Εἶναι νηφάλιο, δηλαδή, νὰ μπορεῖ νὰ καταλαβαίνει τί συμβαίνει γύρω του. Αὐτὸ χρειάζεται, λέει, κανεὶς γιὰ νὰ σωθεῖ.

Ἐμεῖς πιστεύουμε πολλὲς φορὲς ὅτι ἡ μετάνοια σημαίνει θὰ τὰ πῶ καὶ θὰ τελειώσουν. Ὄχι. Θὰ τὰ πῶ καὶ θὰ τὰ παραγράψει ὁ Χριστός, ἀλλὰ δὲν θὰ τελειώσουν. Οἱ συνεπαγωγὲς μιᾶς ἁμαρτίας θὰ ὑπάρχουν καὶ θὰ εἶναι ἀπαραίτητος ἀγώνας γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε. Συγχώρηση σημαίνει παραγραφὴ τοῦ χρέους ἀλλὰ δὲν σημαίνει γίνομαι πλούσιος!

Δηλαδή, ἔπεσα καὶ ἔσπασα τὸ πόδι μου. Ἂν αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία, τὸ λέω μεταφορικά, καὶ πάω στὸν Χριστὸ καὶ τοῦ λέω ἔσπασα τὸ πόδι μου. Μοῦ λέει ἐντάξει. Ἐγὼ τὸ παραγράφω, τὸ παραβλέπω. Ἀλλὰ πρέπει ἐσὺ νὰ μάθεις νὰ κάνεις ὑπομονὴ καὶ νὰ προσέχεις τὸ τσάκισμα μέχρι νὰ κλείσει. Γιατί ἂν κάνεις ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μου παραγραφῆς τὸν «νταή», ὅτι τώρα περπατᾶς, θὰ πέσεις καὶ θὰ σπάσεις καὶ τὸ ἄλλο τὸ πόδι.

Πάρα πολλὲς φορὲς ἡ μετάνοιά μας εἶναι στρεβλὴ καὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Φανταζόμαστε ὅτι ἡ παραγραφὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὸν Χριστὸ σημαίνει ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑλοποιήσουμε δυναμικὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ἀλλαγῆς. Ἄλλωστε αὐτὸ εἴπαμε καὶ πιὸ πρὶν σημαίνει μετάνοια. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ αἰγυπτία προβάλλεται στὰ μάτια τῶν χριστιανῶν, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γι’ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ λόγο. Γιὰ τὸν δυναμισμὸ μιᾶς μετάνοιας, ἡ ὁποία σημαίνει ὑπομονή, ἐπιμονὴ καὶ ἀγάπη τοῦ κόπου. Ὅλα αὐτὰ πάντα ἦταν δύσκολα, νὰ εἴμαστε ρεαλιστές, στὴ σημερινὴ ἐποχὴ εἶναι καὶ ἀπεχθῆ. Κανεὶς δὲν ἀκούει εὔκολα τὴν λέξη ὑπομονή. Τὴν λέξη ἐπιμονὴ ἀπὸ ἐγωισμὸ καμιὰ φορὰ τὴν ἀκούει. Ἀλλὰ ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἀκόμη πιὸ δύσκολα φεύγει ἀπὸ μία ψυχολογικὴ διάθεση νὰ μπεῖ, στὸ ὅτι πρέπει ἡ ζωή του νὰ προσαρμοστεῖ πλήρως, καὶ νὰ εὐθυγραμμιστεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ζωὴ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ θάνατος εἶναι ἡ ἁμαρτία.