Ὁ Χριστὸς δεχόμενος τὸ βάπτισμα ταυτίζεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ ὅλους τούς ἁμαρτωλοὺς ἀνεξαιρέτως. Ταυτίζεται μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ χρειάζεται συγχώρηση, σωτηρία καὶ ἀναγέννηση… Ταυτίζεται μὲ ὅλους καὶ μὲ τὸν καθένα μας.
Μὲ τὸ Βάπτισμά Του δείχνει πὼς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κρίνει ἢ νὰ καταδικάσει, οὔτε γιὰ νὰ φέρει ἀντικειμενικοὺς νόμους καὶ κανόνες, ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς τελειότητας καὶ Θεότητάς Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μαζί μας ἔτσι, ὥστε γινόμενος ἕνας ἀπὸ μᾶς νὰ μᾶς καταστήσει μετόχους τῆς τέλειας καὶ ἀναμάρτητης ζωῆς Του. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἔλεγε γι’ Αὐτόν, “ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου!” (Ἰωάν. 1,29) .
Ὁ Χριστὸς εἰσῆλθε στὸν κόσμο μας ὡς παιδί, καὶ μὲ τὴ γέννησή Του ἀνέλαβε καὶ οἰκειώθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὄχι γιὰ τοὺς δικαίους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ τοὺς ἀπολωλότες. Τοὺς ἀγαπᾶ μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη, τοὺς προσφέρει τὸν Ἑαυτό Του καὶ ὁλόκληρη τὴ ζωή Του.
Ἐδῶ στὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, Αὐτός, ὁ ἀναμάρτητος ἑνώνεται μὲ τοὺς χαμένους, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἁμαρτία ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Μὲ τὸ βάπτισμά Του ἑνώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς ἀργότερα, στὸ τέλος Αὐτός, ὁ ἀθάνατος, ἑνώνεται ἐπίσης ἐλεύθερα μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὸ θάνατο.
Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν πὼς ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς σώσει μὲ τὴν ἀγάπη· ἀγάπη ὅμως πάνω ἀπὸ ὅλα σημαίνει ἕνωση μ’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶς. Σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, “οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται… τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν” (Ἡσ. 53, 4-5) .
Ὑπάρχει ὡστόσο κι ἕνα δεύτερο ἀκόμη βαθύτερο καὶ πιὸ χαρούμενο νόημα στὸ βάπτισμα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη. Μετὰ τὴν ἀκολουθία τῶν Θεοφανείων οἱ πιστοὶ ἀφήνουν τὴν ἐκκλησία καὶ πηγαίνουν νὰ ἁγιάσουν τὰ ὕδατα.
Τὰ θριαμβικὰ καὶ δοξαστικὰ λόγια τοῦ ψαλμοῦ ἀντηχοῦν: «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 28, 3), καὶ μᾶς φανερώνεται τὸ νόημα καὶ ἡ σημασία τοῦ νεροῦ ὡς εἰκόνα τῆς ζωῆς, ὡς εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ ὅλης τῆς δημιουργίας. Καὶ αὐτὸς ποὺ κατέρχεται στὸ νερό, ποὺ καταδύεται στὸ νερό, ποὺ ἑνώνεται μαζί του ἐρχόμενος στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀναγέννησή του, αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός.
Ὁ κόσμος ἀποκομμένος ἀπὸ τὸ Θεό, Τὸν ξέχασε, σταμάτησε νὰ Τὸν βλέπει, καὶ καταδύθηκε στὴν ἁμαρτία, στὸ σκοτάδι καὶ στὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ξέχασε τὸν κόσμο. Ἐδῶ στὸ βάπτισμά Του, ὁ Θεὸς μᾶς ἐπιστρέφει τὸν κόσμο, νὰ λάμπει ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἀστέρων καὶ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ εἶχε τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας. «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ… ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν. 7, 37-38).
Τὸ καθετὶ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, μαζὶ καὶ ἡ ὕλη, ἡ ἴδια ἡ οὐσία του, γιὰ ἄλλη μία φορὰ γίνεται δρόμος γιὰ τὸ Θεό, κοινωνία μαζί Του, ἀνάπτυξη μέσα στὴν πλησμονὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε τὴ χαρμόσυνη καὶ λαμπρὴ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Θεοῦ στὴ δημιουργία Του. «καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοὶ» (Ματθ. 3, 16). Δὲ γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς ἔνιωσε ὁ Ἰωάννης ὅταν τὰ χέρια του ἀκούμπησαν τὸ Σωτήρα, ἢ πῶς εἶδε τοὺς οὐρανοὺς νὰ ἀνοίγουν, ἢ πῶς ἄκουσε τὴ φωνή. Ἡ στιγμὴ αὐτὴ ὅμως ἦταν ἀναμφίβολα γι’ αὐτὸν μία στιγμὴ ἐκτυφλωτικοῦ φωτός, ὅταν τὰ πάντα ἄστραψαν καὶ πῆραν φωτιὰ μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀρχικῆς ὀμορφιᾶς τῆς δημιουργίας, καθὼς ὁ κόσμος γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἀποκαλύφθηκε ὡς κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἐξαγνισμένος, καθαρός, ἀναγεννημένος, πλήρης δόξας καὶ εὐχαριστίας.
«Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ ἀνακαινίσει ὅλη τὴν κτίση». Γιορτάζουμε τὴν ἀνακαίνιση ὅταν βλέπουμε τὸν ἱερέα νὰ ραντίζει τὴν ἐκκλησία, ἐμᾶς, τὰ σπίτια μας, τὴ φύση καὶ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὸ καινούριο, τὸ ἅγιο, τὸ θεϊκὸ νερό· καὶ ὅταν βλέπουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ στριμώχνονται γιὰ νὰ μετάσχουν σ’ αὐτὸ τὸ «ζῶν ὕδωρ» ποὺ ρέει στὴν αἰώνια ζωή. Ἔτσι ὅποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σ’ Αὐτὸν γιὰ νὰ λάβει τὸ δῶρο τοῦ «ζῶντος ὕδατος», τὸ δῶρο τῆς νέας ζωῆς, καθαρὸς καὶ ἀναγεννημένος.