Ἡ αὐτοσυνειδησία μας, ὅταν ἐρευνᾶται καὶ ἐλέγχεται, ἀποδίδει τὴν εἰκόνα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Καὶ ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἄλλοτε εἶναι φτωχὴ μὲ περιορισμένα ἀνοίγματα, ἄλλοτε δὲ εἶναι πλούσια μὲ βάθη ζηλευτὰ καὶ ὄμορφα.
Στεκόμαστε μὲ δέος μπροστὰ σὲ προσωπικότητες ποὺ ἐργάσθηκαν καὶ ἄνοιξαν τὸν κόσμο τους σὲ πλούσιες ἐμπειρίες, ποὺ κατέγραψαν πλῆθος ἀνατάσεων καὶ βιωμάτων, ποὺ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν προέρχονται ἀπὸ τὰ στενὰ δεσμὰ τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου μας, ἀλλὰ μᾶς γνώρισαν τὸ πλησίασμα ἑνὸς ἄλλου κόσμου, ὅπου βασιλεύει ἡ χάρις καὶ ἡ παρουσία τῆς θεϊκῆς στοργῆς.
Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἁγιότητος ποὺ τόσο πολὺ διαπερνᾶ τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα, καθὼς εἶναι πλῆθος οἱ ἁγιασμένες παρουσίες σ’ αὐτὸν τὸν εὐλογημένο χῶρο ποὺ πέρασαν καὶ νοηματοδότησαν τὴν ζωή μας. Τὸ νὰ μιλήσεις γιὰ Ἑλλάδα καὶ νὰ προσπαθήσεις νὰ προσπεράσεις τὴν παρουσία καὶ τὴν χάρη ποὺ οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι κάθε ἐποχῆς ἄφησαν ὡς ἐμπειρία, εἶναι σὰν νὰ κοιτᾶς ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ μὴν μετρᾶς τὴ ψυχή του.
Ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτὰ, τὰ τελευταῖα χρόνια στὴν Ἑλλάδα παρατηρεῖται ἡ διαμόρφωση μιᾶς πραγματικότητας, ὅπου οἱ ἅγιοι, τὸ ἦθος τους καὶ ὁ λόγος τους φαίνεται σὰν νὰ μὴν ἐπηρεάζουν τὴν μεγάλη μάζα τῶν νεοελλήνων. Ἄλλα δεδομένα προέκυψαν, ἄλλες βουλὲς κυριαρχοῦν καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μεγαλώνουν σ’ αὐτὴν τὴν χώρα σὰν νὰ ἀρέσκονται νὰ ἀπεκδύονται ὅ,τι παραπέμπει σὲ ζωὴ ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος, σὲ ἔνθεη ζωὴ.
Τὰ πάθη κατὰ τὴν ὀρθόδοξη λογικὴ, ὅπως ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία καὶ ἡ φιλοδοξία, κεντρικὰ ἀνασχετικὰ στοιχεῖα κάθε προσπάθειας νὰ καθαρθεῖ ὁ ἀνθρώπινος βίος ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἑλκύσει τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σήμερα ὑπερτονίζονται ὡς στοιχεῖα κοινωνικῆς καταξίωσης καὶ ἐπιτυχίας. Ἔτσι πρότυπο τοῦ νεοέλληνα δὲν εἶναι πλέον ὁ Ἅγιος ἀλλὰ ὁ ἐπιτυχημένος κοινωνικὰ, ἄσχετα μὲ τὸ τὶ ζωὴ κάνει καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἐσωτερικός του κόσμος.
Ἀποτέλεσμα αὐτῶν εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀσκητικοῦ βιώματος, ποὺ θέρμαινε τὶς ψυχὲς τῶν προπατόρων μας καὶ τοὺς γέμιζε τὶς καρδιὲς μὲ πλοῦτο ἐσωτερικὸ, ὅταν μέναν πιστοὶ στὸ βίωμα αὐτὸ. Τώρα, ἐν μέσῃ Ἑλλάδι, αὐτὸ τὸ βίωμα γίνεται ἁπλῶς ἀνεκτὸ ὡς ἰδιαιτερότητα, ἄν δὲν λοιδωρεῖται. Σήμερα, σὲ μεγάλο βαθμό, ὁ νεοέλληνας μοιάζει χαμένος, ἀποπροσανατολισμένος καὶ ἀφημένος στὰ κάθε λογῆς ρεύματα ποὺ φυσοῦν ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές.
Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι πλέον τὸ ζητούμενο. Πολλοὶ νέοι μας, μεγαλωμένοι σὲ σπίτια ναρκωμένα, σπεύδουν νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς βιωτικές ἀνάγκες χωρὶς ἐσωτερικὴ ἀναζήτηση καὶ καημὸ περὶ τοῦ τὶ εἶναι ἡ ζωὴ ἤ τὶ τὰ μετὰ τὸν θάνατο. Ὅλα σὰν νὰ ’γιναν μιὰ παχύρευστη ὕλη ποὺ καταπίνει ψυχὲς στὴν ἀφασία καὶ τὴν σύγχυση. Ἡ κρίση ἡ οἰκονομικὴ δὲν εἶναι τυχαία καὶ ἄσχετη μὲ τὰ πιὸ πάνω. Φτάσαμε στὸ σημεῖο ὁ νεοέλληνας, σὲ μεγάλο βαθμό, νὰ ἔχει ψυχὴ ἄρρωστη. Αὐτὸ ποὺ ἦταν τὰ δυνατό του πολιτιστικὸ σημεῖο, σήμερα ἀποτελεῖ πρόβλημα καὶ ὑστέρηση.
Ἔλεγε σχετικὰ μὲ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Γιὰ νὰ γνωρίσει ἕνας ἄνθρωπος τὴν ὕπαρξη τῶν πυραμίδων τῆς Αἰγύπτου, πρέπει ἤ νὰ πιστέψει ἐκείνους, ποὺ βρέθηκαν ἄμεσα κοντὰ στὶς πυραμίδες, ἤ πρέπει μόνος του νὰ ἔλθει ἄμεσα κοντὰ στὶς πυραμίδες. Τρίτος δρόμος δὲν ὑπάρχει.
Ἔτσι καὶ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἤ πιστεύοντας ἐκείνους ποὺ στάθηκαν ἤ στέκουν σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, τοὺς ἁγίους δηλαδή, ἤ πρέπει νὰ κοπιάσει νὰ ἔρθει μόνος του σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό.
Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὶς μέρες μας εἶναι μιὰ δεδηλωμένη παραίτηση ἀπὸ τὸ περὶ Θεοῦ καὶ ψυχῆς ἐρώτημα. Οὔτε στὶς πυραμίδες πηγαίνουμε οὔτε καὶ ρωτοῦμε αὐτοὺς ποὺ πῆγαν. Παρατηρεῖται μιὰ ἄρνηση νὰ τεθεῖ κἄν τὸ ἐρώτημα. Ἡ ζωὴ κινεῖται στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνιολογίας. Πῶς θὰ ὀργανωθεῖ καλύτερα ἡ μυρμηγκοφωλιὰ καὶ πῶς τὸ μυρμήγκι θὰ περάσει ἀνετώτερα τὰ χρόνια του μέσα στὴν φωλιά.
Ὅμως, ἄν σκεφτοῦμε αὐτὸ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν ἀλήθεια, πόσο δουλεύτηκε στὸν χῶρο αὐτὸ, πόσο μελετήθηκε, τὶ ἀναστήματα ἀναμετρήθηκαν μὲ αὐτὸ καὶ τὶ ἀπαντήσεις δόθηκαν, εἶναι θλιβερὸ νὰ παρατηρεῖς τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ συνεχιστῆ αὐτῆς τῆς παραδεδομένης ζωῆς. Νὰ ἑστιάζεις στὸν τρόπο ποὺ φτιάχνει τὸν γάμο του, τὸν τρόπο ποὺ μεγαλώνει τὰ παιδιά του, ποὺ κτίζει τὰ σπίτια του, ποὺ ὀργανώνει τὴν κοινωνία του, ποὺ ζῆ ὡς πολιτικό ὄν, ποὺ ὀνειρεύεται, ποὺ θαυμάζει, ποὺ μοιράζεται τὸ ἔχει του. Ὅλα αὐτὰ εἶναι εἰκόνες ποὺ προβληματίζουν καὶ ἐρεθίζουν. Τὸ χωράφι μοιάζει ἐγκαταλελειμμένο, τὰ βάτα πᾶνε νὰ τὸ πνίξουν.
Ποῦ ἀτόνησε ἡ ἐσωτερική μας ζωή; Πότε; Τὶ δὲν κάναμε καλά; Μεγάλη ἡ εὐθύνη ὅσων ἦταν νὰ ὁδηγήσουν καὶ δὲν ὁδήγησαν. Μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν πνευματικῶν ταγῶν ποὺ εἶχαν τὸ χρέος νὰ ἐμπνεύσουν καὶ νὰ ἀνοίξουν δρόμους. Μεγάλη ἡ εὐθύνη ὅσων αἰσθάνθηκαν μέσα τους τὴν κλήση τῆς πατρότητος καὶ φάνηκαν ἀδύναμοι καὶ ξένοι πρὸς ὅλα ὅσα προετοιμάζονταν καὶ κυοφοροῦνταν. Μεγάλη ἡ εὐθύνη καὶ κάθε ἑνὸς χωριστὰ.
Ἀδελφοί μου, ἀνοίγεται τώρα μπροστά μας τὸ στάδιο τοῦ ἀγώνα μας, τὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἄς μὴν τὸ δοῦμε στενὰ, σὰν κάτι ποὺ ἔρχεται καὶ ξανάρχεται καὶ ποὺ ἁπλῶς ὁδηγεῖ σὲ ἑορτὲς ἐθιμικὰ καὶ συμβατικὰ. Ἄς ἀνοίξουμε τὸ πλάνο· ἄς δοῦμε βαθειά, ὑπεύθυνα ὅλην τὴν πνευματική μας ὑπόσταση, ὅλη τὴν ἐσωτερική μας λογικὴ καὶ ἄς μὴν προσπεράσουμε. Ἄς νοιώσουμε εὐθύνη περισσότερη ἀπὸ τὴν ἀτομική ποὺ μᾶς ἀναλογεῖ. Ἄς δοῦμε τὴν Ἐλλάδα μὲ τὰ κρίσιμα προβλήματά της, τὸν νεοέλληνα μὲ τὴν συγκεκριμένη ἐσωτερικὴ καὶ κοινωνικὴ πραγμάτωση, ἄς μετρηθοῦμε μὲ τὴν ἱστορία μας καὶ τὴν παράδοσή μας. Ὁ καθεὶς χωριστὰ καὶ ὅλοι μαζί ἄς ρίξουμε τὸ βάρος στὴν μετάνοια τὴν προσωπικὴ, στὴν δυνατὴ προσευχὴ ποὺ θερμαίνει καὶ διώχνει σκοτάδια, στὸ προσωπικὸ ἐσωτερικὸ σχέδιο ἀνατροπῆς τῆς ράθυμης καὶ πεσμένης εἰκόνας μας.
Χρειάζεται τίναγμα ποὺ δὲν θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν φόβο τῆς ἀγέλης μπροστὰ στὸν κίνδυνο, ἀλλὰ στὴν ἔλλογη στάση τοῦ τελώνη. Στὸν ναὸ τοῦ Κυρίου μας, μέσα στὴν συνείδησή μας, ἄς ποῦμε ἥσυχα, ἀληθινὰ καὶ δραστικὰ: ὁ Θεὸς ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς καὶ σῶσον ἡμᾶς, πρεσβείαις τῆς ἀχράντου σου μητρός καὶ πάντων τῶν ἁγίων σου. Ἀμήν.