Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν πολυενδιαφέρεται γιά τά πνευματικά καί μάλιστα γιά τά δογματικά θέματα, πού ἀποτελοῦν τό θεμέλιο καί τήν πηγή τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας. Ἡ σημερινή κουλτούρα καί γενικότερα ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ὄχι μόνο εὐνοεῖ μιά τέτοια νοοτροπία ἀλλά καί ἐξωθεῖ σ᾿ αὐτήν. Ἄλλωστε τό στίγμα τοῦ «φονταμενταλισμοῦ» καί ἡ μομφή τῆς μισαλλοδοξίας συνοδεύουν ἀνεξέλεγκτα κάθε προσπάθεια γιά τήν διατήρηση τῶν παραδεδομένων ἀξιῶν πού ἀποτελοῦν τά θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς μας οἰκοδομῆς.
Κάτω ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἔμμεσες πιέσεις ὁ σημερινός ὀρθόδοξος χριστιανός ἀβασάνιστα ἀποδέχεται τά δελεαστικά κηρύγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτοῦ τοῦ ὁδοστρωτήρα καί ἰσοπεδωτῆ τῶν δογμάτων, καί περνᾶ στά «ψιλά γράμματα» τίς δογματικές διαφορές. Ὡστόσο, εἶναι λάθος καί παράπτωμα πνευματικό νά ἀδιαφοροῦμε γιά τά δόγματα• νά τά θεωροῦμε σχολαστική ἐνασχόληση τῶν θεολόγων, ἀνούσιο καί ἐνοχλητικό πονοκέφαλο γιά μᾶς τούς «ἁπλούς χριστιανούς».
Τήν θεμελιακή σημασία τοῦ δόγματος καί τήν στενή σχέση του μέ τήν καθημερινή μας ζωή ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μας ποικιλοτρόπως, ἀκόμη καί μέ τήν διάταξη τῶν πέντε πρώτων Κυριακῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία ἤδη εἰσερχόμαστε τόν μήνα αὐτό. Οἱ δύο πρῶτες Κυριακές, τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διατρανώνουν τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν κυριαρχία του ἀπό τά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας μέχρι τόν καιρό τῶν παπικῶν αὐθαιρεσιῶν. Ἡ τέταρτη Κυριακή καί ἡ πέμπτη, ὅπου προβάλλονται ἀντίστοιχα οἱ μορφές τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, «δοτοῦ τῷ Κυρίῳ ἐκ κοιλίας μητρός», καί τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἐξαγνισμένης μέ τήν συγκλονιστική της μετάνοια καί μέ τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρουσιάζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κι ἀνάμεσα στίς δύο δυάδες, ἡ Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, δείχνει πῶς ὁ σταυρός, σύμβολο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας, συμπλέκει καί ἑνώνει τό δόγμα μέ τήν ζωή, τήν ἀγάπη μέ τήν ἀλήθεια. Τό κατακόρυφο δοκάρι του ἑνώνει τόν οὐρανό μέ τήν γῆ ἀποκαλύπτοντας τήν μοναδική ἀλήθεια, τήν πίστη πού ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό• τό ὁριζόντιο συνάζει ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς ἐφαρμόζοντας τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἄν εἶναι ἀδύνατο νά σταθεῖ ὁ σταυρός χωρίς τό κατακόρυφο δοκάρι του, εἶναι ἐξίσου ἀκατόρθωτο νά ὑπάρξει στόν κόσμο ἀγάπη πραγματική χωρίς πίστη ἀληθινή.
Παράγγελμα καί ἀπαίτηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό κάθε παραχάραξη καί μάλιστα ἀπό τήν παπική κακοδοξία, τήν τόσο ἔντονη στίς μέρες μας. Αὐτό ἐπισημαίνουν πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στούς ἕνδεκα αἰῶνες πού μεσολάβησαν ἀπό τήν ἀπόσχιση τῶν παπικῶν μέχρι σήμερα. Χωρίς ἐμπάθεια καί κακία ἀλλά μέ σεμνότητα καί παρρησία καταδικάζουν τήν παπική αἵρεση. Ἔχω γράψει γι᾿ αὐτό παλαιότερα. Ἐδῶ θά σταθῶ μόνο στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Μέ σθένος ὁ Παλαμᾶς ξεσκέπασε τόν φιλοπαπικό θεολόγο Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, ἕνα εἶδος οὐνίτη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Φαινόταν δεινός θεολόγος ὁ Βαρλαάμ. Εἶχε θαμπώσει καί εἶχε καταστήσει θαυμαστές του διακεκριμένους θεολόγους τῆς Ἀνατολῆς. Κατόρθωσε μάλιστα νά ἀναλάβει αὐτός τή διαχείριση τῶν συζητήσεων μέ τήν παπική Δύση κι ἐνῶ προωθοῦσε τά παπικά συμφέροντα, εἶχε κερδίσει τήν συμπάθεια ἀκόμη καί τοῦ αὐτοκράτορα καί αὐτοῦ τοῦ Πατριάρχη. Δέν ἦταν λίγοι οὔτε ἄσημοι ἐκεῖνοι πού ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν Βαρλαάμ στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἀσυμβίβαστος καί ἀκαταγώνιστος ἐκεῖνος, καταδικάζει ἔντονα τήν «ἔκφυλον προσθήκην» τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ἀποδοκιμάζει τίς παπικές κακοδοξίες καί καλεῖ ὅλους τούς πιστούς νά ἐπαγρυπνοῦν στά θέματα τῆς πίστεως. Δέν δικαιολογεῖται ἀδιαφορία ἤ σιωπή ὅταν «πίστις τό κινδυνευόμενον». Ἡ σιγή, λέγει, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόρριψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ποιά ἀπήχηση εἶχε στήν ζωή καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, ὅπως ἤδη ἀνέφερα, ἡ Ἐκκλησία θέσπισε νά τιμᾶται ἡ μνήμη του ὄχι μόνο κατά τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, 14 Νοεμβρίου, ἀλλά καί κατά τήν δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Κι ἐνῶ τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ τήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει τήν νίκη της ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων, τήν Κυριακή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ γιορτάζει τήν κατατρόπωση τῆς αἱρέσεως τοῦ παπισμοῦ, πού πάσχισε νά στηλώσει τήν εἰκόνα τοῦ πάπα-πλανητάρχη. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τήν μεγάλη αὐτή ἡμέρα δέν τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία κάποιον ἀπό τούς ἀρχαίους μεγάλους πατέρες καί θεολόγους της, ὅπως Μ. Ἀθανάσιο, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο κ.ἄ., διότι στήν δική τους ἐποχή δέν εἶχε ἀποσκιρτήσει ἀκόμη ἡ Δύση, ἀνῆκε στήν μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀργότερα οἱ παπικοί προσπαθώντας νά στηρίξουν τό θεμελιῶδες καί κυρίαρχο δόγμα τους περί πρωτείου τοῦ πάπα, πού πρόβαλε σάν ἀθεμελίωτος ἑτοιμόρροπος μιναρές, προσκόλλησαν σ᾿ αὐτό σάν ἀντερείσματα ἕναν ὁλόκληρο «ἀστερισμό» αἱρετικῶν δογμάτων. Ἔτσι ἀποστασιοποιήθηκαν καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.
Τιμᾶται, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστής καί ἐνσαρκωτής τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι κατατρόπωσε τόν παπισμό, πού ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχε ἤδη διαμορφώσει τίς αἱρετικές του πλάνες. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔμμεσα ὁ Παλαμᾶς καταδίκασε καί κατατρόπωσε καί τίς πολυάριθμες• παραφυάδες τοῦ προτεσταντισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς ἀντίδραση πρός τόν παπισμό ἀναφάνηκε στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας. Ἄν θέλουμε, λοιπόν, σήμερα νά ἀναγνωρίζουμε στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί γενικά στούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν θέση πού τούς ἀνήκει, ὀφείλουμε νά κρατοῦμε καί νά διακηρύττουμε τήν δική τους πίστη. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατᾶ ἀκέραια καί ἀνόθευτη τήν διδασκαλία καί τόν τρόπο τῆς σωτηρίας. Τά ἄλλα χριστιανικά συστήματα καί οἱ ἄλλες λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες ὅσο ποσοστό ἀλήθειας καί ἄν διατηροῦν, ἐφόσον δέν συνδέονται ὀργανικά μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι πλάνες. Ἀδικοῦμε τήν Ὀρθοδοξία καί προσβάλλουμε τήν ἀλήθεια ὅταν ἀνομάζουμε «ἀδελφές Ἐκκλησίες» τίς ποικιλώνυμες χριστιανικές ὁμολογίες. Ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς αἱρετικούς βλάπτουμε καί ἀδικοῦμε ὅταν τούς δημιουργοῦμε τήν ἐντύπωση ὅτι βρίσκονται στήν ἀλήθεια, ἐνῶ εἶναι ἐκτός Ὀρθοδοξίας.
Ἐπίκαιρο καί διαχρονικό τό μήνυμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἠχεῖ ὡς ἐγερτήριο σάλπισμα ἐπισημαίνοντας τά τρία εἴδη ἀθεΐας πού μᾶς ἀπειλοῦν καί σήμερα:
Εἶναι ἀθεΐα νά ἀρνεῖσαι τόν Θεό. Ἀθεΐα νά μήν πιστεύεις ὀρθόδοξα τόν Ἰησοῦ Χριστό, νά εἶσαι αἱρετικός. Ἀθεΐα νά εἶσαι ὀρθόδοξος καί νά μήν ἀγωνίζεσαι γιά τά ὀρθόδοξα δόγματα.