Ἀνοίγω τό στόμα μου κι ἀναγαλλιάζει τό πέλαγος/καί παίρνει τά λόγια μου στίς σκοτεινές του σπηλιές. καί στίς φώκιες τίς μικρές τά ψιθυρίζει/τίς νύχτες πού κλαῖν τῶν ἀνθρώπων τά βάσανα (Ὀδ.Ἐλύτης)