ἐπράθημεν γὰρ ἐγώ τε καὶ ὁ λαός μου εἰς ἀπώλειαν καὶ διαρπαγὴν καὶ δουλείαν, ἡμεῖς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας, καὶ παρήκουσα· οὐ γὰρ ἄξιος ὁ διάβολος τῆς αὐλῆς τοῦ βασιλέως.
Εσθ. 7,4Διότι εγώ και ο λαός μου επωλήθημεν, δια να θανατωθώμεν, αι περιουσίαι μας δε να διαρπαγούν, και όσοι, τυχόν, από ημάς και από τα τέκνα μας απομείνουν από τον όλεθρον, να γίνωμεν δούλοι και δούλαι. Δι όλα αυτά έως τώρα δεν είπα τίποτε. Τωρα όμως φωνάζω. Ο διάβολος, που εισηγήθη αυτά, δεν είναι άξιος να ευρίσκεται εις την αυλήν του βασιλέως”.