καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ζῇ Κύριος ὁ Θεός σου, εἰ ἔστι μοι ἐγκρυφίας ἀλλ᾿ ἢ ὅσον δρὰξ ἀλεύρου ἐν τῇ ὑδρίᾳ καὶ ὀλίγον ἔλαιον ἐν τῷ καψάκῃ· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ συλλέξω δύο ξυλάρια καὶ εἰσελεύσομαι καὶ ποιήσω αὐτὸ ἐμαυτῇ καὶ τοῖς τέκνοις μου, καὶ φαγόμεθα καὶ ἀποθανούμεθα.
Γ Βασ. 17,12Απήντησεν η γυναίκα· “ορκίζομαι εις Κυριον τον Θεόν σου ότι δεν έχω ψωμί, παρά μονάχα μια χούφτα αλεύρι εις την υδρίαν μου και λίγο λάδι στο δοχείον του ελαίου. Ιδού, μαζεύω δύο ξυλάκια, θα επιστρέψω στο σπίτι μου, θα ψήσω με αυτό μια κουλούρα δια τον εαυτόν μου και τα παιδιά μου. Θα φάμε το ψωμί αυτό και έπειτα θα πεθάνωμεν από την πείναν”.