Παλαιά Διαθήκη - Καινή Διαθήκη
Ἁγία Γραφή
Ιεζ. 1,1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ τριακοστῷ ἔτει, ἐν τῷ τετάρτῳ μηνὶ πέμπτῃ τοῦ μηνὸς καὶ ἐγὼ ἤμην ἐν μέσῳ τῆς αἰχμαλωσίας ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ, καὶ ἠνοίχθησαν οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδον ὁράσεις Θεοῦ.
Ιεζ. 1,1 Κατά το τριακοστόν έτος, την πέμπτην ημέραν του τετάρτου μηνός, καθώς ευρισκόμην μεταξύ των Ιουδαίων συναιχμαλώτων μου, πλησίον στον ποταμόν Χοβάρ, εκεί ηνοίχθησαν οι ουρανοί και είδον οράματα παρά Θεού.
Ιεζ. 1,2 πέμπτῃ τοῦ μηνός (τοῦτο τό ἔτος τὸ πέμπτον τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ βασιλέως Ἰωακείμ) καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἰεζεκιὴλ υἱὸν Βουζεί, τὸν ἱερέα, ἐν γῇ Χαλδαίων ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ·
Ιεζ. 1,2 Κατά την πέμπτην ημέραν του προμνημονευθέντος μηνός και έτους (αυτό δε το έτος είναι το πέμπτον έτος της αιχμαλωσίας του βασιλέως Ιωακείμ), ήλθε λόγος παρά Κυρίου προς εμέ τον Ιεζεκιήλ, τον ιερέα, υιόν Βουζεί, παραμένοντα εις την χώραν των Χαλδαίων, πλησίον στον ποταμόν Χοβάρ.
Ιεζ. 1,3 καὶ ἐγένετο ἐπ᾿ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου,
Ιεζ. 1,3 Ηπλωσεν ο Κυριος το αποκαλυπτικόν του χέρι επάνω μου
Ιεζ. 1,4 καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ πνεῦμα ἐξαῖρον ἤρχετο ἀπὸ βοῤῥᾶ, καὶ νεφέλη μεγάλη ἐν αὐτῷ, καὶ φέγγος κύκλῳ αὐτοῦ καὶ πῦρ ἐξαστράπτον, καὶ ἐν τῷ μέσῳ αὐτοῦ ὡς ὅρασις ἠλέκτρου ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς καὶ φέγγος ἐν αὐτῷ.
Ιεζ. 1,4 και παρετήρησα και είδα βίαιον ανεμοστρόβιλον, που εσαρωνε τα πάντα, να κατέρχεται από τον βορράν και μέσα εις αυτόν ήτο ένα μεγάλο νέφος. Γυρω από αυτό υπήρχεν ένα πυρ, που αστραποβολούσε, εις δε το κέντρον αυτού υπήρχε κάτι, που ωμοίαζε με ήλεκτρον ευρισκόμενον εντός του πυρός, το οποίον και εφεγγοβολούσεν.
Ιεζ. 1,5 καὶ ἐν τῷ μέσῳ ὡς ὁμοίωμα τεσσάρων ζῴων, καὶ αὕτη ἡ ὅρασις αὐτῶν· ὁμοίωμα ἀνθρώπου ἐπ᾿ αὐτοῖς,
Ιεζ. 1,5 Εις το μέσον δε αυτού υπήρχον ωσάν ομοιώματα τεσσάρων ζώων, τα οποία είχαν την εξής εμφάνισιν· Η μορφή των ήτο ωσάν μορφή ανθρώπων.
Ιεζ. 1,6 καὶ τέσσαρα πρόσωπα τῷ ἑνί, καὶ τέσσαρες πτέρυγες τῷ ἑνί.
Ιεζ. 1,6 Το καθένα από αυτά είχε τέσσερα πρόσωπα και τέσσαρας πτέρυγας.
Ιεζ. 1,7 καὶ τὰ σκέλη αὐτῶν ὀρθά, καὶ πτερωτοὶ οἱ πόδες αὐτῶν, καὶ σπινθῆρες ὡς ἐξαστράπτων χαλκός, καὶ ἐλαφραὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν.
Ιεζ. 1,7 Τα πόδια των όρθια, όπως των ανθρώπων, ήσαν πτερωτά. Εσπινθηροβολούσαν, όπως ο απαστράπτων γυαλισμένος χαλκός, αι δε πτέρυγες των ήσαν ελαφραί και ταχυκίνητοι.
Ιεζ. 1,8 καὶ χεὶρ ἀνθρώπου ὑποκάτωθεν τῶν πτερύγων αὐτῶν ἐπὶ τὰ τέσσαρα μέρη αὐτῶν· καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν τῶν τεσσάρων
Ιεζ. 1,8 Κατω από τας πτέρυγάς των και εις τα τέσσερα μέρη είχαν χέρια όμοια προς τα χέρια του ανθρώπου, δύο εις κάθε ώμον. Τα πρόσωπά των ήσαν τέσσαρα
Ιεζ. 1,9 οὐκ ἐπεστρέφοντο ἐν τῷ βαδίζειν αὐτά, ἕκαστον ἀπέναντι τοῦ προσώπου αὐτῶν ἐπορεύοντο.
Ιεζ. 1,9 και δεν εστρέφοντο καθώς εβάδιζαν, αλλά το καθένα εβάδιζε κατ' ευθείαν εμπρός, κατά πρόσωπον.
Ιεζ. 1,10 καὶ ὁμοίωσις τῶν προσώπων αὐτῶν· πρόσωπον ἀνθρώπου καὶ πρόσωπον λέοντος ἐκ δεξιῶν τοῖς τέσσαρσι καὶ πρόσωπον μόσχου ἐξ ἀριστερῶν τοῖς τέσσαρσι καὶ πρόσωπον ἀετοῦ τοῖς τέσσαρσι.
Ιεζ. 1,10 Ως προς δε την μορφήν των προσώπων των και τα τέσσαρα είχαν πρόσωπον ανθρώπου και πρόσωπον λέοντος εκ δεξιών, πρόσωπον μόσχου από τα αριστερά και πρόσωπον αετού όπισθεν.
Ιεζ. 1,11 καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ἐκτεταμέναι ἄνωθεν τοῖς τέσσαρσιν, ἑκατέρῳ δύο συνεζευγμέναι πρὸς ἀλλήλας, καὶ δύο ἐπεκάλυπτον ἐπάνω τοῦ σώματος αὐτῶν.
Ιεζ. 1,11 Δυο από τας πτέρυγάς των ήσαν απλωμέναι επάνω από τα τέσσερα έμψυχα αυτά ζώντα όντα, και ηνούντο μεταξύ των εις τα άκρα. Αι δε δύο άλλαι πτέρυγες εσκέπαζον το έμπροσθεν μέρος του σώματός των.
Ιεζ. 1,12 καὶ ἑκάτερον κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπορεύετο· οὗ ἂν ἦν τὸ πνεῦμα πορευόμενον, ἐπορεύοντο καὶ οὐκ ἐπέστρεφον.
Ιεζ. 1,12 Καθένα από τα ζώντα όντα, προς οιανδήποτε κατεύθυνσιν και αν επορεύετο, επορεύετο πάντοτε κατά την κατεύθυνσιν ενός εκ των προσώπων του· όπου δε το πνεύμα επορεύετο, επορεύοντο και εκείνα, χωρίς να στρέφουν αριστερά η δεξιά.
Ιεζ. 1,13 καὶ ἐν μέσῳ τῶν ζῴων ὅρασις ὡς ἀνθράκων πυρὸς καιομένων, ὡς ὄψις λαμπάδων συστρεφομένων ἀναμέσον τῶν ζῴων καὶ φέγγος τοῦ πυρός, καὶ ἐκ τοῦ πυρὸς ἐξεπορεύετο ἀστραπή.
Ιεζ. 1,13 Ανάμεσα δε εις τα ζώα αυτά εφαίνετο κάτι σαν αναμμένοι άνθρακες, που εκαίοντο, ώσαν συστρεφόμεναι φλόγες ανάμεσα εις τα ζώα αυτά. Και το πυρ αυτό ακτινοβολούσε φως. Εξεπορεύετο από το πυρ λάμψις ζωηρά, ωσάν της αστραπής.
Ιεζ. 1,15 καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ τροχὸς εἷς ἐπὶ τῆς γῆς ἐχόμενος τῶν ζῴων τοῖς τέσσαρσι·
Ιεζ. 1,15 Και ιδού είδον, ότι πλησίον των τεσσάρων αυτών ανθρωπίνων ζώντων ομοιωμάτων υπήρχε και ένας τροχός στηριζόμενος στο έδαφος.
Ιεζ. 1,16 καὶ τὸ εἶδος τῶν τροχῶν ὡς εἶδος θαρσείς, καὶ ὁμοίωμα ἐν τοῖς τέσσαρσι, καὶ τὸ ἔργον αὐτῶν ἦν καθὼς ἂν εἴη τροχὸς ἐν τροχῷ.
Ιεζ. 1,16 Και η μορφή και η εμφάνισις των τροχών αυτών ήτο ωσάν από πολύτιμον λίθον θαρσείς. Οι τέσσαρες αυτοί τροχοί ήσαν όμοιοι μεταξύ των, η δε κατασκευή των ήτο τοιαύτη, ώστε ο ένας ο τροχός ήτο εντός του άλλου εις σχήμα σταυρού.
Ιεζ. 1,17 ἐπὶ τὰ τέσσαρα μέρη αὐτῶν ἐπορεύοντο, οὐκ ἐπέστρεφον ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτά,
Ιεζ. 1,17 Οταν επροχωρούσαν επορεύοντο προς τας τέσσαρας πλευράς των, χωρίς να στρέφουν καθώς προχωρούσαν.
Ιεζ. 1,18 οὐδ᾿ οἱ νῶτοι αὐτῶν, καὶ ὕψος ἦν αὐτοῖς· καὶ εἶδον αὐτά, καὶ οἱ νῶτοι αὐτῶν πλήρεις ὀφθαλμῶν κυκλόθεν τοῖς τέσσαρσι.
Ιεζ. 1,18 Και δεν έστρεφαν τα όντα αυτά καθώς προχωρούσαν ούτε τα σώματα των. Το ύψος δε αυτών ήτο πολύ μεγάλο. Παρετήρησα και είδα με έκπληξίν μου, ότι τα σώματα των τεσσάρων αυτών ανθρωπίνων ομοιωμάτων ήσαν κύκλω γεμάτα οφθαλμούς.
Ιεζ. 1,19 καὶ ἐν τῷ πορεύεσθαι τὰ ζῷα ἐπορεύοντο οἱ τροχοὶ ἐχόμενοι αὐτῶν, καὶ ἐν τῷ ἐξαίρειν τὰ ζῶα ἀπὸ τῆς γῆς ἐξῄροντο οἱ τροχοί.
Ιεζ. 1,19 Οτε τα υπερφυσικά αυτά ζώντα όντα επορεύοντο στο έδαφος, έτρεχαν και οι τροχοί πλησίον αυτών. Οταν αυτά ανήρχοντο επάνω από την γην, ανέβαιναν μαζή των και οι τροχοί.
Ιεζ. 1,20 οὗ ἂν ἦν ἡ νεφέλη, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ πορεύεσθαι· ἐπορεύοντο τὰ ζῷα καὶ οἱ τροχοὶ καὶ ἐξῄροντο σὺν αὐτοῖς, διότι πνεῦμα ζωῆς ἐν τοῖς τροχοῖς.
Ιεζ. 1,20 Οπου κατηυθύνετο η νεφέλη, εκεί επορεύετο και το πνεύμα. Εκεί μαζή επορεύοντο τα ζώα και οι τροχοί, οι οποίοι και υψώνοντο μαζή των. Τούτο δέ, διότι υπήρχε πνεύμα ζωής στους τροχούς, το οποίον και τους εκίνει.
Ιεζ. 1,21 ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὰ ἐπορεύοντο, καὶ ἐν τῷ ἑστάναι αὐτὰ εἱστήκεισαν καὶ ἐν τῷ ἐξαίρειν αὐτὰ ἀπὸ τῆς γῆς ἐξῄροντο σὺν αὐτοῖς, ὅτι πνεῦμα ζωῆς ἦν ἐν τοῖς τροχοῖς.
Ιεζ. 1,21 Οταν τα υπερφυσικά αυτά όντα επορεύοντο εις την γην, μαζή των επορεύοντο και οι τροχοί. Οταν αυτά ίσταντο, εσταματούσαν και εκείνοι. Οταν αυτά επετούσαν και ανέβαιναν επάνω από την γην, ανέβαιναν μαζή με αυτά και οι τροχοί, διότι υπήρχε πνεύμα ζωής στους τροχούς.
Ιεζ. 1,22 καὶ ὁμοίωμα ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτοῖς τῶν ζῴων ὡσεὶ στερέωμα ὡς ὅρασις κρυστάλλου ἐκτεταμένον ἐπὶ τῶν πτερύγων αὐτῶν ἐπάνωθεν·
Ιεζ. 1,22 Επάνω δε από την κεφαλήν των υπερφυσικών και παραδόξων αυτών ζώντων όντων, υπήρχε κάτι, που ωμοίαζε με το στερέωμα του ουρανού. Κατι διαφανές και λάμπον ωσάν κρύσταλλον, το οποίον ηπλώνετο επάνω από τας πτέρυγάς των.
Ιεζ. 1,23 καὶ ὑποκάτωθεν τοῦ στερεώματος αἱ πτέρυγες αὐτῶν ἐκτεταμέναι, πτερυσσόμεναι ἑτέρα τῇ ἑτέρᾳ, ἑκάστῳ δύο συνεζευγμέναι ἐπικαλύπτουσαι τὰ σώματα αὐτῶν.
Ιεζ. 1,23 Ετσι δε κάτω από το ουράνιον αυτό στερέωμα υπήρχον απλωμέναι αι δύο πτέρυγες των ζώντων αυτών όντων, αι οποίαι ήγγιζον η μία την άλλην. Αι δε δύο άλλαι πτέρυγες ήσαν αναδιπλωμέναι και εκάλυπτον τα σώματα αυτών.
Ιεζ. 1,24 καὶ ἤκουον τὴν φωνὴν τῶν πτερύγων αὐτῶν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὰ ὡς φωνὴν ὕδατος πολλοῦ· καὶ ἐν τῷ ἑστάναι αὐτὰ κατέπαυον αἱ πτέρυγες αὐτῶν.
Ιεζ. 1,24 Καθώς δε εκείνα επορεύοντο, ήκουα την βοήν των πτερύγων των ωσάν ύδατα καταρράκτου, που πίπτουν μετά πατάγου. Οταν τα υπερφυσικά αυτά όντα εσταματούσαν, έπαυε και η βοή των πτερύγων των.
Ιεζ. 1,25 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ὑπεράνωθεν τοῦ στερεώματος τοῦ ὄντος ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτῶν.
Ιεζ. 1,25 Και ιδού, ηκούσθη φωνή, που προήρχετο από το στερέωμα, το επάνω από τας κεφαλάς των.
Ιεζ. 1,26 ὡς ὅρασις λίθου σαπφείρου ὁμοίωμα θρόνου ἐπ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τοῦ ὁμοιώματος τοῦ θρόνου ὁμοίωμα ὡς εἶδος ἀνθρώπου ἄνωθεν.
Ιεζ. 1,26 Και επάνω στο ωσάν ουρανόν αυτό στερέωμα υπήρχε κάποιο πράγμα λαμπρόν, όπως ο σάπφειρος, εις σχήμα θρόνου και επάνω στο ομοίωμα αυτό του λαμπρού θρόνου εκάθητο κάποιος, που είχε μορφήν ανθρώπου.
Ιεζ. 1,27 καὶ εἶδον ὡς ὄψιν ἠλέκτρου ἀπὸ ὁράσεως ὀσφύος καὶ ἐπάνω, καὶ ἀπὸ ὁράσεως ὀσφύος καὶ ἕως κάτω εἶδον ὡς ὅρασιν πυρὸς καὶ τὸ φέγγος αὐτοῦ κύκλῳ.
Ιεζ. 1,27 Και είδον και ιδού, η όψις αυτού, που εκάθητο επάνω στον θρόνον, από την μέσην και επάνω έλαμπεν ωσάν το ήλεκτρον και από την μέσην έως κάτω είχε την εμφάνισιν πυρός, που ακτινοβολούσε ολόγυρα.
Ιεζ. 1,28 ὡς ὅρασις τόξου, ὅταν ᾖ ἐν τῇ νεφέλῃ ἐν ἡμέραις ὑετοῦ, οὕτως ἡ στάσις τοῦ φέγγους κυκλόθεν. αὕτη ἡ ὅρασις ὁμοιώματος δόξης Κυρίου· καὶ εἶδον καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου καὶ ἤκουσα φωνὴν λαλοῦντος.
Ιεζ. 1,28 Οπως δε φαίνεται το ουράνιον τόξον εις τα νέφη κατά τας βροχεράς ημέρας, έτσι ήτο και η εμφάνισίς του φωτός, που ακτινοβολούσε ολόγυρα. Αυτή ήτο η εμφάνισις του ομοιώματος της δόξης του Κυρίου. Είδα εγώ αυτά και κατεπλάγην, έπεσα κάτω με το πρόσωπον στο έδαφος και ήκουσα μίαν φωνήν, την φωνήν του Κυρίου, ο οποίος μου ωμιλούσε.
Ιεζ. 2,1 Καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου, καὶ λαλήσω πρὸς σέ.
Ιεζ. 2,1 Και ο Κυριος είπε τότε προς εμέ· “υιέ ανθρώπου, σήκω, στάσου ορθός εις τα πόδια σου, διότι εγώ θα σου ομιλήσω”.
Ιεζ. 2,2 καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμὲ πνεῦμα καὶ ἀνέλαβέ με καὶ ἐξῆρέ με καὶ ἔστησέ με ἐπὶ τοὺς πόδας μου, καὶ ἤκουον αὐτοῦ λαλοῦντος πρός με,
Ιεζ. 2,2 Ηλθεν αμέσως επάνω εις εμέ το πνεύμα, με επήρε, με εσήκωσε και με έστησεν ορθόν εις τα πόδιά μου, καθ' ον χρόνον ήκουα τον Κυριον να ομιλή προς εμέ.
Ιεζ. 2,3 καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, ἐξαποστέλλω ἐγώ σε πρὸς τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ, τοὺς παραπικραίνοντάς με, οἵτινες παρεπίκρανάν με, αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας,
Ιεζ. 2,3 Και είπε προς εμέ ο Κυριος· “υιέ ανθρώπου εγώ σε αναδεικνύω και σε αποστέλλω ως προφήτην προς το ισραηλιτικόν έθνος, εις αυτούς οι οποίοι με έχουν παραπικράνει και εξοργίσει με τας παραβάσεις των. Με παρεπίκραναν και αυτοί, όπως και οι πρόγονοί των μέχρι της σημερινής ημέρας”.
Ιεζ. 2,4 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος·
Ιεζ. 2,4 Θα είπης λοιπόν προς αυτούς· “αυτά λέγει ο Κυριος·
Ιεζ. 2,5 ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν ἢ πτοηθῶσι -διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί- καὶ γνώσονται ὅτι προφήτης εἶ σὺ ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Ιεζ. 2,5 μήπως και θελήσουν να υπακούσουν εις τα λόγιά μου η απλώς να καταπτοηθούν, διότι είναι γένος και λαός, που πάντοτε με παραπικραίνει δια των παραβάσεων των εντολών μου και οπωσδήποτε θα μάθουν, ότι εν μέσω αυτών υπάρχει ένας προφήτης, ο οποίος είσαι συ.
Ιεζ. 2,6 καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, μὴ φοβηθῇς αὐτοὺς μηδὲ ἐκστῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· διότι παροιστρήσουσι καὶ ἐπισυστήσονται ἐπὶ σὲ κύκλῳ, καὶ ἐν μέσῳ σκορπίων σὺ κατοικεῖς· τοὺς λόγους αὐτῶν μὴ φοβηθῇς καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν μὴ ἐκστῇς, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
Ιεζ. 2,6 Συ δέ, υιέ ανθρώπου, μη τους φοβηθής ούτε να τρομάξης και καταπλαγής ενώπιόν των, όταν εξερεθισθούν. Διότι εκείνοι θα καταληφθούν από μανίαν, θα σε περικυκλώσουν με εχθρικάς διαθέσεις και πρέπει να γνωρίζης, ότι συ κατοικείς ανάμεσα εις σκορπιούς. Μη φοβηθής τα λόγια της αγανακτήσεώς των και μη πτοηθής ενώπιον του εξωργισμένου προσώπου των, διότι αυτοί είναι λαός, ο οποίός με παραπικραίνει και με εξοργίζει με τας παραβάσεις των.
Ιεζ. 2,7 καὶ λαλήσεις τοὺς λόγους μου πρὸς αὐτούς, ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν ἢ πτοηθῶσιν, ὅτι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
Ιεζ. 2,7 Συ, θα είπης προς αυτούς τους λόγους τούτους, μήπως και υπακούσουν η απλώς πτοηθούν, διότι είναι λαός, ο οποίος με παροργίζει πάντοτέ με τας παραβάσεις των.
Ιεζ. 2,8 καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, ἄκουε τοῦ λαλοῦντος πρός σέ, μή γίνου παραπικραίνων καθὼς ὁ οἶκος ὁ παραπικραίνων· χάνε τὸ στόμα σου καὶ φάγε ὃ ἐγὼ δίδωμί σοι.
Ιεζ. 2,8 Συ λοιπόν, υιέ ανθρώπου, άκουσε εκείνον, ο οποίος σου ομιλεί και μη θελήσης ποτέ να γίνης και συ παραπικραίνων τον Κυριον, όπως παραπικραίνων και εξοργίζων τον Κυριον είναι ο λαός αυτός. Ανοιξε το στόμα σου και φάγε εκείνο, το οποίον εγώ σου δίδω”.
Ιεζ. 2,9 καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ χεὶρ ἐκτεταμένη πρός με, καὶ ἐν αὐτῇ κεφαλὶς βιβλίου·
Ιεζ. 2,9 Και είδα και ιδού, ένα χέρι απλωμένο προς εμέ, που εκρατούσε μίαν μεμβράνην, τμήμα ενός βιβλίου.
Ιεζ. 2,10 καὶ ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου, καὶ ἦν ἐν αὐτῇ γεγραμμένα τὰ ἔμπροσθεν καὶ τὰ ὄπισθεν, καὶ ἐγέγραπτο ἐπ᾿ αὐτὴν θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί.
Ιεζ. 2,10 Εξεδίπλωσεν αυτήν ενώπιόν μου και είδα ότι ήτο γραμμένη από μέσα και απ' έξω. Το περιεχόμενον της μεμβράνης ήσαν θρήνοι, θλιβερά μοιρολόγια και ταλανισμοί.
Ιεζ. 3,1 Καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, κατάφαγε τὴν κεφαλίδα ταύτην καὶ πορεύθητι καὶ λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ.
Ιεζ. 3,1 Ο Κυριος είπε κατόπιν προς εμέ· “υιέ ανθρώπου, φάγε εξ ολοκλήρου την μεμβράνην αυτήν και έπειτα πήγαινε και ομίλησε προς τους Ισραηλίτας”.
Ιεζ. 3,2 καὶ διήνοιξε τὸ στόμα μου, καὶ ἐψώμισέ με τὴν κεφαλίδα
Ιεζ. 3,2 Ο ίδιος ο Κυριος ήνοιξε καλά το στόμα μου και με έκαμε να φάγω, ωσάν ψωμί, την μεμβράνην αυτήν,
Ιεζ. 3,3 καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, τὸ στόμα σου φάγεται, καὶ ἡ κοιλία σου πλησθήσεται τῆς κεφαλίδος ταύτης τῆς δεδομένης εἰς σέ. καὶ ἔφαγον αὐτήν, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκάζον.
Ιεζ. 3,3 και μου είπε· “υιέ ανθρώπου, θα φάγης τούτο και η καρδία σου και η διάνοιά σου, το εσωτερικόν σου όλον, θα χορτάση και θα γεμίση με την μεμβράνην αυτήν, που εγώ σου δίδω”. Πράγματι έφαγον αυτήν και, καθώς έτρωγα, ησθάνθην στο στόμα μου γλυκύτητα ωσάν μέλι.
Ιεζ. 3,4 καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, βάδιζε καὶ εἴσελθε πρὸς τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ λάλησον τοὺς λόγους μου πρὸς αὐτούς·
Ιεζ. 3,4 Ο Κυριος είπε προς εμέ· “υιέ ανθρώπου, πήγαινε, είσελθε ανάμεσα στους Ισραηλίτας και ειπέ προς αυτούς τούτους τους λόγους μου.
Ιεζ. 3,5 διότι οὐ πρὸς λαὸν βαθύχειλον καὶ βαρύγλωσσον σὺ ἐξαποστέλλῃ, πρὸς τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ,
Ιεζ. 3,5 Δεν είναι δύσκολος η αποστολή σου, διότι δεν σε αποστέλλω εις λαόν, που ομιλεί βαρείαν και βάρδαρον και ακατάληπτον γλώσσαν, αλλά προς τους Ισραηλίτας.
Ιεζ. 3,6 οὐδὲ πρὸς λαοὺς πολλοὺς ἀλλοφώνους ἢ ἀλλογλώσσους οὐδὲ στιβαροὺς τῇ γλώσσῃ ὄντας, ὧν οὐκ ἀκούσῃ τοὺς λόγους αὐτῶν· καὶ εἰ πρὸς τοιούτους ἐξαπέστειλά σε, οὗτοι ἂν εἰσήκουσάν σου.
Ιεζ. 3,6 Δεν σε αποστέλλω εις πολλούς άλλους ξενόφωνους η αλλογλώσσους λαούς η εις λαούς, των οποίων η γλώσσα είναι στρυφνή και ακατάληπτος, ώστε να μη εννοής, όταν ακούης τα λόγια των. Αλλά και προς τέτοιους λαούς ακόμη, εάν σε έστελλα, εκείνοι θα ήκουαν τα λόγιά σου, τα οποία θα είναι λόγια ιδικά μου.
Ιεζ. 3,7 ὁ δὲ οἶκος τοῦ Ἰσραὴλ οὐ μὴ θελήσουσιν εἰσακοῦσαί σου, διότι οὐ βούλονται εἰσακούειν μου· ὅτι πᾶς ὁ οἶκος Ἰσραὴλ φιλόνεικοί εἰσι καὶ σκληροκάρδιοι.
Ιεζ. 3,7 Οι Ισραηλίται όμως δεν θα θελήσουν να ακούσουν και να δεχθούν τους λόγους σου, διότι δεν θέλουν να υπακούσουν εις εμέ. Διότι όλοι οι Ισραηλίται είναι φιλόνεικοι και σκληρκάρδιοι.
Ιεζ. 3,8 καὶ ἰδοὺ δέδωκα τὸ πρόσωπόν σου δυνατὸν κατέναντι τῶν προσώπων αὐτῶν καὶ τὸ νῖκός σου κατισχύσω κατέναντι τοῦ νίκους αὐτῶν,
Ιεζ. 3,8 Δια τούτο ιδού, εγώ σου έχω δώσει δύναμιν. Θα κάμω ισχυράν και επιβλητικήν την προσωπικότητά σου, θα σου δώσω νικητήριον μαχητικήν δύναμιν πολύ μεγαλυτέραν από την αντίστασιν, που θα προβάλλουν εκείνοι.
Ιεζ. 3,9 καὶ ἔσται διαπαντὸς κραταιότερον πέτρας. μὴ φοβηθῇς ἀπ᾿ αὐτῶν μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
Ιεζ. 3,9 Θα είναι δε πάντοτε το πρόσωπόν σου ισχυρότερον και σταθερώτερον από τον βράχον. Μη τους φοβηθής και μη πτοηθής απέναντι αυτών, διότι αυτοί είναι λαός, ο οποίος πάντοτε με παροργίζει”.
Ιεζ. 3,10 καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, πάντας τοὺς λόγους, οὓς λελάληκα μετὰ σοῦ, λαβὲ εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ τοῖς ὠσί σου ἄκουε,
Ιεζ. 3,10 Ο Κυριος είπε πάλιν προς εμέ· “Υιέ ανθρώπου, όλους αυτούς τους λόγους, τους οποίους εγώ είπα προς σέ, άκουσέ τους καλά μέ τα αυτιά σου, βάλε τους μέσα εις την καρδίαν σου.
Ιεζ. 3,11 καὶ βάδιζε, εἴσελθε εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν πρὸς τοὺς υἱοὺς τοῦ λαοῦ σου καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτοὺς καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐὰν ἄρα ἐνδῶσι.
Ιεζ. 3,11 Πηγαινε, εισχώρησε ανάμεσα στους αιχμαλώτους συμπατριώτας σου και είπε προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· Ισως και υπακούσουν, ίσως και υποχωρήσουν από τας κακίας των. Ελεύθεροι είναι να πράξουν ο,τι θέλουν”.
Ιεζ. 3,12 καὶ ἀνέλαβέ με πνεῦμα, καὶ ἤκουσα κατόπισθέν μου φωνὴν σεισμοῦ μεγάλου· εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.
Ιεζ. 3,12 Αμέσως Πνεύμα Κυρίου με εσήκωσεν υψηλά και ήκουσα όπισθέν μου φωνήν βροντώδη, ωσάν μεγάλου σεισμού, οποία έλεγε· “μεγάλη και χιλιοϋμνολογημένη είναι η δόξα του Κυρίου στον ιερόν τούτον τόπον”!
Ιεζ. 3,13 καὶ εἶδον φωνὴν τῶν πτερύγων τῶν ζῴων πτερυσσομένων ἑτέρα πρὸς τὴν ἑτέραν, καὶ φωνὴ τῶν τροχῶν ἐχομένη αὐτῶν καὶ φωνὴ τοῦ σεισμοῦ.
Ιεζ. 3,13 Και ήκουσα την βοήν από τας πτέρυγας των υπερφυσικών εκείνων ζώντων όντων και είδα την μίαν πτέρυγα να πτερουγίζη και να πλησιάζη προς την άλλην. Ηκουσα την βοήν των τροχών πλησίον των υπερφυσικών αυτών όντων και βοήν μεγάλην, ωσάν βοήν σεισμού.
Ιεζ. 3,14 καὶ τὸ πνεῦμα ἐξῇρέ με καὶ ἀνέλαβέ με, καὶ ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου, καὶ χεὶρ Κυρίου ἐγένετο ἐπ᾿ ἐμὲ κραταιά.
Ιεζ. 3,14 Το Πνεύμα του Κυρίου με επήρε, με εσήκωσεν υψηλά· και εγώ με μεγάλην εσωτερικήν ορμήν, με ζήλον και ενθουσιασμόν επορεύθην προς τους συμπατριώτας μου, καθ' ον χρόνον η παντοδύναμος χειρ του Κυρίου ήτο μαζή μου.
Ιεζ. 3,15 καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μετέωρος καὶ περιῆλθον τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβὰρ τοὺς ὄντας ἐκεῖ καὶ ἐκάθισα ἐκεῖ ἑπτὰ ἡμέρας ἀναστρεφόμενος ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Ιεζ. 3,15 Φερόμενος επάνω στον αέρα ήλθα προς τους αιχμαλώτους συμπατριώτας μου. Εγύρισα ανάμεσα εις αυτούς, οι οποίοι κατοικούσαν και ευρίσκοντο κοντά στον ποταμόν Χοβάρ, και εκεί εκάθισα επτά ημέρας συναναστρεφόμενος συνεχώς μαζή των.
Ιεζ. 3,16 Καὶ ἐγένετο μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας λόγος Κυρίου πρός με λέγων·
Ιεζ. 3,16 Επειτα από τας επτά αυτάς ημέρας έγινε λόγος Κυρίου προς εμέ, ο οποίος και μου είπε·
Ιεζ. 3,17 υἱὲ ἀνθρώπου, σκοπὸν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ, καὶ ἀκούσῃ ἐκ στόματός μου λόγον καὶ διαπειλήσῃ αὐτοῖς παρ᾿ ἐμοῦ.
Ιεζ. 3,17 “Υιέ ανθρώπου, σε έχω εγκαταστήσει φρουρόν ανάμεσα εις τους Ισραηλίτας. Θα ακούσης από το στόμα μου λόγον, με τον οποίον και θα απειλήσης αυτούς εκ μέρους μου.
Ιεζ. 3,18 ἐν τῷ λέγειν με τῷ ἀνόμῳ· θανάτῳ θανατωθήσῃ, καὶ οὐ διεστείλω αὐτῷ οὐδὲ ἐλάλησας τοῦ διαστείλασθαι τῷ ἀνόμῳ ἀποστρέψαι ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτοῦ τοῦ ζῆσαι αὐτόν, ὁ ἄνομος ἐκεῖνος τῇ ἀδικίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω.
Ιεζ. 3,18 Οταν δε εγώ εξαγγέλλω απειλάς εναντίον του παρανόμου ανθρώπου και λέγω, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα θανατωθή εξ αιτίας των αμαρτιών του, εάν δεν μετανοήση, συ δε δεν θα διαμαρτυρηθής, άλλα θα υποστείλης τον εαυτόν σου και δεν θα ομιλήσης προς αυτόν εντόνως, ώστε να απομακρυνθή αυτός από τους πονηρούς δρόμους και τρόπους της ζωής του και να διαφύγη τον θάνατον και να ζήση, ο μεν παράνομος θα αποθάνη βέβαια εξ αιτίας των παρανομιών του, εγώ όμως θα ζητήσω από σε την ευθυνην δια τον θάνατον του.
Ιεζ. 3,19 καὶ σὺ ἐὰν διαστείλῃ τῷ ἀνόμῳ, καὶ μὴ ἀποστρέψῃ ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, ὁ ἄνομος ἐκεῖνος ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ σὺ τὴν ψυχήν σου ῥύσῃ.
Ιεζ. 3,19 Εάν όμως συ εντόνως ομιλήσης προς τον παράνομον και τον προτρέψης επιμόνως να παραιτηθή από τας παρανομίας του και γενικώς από τους αμαρτωλούς τρόπους της ζωής του, ο δε παράνομος παραμείνη αμετανόητος εις την αμαρτωλήν του κατάστασιν, θα αποθάνη· συ όμως θα γλυτώσης την ζωήν σου· δεν θα τιμωρηθής, διότι έκαμες το καθήκον σου.
Ιεζ. 3,20 καὶ ἐν τῷ ἀποστρέφειν δίκαιον ἀπὸ τῶν δικαιοσυνῶν αὐτοῦ καὶ ποιήσει παράπτωμα καὶ δώσω τὴν βάσανον εἰς πρόσωπον αὐτοῦ, αὐτὸς ἀποθανεῖται, ὅτι οὐ διεστείλω αὐτῷ, καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ ἀποθανεῖται, διότι οὐ μὴ μνησθῶσιν αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ, ἃς ἐποίησε, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω.
Ιεζ. 3,20 Εάν δε και ευρεθή κάποιος δίκαιος άνθρωπος και εγκαταλείψη την ενάρετον ζωήν του, εκτροπή δε εις παραπτώματα, θα παραχωρήσω να πέση αυτός εις ταλαιπωρίας και θλίψεις. Ακόμη δε και να αποθάνη. Εάν δε συ εν τω μεταξύ δεν συστήσης εις αυτόν να απομακρυνθή από τον δρόμον της αμαρτωλότητός του, θα αποθάνη αυτός εξ αιτίας των αμαρτιών του και δεν θα ληφθούν καθόλου υπ' όψιν αι προηγούμεναι καλαί αυτού πράξεις. Την ευθύνην όμως δια τον θάνατον του εκτραπέντος αυτού δικαίου θα την ζητήσω εγώ από σέ.
Ιεζ. 3,21 σὺ δὲ ἐὰν διαστείλῃ τῷ δικαίῳ τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν, καὶ αὐτὸς μὴ ἁμάρτῃ, ὁ δίκαιος ζωῇ ζήσεται, ὅτι διεστείλω αὐτῷ, καὶ σὺ τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν ῥύσῃ.
Ιεζ. 3,21 Εάν όμως συ διαμαρτυρηθής και εντόνως προτρέψης τον δίκαιον αυτόν, να παύση πλέον διαπράττων την αμαρτίαν, αυτός δε υπακούων εις σε δεν θα αμαρτήση, θα ζήση οπωσδήποτε, διότι συ συνέστησες εις αυτόν την αποφυγήν του κακού και συ ο ίδιος με τον τρόπον αυτόν θα γλυτώσης την ζωήν σου”.
Ιεζ. 3,22 Καὶ ἐγένετο ἐπ᾿ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ εἶπε πρός με· ἀνάστηθι, καὶ ἔξελθε εἰς τὸ πεδίον, καὶ ἐκεῖ λαληθήσεται πρός σε.
Ιεζ. 3,22 Η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου στοργική ηπλώθη επάνω μου, ο δε Κυριος μου είπε· “σήκω, πήγαινε έξω εις την πεδιάδα και εκεί θα αποκαλυφθή εις σε τι πρέπει να πράξης”.
Ιεζ. 3,23 καὶ ἀνέστην καὶ ἐξῆλθον πρὸς τὸ πεδίον, καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ δόξα Κυρίου εἱστήκει καθὼς ἡ ὅρασις καὶ καθὼς ἡ δόξα Κυρίου, ἣν εἶδον ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου.
Ιεζ. 3,23 Πράγματι εσηκώθηκα, εβγήκα προς την πεδιάδα και ιδού, η δόξα του Κυρίου είχε σταθή εκεί και ήτο όμοια προς την δόξαν του Κυρίου, την οποίαν εγώ είδα πλησίον εις τον ποταμόν Χοδάρ. Καταληφθείς από ιερόν δέος έπεσα με το πρόσωπόν μου στο έδαφος.
Ιεζ. 3,24 καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμὲ πνεῦμα καὶ ἔστησέ με ἐπὶ τοὺς πόδας μου, καὶ ἐλάλησε πρός με καὶ εἶπέ μοι· εἴσελθε καὶ ἐγκλείσθητι ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου σου.
Ιεζ. 3,24 Ηλθε τότε προς εμέ Πνεύμα Θεού, με εσηκωσεν όρθιον στους πόδας μου, ωμίλησε προς εμέ και μου είπε· “είσελθε και κλείσου μέσα στο σπίτι σου.
Ιεζ. 3,25 καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδοὺ δέδονται ἐπὶ σὲ δεσμοί, καὶ δήσουσί σε ἐν αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκ μέσου αὐτῶν.
Ιεζ. 3,25 Συ, υιέ ανθρώπου, άκουσε· έχουν ετοιμασθή δια σε δεσμά. Θα σε δέσουν με αυτά αμαρτωλοί άνθρωποι, δια να μη ημπορέσης να φύγης ανάμεσα από αυτούς.
Ιεζ. 3,26 καὶ τὴν γλῶσσάν σου συνδήσω, καὶ ἀποκωφωθήσῃ, καὶ οὐκ ἔσῃ αὐτοῖς εἰς ἄνδρα ἐλέγχοντα, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
Ιεζ. 3,26 Και εγώ ο ίδιος θα δέσω την γλώσσάν σου, θα βωβαθής, ώστε να μη είσαι δι' αυτούς άνθρωπος, που απευθύνει ελέγχους. Διότι ο λαός αυτός είναι λαός, ο οποίος πάντοτε με εξοργίζει.
Ιεζ. 3,27 καὶ ἐν τῷ λαλεῖν με πρὸς σὲ ἀνοίξω τὸ στόμα σου, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ὁ ἀκούων ἀκουέτω, καὶ ὁ ἀπειθῶν ἀπειθήτω, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
Ιεζ. 3,27 Θα έλθη όμως πάλιν καιρός, όταν εγώ θα ομιλήσω προς σε και θα ανοίξω το στόμα σου, και θα πης προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· όποιος θέλει να ακούση και να υπακούση εις τα λόγια μου, ας τα ακούση. Οποιος θέλει να φανή απειθής, ας φανή απειθής. Και θα φανούν πολλοί απειθείς, διότι ο λαός αυτός είναι λαός, ο οποίος, με πικραίνει πολύ και με εξοργίζει”.
Ιεζ. 4,1 Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, λαβὲ σεαυτῷ πλίνθον καὶ θήσεις αὐτὴν πρὸ προσώπου σου καὶ διαγράψεις ἐπ᾿ αὐτὴν πόλιν τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ιεζ. 4,1 Και συ υιέ του ανθρώπου, πάρε μίαν πλίνθον, θέσε την ενώπιόν σου και χάραξε επάνω εις αυτήν την πόλιν Ιερουσαλήμ.
Ιεζ. 4,2 καὶ δώσεις ἐπ᾿ αὐτὴν περιοχὴν καὶ οἰκοδομήσεις ἐπ᾿ αὐτὴν προμαχῶνας καὶ περιβαλεῖς ἐπ᾿ αὐτὴν χάρακα καὶ δώσεις ἐπ᾿ αὐτὴν παρεμβολὰς καὶ τάξεις τὰς βελοστάσεις κύκλῳ.
Ιεζ. 4,2 Παράστησε την ως εάν πολιορκήται ολόγυρα, θα οικοδομήσης επάνω εις αυτήν προμαχώνας. Περίβαλε την ολόγυρα με χαράκωμα, τοποθέτησε επάνω εις αυτήν στρατεύματα και ολόγυρά της πολιορκητικάς μηχανάς, που εκτοξεύουν βέλη.
Ιεζ. 4,3 καὶ σὺ λάβε σεαυτῷ τήγανον σιδηροῦν καὶ θήσεις αὐτὸ τοῖχον σιδηροῦν ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς πόλεως καὶ ἑτοιμάσεις τὸ πρόσωπόν σου ἐπ᾿ αὐτήν, καὶ ἔσται ἐν συγκλεισμῷ, καὶ συγκλείσεις αὐτήν· σημεῖόν ἐστι τοῦτο τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. -
Ιεζ. 4,3 Παρε εις τα χέρια σου ένα σιδερένιο τηγάνι, τοποθέτησέ το ωσάν σιδερένιο τείχος ανάμεσα σου και της πόλεως, που είναι χαραγμένη επάνω εις την πλίνθον, στρέψε έπειτα απειλητικόν το πρόσωπόν σου εναντίον της πόλεως αυτής, η οποία ευρίσκεται εις πολιορκίαν· ως πολιορκημένην θα την χάραξης επάνω εις την πλίνθον. Ολα δε αυτά θα είναι δια τους Ισραηλίτας σημείον, που θα συμβολίζη την τύχην της πόλεως.
Ιεζ. 4,4 Καὶ σὺ κοιμηθήσῃ ἐπὶ τὸ πλευρόν σου τὸ ἀριστερὸν καὶ θήσεις τὰς ἀδικίας τοῦ οἴκου Ἰσραὴλ ἐπ᾿ αὐτοῦ κατὰ ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν πεντήκοντα καὶ ἑκατόν, ἃς κοιμηθήσῃ ἐπ᾿ αὐτοῦ, καὶ λήψῃ τὰς ἀδικίας αὐτῶν.
Ιεζ. 4,4 Επειτα συ θα πέσης στο αριστερόν σου πλευρόν, ως εάν πρόκειται να κοιμηθής, και θα πάρης επάνω σου τας αμαρτίας του Ισραηλιτικού λαού. Κατά το χρονικόν διάστημα των εκατόν πεντήκοντα ημερών, κατά τας οποίας θα είσαι ξαπλωμένος στο αριστερόν σου πλευρόν, θα πάρης επάνω σου τας αμαρτίας του Ισραηλιτικού λαού.
Ιεζ. 4,5 καὶ ἐγὼ δέδωκά σοι τὰς δύο ἀδικίας αὐτῶν εἰς ἀριθμὸν ἡμερῶν ἐνενήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας. καὶ λήψῃ τὰς ἀδικίας τοῦ οἴκου Ἰσραὴλ
Ιεζ. 4,5 Εγώ έχω θέσει επάνω εις σε τας αμαρτίας και των δύο βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα, εις αριθμόν ημέρων εκατόν ένενήκοντα. Θα πάρης επάνω σου κατά ένα τρόπον συμβολικόν τας αμαρτίας του ισραηλιτικού λαού.
Ιεζ. 4,6 καὶ συντελέσεις ταῦτα πάντα· καὶ κοιμηθήσῃ ἐπὶ τὸ πλευρόν σου τὸ δεξιὸν καὶ λήψῃ τὰς ἀδικίας τοῦ οἴκου Ἰούδα τεσσαράκοντα ἡμέρας. ἡμέραν εἰς ἐνιαυτὸν τέθεικά σοι.
Ιεζ. 4,6 Αφού δε πραγματοποίησης όλα αυτά, που σου είπα, θα εξαπλωθής στο δεξιόν σου πλευρόν και θα αναλάβης τας αμαρτίας του βασιλείου Ιούδα επί τεσσαράκοντα ημέρας. Καθε ημέρα της κατακλίσεώς σου αυτής συμβολίζει ένα έτος δια τους Ιουδαίους και τους Ισραηλίτας.
Ιεζ. 4,7 καὶ εἰς τὸν συγκλεισμὸν Ἱερουσαλὴμ ἑτοιμάσεις τὸ πρόσωπόν σου καὶ τὸν βραχίονά σου στερεώσεις καὶ προφητεύσεις ἐπ᾿ αὐτήν.
Ιεζ. 4,7 Στρέψε απειλητικόν το πρόσωπόν σου εναντίον της πολιορκημένης Ιερουσαλήμ, άπλωσε τον βραχίονά σου και κράτησε τον απειλητικόν εναντίον της πόλεως και προφήτευσε δι' αυτήν.
Ιεζ. 4,8 καὶ ἐγὼ ἰδοὺ δέδωκα ἐπὶ σὲ δεσμούς, καὶ μὴ στραφῇς ἀπὸ τοῦ πλευροῦ σου ἐπὶ τὸ πλευρόν σου, ἕως οὗ συντελεσθῶσιν ἡμέραι τοῦ συγκλεισμοῦ σου. -
Ιεζ. 4,8 Ιδού, εγώ σε έχω παραδώσει εις δεσμά μέχρι της πολιορκίας της πόλεως, ώστε να μη ημπορής να στρέψης από το ένα στο άλλο πλευρόν σου, μέχρις ότου συμπληρωθούν αι ημέραι του περιορισμού σου αυτού.
Ιεζ. 4,9 Καὶ σὺ λάβε σεαυτῷ πυροὺς καὶ κριθὰς καὶ κύαμον καὶ φακὸν καὶ κέγχρον καὶ ὄλυραν καὶ ἐμβαλεῖς αὐτὰ εἰς ἄγγος ἓν ὀστράκινον καὶ ποιήσεις αὐτὰ σεαυτῷ εἰς ἄρτους, καὶ κατὰ ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν, ἃς σὺ καθεύδεις ἐπὶ τοῦ πλευροῦ σου, ἐνενήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας φάγεσαι αὐτά.
Ιεζ. 4,9 Παρε επίσης δια τον εαυτόν σου σιτάρι, κριθήν, κουκιά, φακές, κεχρί και σίκαλιν και βάλε τα εις ένα πήλινον δοχείον. Με αυτά θα παρασκευάσης το ψωμί σου κατά την διάρκειαν των ημέρων, κατά τας οποίας θα είσαι εξηπλωμένος, δηλαδή επί εκατόν ενενηκοντα ημέρας, θα τρώγης από αυτά.
Ιεζ. 4,10 καὶ τὸ βρῶμά σου, ὃ φάγεσαι, ἐν σταθμῷ εἴκοσι σίκλους τὴν ἡμέραν· ἀπὸ καιροῦ ἕως καιροῦ φάγεσαι αὐτά.
Ιεζ. 4,10 Το δε φαγητόν, το οποίον θα τρώγης, θα είναί με το ζύγι είκοσι σίκλοι δια κάθε ημέραν. Δεν θα τρώγης όμως από τα τρόφιμα αυτά κάθε ημέραν, αλλά από καιρού εις καιρόν.
Ιεζ. 4,11 καὶ ὕδωρ ἐν μέτρῳ πίεσαι τὸ ἕκτον τοῦ εἴν· ἀπὸ καιροῦ ἕως καιροῦ πίεσαι.
Ιεζ. 4,11 Και το νερό θα το πίνης επίσης με μέτρον. Ενα έκτον του ειν κάθε ημέραν. Κατά αραιά επίσης χρονικά διαστήματα θα πίνης νερό.
Ιεζ. 4,12 καὶ ἐγκρυφίαν κρίθινον φάγεσαι αὐτά· ἐν βολβίτοις κόπρου ἀνθρωπίνης ἐγκρύψεις αὐτὰ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτῶν
Ιεζ. 4,12 Η μορφή αυτών των τροφίμων, που θα τρώγης, θα είναι πίττα κριθίνη, η οποία θα ψήνεται χωμένη κάτω εις ανθρακιάν από ξηράς ακαθαρσίας ανθρώπου, θα ψήνης εκεί μέσα τον άρτον σου εμπρός εις τα μάτια των Ιουδαίων.
Ιεζ. 4,13 καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ· οὕτως φάγονται οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἀκάθαρτα ἐν τοῖς ἔθνεσι.
Ιεζ. 4,13 Και τότε θα πης προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· Οι Ισραηλίται θα φάγουν κατά παρόμοιον τρόπον ακάθαρτα φαγητά ανάμεσα εις τα ειδωλολατρικά έθνη, όπου θα έχουν διαακορπισθή”.
Ιεζ. 4,14 καὶ εἶπα· μηδαμῶς, Κύριε Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἡ ψυχή μου σὺ μεμίανται ἐν ἀκαθαρσίᾳ, καὶ θνησιμαῖον καὶ θηριάλωτον οὐ βέβρωκα ἀπὸ γενέσεώς μου ἕως τοῦ νῦν, οὐδὲ εἰσελήλυθεν εἰς τὸ στόμα μου πᾶν κρέας ἕωλον.
Ιεζ. 4,14 Εγώ τότε απήντησα· “Κυριε και Θεέ του Ισραήλ, ποτέ και κατά κανένα τρόπον να μη γίνη αυτό. Ιδού, η ψυχή μου δεν έχει μολυνθή από ακαθάρτους τροφάς. Από την ημέραν της γεννήσεώς μου και έως την ώραν αυτήν ποτέ δεν έφαγα κρέας από πτώμα ζώου ούτε από ζώον, που είχε κατασπαραχθή υπό θηρίου. Ποτέ δεν εισήλθεν στο στόμα μου κρέας ακάθαρτον”.
Ιεζ. 4,15 καὶ εἶπε πρός με· ἰδοὺ δέδωκά σοι βόλβιτα βοῶν ἀντὶ τῶν βολβίτων τῶν ἀνθρωπίνων, καὶ ποιήσεις τοὺς ἄρτους σου ἐπ᾿ αὐτῶν.
Ιεζ. 4,15 Είπε δε ακόμη προς εμέ ο Κυριος· “ιδού, σου δίδω ακαθαρσίας βοϊδιών ως καύσιμα αντί των ακαθαρσιών των ανθρωπίνων και με αυτάς θα ψήσης το ψωμί σου”.
Ιεζ. 4,16 καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδοὺ ἐγὼ συντρίβω στήριγμα ἄρτου ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ φάγονται ἄρτον ἐν σταθμῷ καὶ ἐν ἐνδείᾳ καὶ ὕδωρ ἐν μέτρῳ καὶ ἐν ἀφανισμῷ πίονται,
Ιεζ. 4,16 Είπε ακόμη προς εμέ· “υιέ ανθρώπου· ιδού εγώ θα καταστρέψω και θα μειώσω εις την Ιερουσαλήμ τον άρτον, που είναι στήριγμα της ζωής, και θα φάγουν με το ζύγι το ψωμί των. Και με μέτρον θα πίνουν το νερό, διότι θα φοβηθούν, μήπως λείψη εντελώς το ύδωρ.
Ιεζ. 4,17 ὅπως ἐνδεεῖς γένωνται ἄρτου καὶ ὕδατος· καὶ ἀφανισθήσεται ἄνθρωπος καὶ ἀδελφὸς αὐτοῦ καὶ τακήσονται ἐν ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν.
Ιεζ. 4,17 Θα περιπέσουν αυτοί εις μεγάλην στέρησιν άρτου και ύδατος. Ολίγον κατ' ολίγον θα σβήση κάθε άνθρωπος και ο συγγενής αυτού, και θα λυώσουν από την πείναν και την δίψαν εξ αιτίας των αμαρτιών των”.