Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Μόνον ἡ ἀγάπη κατὰ μίμησιν καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ὠφελιμισμοῦ ἐγωιστικοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ὡς ἄνθρωπος πλήρως καὶ τελείως τὸν οὐράνιο Πατέρα Του καὶ δέχθηκε τὴν πλήρη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του, «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν, ἀποτελεῖ τὸ αἰώνιο καὶ ἀνυπέρβλητο παράδειγμα τῆς τέλειας ἀγάπης, ὄχι μόνον ὡς Θεὸς Λόγος τοῦ Πατρός, αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος, ἔχοντας τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση. Ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε πραγματικοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, πρέπει νὰ μαθητεύουμε πάντα παρὰ τοὺς πόδας Του, γιὰ νὰ μαθαίνουμε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ συνεπέστερα νὰ ἀγαποῦμε πάντοτε, ὅπως Αὐτός, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίση, ἀφοῦ τὸ ἔργο αὐτὸ θέλησε νὰ ἀσκῆται ἀδιάλειπτα καὶ πάντοτε καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Γιατί ἡ «ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α’ Κορ. ιγ’ 8), ἀφοῦ εἶναι αἰώνια καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α’ Ἰω. δ’ 8).

  • !

    Ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ εἰλικρίνεια ἔναντί του θὰ μᾶς πείση, ὅτι βασικὰ ἔχουμε μία σχεδὸν ἀκατανίκητη τάση νὰ ἀναζητοῦμε φανερὰ ἢ ὄχι, συνειδητὰ ἢ ὄχι, θεληματικὰ ἢ ὄχι, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, διὰ μέσου τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Μπορεῖ νὰ ἀναζητοῦμε τὴ δική μας συναισθηματικὴ εὐφορία καὶ μία συγκινησιακὴ ἔκσταση, μία εὐχαρίστηση προσωπικὴ μόνο μέσω τῆς ἀγάπης, πράγμα, ποὺ ἄλλοι θὰ ἐπεδίωκαν μὲ ἄλλα μέσα.

  • !

    Αὐτὲς οἱ διαπιστώσεις ἐπιβάλλουν νὰ ἀσχολούμαστε ἀδιάκοπα μὲ τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τῆς καρδιᾶς μας, ἂν θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε πραγματικὴ ἀγάπη, ὥστε καὶ νὰ τὴν ἐξασκοῦμε σωστὰ σύμφωνα μὲ τό θέλημα τοῦ Κυρίου μας. Καὶ αὐτὸ σημαίνει νὰ ζητοῦμε τὴν θεία βοήθεια καὶ χάρη, ποὺ μόνον αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποκαθάρη τὸ ἐσωτερικό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ μας πρέπει νὰ εἶναι τὸ θεῖο αἴτημα τοῦ προφήτου: «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦμε ποτέ!

  • !

    Ἀγάπη ἀληθινὴ καὶ διαρκῆ καὶ ἀνθεκτικὴ στὰ χτυπήματα τῶν περιστάσεων, μόνον ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης, μπορεῖ καὶ νὰ τὴν ἐμπνέη διαρκῶς, νὰ τὴν τροφοδοτεῖ καὶ νὰ ἀνανεώνη τὴ φρεσκάδα της καὶ νὰ τὴν κάνη ἱκανὴ νὰ νικάη τὸν χρόνο καὶ τὴν γήρανση τοῦ ἐξωτερικοῦ ἄνθρωπου. Καὶ ἕνα πολὺ συνηθισμένο μέσο, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ οὐρανίου Πατρός, εἶναι ὁ πόνος, ὡς τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο ἐξαγνισμοῦ τῆς καρδιᾶς, σὲ ἄλλους μὲν γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀνεπάρκεια καὶ σὲ ἄλλους γιὰ νὰ προαγάγουν τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ ἀγαπᾶ.

  • !

    Ἡ χρήση, ὅμως, τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὄχι σωστή, ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ γινόταν «κατὰ φύσιν», ἀνέκοψε αὐτὴν τὴ φορά. Ὁ ἄνθρωπος ξέπεσε σὲ μία «παρὰ φύσιν» λειτουργικότητα. Καὶ αὐτὸ σήμαινε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὡς φορεῖς ἀγάπης, δὲν χρησιμοποιοῦν τὶς ἐνέργειες τῶν αἰσθήσεων ὡς ὄργανά τους ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται οἱ ἴδιες ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ὡς ὄργανά τους. Δηλαδὴ ἀνατράπηκαν οἱ ὄροι. Σὰν νὰ ποῦμε, ὅτι δὲν τραβοῦν πιὰ σ’ ἕνα κάρο τὰ ἄλογα τὸν καροτσέρη ἀλλὰ ὁ καροτσέρης τὰ ἄλογα! Ἔτσι, ἀντὶ νὰ συγκεντρώνη ἡ ψυχὴ, διὰ τῶν αἰσθήσεων, μέσα της τὰ διηρημένα ἀπὸ τὴ φύση τους στοιχεῖα σὲ ἕναν καινούργιο κόσμο, κάνοντας ἔτσι μία σύνθεση, ἕνα ἔργο δημιουργικὸ κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀφοῦ τῆς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἱκανότητα, ὑποδουλώνεται ἡ ψυχὴ στὶς αἰσθήσεις της καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὰ πράγματα διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν, δὲν εἶναι ἡ ψυχὴ αὐτή, ποὺ ἐπιβάλλεται στὰ αἰσθητὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα ἐπιβάλλονται κυριαρχικὰ σ’ αὐτὴν, μὲ συνέπεια νὰ ὁδηγεῖται σὲ «παρὰ φύσιν» ὑποταγὴ της σ’ αὐτά.

  • !

    Χρειάζεται, λοιπὸν, νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, χωρὶς φόβο καὶ ταραχή, ἀνακαλύπτοντας τὶς ἰδιοτυπίες της λόγω π.χ. κληρονομικότητος, ἐπιδράσεων τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀμέσου ἢ εὐρύτερου, κ.λπ. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι, γιατί εἴμαστε τέτοιοι ποὺ διαπιστώνουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ, πῶς θὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνουμε, σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κρίνη γιατί ὑπήρξαμε τέτοιοι, ποὺ ἤρθαμε στὸν κόσμο, ἀλλὰ γιατί δὲν προσπαθήσαμε νὰ κάνουμε ὅ,τι χρειαζόταν νὰ γίνουμε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μᾶς δόθηκαν οἱ εὐκαιρίες καὶ οἱ δυνατότητες γιὰ κάτι τέτοιο.

  • !

    Ἂς ἀφήσουμε, λοιπὸν, τὶς τυχὸν ἀπογοητεύσεις μας καὶ τὶς ἀπαισιοδοξίες γιὰ τὶς τυχὸν ἀδυναμίες μας. Ἂς ἀγαπήσουμε περισσότερο καὶ συνεπέστερα τὸν Κύριο Ἰησοῦ μας. Ἂς τὸν ἐπικαλούμαστε συνεχῶς μὲ τὴν καρδιακὴ προσευχὴ καὶ ἂς τρέφουμε ἔτσι τὴν ἱερὴ φλόγα τῆς ἀγάπης στὸν Κύριο. Ἡ ἀκατάπαυστη ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ κόμπο τὸν κόμπο, ἡ χρήση τοῦ κομποσκοινιοῦ μας, μὲ στεναγμὸ στὸν στεναγμὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, μὲ χτύπο στὸν χτύπο τῆς «καιομένης καρδίας» μας, θὰ εἶναι οἱ «σταγόνες, αἱ πέτρας κοιλαίνουσι» πέφτοντας μία μία, ἀθόρυβα, ἀσήμαντα, ἀδύναμα φαινομενικὰ, σπάζοντας οἱ ἴδιες σὲ χίλια σταγονίδια, καθὼς θὰ πέφτουν στὴ σκληρὴ πέτρα. Τελικὰ, ὅμως, θὰ τὴν ὑποτάξουν. Θὰ εἶναι τὰ δόντια τοῦ πριονιοῦ, ποὺ λίγο λίγο τρῶνε τὸν κορμὸ καὶ τοῦ πιὸ ψηλοῦ καὶ δυνατοῦ δέντρου. Καὶ ὅ,τι δὲν πέτυχαν ἀνεμοβρόχια, καταιγίδες καὶ θύελλες, τὸ κατορθώνουν τὰ ἀσήμαντα αὐτὰ δοντάκια, ποὺ σιγὰ σιγά ἀλλὰ συστηματικά, τὸ ρίχνουν τελικὰ κάτω. Θὰ εἶναι ἡ σιγανὴ βροχούλα, ποὺ πέφτοντας ἁπαλὰ ἁπαλὰ στὴν κατάξερη γῆ τὴν κάνει γόνιμη καὶ πολύκαρπη καὶ ἱκανή «τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων»· ἱκανὴ νὰ χορτάσουν «τὰ ξύλα τοῦ πεδίου καὶ αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου» οἱ πελώριες· ἱκανὴ νὰ μεταμορφώση «γῆν ἔρημον καὶ ἄβατον καὶ ἄνυδρον» σὲ πραγματικὸ παράδεισο, δηλαδὴ τὴν καρδιά μας.

  • !

    Ὁ Κύριός μας δὲν καταργεῖ τὸ συναίσθημα ἀλλὰ τὸ ἐξαγιάζει. Προσέχοντας στὸ παράδειγμά Του βλέπουμε πόση ἀνθρωπιὰ δείχνει, πόσο γλυκὸς εἶναι. Τὸν συγκινοῦν τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα παίρνει στὴν ἀγκαλιά Του καὶ τὰ παρουσιάζει ὡς εἰκόνες γιὰ μία ὥριμη καὶ συνετὴ ἀθωότητα καὶ παιδικότητα. Στενάζει μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο, τὸν ὁποῖο ἀπαλείφει ἀπὸ πολλὲς καρδιές. Κλαίει μπροστὰ στὸ θέαμα τοῦ θανάτου, ποὺ θέτει τέρμα στὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς. Καὶ μιλάει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θεῖο πάθος Του, μὲ μία ἀπέραντη τρυφερότητα στοὺς μαθητάς Του, ποὺ δὲν διστάζει νὰ τοὺς ὀνομάση «τεκνία» Του. Θυμηθῆτε τὴν ὡραία καὶ τόσο παραστατικὴ εἰκόνα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἀπευθυνόμενος μὲ θλίψη στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴν ἄρνησή της νὰ δεχθῆ τὴν ἀγάπη Του: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ!… ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὅν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσιᾶν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε!». Πόση θλιμμένη τρυφερότητα δὲν κρύβει αὐτὸ τὸ παράπονο!

  • !

    Καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια: Καρδιὰ ἐλεήμων, δηλαδὴ καρδιὰ γεμάτη τρυφερὴ ἀγάπη εἶναι τελικὰ θέρμη καρδιᾶς, ποὺ καίγεται κυριολεκτικὰ γιὰ ὅλα τὰ δημιουργήματα, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὰ πουλιά, γιὰ τὰ ζῶα καὶ γιὰ τοὺς δαίμονες καὶ γενικὰ γιὰ κάθε κτίσμα. Καὶ στὴν ἀνάμνησή τους καὶ στὴ θέα τους τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει ἐλεήμονα καρδιά, πλημμυρίζουν ἀπὸ δάκρυα. Ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ ἔντονη ἀγαπητικὴ διάθεση, ποὺ συνέχει τὴν καρδιά του, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ καρτερικότητά της γίνεται πολὺ εὐαίσθητη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθῆ ἢ νὰ ἀκούση ἢ νὰ ἰδῆ νὰ συμβαίνη κάποια βλάβη ἢ κάποια μικρὴ λύπη στὴ Δημιουργία. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ προσεύχεται μὲ δάκρυα καὶ γιὰ τὰ χωρὶς λογικὸ δημιουργήματα καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας καὶ γι’ αὐτούς, ποὺ τοῦ προξενοῦν ζημιὲς καὶ βλάβες, παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ φυλαχτοῦν καὶ νὰ συγχωρεθοῦν. Τὸ ἴδιο προσεύχεται ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἑρπετὰ (ποὺ γι’ αὐτὰ νιώθει κανένας ἐνστικτώδη ἀποστροφή). Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ, ἐξαιτίας τῆς ἄμετρης εὐαισθησίας ποὺ ἔχει στὴν καρδιά του, ὅπως ὁ Θεός.

  • !

    Ἑπομένως, προκειμένου νὰ ἐκφράσουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὰ ἔξω, δὲν πρέπει νὰ ἀλλοιώσουμε ἀφύσικα τὴν καρδιά μας καὶ νὰ στραγγαλίσουμε τὴν εὐαισθησία της ἀλλὰ κυρίως νὰ ἀφήσουμε τὴ χάρη τοῦ Κυρίου νὰ κατευθύνεται σωστὰ καὶ νὰ κυριαρχῆ μεταμορφωμένη στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, μὲ πλήρη αὐτολησμοσύνη της, χάριν τοῦ ἀγαπωμένου, «μὴ ζητοῦσα τὰ ἑαυτῆς». Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ καταπνίγουμε τὴν καρδιά μας καὶ νὰ τὴ διαστρέφουμε καὶ νὰ τὴν μικραίνουμε, καὶ τὸ ἴδιο νὰ τὴ θέτουμε στὴν ὑπηρεσία τῆς πνευματικῆς ἀγάπης, νὰ τὴν εὐαισθητοποιοῦμε πιὸ πολύ, νὰ τὴν κάνουμε πλατειὰ καὶ εὐρύχωρη, ξένη πρὸς κάθε μικρότητα καὶ κάθε φίλαυτη καὶ ἐγωιστικὴ ἐπιδίωξη, ποὺ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς ὠθοῦσε εὐχαρίστως «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος» (Ρωμ. ς΄ 6).

Ἐμεῖς καὶ ἡ Ἀγάπη μας

 

Ἀγάπη γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ

[1]Ἀγάπη καθαρὴ γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐγγυᾶται τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ κάθε ἐγωιστικὸ στοιχεῖο, χωρὶς τὴν προσδοκία ὁποιασδήποτε ὠφέλειας, ὑλικῆς ἢ πνευματικῆς ἐκ μέρους τῶν ἄλλων, ἔστω καὶ ἑνὸς «εὐχαριστῶ», ἔστω καὶ μὲ εἴσπραξη πικρίας ἀντὶ εὐγνωμοσύνης ἢ ἀκόμη καὶ προδοτικῆς συκοφαντίας, γιατί αὐτὸ σημαίνει μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἀγάπησε πρῶτος Αὐτὸς τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ὑπολογίση καθόλου τὸν ἑαυτὸ Του θυσιαζόμενος πρὸς χάριν της.

Μόνον ἡ ἀγάπη κατὰ μίμησιν καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ὠφελιμισμοῦ ἐγωιστικοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ὡς ἄνθρωπος πλήρως καὶ τελείως τὸν οὐράνιο Πατέρα Του καὶ δέχθηκε τὴν πλήρη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του, «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν, ἀποτελεῖ τὸ αἰώνιο καὶ ἀνυπέρβλητο παράδειγμα τῆς τέλειας ἀγάπης, ὄχι μόνον ὡς Θεὸς Λόγος τοῦ Πατρός, αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος, ἔχοντας τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση. Ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε πραγματικοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, πρέπει νὰ μαθητεύουμε πάντα παρὰ τοὺς πόδας Του, γιὰ νὰ μαθαίνουμε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ συνεπέστερα νὰ ἀγαποῦμε πάντοτε, ὅπως Αὐτός, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίση, ἀφοῦ τὸ ἔργο αὐτὸ θέλησε νὰ ἀσκῆται ἀδιάλειπτα καὶ πάντοτε καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Γιατί ἡ «ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α’ Κορ. ιγ’ 8), ἀφοῦ εἶναι αἰώνια καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α’ Ἰω. δ’ 8).

Ἀγάπη καὶ αὐτογνωσία

Ἀσφαλῶς, ὡς ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί, νιώθουμε μέσα μας τὴ λαχτάρα γιὰ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἀσφαλῶς μᾶς συγκινεῖ ἡ σκέψη νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἕνα, ὅπως ὅλους μαζὶ, καὶ ὅλους, ὅπως τὸν ἕνα. Μεγάλος αὐτὸς ὁ πόθος, ἂν ὑπάρχη μέσα μας, καὶ ἴσως εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἐπιδιωκτέο τέλος. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὴν πραγματικότητά μας, ποιοὶ ἀκριβῶς εἴμαστε, ποιὰ εἶναι ἡ φυσική μας κατάσταση, προτοῦ ἐπιχειρηθῆ ἡ ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσή μας στὸ καμίνι τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἴδιο καὶ διὰ μέσου Του γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας συνανθρώπους.

Συχνὰ, μιλώντας γιὰ ἀγάπη λησμονοῦμε τὸ ἔδαφος, στὸ ὁποῖο αὐτὴ φυτρώνει. Γι’ αὐτὸ συμβαίνει ἐτοῦτο τὸ παράδοξο· ἐνῶ ὁ πόθος μας γιὰ ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ μεγάλος, ὅμως ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ ἀναπτυχθῆ, ἡ καρδιά μας δηλαδή, ποὺ τὴν πλημμυρίζει αὐτὸς ὁ πόθος, συμβαίνει νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλος γιὰ ἕνα τέτοιο οὐράνιο φυτό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, μπορεῖ νὰ «ὠδίνη ὅρος καὶ νὰ τίκτη μῦν», νὰ παρουσιάζεται, δηλαδὴ, μία πολὺ μεγάλη δυσαναλογία, ἀνάμεσα σὲ αὐτό ποὺ ποθοῦμε καὶ σὲ αὐτό ποὺ θέλουμε νὰ πραγματοποιήσουμε. Πρώτιστο ἔργο μας, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι, προκειμένου νὰ ἐξασκήσουμε ἔργο ἀληθινὸ ἀγάπης, νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν πνευματική μας ποιότητα, ποιοὶ δηλαδὴ εἴμαστε στὴν πραγματικότητα.

Ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ εἰλικρίνεια ἔναντί του θὰ μᾶς πείση, ὅτι βασικὰ ἔχουμε μία σχεδὸν ἀκατανίκητη τάση νὰ ἀναζητοῦμε φανερὰ ἢ ὄχι, συνειδητὰ ἢ ὄχι, θεληματικὰ ἢ ὄχι, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, διὰ μέσου τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Μπορεῖ νὰ ἀναζητοῦμε τὴ δική μας συναισθηματικὴ εὐφορία καὶ μία συγκινησιακὴ ἔκσταση, μία εὐχαρίστηση προσωπικὴ μόνο μέσω τῆς ἀγάπης, πράγμα, ποὺ ἄλλοι θὰ ἐπεδίωκαν μὲ ἄλλα μέσα. Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι: κάνουμε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ γενικὰ ἀγαποῦμε, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ εὐάρεστο συναίσθημα, ποὺ αὐτὴ δημιουργεῖ, καὶ αὐτὸ θέλουμε μόνο καὶ ὄχι τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου; Καὶ μπορεῖ ἔτσι νὰ κάνουμε τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης, π.χ. μόνο γιὰ νὰ ἀκοῦμε εὐχαριστίες, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίζουν ὡς εὐεργέτες, γιὰ νὰ κάνουν λόγο γιά μᾶς καὶ νὰ ἀποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις ἀγάπης καὶ κόπους καὶ θυσίες, ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ἀναγνωρισθοῦν. Γι’ αὐτὸ, πρέπει νὰ μάθουμε καὶ νὰ κάνουμε φρόνημά μας, πὼς τὸ κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ αὐτολησμοσύνη καὶ τὸ «μὴ ζητεῖν τὰ ἑαυτῆς». Γι’ αὐτὸ, ἄλλωστε, συνιστᾶ ὁ Κύριος τὸ «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά (μας) τί ποιεῖ ἡ δεξιά» μας καὶ τὴν, ὅσο γίνεται μὲ περισσότερη ἐπιμέλεια, «ἐν τῷ κρυπτῷ» διενέργειά της.

Ἀγάπη καὶ ἐσωτερικὰ πάθη

Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ἀπαιτεῖ γιὰ τὴν ἐξάσκησή της, κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἐσωτερικὴ καθαρότητα, μὲ ἄλλα λόγια ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν «παλαιότητα» καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς καὶ μολύνουν κάθε ἐνέργειά μας, ἀκόμη καὶ τὴν πιὸ εὐγενικὴ κατ’ ἄνθρωπον. Καὶ αὐτὸ σημαίνει διαρκῆ ἀνίχνευση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας καὶ ἀνακάλυψη ὅλων τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων, ποὺ κρύβονται ἐπιμελῶς μέσα μας. Ἡ αὐτοεξέταση θὰ μᾶς πληροφόρηση γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων τῆς παλαιότητός μας, ὅπως εἶναι ἡ ἐγωιστικότητα καὶ ἡ αὐτοφιλία ἢ φιλαυτία. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ θείου φωτισμοῦ, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει καθαρὰ τὸ ἐσωτερικό μας. Ἔτσι, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἀνακαλύψουμε, πρὸς μεγάλη μας ἔκπληξη, στοιχεῖα, ποὺ δὲν τὰ φανταζόμασταν νὰ ὑπάρχουν σὲ τέτοιο βαθμό. Ἂν προσέξουμε μὲ τέτοια διάθεση καὶ ἐκζήτηση τοῦ θείου φωτισμοῦ, θὰ διαπιστώσουμε π.χ., πόσο εὔκολα δὲν θέλουμε νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι. Πόσο μᾶς εἶναι δυσάρεστο νὰ μᾶς μιλοῦν οἱ ἄλλοι γιὰ τὶς δυσκολίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς θλίψεις τους, τὸν πόνο τους, τὰ ποικίλα προβλήματά τους, μάλιστα ἂν ὑποπτευόμαστε, ὅτι πιθανὸν θὰ ζητήσουν καὶ τὴ δική μας συμπαράσταση. Πολὺ ἐπιθυμοῦμε νὰ μὴ μᾶς χαλάσουν τὴν ἡσυχία μας, κατὰ τὸν χρόνο ποὺ θέλουμε ἀπολύτως νὰ τὸν ἔχουμε δικό μας. Δὲν μᾶς εὐχαριστεῖ νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι, μάλιστα ἂν δὲν εἶναι εὐχάριστοι τύποι. Συγκεντρωμένοι στὰ δικά μας προβλήματα, ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς δικές μας δυσκολίες, γινόμαστε σιγὰ σιγὰ ἀναίσθητοι ἔναντι τῶν ἄλλων, ἀδιάφοροι, σκληροὶ καὶ τελικὰ ἀνάπηροι πνευματικὰ ὡς πρὸς τοὺς ἄλλους. Μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ κυρίαρχη αὐτὴν τὴν κατάσταση μέσα μας, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο, παρὰ μονάχα ὅ,τι ἔχει σημασία μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ ὅ,τι μᾶς βολεύει καὶ γιὰ ὅ,τι μᾶς κολακεύει φανερὰ ἢ κρυφά. Ἀκόμη, εὔκολα περιγελοῦμε ἢ εἰρωνευόμαστε τοὺς ἄλλους ἢ καὶ χαιρεκακοῦμε στὶς πτώσεις καὶ ἀτυχίες τους. Μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψουμε προκαταλήψεις εἰς βάρος τῶν ἄλλων, νὰ εἴμαστε εὔκολοι σὲ ἀρνητικὲς γι’ αὐτοὺς πληροφορίες, χωρὶς κἄν νὰ ἐξετάσουμε, ἂν εὐσταθοῦν. Ὄχι σπάνια, μποροῦν νὰ καμουφλαριστοῦν μέσα μας, ὡς δῆθεν ἀγάπη, καθαρὰ ψυχολογικὰ ἐλατήρια, π.χ. ὁ θαυμασμὸς γιὰ κάποιους, ἡ ἐξυπνάδα τους, ἡ ἰδιοφυΐα τους, τυχὸν, σὲ κάποιες περιοχὲς τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἐπιχειρηματικότητος, μάλιστα ἂν συμβαίνη νὰ ἔχουν πολλοὶ τὴν ἴδια γνώμη. Καὶ ὅμως, ὅλα αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἄλλο πράγμα.

Ἄλλοτε πάλι, θεωροῦμε πὼς ἐνεργοῦμε μὲ πολλὴ πρωτοτυπία, ὄχι δηλαδὴ ὅπως ἐνεργοῦν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ μὲ δικό μας ἢ καὶ δανεικὸ ἀπὸ ἄλλους τρόπο, γιὰ νὰ φαινώμαστε ὡς σπουδαῖοι καὶ ἐντελῶς ἄλλου τύπου, ὄχι συνηθισμένοι ἄνθρωποι, ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ποὺ μπροστὰ μας φαίνονται ἀσήμαντα ἀνθρωπάκια, ἀνάξια τοῦ ἐνδιαφέροντός μας καὶ τῆς δικῆς μας «μεγαλωσύνης». Καὶ ὄχι σπάνια, ἐνεργοῦμε ἀπὸ φόβο, μὴ τυχὸν μᾶς ἐπικρίνουν οἱ ἄλλοι −τί θὰ πῆ γιὰ μᾶς ὁ κόσμος, ἕνας μπαμπούλας, ποὺ κατατρομοκρατεῖ πολλοὺς καὶ σπουδαιοφανεῖς ἀκόμη ἀνθρώπους− καὶ ἑπομένως ἐνεργοῦμε ἔτσι, ποὺ νὰ διατηροῦν οἱ ἄλλοι τὸν θαυμασμὸ −κι ἂς εἶναι συνήθως ἐπίπλαστος καὶ συμβατικὸς− ἢ τὴν ἐκτίμηση γιὰ τὴν δῆθεν φρονιμάδα μας, τὴ σοβαρότητά μας καὶ τὰ ὅμοια. Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅ,τι ἀντίστοιχο καὶ ὁμόλογό τους μᾶς κάνουν νὰ φερώμαστε σκληρὰ καὶ ἀλαζονικὰ ἔναντι τῶν ἄλλων, μάλιστα δὲ σ’ αὐτοὺς ποὺ ξεπέφτουν ἢ βρίσκονται σὲ κατώτερη θέση ἀπό μᾶς.

Ἐφόσον ὑπάρχουν στὴν ψυχὴ μας τέτοια ἐπιθέματα καὶ τὴν παραμορφώνουν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἴμαστε διαφανεῖς, διαυγεῖς καὶ πεντακάθαροι στὶς ἐκδηλώσεις ἀγάπης, ἂν τυχὸν προβαίνουμε καὶ ὅσες φορὲς μπορεῖ νὰ προβαίνουμε σὲ τέτοιες; Ἂν εἶναι γυαλιὰ μαυρισμένα ἀπὸ τὴν κάπνα τῶν παθῶν μας, πῶς θὰ διαπεράσουν φωτεινὲς ἀκτίνες τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ φωτίσουν ἄλλες καρδιὲς καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπεμφθῆ θερμότητα γιὰ νὰ τὶς θερμάνη; Πῶς μπορεῖ μὲ ἄλλα λόγια νὰ εἶναι ἁγνή, φωτεινὴ καὶ θερμουργὸς ἡ ἀγάπη μας, ὅταν ἔχουμε τόσο καταλερωμένο ἐσωτερικό;

Αὐτὲς οἱ διαπιστώσεις ἐπιβάλλουν νὰ ἀσχολούμαστε ἀδιάκοπα μὲ τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τῆς καρδιᾶς μας, ἂν θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε πραγματικὴ ἀγάπη, ὥστε καὶ νὰ τὴν ἐξασκοῦμε σωστὰ σύμφωνα μὲ τό θέλημα τοῦ Κυρίου μας. Καὶ αὐτὸ σημαίνει νὰ ζητοῦμε τὴν θεία βοήθεια καὶ χάρη, ποὺ μόνον αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποκαθάρη τὸ ἐσωτερικό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ μας πρέπει νὰ εἶναι τὸ θεῖο αἴτημα τοῦ προφήτου: «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦμε ποτέ!

Ὑπάρχουν ἀγάπες ἐγωιστικές, ἀγάπες τυφλές, ἀγάπες ποὺ διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν, γιατί στὸ βάθος τους κρύβουν τὸ στοιχεῖο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀνεπάρκειας, ὅσο κι ἂν προβάλλονται ὡς ἁγνὲς καὶ καθαρὲς κρινόμενες μὲ ἀνθρώπινα μέτρα. Δὲν φτάνει, δυστυχῶς, μόνο ἡ καλὴ διάθεση καὶ ὁ συναισθηματισμός μας νὰ ἀγαποῦμε. Στὴν ἀπόλυτη ἐκτίμηση τῆς ἀνθρώπινης αὐτάρκειας πέφτουν πολλοὶ, στηριζόμενοι στὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεών τους, ὅπως ὑποστηρίζουν. Παίρνουμε τὸ παράδειγμα τοῦ ἰσχυρισμοῦ δύο νέων, ποὺ ἔχουν ἰσχυρότατο τὸ αἴσθημα ἀμοιβαίας ἀγάπης. Ἀφοῦ ἀγαποῦμε, λένε, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, γιατί νὰ ζητήσουμε ἄλλη βοήθεια; Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μας καθαγιάζει τὸν δεσμό μας. Ἡ προαίρεσή μας εἶναι τόσο καθαρὴ καὶ τόσο ἀμοιβαία! Τὸ ἴδιο περίπου λένε καὶ ἄλλοι, ἀναφερόμενοι σὲ ἄλλους δεσμοὺς ἢ σχετικὲς δραστηριότητες. Ὅμως δὲν συμφωνεῖ ἡ πραγματικότητα μὲ αὐτοὺς τοὺς ἰσχυρισμούς, τοὺς ὁποίους σύντομα διαψεύδει. Ὅσο ἁγνὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ προθέσεις μας, ὅσο ἀνιδιοτελὴς καὶ ἂν εἶναι ἡ θέλησή μας γιὰ τὴν ἐπιτυχία κάποιου ὡραίου καὶ εὐγενικοῦ σκοποῦ, καὶ δὲν ἀμφιβάλλουμε γι’ αὐτό, δὲν εἶναι ἀρκετὲς αὐτὲς οἱ διαβεβαιώσεις νὰ προφυλάξουν ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ λανθασμένου δρόμου, ἀπὸ τὴν ὑπερεκτίμηση τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων, ἀπὸ τυχὸν ἐκτροχιασμὸ καὶ κατάληξη ἀπὸ ἀγάπη σὲ μὴ-ἀγάπη ἤ σὲ ἀδιαφορία ἢ ἀκόμα καὶ μίσος! Ποῦ πῆγε ἡ προηγουμένως ὑποστηριζόμενη αὐτάρκειά της; Αὐτὸ δὲν καταβοᾶ ἡ θλιβερὴ πραγματικότητα; Ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ τὸν τρομακτικὸ ἀριθμὸ διαζυγίων καὶ τὸ δράμα τῶν ζευγαριῶν, ποὺ, γιὰ διάφορους λόγους, δὲν πραγματοποιοῦν τὸ διαζύγιο ἀλλὰ ἔχουν μεταβάλει τὴν οἰκογένεια σὲ ξενοδοχεῖο παραμονῆς κάτω ἀπὸ κοινὴ στέγη, ἐνῶ οἱ καρδιὲς ἀπέχουν μίλια μακρυὰ μεταξύ τους. Κάποτε, ὅμως, αὐτὰ τὰ ζεύγη ξεκίνησαν μὲ ὡραῖες προοπτικὲς καὶ ἐλπίδες ἀλλὰ μὲ μόνα τὰ δικά τους ἐφόδια, γιὰ νὰ καταλήξουν πολὺ σύντομα ἢ καὶ μὲ παρέλευση κάποιου χρόνου στὸ δράμα, ποὺ λέγεται καταστροφὴ μίας οἰκογένειας, μὲ ὅλες τὶς τραγικὲς συνέπειες ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται. Σκοντάφτουν ὅλες αὐτὲς οἱ περιπτώσεις στὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια καὶ ἀνεπάρκεια. Ἀγάπη ἀληθινὴ καὶ διαρκῆ καὶ ἀνθεκτικὴ στὰ χτυπήματα τῶν περιστάσεων, μόνον ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης, μπορεῖ καὶ νὰ τὴν ἐμπνέη διαρκῶς, νὰ τὴν τροφοδοτεῖ καὶ νὰ ἀνανεώνη τὴ φρεσκάδα της καὶ νὰ τὴν κάνη ἱκανὴ νὰ νικάη τὸν χρόνο καὶ τὴν γήρανση τοῦ ἐξωτερικοῦ ἄνθρωπου. Καὶ ἕνα πολὺ συνηθισμένο μέσο, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ οὐρανίου Πατρός, εἶναι ὁ πόνος, ὡς τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο ἐξαγνισμοῦ τῆς καρδιᾶς, σὲ ἄλλους μὲν γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀνεπάρκεια καὶ σὲ ἄλλους γιὰ νὰ προαγάγουν τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ ἀγαπᾶ.

Ἀγάπη καὶ λειτουργικότητα τῆς ψυχῆς

Ὁ ἄνθρωπος, ὡς σύνολο ψυχικῶν δυνάμεων, ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς ἀρχικά, εἶχε μία μοναδικὴ λειτουργικότητα. Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὸ σοφὸ σχέδιο τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν δημιούργησε, ἀφοροῦσε στὴν ἐθελούσια ἀγαπητικὴ φορά τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Δημιουργό του, ὥστε νὰ φτάνη ἀνεφίκτως, νὰ βυθίζεται ἀβυθίστως στὴ Θεότητα καὶ νὰ τὴν προσεγγίζη ἀπροσεγγίστως μὲ ὅλο καὶ πιὸ στενή, ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ ἀγαπητικὴ ἕνωση μαζί της. Μέσω δὲ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸ, νὰ πετυχαίνη τὴν ἕνωσή του καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἴτε λογικά, ὅπως εἶναι οἱ ἄνθρωποι, κυρίως πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματα, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος.

Ἡ χρήση, ὅμως, τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὄχι σωστή, ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ γινόταν «κατὰ φύσιν», ἀνέκοψε αὐτὴν τὴ φορά. Ὁ ἄνθρωπος ξέπεσε σὲ μία «παρὰ φύσιν» λειτουργικότητα. Καὶ αὐτὸ σήμαινε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὡς φορεῖς ἀγάπης, δὲν χρησιμοποιοῦν τὶς ἐνέργειες τῶν αἰσθήσεων ὡς ὄργανά τους ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται οἱ ἴδιες ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ὡς ὄργανά τους. Δηλαδὴ ἀνατράπηκαν οἱ ὄροι. Σὰν νὰ ποῦμε, ὅτι δὲν τραβοῦν πιὰ σ’ ἕνα κάρο τὰ ἄλογα τὸν καροτσέρη ἀλλὰ ὁ καροτσέρης τὰ ἄλογα! Ἔτσι, ἀντὶ νὰ συγκεντρώνη ἡ ψυχὴ, διὰ τῶν αἰσθήσεων, μέσα της τὰ διηρημένα ἀπὸ τὴ φύση τους στοιχεῖα σὲ ἕναν καινούργιο κόσμο, κάνοντας ἔτσι μία σύνθεση, ἕνα ἔργο δημιουργικὸ κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀφοῦ τῆς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἱκανότητα, ὑποδουλώνεται ἡ ψυχὴ στὶς αἰσθήσεις της καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὰ πράγματα διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν, δὲν εἶναι ἡ ψυχὴ αὐτή, ποὺ ἐπιβάλλεται στὰ αἰσθητὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα ἐπιβάλλονται κυριαρχικὰ σ’ αὐτὴν, μὲ συνέπεια νὰ ὁδηγεῖται σὲ «παρὰ φύσιν» ὑποταγὴ της σ’ αὐτά. Ὅταν, ὅμως, οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ντυθοῦν τὴ μορφὴ τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων καὶ μορφοποιηθοῦν σύμφωνα μὲ αὐτά, τελικὰ ὑποκύπτουν σ’ αὐτὰ καὶ ἔτσι ἡ ψυχή, ἀντὶ νὰ χρησιμοποιῆ κυριαρχικὰ καὶ λειτουργικὰ ἐλεύθερα τὰ ὑλικὰ πράγματα, κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτά. «Διὰ μέσης σαρκός», παρατηρεῖ ἕνας ἅγιος, «πρὸς τὴν ὕλην ἡ ψυχὴ κινουμένη τὴν χοϊκὴν ὑποδύεται μορφήν», γίνεται δηλαδὴ καὶ ἡ ἴδια χωματένια καὶ συζεύγνυται τὸ ἄλογο σχῆμα, ποὺ ἔχουν τὰ αἰσθητά, χάνοντας ἔτσι τὸν πνευματικό της χαρακτήρα. Καὶ γιὰ νὰ γίνω πιὸ συγκεκριμένος, γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀνθρώπους, ποὺ γίνονται σκλάβοι καὶ ὄχι ἀφεντικὰ π.χ. τοῦ χρήματος, σκλάβοι τοῦ ποτοῦ, σκλάβοι τοῦ τζόγου, κ.λπ. κ.λπ. Καρπὸς αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς, τῆς παράλογης αὐτῆς χρήσεως εἶναι τὰ τέρατα, ποὺ ἀλλιῶς τὰ ὀνομάζουμε πάθη. Καὶ εἶναι ἑπόμενο, στὴν περίπτωση αὐτὴ, νὰ ἐκμηδενίζη ἡ ψυχὴ τὸν ἑαυτὸ της, «θυμοὺς καὶ ἐπιθυμίας καὶ ἡδονάς διὰ τῶν εἰρημένων ἀπρεπεῖς ἐφευρίσκουσα». Μία ματιὰ στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του μᾶς πείθει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀπόψεως αὐτῆς. Ἡ ἡδονή, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο αὐτὴ ἡ πατερικὴ ρήση, εἶναι τρόπος αἰσθησιακῆς ἐνέργειας, ποὺ συνίσταται στὴν ὤθησή της ἀπὸ τὴν ἄλογη ἐπιθυμία, ἀπὸ παρὰ φύσιν ἐπιθυμία καὶ ὄχι κατὰ φύσιν, ποὺ θέλει ὁ Δημιουργός. Οἱ αἰσθήσεις, μὲ ἄλλα λόγια, κινοῦνται ἀπὸ τὴ λειτουργικότητα, ἀπὸ μὴ λογικὴ ἐπιθυμία, καὶ σπρώχνουν τὸν ἄνθρωπο, παίρνοντας στὴν κατοχὴ του τὸ ὑλικὸ ἀγαθὸ νὰ τὸ χρησιμοποιῆ μὲ τὴν σαρκικὴ καὶ καθαρῶς ὑλικὴ εὐχαρίστηση. Π.χ. ἔχοντας τὸ ποτὸ στὴν κατοχή του, δὲν τὸ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ ἱκανοποίηση τὴν ἀνάγκη νὰ πιῆ κάτι ἀλλὰ νὰ πίνη γιὰ νὰ πίνη καὶ νὰ καταντᾶ τελικὰ ἕνας θλιβερὸς καὶ παθολογικὸς πότης, μὲ ἄλλα λόγια ἀλκοολικός. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα πράγματα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ὑλικὴ τροφή, γιὰ τὴν ὁποία τόσος λόγος γίνεται σχετικὰ μὲ τὶς βλαβερὲς συνέπειές της, ὅταν τὸν λόγο ἔχει ὄχι ἡ λογικὴ καὶ ὑγιεινή της χρήση ἀλλὰ ἡ λαιμαργία καὶ ἡ χωρὶς μέτρο καὶ γνώση χρήση της.

Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ καλύτερα, ἂς ἀκούσουμε τί λέει σχετικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: Ἡ ψυχή, λέει, μὲ ὄργανό της κάθε αἴσθηση, π.χ. ὅραση, ἀκοή, γεύση κ.λπ., σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους ποὺ ἔθεσε ὁ σοφὸς Δημιουργὸς τῶν πάντων, ἔρχεται σὲ κατὰ φύση σχέση μὲ διαφόρους τρόπους μὲ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, ὅταν τὰ χρησιμοποιῆ καλὰ καὶ ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ σωστὰ τὶς αἰσθήσεις. Καὶ αὐτό, μὲ τὴ συνείδηση πὼς πίσω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ τὰ δημιούργησε. Ἂν ἐνεργήση ἔτσι, δημιουργεῖ μὲ τὴν προαίρεσή της μέσα στὴ διάνοιά της ἕνα πνευματικὸν κόσμο, μία σύνθεση, καὶ πλάθει μία σωστὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο ποὺ τὴν περιβάλλει, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταλήγη στὴν δημιουργία μέσα της τῆς δυνατότητας τῆς ἀρετῆς. Διὰ μέσου τῆς ἀρετῆς ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, τὸν Δημιουργό της. Καὶ ἔτσι, βρίσκεται ἡ ψυχὴ σὲ θέση νὰ μπορῆ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸν Θεό, ποὺ μὲ κανέναν ἄλλο τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀντιληπτός.

 

Γιατί λέγονται αὐτά, ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι λίγο δύσκολα καὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπει ὁ χρόνος νὰ τὰ ἀναλύσουμε περισσότερο; Λέγονται, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ἐρευνοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ πάθη, ποὺ αὐτὰ μὲ τὴ σειρά τους δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀσκήσουμε καθαρὴ ἀγάπη. Συνειδητοποιώντας ὅμως τὰ πάθη μας, μποροῦμε νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴ μεταμόρφωσή τους ἀπὸ ἀρνητικὲς σὲ θετικὲς καταστάσεις καὶ δυνάμεις, ὥστε ἐλεύθεροι ἀπὸ πάθη νὰ μποροῦμε νὰ ἐνεργοῦμε «κατὰ φύσιν», δηλαδὴ ὅπως θέλει ὁ Θεός, καὶ σὲ κάθε ἐνέργειά μας ἀλλὰ πρὸ πάντων στὴν ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης μὲ τὸν πιὸ σωστὸ καὶ θεάρεστο τρόπο. Μὲ τὴν αὐτοεξέταση καὶ τὴ σωστὴ αὐτογνωσία δὲν ἀποκλείεται νὰ διαπιστώσουμε π.χ. ἐνστικτώδεις ἀντιπάθειες, ἀπέχθειες, ἀποστροφὲς γιὰ κάποια πρόσωπα, ἀρνητικὲς διαθέσεις ἔναντί τους, ζήλειες, μίση, σκληρότητα κ.λπ. κ.λπ. Ὅλα αὐτά μποροῦμε νὰ τὰ ἀνακαλύπτουμε κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.

Πρέπει, ἀνακαλύπτοντας αὐτὲς τὶς ἀρνητικὲς καταστάσεις, νὰ ἀπελπιστοῦμε καὶ νὰ ἀπογοητευθοῦμε; Ὄχι βέβαια. Ἂν δὲν κυριάρχησαν μέσα μας κάποια ἀπὸ αὐτά, ἂν δὲν ἔχουν γίνει πάθη ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς καταστάσεις ἀρνητικές, πρέπει νὰ πολεμηθοῦν μὲ τὰ μέσα ποὺ μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία μας, π.χ. τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν προσευχή. Ἔτσι, καθαρίζοντας τὴν ψυχή μας ἀπὸ αὐτὰ τὰ ζιζάνια, θὰ μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε σωστὰ καὶ τὰ συναισθήματά μας καὶ τὶς ἄλλες ψυχικές μας δυνάμεις, στὴν ὑπηρεσία τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης καὶ εὐεργετικότητος.

Χρειάζεται, λοιπὸν, νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, χωρὶς φόβο καὶ ταραχή, ἀνακαλύπτοντας τὶς ἰδιοτυπίες της λόγω π.χ. κληρονομικότητος, ἐπιδράσεων τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀμέσου ἢ εὐρύτερου, κ.λπ. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι, γιατί εἴμαστε τέτοιοι ποὺ διαπιστώνουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ, πῶς θὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνουμε, σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κρίνη γιατί ὑπήρξαμε τέτοιοι, ποὺ ἤρθαμε στὸν κόσμο, ἀλλὰ γιατί δὲν προσπαθήσαμε νὰ κάνουμε ὅ,τι χρειαζόταν νὰ γίνουμε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μᾶς δόθηκαν οἱ εὐκαιρίες καὶ οἱ δυνατότητες γιὰ κάτι τέτοιο.

Ἂς ἀφήσουμε, λοιπὸν, τὶς τυχὸν ἀπογοητεύσεις μας καὶ τὶς ἀπαισιοδοξίες γιὰ τὶς τυχὸν ἀδυναμίες μας. Ἂς ἀγαπήσουμε περισσότερο καὶ συνεπέστερα τὸν Κύριο Ἰησοῦ μας. Ἂς τὸν ἐπικαλούμαστε συνεχῶς μὲ τὴν καρδιακὴ προσευχὴ καὶ ἂς τρέφουμε ἔτσι τὴν ἱερὴ φλόγα τῆς ἀγάπης στὸν Κύριο. Ἡ ἀκατάπαυστη ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ κόμπο τὸν κόμπο, ἡ χρήση τοῦ κομποσκοινιοῦ μας, μὲ στεναγμὸ στὸν στεναγμὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, μὲ χτύπο στὸν χτύπο τῆς «καιομένης καρδίας» μας, θὰ εἶναι οἱ «σταγόνες, αἱ πέτρας κοιλαίνουσι» πέφτοντας μία μία, ἀθόρυβα, ἀσήμαντα, ἀδύναμα φαινομενικὰ, σπάζοντας οἱ ἴδιες σὲ χίλια σταγονίδια, καθὼς θὰ πέφτουν στὴ σκληρὴ πέτρα. Τελικὰ, ὅμως, θὰ τὴν ὑποτάξουν. Θὰ εἶναι τὰ δόντια τοῦ πριονιοῦ, ποὺ λίγο λίγο τρῶνε τὸν κορμὸ καὶ τοῦ πιὸ ψηλοῦ καὶ δυνατοῦ δέντρου. Καὶ ὅ,τι δὲν πέτυχαν ἀνεμοβρόχια, καταιγίδες καὶ θύελλες, τὸ κατορθώνουν τὰ ἀσήμαντα αὐτὰ δοντάκια, ποὺ σιγὰ σιγά ἀλλὰ συστηματικά, τὸ ρίχνουν τελικὰ κάτω. Θὰ εἶναι ἡ σιγανὴ βροχούλα, ποὺ πέφτοντας ἁπαλὰ ἁπαλὰ στὴν κατάξερη γῆ τὴν κάνει γόνιμη καὶ πολύκαρπη καὶ ἱκανή «τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων»· ἱκανὴ νὰ χορτάσουν «τὰ ξύλα τοῦ πεδίου καὶ αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου» οἱ πελώριες· ἱκανὴ νὰ μεταμορφώση «γῆν ἔρημον καὶ ἄβατον καὶ ἄνυδρον» σὲ πραγματικὸ παράδεισο, δηλαδὴ τὴν καρδιά μας.

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγκατασταθῆ, μέσω τῆς φλογερῆς μας ἀγάπης καὶ τοῦ θείου ἔρωτος γι’ Αὐτὸν, στὴν καρδιά μας, τότε ἀπὸ τὴ φλόγα αὐτὴ θὰ πετιοῦνται ἕνα γύρο καὶ οἱ θεϊκὲς σπίθες ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Καὶ τότε πιὰ δὲν θὰ τίθεται ζήτημα, πῶς νὰ χρησιμοποιοῦμε σωστὰ καὶ τὴ συναισθηματικότητά μας καὶ ὅλες τὶς ψυχικές μας δυνάμεις· γιατί θὰ μποροῦμε νὰ ἀγαποῦμε, τὸ κατὰ τὴ δύναμη βέβαια, μὲ τὴν ἔνταση καὶ τὴν καθαρότητα καὶ τὴ γνησιότητα, ποὺ μὲ αὐτὴν ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς. Ἤ, πιὸ σωστά, θὰ ἀγαποῦμε μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ αὐτό, γιατί, ὅταν ἔτσι ἀγαποῦμε, ὅταν «ζῶντες οὐκέτι ἑαυτοῖς» ἀλλὰ «τῷ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β’ Κορ. ε’ 15)· ὅταν «ὁ νῦν ζῶμεν ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶμεν τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν» (Γαλ. β’ 20) καὶ ἀναστάντος ἐνδόξως, τότε «οὐκέτι ἑαυτοῖς» (θὰ) ζῶμεν ἀλλὰ (θὰ) ζῆ ἐν ἡμῖν ὁ Κύριος Ἰησοῦς (Γαλ. β’ 20). Καὶ αὐτὸ θὰ ἀποτελῆ θρίαμβο τῆς ἀγάπης καὶ ἀγλαὸ καρπὸ τῆς παρουσίας Του μέσα μας.

Ἀγάπη καὶ συναίσθημα

Ἡ ἀγάπη, εἴπαμε, πρέπει νὰ εἶναι ἀγάπη πρώτιστα στὸν Ἰησοῦν καὶ διὰ Ἰησοῦ ἡ ἔκφρασή της στοὺς ἀδελφούς μας. Θὰ πρέπει νὰ ἀγνοηθῆ ὁ ρόλος τοῦ συναισθήματος; Θὰ ἦταν λάθος ἡ παραγνώρισή του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἄγγελος, γιὰ νὰ ἀγαπάη σὰν ἄγγελος. Καὶ ὡς ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἰδιοτυπία του στὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του. Μιλώντας γιὰ ἀγάπη δὲν μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τρυφερότητα καρδιᾶς, γιὰ εὐαισθησία κ.λπ. Ἡ ἀγάπη λειτουργεῖ μέσα μας, ὄχι ὡς κάτι ξένο πρὸς τὸν μηχανισμὸ τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Ὅμως ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη δὲν εἶναι μόνο συναισθηματισμός. Εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο καλεῖται νὰ συμμετάσχη καὶ ὁ συναισθηματισμὸς μας ἐξαγιαζόμενος.Ὁ Κύριός μας δὲν καταργεῖ τὸ συναίσθημα ἀλλὰ τὸ ἐξαγιάζει. Προσέχοντας στὸ παράδειγμά Του βλέπουμε πόση ἀνθρωπιὰ δείχνει, πόσο γλυκὸς εἶναι. Τὸν συγκινοῦν τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα παίρνει στὴν ἀγκαλιά Του καὶ τὰ παρουσιάζει ὡς εἰκόνες γιὰ μία ὥριμη καὶ συνετὴ ἀθωότητα καὶ παιδικότητα. Στενάζει μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο, τὸν ὁποῖο ἀπαλείφει ἀπὸ πολλὲς καρδιές. Κλαίει μπροστὰ στὸ θέαμα τοῦ θανάτου, ποὺ θέτει τέρμα στὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς. Καὶ μιλάει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θεῖο πάθος Του, μὲ μία ἀπέραντη τρυφερότητα στοὺς μαθητάς Του, ποὺ δὲν διστάζει νὰ τοὺς ὀνομάση «τεκνία» Του. Θυμηθῆτε τὴν ὡραία καὶ τόσο παραστατικὴ εἰκόνα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἀπευθυνόμενος μὲ θλίψη στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴν ἄρνησή της νὰ δεχθῆ τὴν ἀγάπη Του: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ!… ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὅν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσιᾶν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε!». Πόση θλιμμένη τρυφερότητα δὲν κρύβει αὐτὸ τὸ παράπονο!

Καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀκολούθησαν τὰ ἴχνη τοῦ Κυρίου, δὲν παραγνώρισαν τὸν μεγάλο θησαυρὸ τῆς εὐαισθησίας καὶ τῆς συναισθηματικότητος, προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν πεντακάθαρη ἀγάπη τους στὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, τὰ πνευματικά τους ἀδέρφια. Πρῶτος καὶ καλύτερος ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος. Πόση ἦταν ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Κύριο, τὸ γνωρίζουμε καλά. Καὶ δὲν μᾶς εἶναι ἄγνωστη ἡ ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης του γιὰ τοὺς πιστούς, τοὺς ὁποίους «ἐγέννησεν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ». Ἔτσι, σὲ μία στιγμὴ ξεσπάσματος τῆς καρδιᾶς του, ἀφήνει νὰ ἀκουστεῖ ἐτούτη ἡ κραυγή: «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὐ μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! Ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου!» (Γαλ. δ’ 19-20). Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση: «Τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β’ Κορ. ια’ 29), ἔκραζε μὲ πόνο πολύ. Πῶς νὰ μὴ συγκινήσουν τὶς καρδιὲς τέτοιες ἐκδηλώσεις ἀγάπης θεϊκῆς σὲ μεγαλεῖο καὶ ντυμένης τόση ἀνθρωπιὰ καὶ κατανόηση;

Ἂς ἀκούσουμε καὶ δύο ἄλλες φωνές ἀπὸ τὶς πάμπολλες, μέσα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Εἶναι κλασσικὸ καὶ ἀνυπέρβλητο τὸ χωρίο τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ὅπου μιλάει γιὰ «καῦσιν καρδίας». Νά, τί λέει, γιὰ νὰ τὸ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας:

«Καρδία ἐλεήμων ἐστι καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. Καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης καὶ συνεχούσης τὴν καρδίαν καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ (=τοῦ θεωροῦντος καὶ δακρύοντος) καὶ οὐ δύναται βαστᾶσαι ἢ ἀκοῦσαι ἢ ἰδεῖν βλάβην τινά ἢ λύπην μικράν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Διὰ τοῦτο ὑπὲρ τῶν ἀλόγων καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτῶν ἐν πάσῃ ὥρα εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει τοῦ φυλαχθῆναι αὐτοὺς καὶ ἱλασθῆναι αὐτούς. Ὁμοίως καὶ ὑπὲρ φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως κατὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ»1

Καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια: Καρδιὰ ἐλεήμων, δηλαδὴ καρδιὰ γεμάτη τρυφερὴ ἀγάπη εἶναι τελικὰ θέρμη καρδιᾶς, ποὺ καίγεται κυριολεκτικὰ γιὰ ὅλα τὰ δημιουργήματα, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὰ πουλιά, γιὰ τὰ ζῶα καὶ γιὰ τοὺς δαίμονες καὶ γενικὰ γιὰ κάθε κτίσμα. Καὶ στὴν ἀνάμνησή τους καὶ στὴ θέα τους τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει ἐλεήμονα καρδιά, πλημμυρίζουν ἀπὸ δάκρυα. Ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ ἔντονη ἀγαπητικὴ διάθεση, ποὺ συνέχει τὴν καρδιά του, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ καρτερικότητά της γίνεται πολὺ εὐαίσθητη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθῆ ἢ νὰ ἀκούση ἢ νὰ ἰδῆ νὰ συμβαίνη κάποια βλάβη ἢ κάποια μικρὴ λύπη στὴ Δημιουργία. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ προσεύχεται μὲ δάκρυα καὶ γιὰ τὰ χωρὶς λογικὸ δημιουργήματα καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας καὶ γι’ αὐτούς, ποὺ τοῦ προξενοῦν ζημιὲς καὶ βλάβες, παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ φυλαχτοῦν καὶ νὰ συγχωρεθοῦν. Τὸ ἴδιο προσεύχεται ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἑρπετὰ (ποὺ γι’ αὐτὰ νιώθει κανένας ἐνστικτώδη ἀποστροφή). Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ, ἐξαιτίας τῆς ἄμετρης εὐαισθησίας ποὺ ἔχει στὴν καρδιά του, ὅπως ὁ Θεός.

Ἕνα ἄλλο δεῖγμα ἱερῆς τρυφερότητος ἀναφέρεται στὸν διακριτικώτατο καὶ σοφώτατο Ἀββᾶ Ποιμένα, ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους Ἀββάδες.

«Παρέβαλον τινὲς τῶν γερόντων πρὸς τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα καὶ εἶπον αὐτῷ: Θέλεις, ἂν ἴδωμεν τοὺς ἀδελφοὺς νυστάζοντας εἰς τὴν σύναξιν, ἵνα νύξωμεν αὐτοὺς ἵνα γρηγορῶσιν εἰς τὴν ἀγρυπνίαν; Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ τέως ἂν ἴδω τὸν ἀδελφὸν νυστάζοντα, τιθῶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ τὰ γόνατά μου καὶ ἀναπαύω αὐτὸν»2

Πῆγαν, λέει ἡ διήγηση, κάποιοι γέροντες στὸν Ἀββᾶ Ποιμένα καὶ τοῦ εἶπαν: Ἐπιτρέπεις, ἂν ἰδοῦμε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ νυστάζουν τὴν ὧρα τῆς ἱερῆς συνάξεως, νὰ τοὺς σκουντήσουμε λιγάκι γιὰ νὰ μὴν κοιμοῦνται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας; Ὁ Ἀββὰς τοὺς ἀποκρίθηκε· ἐγώ, ἂν ἰδῶ τὸν ἀδελφό μου νὰ νυστάζη, τοῦ βάζω τὸ κεφάλι στὰ γόνατά μου καὶ τὸν ξεκουράζω.

Ἀλήθεια, τί ὑπερβολὴ τρυφερότητος καὶ κατανοήσεως τοῦ κόπου ἢ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἄλλου!

Ἡ ὑπερφυσικὴ καὶ οὐράνια ἀγάπη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφρασθῆ καλύτερα, ἐξαγνισμένη καὶ ἁγιασμένη ἐν Χριστῷ, ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζονται καὶ οἱ ἀνωτέρω Πατέρες ἀλλὰ καὶ πάρα πολλοὶ ἄλλοι. Γι’ αὐτὸ δὲν σταυρώθηκε ὁ Κύριος καὶ δὲν ἀνέστη, γιὰ νὰ μεταμορφώση τὴ φύση μας καὶ νὰ τὴν κάνη ἀπὸ θηριώδη καὶ ἀγριωπή, λεπτή, τρυφερή, πονετική, γεμάτη κατανοοῦσα ἀγάπη; Ἡ μεταμορφώνουσα τὴν «πεπτωκυῖαν» φύση μας χάρις χύνεται πλούσια στὴν ἀνθρώπινη καρδιά, τὴν ἀνασταίνει ἀπὸ τὴν σκληρότητα καὶ διαφθορά της, ὥστε νὰ μπορῆ ἄνετα διὰ μέσου της νὰ ἐκφράζωνται τὰ πλούσια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα, τὸ κυριώτερο δέ, εἶναι ἡ ἀγάπη (Γαλ. ε΄ 22).

Ἑπομένως, προκειμένου νὰ ἐκφράσουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὰ ἔξω, δὲν πρέπει νὰ ἀλλοιώσουμε ἀφύσικα τὴν καρδιά μας καὶ νὰ στραγγαλίσουμε τὴν εὐαισθησία της ἀλλὰ κυρίως νὰ ἀφήσουμε τὴ χάρη τοῦ Κυρίου νὰ κατευθύνεται σωστὰ καὶ νὰ κυριαρχῆ μεταμορφωμένη στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, μὲ πλήρη αὐτολησμοσύνη της, χάριν τοῦ ἀγαπωμένου, «μὴ ζητοῦσα τὰ ἑαυτῆς». Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ καταπνίγουμε τὴν καρδιά μας καὶ νὰ τὴ διαστρέφουμε καὶ νὰ τὴν μικραίνουμε, καὶ τὸ ἴδιο νὰ τὴ θέτουμε στὴν ὑπηρεσία τῆς πνευματικῆς ἀγάπης, νὰ τὴν εὐαισθητοποιοῦμε πιὸ πολύ, νὰ τὴν κάνουμε πλατειὰ καὶ εὐρύχωρη, ξένη πρὸς κάθε μικρότητα καὶ κάθε φίλαυτη καὶ ἐγωιστικὴ ἐπιδίωξη, ποὺ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς ὠθοῦσε εὐχαρίστως «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος» (Ρωμ. ς΄ 6).

Δὲν ἀγνοοῦμε τοὺς κινδύνους, ποὺ ἐλλοχεύουν στὸ σημεῖο αὐτό. Ὑπάρχει πάντοτε ὁ φόβος νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση καὶ νὰ ὑποχωρήσουμε στὶς κατώτερες κλίσεις μας, ἂν δὲν προσέξουμε. Συνεπῶς, δὲν εἶναι εὔκολος ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης, ὑποδεικνύοντας νὰ θέτουμε ὅλον τὸν συναισθηματικό μας πλοῦτο, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, καὶ θέτοντάς τον στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Χρειάζεται γι’ αὐτὸ ὁλοκληρωτικὴ αὐταπάρνηση. Μὴ λησμονοῦμε, πὼς ἡ αὐταπάρνηση ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος ζωντανοῦ θανάτου, μία ἑκούσια χάριν τοῦ Ἰησοῦ σταύρωση, δὲν ἀποβλέπει παρὰ στὴν ἀνάσταση, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τώρα καὶ θὰ τελειωθῆ κατὰ τὴν τελικὴ καὶ ὁριστικὴ ἀνάστασή μας. Δύσκολη καὶ ἴσως κουραστικὴ ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης ἀλλὰ πλούσιοι οἱ καρποί της καὶ ἐν τῷ νῦν καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰώνι, ὅπου θὰ τελειώσουν οἱ ἀγῶνες καὶ θὰ μᾶς χαρισθῆ μία ὑπὲρ ἔννοιαν καὶ ὑπὲρ κατανόηση ἄλλη βιοτή, μὲ ἄλλο, πνευματικώτατο καὶ μακάριο περιεχόμενο.

Σημειώσεις

1.Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, Λόγος πα΄. Ἔκδ. Σπανοῦ, Ἀθῆναι, σελ. 306.

2.(Γεροντικόν, ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 1970, σελ. 99, Ἀββᾶς Ποιμήν).https://www.imaik.gr/?p=8001#more-8001