Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου, χαρίσματα θεϊκά,
    ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

    Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος πού λάμπεὶ γιὰ τὴ γῆ
    Καὶ πέρνοὺν φῶς ἀπ’ ἄλλη πιὸ καθαρὴ πήγή.

  • !

    ωΜιὰ μέρὰ τ’ ἄλλα μάτια, πού εἶνε ἀπὸ γῆ πλάστά,
    Θὰ λυώσουν μέσ’ ‘ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.

    Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου πού πάθη κοσμικὰ
    Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

    Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε πότέ, δὲ θὰ χαθοῦν,
    Ἐλεύθερα μιὰ μέρὰ γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.

  • !

    Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,
    Πού μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,

    Ψηλότερ’ ἀπ’ τ’ ἀστέρια, ‘ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
    Θὲ ν’ ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου, χαρίσματα θεϊκά,

ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

 

Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος πού λάμπεὶ γιὰ τὴ γῆ

Καὶ πέρνοὺν φῶς ἀπ’ ἄλλη πιὸ καθαρὴ πήγή.

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου, πού πάθὴ ταπεινὰ

Δὲν ἔχουν τόπό, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.

 

Καὶ βλέπὼ τὰ κρυμμένα, τ’ ἀθώρητα θωρῶ,

Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσί, τ’ ἀστέρια, τὸν καιρό.

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου κ’ ἐκεῖ πού δὲ μπορεῖς

Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.

 

Χεροπιαστὰ ξανοίγω τὰ πλάσματα τοῦ νοῦ

Κ’ ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ’ οὐρανοῦ.

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου τὰ μαῦρα − μὴ σκιαχτῇς!

ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.

 

Καὶ χώρὰ ξαντικρύζω μ’ ἀσύγκριτη ὠμορφιά,

Μακρυὰ ἀπ’ τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου τὰ πλέὸν μυστικὰ

ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.

 

Κι ὅλο μ’ ἐκεῖνα βλέπὼ μιὰ λύρὰ μαγική…

Ὠϊμέ! τὰ δάχτύλά μου δὲ φτάνοὺν ὡς ἐκεῖ.

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου, πού πάθη ταπεινὰ

Δὲν ἔχουν τόπό, βρίσκὼ δυὸ μάτια φωτεινά.

 

Καὶ βλέπὼ ἀγάλια ἀγάλια μπρόστά μου νὰ περᾷ

ὁ κόσμὸς τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτέρά.

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου δυὸ μάτια μυστικὰ

Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.

 

Διαβάζω ‘ς τὸ βιβλίο τῆς φύσεως τὸ τρανὸ

Κάθὲ σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου, ‘ς τὰ βάθὴ τὰ ἱέρά,

ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.

 

Τὰ περασμένα ἐμπρός μου διαβαίνουνε ξάνά,

Καὶ δέχόντ’ ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου τ’ ἀμόλυντα γλυκὰ

Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

 

Καὶ δείχνεται τὸ μέλλὸν ἀκόμα τὸ κρυφτὸ

Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου ‘σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.

 

Ἐκεῖ πού ἡ σκύλὰ ἡ Ἔγνοια δὲν πάει, δὲν ἀλυχτᾷ,

Μέσ’ ‘ςτὴν ψυχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.

 

Μιὰ μέρὰ τ’ ἄλλα μάτια, πού εἶνε ἀπὸ γῆ πλάστά,

Θὰ λυώσουν μέσ’ ‘ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.

 

Στὰ βάθὴ τῆς ψυχῆς μου πού πάθη κοσμικὰ

Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

 

Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε πότέ, δὲ θὰ χαθοῦν,

Ἐλεύθερα μιὰ μέρὰ γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.

 

Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,

Πού μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,

 

Ψηλότερ’ ἀπ’ τ’ ἀστέρια, ‘ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,

Θὲ ν’ ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!

 

Κ. Παλαμᾶς, Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, Ἀθήνα, Ἑστία , 1892, σ.σ. 17−19