Ὅταν ἤμουν παιδί, δὲ μοῦ μιλοῦσαν ποτὲ γιὰ τὸν Θεό. Δὲ μοῦ ἀπαντοῦσαν, ὅταν ρωτοῦσα, ὅπως ρωτοῦν ὅλα τὰ παιδιά, γιατί ζοῦμε καὶ γιατί πεθαίνουμε. Μοῦ ἔκοβαν τὴν ἐρώτηση, ἔτσι, ὅπως κάνουν καὶ σήμερα, προσπαθῶντας νὰ σταματήσουν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὴ διατύπωσή της. Ποτὲ δὲ μιλοῦσαν γι’ Αὐτόν. Καὶ ποτὲ δὲν τοῦ μιλοῦσαν. Ἐξὸν ἀπὸ μερικὲς γυναῖκες -κι αὐτὸ ἴσως γιὰ μιὰ μονάχα φορά- ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπ’ τὴν τραγικὴ περιοχή των Σεβαίν, κουβαλῶντας πάνω τους τὴν ἐπανάσταση, σὰ μιὰ λάβα κρυωμένη ἀφύσικα καί, πού, μπροστὰ στὸν πρόωρο θάνατο κάποιου δικοῦ τους, ξεσποῦσαν σ’ ἀσταμάτητη βλαστήμια, μὲ τρόπο, ποὺ νὰ ἐξαρθρώνεται ἡ ὕπαρξη.
Δὲ μιλοῦσαν γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ζωντανὸ Θεό. Ὅμως, o Θεός, ἡ λέξη «Θεὸς» ἦταν συχνὰ αὐτό, ποὺ ἔχει πάψει να’ ναι σήμερα: ἕνα θέμα συνομιλίας. Γιατί σήμερα δὲν ἔχουν πιὰ ντροπή, ὅταν μιλοῦν γιὰ τὸ σέξ, ὡστόσο ἔχουν ντροπή, ὅταν μιλοῦν γιὰ τὸν Θεό. Τὴν Κυριακὴ μαζευόταν ἡ πατριά. Τουλάχιστο αὐτὰ τὰ μέλη της, ποὺ ἦταν καθηλωμένα στὴν πόλη. Κι ἂν δὲ γινόταν αὐτὸ κάθε Κυριακή, πραγματοποιόταν ὁπωσδήποτε κάθε δεύτερη. Τὴν ἑπόμενη, ἡ οἰκογένειά μου, μὲ τὴ στενὴ ἔννοια, πήγαινε στὸ χωριό. Λοιπόν, κάθε δεκαπέντε, οἱ ἀδελφὲς τῆς μάνας μου, ποὺ ἦταν δασκάλες, ἔρχονταν νὰ δειπνήσουν στὸ σπίτι (δεῖπνο ἐκεῖ κάτω εἶναι αὐτό, ποὺ στὸ Παρίσι τὸ λένε γεῦμα). Ἐρχόταν κι o θεῖος μου o καμιονέρης, ποὺ εἶχε περάσει τὴ ζωή του περπατῶντας μὲ τὸ ξύλινο πόδι του στοὺς δρόμους τοῦ Λάνγκετοκ, γιατί τὰ καμιόνια του τὰ ἔσερναν ἄλογα κι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τραβάει ἀπ’ τὸ χαλινάρι τὸ ζῶο, ποὺ πήγαινε μπροστά. Αὐτὸς ἤξερε ἀπὸ κουζίνα. Εἶχε μάθει στὰ πανδοχεῖα των καμιονέρηδων. Καὶ συχνά, γιὰ νὰ γίνει δεκτός, ἔφερνε ἕνα βουβὸ καναρίνι. Κεῖνα, ποὺ δὲ μιλοῦν, ἔλεγε, εἶναι καλύτερα. Ἐρχόταν, ἀκόμα κι o θεῖος μου, o ὑπάλληλος τοῦ σταθμοῦ. Πολλοὶ χώνονταν στὴν «παρέα» ἐκείνων, ποὺ κατέβαιναν ἀπ’ τις Σεβαίν. Ἡ συζήτηση ἦταν ζωντανή, εἰλικρινής.
Οἱ γυναῖκες, διανοούμενες καὶ χειραφετημένες, κυριαρχοῦσαν. Περίμενα μὲ εὐχαρίστηση τὸ ἐπιδόρπιο καὶ τὴ συζήτηση πάνω στὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεῖες μου ἦταν ὑπέρμαχες τοῦ θεϊσμοῦ, στὴ γραμμὴ τῆς παράδοσης τοῦ Ἰουλίου Φερρύ. Ἐνῷ οἱ γονεῖς μου, διευθυντὲς σχολείου κι αὐτοί, εἶχαν γίνει ἄθεοι μὲ τὴ μορφὴ τῆς στράτευσης. Κανένας δὲ θύμωνε. Κανένας δὲν προσπαθοῦσε νὰ πείσει. Ἡ συζήτηση ἔμοιαζε περισσότερο μὲ φιλικὴ μουσική. Κι o Θεὸς παράμενε o πιὸ ξένος στὸ βάθος τοῦ διαλόγου. Ἡ φωνὴ δὲ χαμήλωνε, δὲν κυμάτιζε, παρὰ μονάχα γιὰ τὰ μυστήρια τῆς ἀγάπης, τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ἀρρώστιας. Πρὸ πάντων ὅταν γινόταν λόγος γιὰ τὴ φυματίωση (δὲ θα’ πρεπε ἡ «μικρὴ» νὰ παντρευτεῖ ἕναν φυματικὸ) καὶ γιὰ τὴ διανοητικὴ καθυστέρηση… Τὸ ὑπέρτατο «Ὄν», ἀρκετὰ ἄρρωστο, μιὰ καὶ φαινόταν ἀνίκανο νὰ τὰ τακτοποιήσει ὅλα κι ἀρνιόταν νὰ κάνει παντοῦ θαύματα, ὅπως λένε πὼς ἔκανε καὶ κάνει στὴ Λούρδη, τὸ «Ὄν» φάντασμα, χάνεται ἀνάμεσα στὸ ἄρωμα τοῦ καφὲ καὶ στὸ κουδούνισμα τῶν πιατικῶν. Αὐτὲς οἱ συζητήσεις δὲ μοῦ ἄφησαν τίποτα. Ἦταν o θόρυβος μιᾶς ἀπουσίας. Πιὸ σημαντικὲς ἀποδεικνύονταν οἱ σιωπές. Τὸ μητρικὸ σχολεῖο -ποὺ ἐκεῖ ἔμενε μιὰ ἀπ’ τὶς θειές μου- τὴν Κυριακὴ τὸ ἀπόγευμα ἢ τὴν Πέμπτη δὲν ἦταν παρὰ μιὰ πελώρια σιωπή. Τὰ παιδιά, ποὺ φώναζαν καὶ χειρονομοῦσαν, εἶχαν κατὰ κάποιο τρόπο λαξέψει τὴ σιωπή. Στὸ τέλος τῆς ἄνοιξης, περίμενα τὴν κραυγή τοῦ βραδινοῦ. Χιλιάδες σπουργίτια χτυπιόνταν πάνω στὰ πλατάνια καὶ στὶς ἀκακίες τῆς αὐλῆς. Ὅταν ἡ νύχτα σταματοῦσε νὰ σταλάζει μέσα στὸ χαλαρὸ σπερνὸ κι ἄναβε τὸ πρῶτο ἀστέρι, ὅλοι οἱ σπουργίτες ἄρχιζαν νὰ τιτιβίζουν. Τὰ δέντρα πετοῦσαν σκιερὲς σπίθες καὶ κραυγές. Στὸν πρῶτο καιρὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ -το’ μαθα ἀργότερα- σκέφτονταν, πὼς σ’ ὁρισμένες ὧρες τὰ ζῶα δίνονταν στὴν προσευχή.
Τότε ἔπαιρνα τὴ μοτοσυκλέττα μου καὶ πήγαινα πρὸς τὴ θάλασσα.