Ὁ Μάιος εἶναι πράγματι «μῆνας χαρᾶς καὶ λατρείας τῆς βλάστησης, μὲ δοξασίες καὶ ἔθιμα διαχρονικοῦ χαρακτήρα», ὅπως τὸ παραδοσιακὸ πρωτομαγιάτικο στεφάνι, τὸ ὁποῖο στολίζει τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μέχρι τὶς 24 Ἰουνίου, ὅποτε καίγεται στὶς φωτιὲς τοῦ Ἀϊ-Γιάννη.
Ἡ ὀνομασία τοῦ Μαΐου ταυτίζεται μὲ τὴ νύμφη Μαῖα, τὴν ὀμορφότερη ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ Ἄτλαντα (τὶς Ἀτλαντίδες) καὶ μητέρα τοῦ θεοῦ Ἑρμῆ. Οἱ λαϊκὲς προλήψεις θεωροῦν τὸν Μάιο «μαγεμένο», γι’ αὐτὸ ἀποφεύγονται οἱ γάμοι καὶ οἱ σοβαρὲς ἐργασίες στὴ διάρκειά του, ἐξοῦ καὶ ἡ παροιμία «Στὸν καταραμένο τόπο, τὸν Μάη μῆνα βρέχει». Ὅλοι οἱ λαοί, πάντως, τὴν Πρωτομαγιὰ γιόρταζαν τὴν ἀνθοφορία τῆς Φύσης καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῶν «καλῶν καιρῶν». Κι ἐνῶ οἱ λαϊκὲς παροιμίες, ὅπως «Μάη μου, Μάη δροσερὲ κι Ἀπρίλη λουλουδάτε» καὶ «ὁ Μάης ἔχει τ’ ὄνομα κι ὁ Ἀπρίλης τὰ λουλούδια», προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐπαναφέρουν στὴν τάξη, οἱ παιδικὲς ἀναμνήσεις δὲν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν. Κι ἔτσι συνεχίζουμε νὰ τραγουδᾶμε: «Ὁ Μάιός μας ἔφτασε/ ἐμπρὸς βῆμα ταχύ/ νὰ τὸν προϋπαντήσουμε/ παιδιὰ στὴν ἐξοχή».
Ἡ Πρωτομαγιά, ὅμως, εἶναι ἐπίσης συνδεδεμένη καὶ μὲ τὸ ἐργατικὸ κίνημα: τὴν Πρωτομαγιὰ τοῦ 1886 ἔγιναν οἱ μεγάλες διαδηλώσεις στὸ Σικάγο, μὲ αἴτημα τὰ τρία ὀχτάρια: ὀχτὼ ὧρες ἐργασία, ὀχτὼ ψυχαγωγία καὶ ὀχτὼ ὕπνος. Στὴ χώρα μας, ἡ ἀπεργία τῶν καπνεργατῶν τοῦ 1936 στὴ Θεσσαλονίκη βάφτηκε μὲ αἷμα, ποὺ καταγράφηκε στὶς ἐφημερίδες τῆς ἑπομένης μὲ μία χαρακτηριστικὴ φωτογραφία, ἡ ὁποία ἔδειχνε μία μάνα νὰ ὀδύρεται πάνω ἀπὸ τὸ σκοτωμένο παιδί της. Ἡ φωτογραφία ἐκείνη ἐνέπνευσε τὸν Γιάννη Ρίτσο νὰ γράψει τὸν «Ἐπιτάφιο»: «Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες/ μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω…».
Ὁ Μάιος συνδέεται, ἐπίσης, καὶ μὲ τὴν ὅλη πορεία τῆς Βασιλεύουσας πόλης τοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη γιορτάζουμε στὶς 21 τοῦ μήνα. Δέκα μέρες νωρίτερα, γιορτάζονται τὰ γενέθλια ἢ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινούπολης κατὰ τὸ ἔτος 330 μ.Χ., ἐνῶ στὶς 29 ἡ μνήμη μᾶς γυρνάει πίσω στὴν Ἅλωσή της (1453). Ἡ ἀπόφαση τοῦ Κωνσταντίνου νὰ μεταφέρει τὴν πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου Βυζαντίου πάρθηκε τὸ ἔτος 324. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ ἴδιος ὁ Κωνσταντῖνος, κρατώντας ἕνα ἀκόντιο, χάραξε τὰ σύνορα τῆς πόλης ποὺ φάνηκαν πολὺ μεγάλα στοὺς συμβούλους του. Ἔτσι, τὸν ρώτησαν πόσο θὰ προχωρήσει ἀκόμη, κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: «Θὰ προχωρήσω, μέχρις ὅτου σταματήσει αὐτὸς ποὺ προχωρεῖ ἐμπρός μου».
Οἱ ξάστερες, πάντως, νύχτες τοῦ Μαΐου μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ παρατηρήσουμε εὔκολα τοὺς νυχτερινοὺς ἀστερισμοὺς σὲ ὅλο τους τὸ μεγαλεῖο. Μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Λέοντα καὶ τὸ λαμπρότερο ἄστρο του, τὸν Βασιλίσκο, ὁ οὐρανὸς λαμπαδιάζει μὲ τοὺς ἀστερισμοὺς τῆς Παρθένου καὶ τοῦ Περσέα. Στὸν Ἀστερισμὸ τοῦ Περσέα βρίσκεται τὸ «δαιμονικό» ἄστρο ποὺ ὀνομάζεται Ἀλγὸλ καὶ φαίνεται νὰ ἀναβοσβήνει μὲ μία περίοδο περίπου 2 ἡμερῶν, γιατί εἶναι ἕνα διπλὸ σύστημα ἄστρων, μὲ χαμηλὴ φωτεινότητα, ὅταν τὸ ἕνα βρίσκεται μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ λαμπρότερη, ὅταν βρίσκονται τὸ ἕνα πλάι στὸ ἄλλο. Στὸ Νότο βρίσκουμε, ἐπίσης, τοὺς ἀστερισμοὺς τοῦ Βορείου Στεφάνου, τοῦ Ζυγοῦ καὶ τοῦ Βοώτη. Στὸν Βοώτη, τὸ λαμπρὸ ἄστρο Ἀρκτοῦρος εἶναι ἕνας γίγαντας 25 φορὲς μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἥλιο. Εἶναι τὸ τέταρτο λαμπρότερο ἄστρο στὸν οὐρανὸ καὶ βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 37 ἐτῶν φωτός. Σὲ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Μαΐου, οἱ ἀστερισμοὶ αὐτοὶ θὰ μᾶς συντροφεύουν τὰ μυρωδάτα ἀπὸ τὴν ἀνθοφορία βράδια. Γιατί, παρ’ ὅλο ποὺ γενικὰ ὁ Μάιος θεωρεῖται ὁ τελευταῖος μῆνας τῆς ἄνοιξης, εἶναι στὴν οὐσία τὸ μέσο τῆς ἀνθοφόρας αὐτῆς ἐποχῆς, ἀφοῦ τὸ καλοκαίρι δὲν ἀρχίζει παρὰ δυὸ δεκαήμερα μετὰ τὸ τέλος του, στὶς 21 Ἰουνίου.