Τὸν Καπιτάνιο μας τόνε φέρανε σπίτι σὰ μπατάρησε μεσοπέλαγα ἡ τρεχαντήρα μας ἡ Βαγγελίστρα. Χριστούγεννα παραμονὴ ἔγινε τὸ κακό, μία μαύρη νύχτα, ποὺ ξοριάστηκε καὶ βούλιαξε τὸ καράβι ἀνάμεσα Μόλυβο καὶ Κάβο-Μπαμπά. Χαθήκανε κι οἱ δύο ναῦτες τοῦ πατέρα, κι οὔτε βρέθηκαν ποτὲς τὰ λείψανά τους. Κί ἄν γλίτωσε ἀτός του, τὸ χρωστοῦσε στὸ καραβόσκυλο, τὸν Καπιτάνιό μας. Σὰν μουδίασε πιὰ ὁ πατέρας χεροπόδαρα, καὶ δὲν εἶχε ἀνάκαρα νὰ κολυμπήσει, τὸν ἅρπαξε ὁ Καπιτάνιος ἀπὸ τὸ γιακὰ καὶ κολυμποῦσε ἀποκοντά. Κρατοῦσε τὸ κεφάλι τοῦ ἔξω ἀπὸ τὸ κύμα, ὥσπου ξενερίσανε στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Ἀνατολῆς. Ἀπὸ κείνη τὴ μέρα, ποὺ μᾶς γύρισαν μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια, ποὺ μᾶς γύρισαν μὲ ξένο καράβι, ὁ πατέρας δὲ μεταπάτησε πιὰ σὲ πλεούμενο, κι ὁ Καπιτάνιος ἀπόμεινε καὶ κεῖνος στεριανὸς στὸ σπίτι μας.
Ἦταν ἕνας σκύλαρος ὡς ἐκεῖ πάνω, κανελής, γεροδεμένος, μὲ μίαν ἄσπρη βούλα στὴν πλάτη, σὰν πλατανόφυλλο. Ὅλοι τὸν ἀγαπούσανε γιατ’ ἤτανε καλός, κι ἐμεῖς, τὰ παιδιά, τοῦ βγάζαμε τὴν πίστη μὲ τὰ τυραγνιστικὰ παιχνίδια. Ἤμασταν τέσσερα, ὅλα ἀγόρια, καὶ μόνο ἐγώ, ὁ μεγάλος, ἤμουνα σὲ θέση νὰ καταλαβαίνω τὸ πιλάτεμα ποὺ τοῦ γινότανε. Ὁ Καπιτάνιος τὰ δεχόταν ὅλα μὲ ἄσωστη καλοσύνη.
Τ’ ἀγαποῦσε τὰ παιδιά, ἔπαιζε μαζί τους ὑπομονετικὰ καὶ τοὺς φερνότανε μὲ προστατευτικὴ ἀψηφισιά, χωρὶς ποτὲς νὰ θυμώνει καὶ νὰ τὰ ξεσυνερίζεται. Τόνε καβαλίκευαν τὸ λοιπὸν καὶ κεῖνοι ἢ τόνε ζεύανε στὸ ποδηλατάκι τοῦ Πετρῆ καὶ κάναν ἁρματοδρομίες στὶς πλάκες τῆς αὐλῆς. Ὁ Καπιτάνιος, σὰν πονοῦσε πολύ, μισόκλεινε τὰ μάτια καὶ ψευτοκλαιγε, ἢ ἔγλειφε τὸ χεράκι ποὺ τόνε παρασφίγγε. Ἐγώ, ποὺ καταλάβαινα ὅσο κι ἡ μητέρα τὸ καλὸ ποὺ μᾶς ἔκανε τὴ νύχτα τῆς καταστροφῆς ἐτοῦτο τὸ σκυλί, πολεμοῦσα νὰ τὸ προστατεύω ὅσο μποροῦσα ἀπὸ τοὺς μικροὺς σταυρωτῆδες του.
Ἀκόμα ἀποροῦσα πῶς ὁ Καπιτάνιος δὲ σκέφτηκε ποτὲς νὰ πάρει μέσα στὸ σπίτι μήτε τόσο δὰ ὕφος «μεγάλου εὐεργέτη». Καμιὰ φορά ποὺ ‘βλεπα τὸν πατέρα νὰ στέκεται ψηλός, μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτά, μπροστὰ στὸ μικρὸ πόρτο, μὲ τὸ ναυτικό του κασκέτο γερτὸ πίσω στὸ σβέρκο, νὰ βλέπει μακριὰ τὸ πέλαγο, νὰ βλέπει ἐκεῖ πρὸς τὸ Κάβο-Μπαμπὰ χωρὶς νὰ μιλᾶ, μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες, μ’ ἔπιανε μία συγκίνηση… Ἀγκάλιαζα τότες τὸν Καπιτάνιό μας καὶ τόνε φιλοῦσα κι ἔχωνα τὸ πρόσωπο κάτω ἀπὸ τὴν κεφάλα του. Κι αὐτὸς μ’ ἔγλειφε πίσω ἀπὸ τ’ ἀφτὶ καὶ φρούμαζε μέσα στὰ μαλλιά μου. Τὸ ‘ξερα πὼς χωρὶς αὐτόνε θὰ ‘μασταν τέσσερα ὀρφανὰ στὸ δρόμο, κι ἤθελα νὰ μποροῦσα νὰ τοῦ τὸ πῶ πόσο τὸ ‘ξερα.
Σὰν πηγαίναμε στὸ σκολειὸ μὲ τὸν Ἀντώνη, τὸ δεύτερο ἀδέρφι, μας ἔπαιρνε τὸ καταπόδι ὡς τὴ σιδερένια ὀξώπορτα τῆς μεγάλης αὐλῆς του, χωρὶς νὰ μπαίνει ποτὲς μέσα στὸ προαύλιο. Σταματοῦσε ἐκεῖ, μπροστὰ στὸ πετρένιο κατώφλι, κάθιζε στὰ πίσω πόδια καὶ μᾶς ἔβλεπε μὲ τὰ καστανὰ μάτια του, μᾶς ἔβλεπε τρυφερὰ νὰ προχωρᾶμε μέσα, σαρώνοντας μὲ τὴ φουντωτὴ οὐρὰ τὸ χῶμα. Ἔγερνε τὸ κεφάλι του πλάι νὰ μᾶς δεῖ, ὅπως κάνουν οἱ μαμάδες νὰ καμαρώσουν τὰ μωρά τους. Σὰν μᾶς ἔχανε ἀπὸ τὰ μάτια του, ἔδινε μία καὶ γύριζε τρεχάτος σπίτι. Ἀπὸ κεῖ παραμόνευε τὴν ὥρα ποὺ σχολνούσαμε, καὶ μόλις ἄκουγε τὸ καμπανάκι ποὺ χτυποῦσε ὁ ἐπιστάτης —ἀκουγότανε ὡς τὸ σπίτι αὐτὸ τὸ καμπανάκι—, ἄφηνε στὴ μέση τὰ παιχνίδια του ἢ τὰ κόκαλα ποὺ τραγάνιζε καί, μία δύο, ἐρχότανε στὴν ὀξώπορτα τοῦ σκολειοῦ μας νὰ μᾶς προπάρει καὶ νὰ μᾶς πάει συνοδεία στὸ σπίτι.
Ὅλος ὁ κόσμος τὸν ἀγαποῦσε τὸν Καπιτάνιο, γιατ’ ἤτανε καλός. Μόνο ἕνας χασάπης, ποὺ εἶχε τὸ μαγαζί του στὴν ἀγκωνὴ τοῦ δρόμου μας, δὲν τόνε χώνευε. Αὐτὸς εἶχε ἕνα χασαπόσκυλο, Μαχμοὺτ τόνε λέγανε. Μαῦρο καὶ χοντρὸ σκυλί, κακὸ καὶ μπαμπέσικο. Ἅμα τὸν ἔπιανε ἡ κακία του, ἀκολουθοῦσε ἕνα διαβάτη ὕπουλα, πήγαινε πίσω του ἥσυχα καί, ξάφνου, στὰ καλὰ καθούμενα, τὸν ἀρποῦσε ἀπὸ τὸ πόδι ἢ τοῦ ‘σκιζε τὸ βρακί.
Ὁ χασάπης τοῦ ‘ριχνε ἕνα σωρὸ μεζελίκια μέσα σ’ ἕνα σπιτότοπο ποὺ ἤτανε παραδίπλα. Μόλις τὰ μυριζόταν ὁ Καπιτάνιός μας, πρόφταινε μὲ μεγάλες τρεχάλες, τὸν ἀγρίευε, καί, χλάπ, χλούπ, κατάπινε σὲ μία στιγμὴ τὰ τζιέρια καὶ τὰ διαλεχτὰ κόκαλα καὶ ὁ Μαχμοὺτ ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ κατατρομαγμένος. Ὁ πατέρας γελοῦσε καὶ ἔλεγε στὸ χασάπη νὰ ‘ρχεται νὰ τοῦ πλερώνει τὴ ζημιά. Αὐτὸς ὅμως τὸ ‘χε πάρει κατάκαρδα. Ἔβαλε ὄχτρα πάνω στὸν Καπιτάνιό μας.
Μία μέρα, ποὺ τόνε τσάκωσε στὰ πράσα νὰ τρώει τοὺς κατιμάδες τοῦ Μαχμούτ, ἔγινε ἔξω φρενῶν καὶ τίναξε πάνω του τὸ μεγάλο του χασαπομάχαιρο. Τὸ γιντέκι βρῆκε τὸ σκυλὶ στὸ δεξὶ μπροστινὸ πόδι καὶ τὸ πλήγωσε λαφριά. Τὸ σήκωσε ψηλά, τὸ ‘γλειφε κι ἔκλαιγε. Τύχη του νὰ γυρίζει σπίτι ὁ πατέρας κείνη τὴν ὥρα καὶ νὰ δεῖ τὸ κίνημα. Δίνει ἕνα σάλτο, ἁρπάει ἀπὸ χάμου τὸ χασαπομάχαιρο, κατόπι χιμὰ καὶ πιάνει τὸ χασάπη. Τὸν γονατίζει μὲ τὸ νὰ χέρι, κατόπι τὸν ἀρχίζει στὴ ράχη διπλαριὲς μὲ τὸ πλατύ του γιντεκιοῦ, νὰ ποῦ σὲ πονεῖ καὶ νὰ ποῦ σὲ σφάζει. Τοῦ ‘κάμε μαύρη τὴν πλάτη. Πρώτη φορὰ τὸν εἶδα ἔτσι θυμωμένο τὸν πατέρα.
Μία μέρα, καλοκαίρι ἦταν, ἀπόγεμα. Τελεύανε οἱ πάψες καὶ ἡ μητέρα τοίμαζε κεῖνες τὶς μέρες τὸ μπαοῦλο μου, νὰ μὲ ταξιδέψει στὴ Χώρα γιὰ τὸ Γυμνάσιο. Ξαφνικὰ σηκώθηκε μέσα στὸ χωριὸ μία φασαρία… Ἕνα κακό… Ἡ γειτονιὰ ἔγινε ἀνάστατη. Ἕνα τσομπανόσκυλο εἶχε λυσσάξει πάνω στὶς μάντρες, καὶ δάγκασε κάμποσα πρόβατα. Οἱ τσομπαναραῖοι τὸ κυνηγήσανε μὲ πέτρες καὶ μὲ ξύλα, νὰ τὸ σκοτώσουν κι αὐτὸ ροβόλησε μέσα στὰ σπίτια. Ἦταν ἕνα κόκκινο σκυλί, ἀγριεμένο, μὲ σηκωμένη τὴν τρίχα, σὰν λύκος. Ἔτρεχε μὲ τὸ κεφάλι χαμηλωμένο. Τὰ μάτια τοῦ ἤτανε κόκκινα, λοξὲς ματιὲς κι εἶχε τὸ στόμα ἀνοιχτό. Ἀπὸ τὴν κρεμασμένη γλώσσα τοῦ τρέχανε σάλια. Ἀπὸ πίσω του φωνάζανε, χούγιαζαν, τοῦ πετούσανε στειλιάρια καὶ φορτωτῆρες κι οἱ γυναῖκες τσιρίζανε, μάζευαν τὰ μωρά τους καὶ σφαλούσανε μὲ θόρυβο τὶς πόρτες.
Πέρασε μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόρτα μας, ὅπου τὰ δύο μικρότερα ἀδερφάκια παῖζαν ὁλομόναχα μὲ τὸν Καπιτάνιο. Τοῦ ‘χανε βαλμένη μία σκουφίτσα μὲ νταντέλες, τοῦ τὴ δέσανε κάτω ἀπ’ τὸ σαγόνι στὸ μαῦρο λουρί, κι αὐτὸς πιὰ στεκόταν καὶ καμάρωνε ὅσο αὐτὰ ξεφώνιζαν ἀπὸ τὰ γέλια. Σὰν ἄκουσε τὸ σαματὰ καὶ τὸ κακὸ ποὺ γινόταν, πετάχτηκε πάνω, γάβγισε φοβεριστικὰ καὶ στάθηκε μπροστὰ στὰ παιδιὰ περιμένοντας νὰ τὰ διαφεντέψει. Τὸ τσομπανόσκυλο ἦρθε καταπάνω του, ξεφρενιασμένο ἀπὸ τὴν τρομάρα καὶ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του. Νὰ τὸ δεῖ ὁ Καπιτάνιος νὰ περνᾶ ἀπὸ τὸ πόστο του, χύνεται καὶ τ’ ἀρχίζει στὶς δαγκωματιές. Κυλιστήκανε μία κουβάρα στὰ χώματα, ἐνῶ τὰ παιδιὰ τρέξανε μέσα κλαίγοντας.
Τὸ λυσσασμένο σκυλὶ ἔφυγε σὲ κακὸ χάλι, μὲ τ’ ἀφτιὰ πετσοκομμένα, μὲ τὴ μούρη χωμένη στὰ αἵματα. Ὅμως κι ὁ Καπιτάνιος εἶχε δύο μικρὲς δαγκωματιὲς στὰ πόδια καὶ ἕνα ξέγδαρμα στὸ στέρνο.
Ὁ πατέρας ἦρθε σὲ λίγο τρομαγμένος καὶ βαστικός. Τοῦ εἴπανε τί ἔτρεξε. Ὁ Καπιτάνιος, σὰν τὸν εἶδε, σταμάτησε νὰ γλείφει τὶς λαβωματιές του καὶ τοῦ ‘κανε ὅπως πάντα χαρές. Σηκώθηκε ὄρθιος στὰ πίσω πόδια κι ἀκούμπησε, ὅπως τὸ συνηθοῦσε, τὰ μπροστινά του στοὺς ὤμους τοῦ πατέρα. Αὐτὸ ἦταν ἕνα χάδι, ποὺ μόνο ὁ πατέρας μποροῦσε νὰ τὸ σηκώσει. Κόντευε νὰ τόνε φτάξει στὸ μπόι ὁ σκύλος. Κουνοῦσε τὴν οὐρὰ τοῦ θριαμβευτικά, φτερνιζότανε κι ἔτριβε τὴν κεφάλα τοῦ χαδιάρικα στὰ στῆθος τοῦ πατέρα.
Ἐκεῖνος ἤτανε χλωμός, χλωμὸς σὰν πεθαμένος καὶ τὰ πυκνὰ φρύδια τοῦ χαμηλώνανε πολὺ πάνω στὰ μάτια του. Κατέβασε ἀπὸ πάνω του τὸ σκυλὶ καὶ μοῦ ‘πε νὰ φέρω τὴν ἁλυσίδα. Τὴ στερέωσε στὸ λουρί του καὶ τὸν ἔδεσε στὸ χαλκὰ τῆς πόρτας. Κάνοντας νὰ μπεῖ μέσα, πῆρε τὸ μάτι του τὸ σκουφάκι τῶν παιδιῶν, ποὺ κείτονταν στὰ χώματα ματωμένο. Τὸ πῆρε καὶ τ’ ἄναψε μ’ ἕνα σπίρτο, ὥσπου κάηκε. Κατόπι μπῆκε στὸ σπίτι, πῆγε στὴν κρεβατοκάμαρη, ἄνοιξε τὸ μπαοῦλο του καὶ κάτι πῆρε μαζί του. Εἶδα τὴ μητέρα ποὺ πολεμοῦσε νὰ τὸν ἐμποδίσει. Τὸν ἀκολουθοῦσε κλαίγοντας. Ἔλεγε «ὄχι αὐτό… δὲ θὰ τὸ κάνεις αὐτὸ» κι ὅλο ἔκλαιγε. Τὴν εἴδανε τὰ δύο μικρὰ καὶ ἀρχινίσανε νὰ ξανακλαῖνε κι αὐτά. Ὁ πατέρας, χωρὶς νὰ τῆς ἀπαντήσει, μὲ κοίταξε μία στιγμὴ σοβαρά, μὲ μέτρησε μὲ μία ματιὰ ἀπὸ τὰ παπούτσια ὡς τὴν κορφὴ καὶ μοῦ ‘γνεψε:
— Ἔλα μαζί μου…
Ξεκούμπωσε ἀπὸ τὰ χαλκὰ τὴν ἁλυσίδα καὶ ἔσυρε μπρὸς μὲ τὸν Καπιτάνιο. Ἐγὼ βάδιζα, καταπόδι. Κανένας μας δὲ μιλοῦσε. Μονάχα τὸ σκυλὶ ἔκανε παιχνίδια, πότε σὲ μένα, πότε στὸν πατέρα, χωρὶς νὰ βρίσκει πουθενὰ ἀνταπόκριση. Περάσαμε ἔτσι τὰ τελευταία σπίτια, περάσαμε τὸ μουράγιο, ὅπου κουρνιάζαν ἀράδα τὰ καΐκια φορτωμένα κυδώνια. Μοσκοβολούσανε τὰ κυδώνια, μοσκοβολούσανε καὶ τὰ φρεσκοκομμένα δαφνόκλαδα, ποὺ βάζαν ἀνάμεσα στὸ πράμα οἱ καπιτάνοι φορτωμένα μαῦρα δαφνοκούκουτσα. Οἱ ἁλυσίδες καὶ οἱ πρυμάτσες τῶν δεμένων καραβιῶν μία τεζέρνανε καὶ μία λασκάρανε. Καὶ ὁλοένα ἡ μουγγαμάρα βάραινε ἀνάμεσά μας. Ὁ πατέρας σκυφτὸς κι ἀμίλητος, ὁ Καπιτάνιος στὴ μέση καὶ ‘γώ ἀπὸ πίσω. Μπήκαμε στὸ χωροφόδρομο καὶ ἀνηφορίσαμε στὴ Δαφνοῦσα μας. Ἡ Δαφνοῦσα ἦταν ἕνα λιοχώραφο πάνω στὸ λόφο. Ἀπὸ κάτου, βαθιὰ ἕνας γκρεμὸς καμιὰ δεκαριὰ ὀργιές, κι ἡ θάλασσα, ποὺ ἀδιάκοπα ἀναδευότανε, γαλάζια καὶ πράσινη, μέσα στὴ θαλασσοβραχιά. Ἡ ρούφνα της ἀκουγόταν ἀπὸ μακριά, νανουριστικὴ καὶ ἀσώπαστη, χρόνον-καιρόν, μπουνάτσα ἢ χειμωνιά.
Ὁ πατέρας σταμάτησε ἐκεῖ, ἄκρη, πρὸς τὴ μεριὰ τῆς θάλασσας. Σταμάτησε καὶ ὁ Καπιτάνιος, χαρούμενος καὶ παιχνιδιάρης. Κάπου κάπου κοντανάσαινε ἀπὸ τὴν ἀνηφοριά, μὲ τὴ γλώσσα ἔξω, κυματιστή. Τέντωνε τὴν ἁλυσίδα νὰ τρέξει, τσίτωνε τ’ ἀφτιά του καὶ γύριζε γουστόζικα πλάι τὴν κεφάλα του, νὰ δεῖ ἕνα τζιτζίκι ποὺ φώναζε πολὺ κοντά του, πάνω σ’ ἕναν κορμό. Ἅπλωνε τὸ πόδι κατὰ τὸ ζουζούνι νὰ παίξει.
Ὁ πατέρας ἔδεσε τὴν ἁλυσίδα σ’ ἕνα σκοῖνο κι ἔκατσε σὲ μίαν ἀρχαία τετράγωγη πέτρα, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐλιά. Ἔκατσα καὶ ‘γώ παράμερα, λαχανιασμένος ἀπὸ τὸν ἀνήφορο, μὲ τὴν καρδιὰ σφιχτὰ κλειδωμένη.
Ὁ Καπιτάνιος μᾶς ἔβλεπε, μία ἐμένα, μία τὸν πατέρα. Μᾶς ἔβλεπε μὲ κεῖνα τὰ καστανά, τ’ ἀνθρωπίσια μάτια του, ποὺ μιλούσανε τόσο ἐκφραστικά, καὶ ἤξερα τόσο καλὰ τὰ νοήματά τους. Μᾶς ἔβλεπε ἀνυπόμονα, ψευτοκλαιγε παρακαλεστικά, νὰ τόνε λύσουμε, ἔκανε πὼς δαγκάνει τὴν ἁλυσίδα του, τάχα νὰ τὴν κόψει. Κανένάς μας δὲν τοῦ ἀποκρενόταν. Τότες χιμοῦσε ὄρθιος πάνω στὴν ἁλυσίδα στὰ πίσω πόδια, κουνοῦσε τὸ σκοῖνο νὰ τὸ ξεριζώσει, γάβγιζε χαρωπά, γάβγιζε μαλωτικά.
— Ἄιντε λοιπόν, κάνετε γρήγορα, ἔλεγε. Ὡς πότε θὰ βαστάξει τοῦτο τὸ χωρατό…
Τὸ καταλάβαινα πολύ. Τὸν καταλάβαινε κι ὁ πατέρας. Ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ σηκώθηκε. Μοῦ ‘πε:
—Σύρε παρέκει, γύρισε κατὰ δῶ τὴ ράχη σου καὶ περίμενε νὰ σὲ φωνάξω.
Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε, χτυποῦσε. Ἤθελα νὰ μιλήσω, ν’ ἁπλώσω τὰ χέρια μου νὰ τὸν παρακαλέσω. Δὲν εἶχα τὸ κουράγιο. Τὸν ἤξερα, καλὰ τὸν πατέρα. Ὅ,τι ἔκανε ἤτανε σωστό. Ἤτανε καλὸ γιὰ ὅλους μας. Γι’ αὐτὸ δὲν ἄλλαξε ἀπόφαση ποτές του. Πῆγα παραπέρα δύο τρία βήματα κι ἀκούμπησα σὲ μία συκιά, χωρὶς νὰ σηκώσω τὰ μάτια μου ἀπὸ πάνω τους.
Ὁ πατέρας ἔβγαλε μέσα ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ ἕνα πιστόλι. Τὸ ἤξερα τὸ πιστόλι του. Ἕνα πλατύ, μεγάλο μπράουνιγκ. Ξεκούμπωσε τὴν ἀσφάλεια καὶ ἄκουσα τὸν ξερὸ κρότο ποὺ ἔκανε σὰν τράβηξε πίσω τὴν κάνη νὰ τὸ γιομίσει. Κατόπι πλησίασε τὸ σκυλί. Αὐτὸ χύθηκε νὰ τὸν ἀγκαλιάσει. Τότες ὁ πατέρας τραβήχτηκε πίσω, ἀπόθεσε τὸ ὅπλο στὴν πέτρα, ξαναπῆγε στὸ σκυλὶ καὶ κόντηνε τὴν ἁλυσίδα ὡς τὸν κορμὸ τοῦ σκοίνου, νὰ μὴ μπορεῖ τὸ ζὸ νὰ κουνηθεῖ καὶ νὰ παίξει. Ὁ Καπιτάνιος γρινίασε παραπονιάρικα, ὅμως ὑποτάχτηκε καὶ σὲ τοῦτο τὸ νέο παιχνίδι, καὶ περίμενε τὴ συνέχεια μὲ τὸ κεφάλι χάμου. Ὁ πατέρας ξαναπῆρε τὸ πιστόλι καὶ πῆγε κοντά του. Τὸ ‘βαλε μέσα στ’ ἀφτί του. Τότες τὸ σκυλὶ κάνει μονομιᾶς μία μεταβολὴ καὶ γυρίζει πάλι κατάφατσα στὸν πατέρα. Βλέπει τὸ πιστόλι στὸ χέρι του, γέρνει πλάι τὸ κεφάλι, ὅπως ὅταν ἤθελε νὰ κάνει νοστιμάδες, τὸ γλείφει. Εἶναι κρύο τὸ σίδερο. Κοιτάζει τὸ πατέρα μὲ τὰ καστανά του μάτια, ὅλο ἀγάπη. Τὸν κοιτάζει νὰ καταλάβει. Δοκιμάζει τὴν κάνη μὲ τὰ δόντια του. Πολὺ σκληρή. Ἄξαφνα καταλαβαίνει. Κουνᾶ τὴν οὐρά του. Συλλογιέται πὼς αὐτὸ τὸ πράγμα σίγουρα εἶναι κάτι ποὺ πρόκειται νὰ τὸ τινάξει μακριὰ ὁ πατέρας, μέσα στὰ χόρτα ἢ μέσα στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ τόνε προστάξει κατόπι, ὅπως πάντα, νὰ χυθεῖ νὰ τοῦ τὸ φέρει. «Ἀα-πόρτ!». Μέσα στὰ ἔξυπνα μάτια του εἶναι φανερωμένη ἡ νόηση γιὰ τὴ νέα κατεργαριὰ ποὺ τοῦ ἑτοιμάζουν. Τόνε δέσανε, νὰ δοῦνε πῶς θὰ τὰ καταφέρει νὰ κάνει τὸ «ἀπόρτ». Αὐτὸ εἶναι. Καταλαβαίνω πὼς ὁ πατέρας δὲν μπορεῖ νὰ τραβήξει τὴ σκανδάλη ὅσο τόνε κοιτάζουν ἔτσι ἀθώα καὶ τρυφερά, αὐτὰ τὰ καστανὰ τὰ ἀνθρωπίσια μάτια. Μία μικρὴ ἀστραπὴ ἐλπίδας περνᾶ μεσ’ ἀπὸ τὴν καρδιά μου.
Ξαφνικά, πιάνει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι τοῦ τὸ σκυλὶ ἀπὸ τὸ σβέρκο, γυρίζει τὴ μούρη του πρὸς τὴ θάλασσα καὶ τοῦ τραβὰ τὴν πιστολιὰ ἀπὸ πολὺ κοντά, μέσα στ’ ἀφτί. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὴ στιγμή. Ὁ Καπιτάνιος σωριάστηκε χωρὶς νὰ γαβγίξει καθόλου. Ἔκανε νὰ σηκώσει μονάχα δύο φορὲς τὸ κεφάλι πρὸς τὰ πίσω ὅπως σὰν ἤθελε νὰ χασμουρηθεῖ, κλότσησε τὰ πίσω πόδια καὶ πέθανε γεμάτος ἀπορία.
Ὁ πατέρας ξανασφάλισε τὸ πιστόλι, τὸ ‘βαλε πίσω στὴν τσέπη καὶ διάλεξε ἀπὸ τὸ πεζούλι μία στενόμακρη μαρμαρόπετρα. Ἔλυσε τὴν ἁλυσίδα ἀπὸ τὸ σκοῖνο καὶ ἔδεσε τὴν πέτρα στὴν ἄκρη. Κατόπι, χωρὶς νὰ μὲ ἀναγυρέψει μὲ τὸ μάτι, φώναξε:
— Ἔλα!
Ἔπιασε κεῖνος τὰ μπροστινὰ πόδια μαζὶ μὲ τὴ μαρμαρόπετρα, καὶ ‘γω τὰ πισινά. Ἔβαλα ὅλα μου τὰ δυνατὰ νὰ φανῶ ἄντρας στὰ χέρια καὶ στὴν ψυχή, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἤμουνα ἕνα χεροδύναμο γιὰ τὴν ἡλικία μου ἀγόρι, δυσκολεύτηκα πολύ. Ἀνοίξαμε τὰ γόνατα στεριώσαμε τὰ πόδια καὶ κουνήσαμε τὸ κουφάρι πάνω ἀπὸ τὸ βάραθρο μία δύο… Στὴν τρίτη, ὁ πατέρας ἔκανε «χέι!», ὅπως σὰν νὰ ἔδινε τὰ ὄρντινα στὸ καράβι. Τ’ ἀμολήσαμε τότες κι ἀπομείναμε στὸν τόπο, ὥσπου ἀκούσαμε ἀπὸ κάτου, βαθιά, τὴ χλαπαταγὴ ποὺ ‘κανε τὸ κορμὶ χτυπώντας μέσα στὴ θάλασσα. Τότες, σὰ νὰ ‘ταν αὐτὸς ὁ κοῦφος κρότος τὸ τέλος, κοιταχτήκαμε γρήγορα στὰ μάτια καὶ κινηθήκαμε ἀπὸ τὸν τόπο.
Ὁ πατέρας ἔκαμε τὸ σταυρὸ τοῦ ἀργὰ ἀργὰ καὶ ξανακάθισε στὴν ἀρχαία πέτρα. Ἔκαμε «ὤχ», σὰ νὰ ‘γινε ξαφνικὰ πολὺ γέρος καὶ κουρασμένος. Ἔνιωσε ἐνοχλητικὸ τὸ μάτι μου ἀπάνω του, ἔσπρωξε πίσω τὸ κασκέτο του καὶ ἔβγαλε τὴν ταμπακέρα. Κατόπι μοῦ ξανάριξε μία βιαστικὴ ματιὰ καὶ μ’ ἔστειλε πίσω. Κούνησε τὸ χέρι του νὰ φύγω καὶ εἶπε:
— Ἄιντε, τράβα σπίτι, κι ἔρχουμαι…
Ἡ φωνὴ του ἦταν ἀδύνατη. Ἤθελε νὰ μείνει μόνος.
Γύρισα στὸ σπίτι φαρμακωμένος καὶ ἀμίλητος. Ἡ μητέρα καθότανε στὸ χαγιάτι, στὸ μικρὸ καναπέ, καὶ μόλις μὲ εἶδε πάτησε τὰ κλάματα, ἀσυγκράτητα. Τότες μὲ πήρανε καὶ ἐμένα τ’ ἀναφιλητὰ καὶ μαζί μου ἔκλαιγε κι ὁ δεύτερος ἀδερφός.
Τὸ δύο μικρά, ποὺ δὲν μπορούσανε νὰ καταλάβουν ἀκόμα τὴν ὀρφάνια ποὺ ἔπεσε ξαφνικὰ μέσα στὸ σπίτι, ἤτανε μέσα στὴν αὐλή. Γιόμιζαν παστρικὸ νερὸ μὲ τὸ πράσινο ποτιστηράκι τοῦ Πετρῆ τὴ γαβάθα τοῦ σκυλιοῦ. Νὰ ‘ρθει νὰ πιεῖ νερὸ ὁ Καπιτάνιός μας.