Ἡ Ἁγία Γραφή θεμέλιο τοῦ ἔργου του
Δὲν ὑπάρχει ποίημα τοῦ Διονύσιου Σολωμοῦ, ποὺ νὰ μὴν ἔχη κάποιον χριστιανικὸ σπινθῆρα μέσα του. Ἀκόμα καὶ τὰ ἁπλὰ τραγούδια του, τὰ αἰσθηματικά, ποὺ τόσο τὰ τραγούδησε ὁ λαός, ἔχουν ἔντονη τὴν ἐπίδραση θρησκευτικῶν κειμένων καὶ ὕμνων. Στὴν χριστιανικὴ θρησκεία, δὲν βρῆκε μόνον θεμέλια γερὰ καὶ παρηγοριά, μὰ καὶ πηγὲς ἔμπνευσης. Μάρτυρας τὰ ἔργα του, ἡ ποίησή του, ποὺ δονεῖται ἀπὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ θερμὴ πίστη.
Μελετοῦσε διαρκῶς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ὑμνωδοὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἐπίδραση τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος στὸ ἔργο του δὲν εἶναι διακοσμητικὴ χωρίων καὶ προσώπων ἀλλὰ οὐσιαστική. Πίστευε ὀρθὰ τὴν δογματική τῆς Ἐκκλησίας καὶ συμβίβαζε τὴν κατὰ κόσμον γνώση μὲ τὴν πλούσια ἐνόραση, μὲ τὴν ὁποία ἔβλεπε τὰ πέραν τοῦ παροδικοῦ κόσμου, τὰ αἰώνια. Ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ κάποιους συσχετισμοὺς στίχων του μὲ ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας ἢ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Στοὺς “Ἐλεύθερους Πολιορκημένους” οἱ στίχοι του “Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούμενα τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο” (Σχέδ. Β’, 44) μᾶς μεταφέρει στὸ ἀναστάσιμο τροπάριο “Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας…” ἢ καὶ στὸ “Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια…”.
Στὸ ποίημά του “Λάμπρος” (Τὰ δυὸ ἀδέλφια) βάζει τὰ δυὸ ἀδέλφια νὰ φωνάζουν: “Χαῖρε νεοφώτιστο θαῦμα!”, εἶναι σὰν νὰ ἀκοῦμε τὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων: “Μέγα καὶ παράδοξον νέον ὑπὸ τὸν ἥλιον θαῦμα τετέλεσται σήμερον!”. Οἱ φράσεις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου (Α’ Στάση) “Χαῖρε τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ προοίμιον” καὶ “Χαῖρε τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα”.
Στοὺς “Ἐλεύθερους Πολιορκημένους” πάλι (Σχέδ. Β, 910) οἱ στίχοι του:
“Ὅλες (οἱ γυναῖκες) στὴ γῆ τὰ γόνατα ἐχτύπησαν ἐμπρός του
κι ἐβάστασαν ὅλες κατ’ αὐτὸν τὴ χούφτα σηκωμένη
καὶ μὲ πικρὸ χαμόγελο τὴν ὄχη τὴ φθαρμένη
σὰν νάθελαν εὔσπλαχνα ὁ Θεὸς νὰ βρέξει ψωμὶ σ’ ἐκεῖνες…”
Δὲν μπορεῖ τὸ ψωμὶ ποὺ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ Μεσολογγίτισσες νὰ ἀφοροῦσε μόνον τὸ ὑλικὸ ψωμὶ σὲ ἐκεῖνες τὶς ἔσχατες ὧρες ἀλλὰ καὶ τὸν “ἄρτον τῆς ζωῆς”. Τὸν πνευματικὸ δηλαδὴ ἄρτο, γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸν δεύτερο θάνατο. “Καὶ ὁ ἄρτος ὅν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μου ἐστίν, ἢν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς…” Τὸ “κι ἐβάστασαν ὅλες κατ’ αὐτὸν τὴ χούφτα σηκωμένη” μᾶς θυμίζει τὸ νόημα τοῦ 140οῦ ψαλμοῦ: “Πρόσχες τὴ φωνὴ τῆς δεήσεώς μου… ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή… εἰσάκουσόν μου, Κύριε…” ἀκόμα καὶ στὸ ποίημά του “Ἡ γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος” διαβάζουμε τὸν στίχο “Καὶ ὕψωσα τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια κατὰ τὸν οὐρανὸ, γιὰ νὰ κάμω δέηση μὲ ὅλη τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς”.
Στὴν Καταβασία τῶν Χριστουγέννων “Ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς, Χριστέ, ἐκ Παρθένου ἀνεβλάστησας”, ὁ Σολωμὸς ἀντιπαραβάλλει τὸν στίχο: “Ἔτσι ξεπετάχθηκε ἀπὸ τὴ Ράβδο τὸ θεϊκὸ λουλούδι”.
Στοὺς Αἴνους τῆς Μ. Πέμπτης, τὸ τρίτο τροπάριο ἀναφέρεται στὴν Σταύρωση τοῦ Κυρίου: “Σταυρωθέντος Σου, Χριστέ, πᾶσα ἡ κτίσις βλέπουσα ἔτρεμε τὰ θεμέλια τῆς γῆς διεδονήθησαν φόβῳ τοῦ κράτους Σου… τὰ μνημεῖα ἠνεώχθησαν καὶ νεκροὶ ἐκ τάφων ἐξανέστησαν”. Ἀντίστοιχα, ὁ Σολωμὸς γράφει: “ὅτε ἔβγαλε τὸ ὕστατο παράπονο ὁ Ἰησοῦς, σείστηκε ὅλη ἡ πλάση ἀπὸ τὸν σπαραγμὸ κι οἱ πεθαμένοι τότες, ὄχι βάρυπνοι παρὰ μὲ μάτι τρομαγμένο, τινάχθηκαν ὀρθοί” (“Ἡ Σταύρωση τοῦ Κυρίου”).
Καταπληκτικὲς εἶναι καὶ οἱ νοηματικὲς καὶ λεκτικὲς ὁμοιότητες στίχων τοῦ Σολωμοῦ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας πρὸς τὴν Παναγία. Στὸ ἔργο του “Ἡ Σύλληψη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου” ὁ Σολωμὸς γράφει: “Ὑψώθηκε στὸν οὐρανὸ ξάφνου μιὰ ἁρμονία, ποὺ ὑμνολογοῦσε τ’ ὄμορφο κρίνο τὸ παρθενικό, ἀπ’ ὅπου θὰ γεννιότανε ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ κι ἀγκάλιαζε τὸν Πλάστη ἡ μελωδία”.
Ἀντίστοιχα στοὺς “Χαιρετισμοὺς τῆς Θεοτόκου” διαβάζουμε: “Χαῖρε ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τὴ γῇ, Χαῖρε ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς, Χαῖρε δι’ ἦς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει…”. Ὁ Σολωμὸς ἐξυμνεῖ τὸ ὄνομα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ καταλήγει: “Ἀγκαλιάσματα, γέλια καὶ φιλιὰ παντοῦ, ὅπου κι ἂν κοιτάξεις θαρρεῖς ξεχύνεται διπλὴ ἡ εὐφροσύνη τῆς Παράδεισος”. Στὸν Μικρὸ Παρακλητικὸ Κανόνα διαβάζουμε: “Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα”.
Στοὺς “Ἐλεύθερους Πολιορκημένους” ὁ Σολωμὸς (Σχέδ. 1 καὶ 2) γράφει:
“Στοῦ τέκνου σύρριζα τοῦ νοῦ, Θεοῦ τῆς μάνας μάτι
λόγω, ἔργω, νόημα καὶ
λογισμὸς κι ἔργα κι ὄνειρα, τί χάρη ἔχουν τὰ μάτια,
Ἔργα καὶ λόγια στοχασμοὶ στέκομαι καὶ κοιτάζω…”
Πέρα ἀπὸ τὴν θεοκεντρικότητα ποὺ ἐκφράζουν οἱ στίχοι αὐτοί, ποὺ ἀναφέρονται στὸ μάτι τῆς μάνας τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὸν λόγο, τὸ ἔργο, τὸ νόημα καὶ μὲ ὅλη της τὴν ὕπαρξη βρίσκεται σύρριζα στὸ νοῦ τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ, τὶς λέξεις “λόγω, ἔργω, νόημα” φαίνεται τὶς δανείσθηκε ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὴν εὐχὴ τοῦ ἱερέα στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία: “Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός…καὶ πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ’ αὐτοῦ πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον”.
Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ἐκφράσεις, αὐτούσιες ἢ παραλλαγμένες, τοῦ Σολωμοῦ παρμένες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Καί ἡ φύση ὑμνεῖ τὸν Θεό
Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ Σολωμὸς ἔδειχνε ἰδιαίτερη εὐαισθησία στὸ φυσικὸ περιβάλλον. “Ὅταν ἀπαντοῦσε φύσιν ὡραῖαν ἐγίνετο παρευθὺς σκεπτικὸς καὶ σιωπηλός” γράφει ἕνας παλιὸς συμμαθητής του, ὁ Ζῆλος (Λόγος ἐπιτάφιος εἰς τὸν θάνατον τοῦ Δ. Σολωμοῦ σέλ. 6). Καὶ σὲ ἕναν σχετικὸ στοχασμὸ του ὁ ἴδιος ὁ Σολωμὸς λέγει: “Ἐφάρμοσε εἰς τὴν πνευματικὴν μορφὴ (ὅποιας ἀνθρώπινης πνευματικῆς ἐργασίας) τὴν ἱστορίαν τοῦ φυτοῦ, τὸ ὁποῖον ἀρχινάει ἀπὸ τὸν σπόρο καὶ γυρίζει εἰς αὐτόν, ἀφοῦ περιέλθει, ὡς βαθμοὺς ξετυλιγμοῦ, ὅλες τὶς φυτικὲς μορφές, δήλ. τὴν ρίζα, τὸν κορμόν, τὰ φύλλα, τὰ ἄνθη καὶ τοὺς καρπούς”. Ἡ φύση δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων. Τότε, στὸ Μεσολόγγι, ἔβαλε τοὺς Πολιορκημένους σὲ πειρασμὸ νὰ θέλουν κι ἐκεῖνοι νὰ ζήσουν μαζί της καὶ νὰ χαροῦν τὶς καλλονὲς της μέχρι τὸ σημεῖο νὰ φοβοῦνται, μήπως αὐτή τους ἡ ἐπιθυμία χαλαρώση τὴν ἔνταση τοῦ πάθους τους γιὰ τὸν Ἀγῶνα.
Στὸ ποίημά του “Κρητικός” ἡ φύση, λέει ὁ ἥρωας:
“Μ’ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ να’ μπεῖ δὲν ἠμπόρει.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κ’ ἡ ψυχή μου”.
Καὶ στὸν “Πόρφυρα”: “Φύση χαμόγελ’ ἄστραψες κι ἐγίνηκες δικὴ του
ἐλπίδα τοῦ ἔδεσες τὸ νοῦ μ’ ὅλα τὰ μάγια πού’ χεις
νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλωσύνης”‘
“Τὴ φύση ἀπὸ τσ’ ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες,
ὅπου τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε”.
Νιώθει ὁ ποιητὴς, πὼς μιὰ ὑπερούσια χαρὰ πνευματοποιημένη πλημμυρίζει τὴν ψυχὴ του στὸ ἀντίκρυσμα μιᾶς φυσικῆς ἐδεμικῆς, πλούσιας, ποικίλης, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ, ὄχι στὴν πεζὴ καθημερινότητα ἀλλὰ στὸν ἔσω χῶρο, στὸ ἅγιο βῆμα τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι χῶρος κρυφός, ἀνεξήγητος στὰ συνηθισμένα μυαλά. Ἔτσι ἡ φύση εἶναι ἕνα δῶρο στὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνον γιὰ τὴν συντήρησή του ἢ καὶ νὰ ἱκανοποιῆ τὶς καλλιτεχνικές του εὐαισθησίες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ βλέπη μέσα σ’ αὐτὴν τὰ μυστήρια ἐκεῖνα ποὺ δὲν φαίνονται. Τὸν βοηθάει, δηλαδή, στὴν πνευματικὴ θέαση τῶν ὄντων καὶ τ’ οὐρανοῦ. Ζῆ ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν ὄμορφη φύση καὶ νιώθει, πὼς ὅλα τὰ ὄντα γύρω του, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, συνομιλοῦν μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ πρὸς Αὐτὸν ἀκατάπαυστα κινοῦνται. Σὲ τέτοιες στιγμὲς θαυμασμοῦ τῆς φύσης, τίποτε τὸ γήινο δὲν εἰσδύει μέσα του. “Ἀπὸ γὰρ τοῦ μεγέθους καὶ τῆς καλλονῆς τῶν κτισμάτων, ἀναλόγως καὶ ὁ γενεσιουργὸς θεωρεῖται”, θὰ πῆ ὁ Σοφὸς Σολομῶν (13,5). Καὶ ὁ Σολωμὸς θὰ συνεχίση στὸ ποίημά του “Ψαλμός”:
“Ὅλα μιλοῦν γιὰ τὸ Θεό. Μιλεῖ ἡ γελαστὴ ἐμφάνιση
τοῦ φεγγαριοῦ καὶ τῶν ἄστρων
μιλεῖ τὸ δυνατὸ μούγκρισμα τῶν καταιγίδων
μιλεῖ τῆς θάλασσας τὸ βαθειὸ ἀνατρίχιασμα.
Ὅταν ὁ ἥλιος ξυπνᾶ ὄλον τὸν κόσμο,
μιλοῦν οἱ ἀμέτρητες φωνές του
καὶ γιὰ τὸ Θεὸ λένε τόσα ὡραῖα πράγματα
ὅσα δὲν μπορεῖ θνητὸ γόνιμο ἀχείλι.
Ὅλη ἡ δημιουργία τὸ Θεὸ παρακαλεῖ καὶ αἰσθάνεται
ἀπὸ τοῦ χορταριοῦ τὸ φυλλαράκι ἕως τὸ οὐράνιο ζαφείρι.
Μόνο τοῦ ἀνθρώπου ἄφωνος μένει ὁ νοῦς”
(Κ. Καιροφύλα: Σολωμοῦ Ἀνέκδοτα ἔργα, σέλ. 123)
Ὡδή εἰς μοναχήν
Τίποτε ἄλλο ἂν δὲν εἶχε γράψει ὁ Σολωμός, γράφει ἕνας κριτικός του, θὰ ἀρκοῦσε μόνον αὐτὸ τὸ περίφημο ὑμνολόγημά του “Εἰς Μοναχήν”, γιὰ νὰ τοῦ χαρίση τὸν τίτλο τοῦ ἀληθινοῦ ποιητῆ τῆς θρησκείας. Σ’ αὐτὸ τὸ ποίημα ἐκδηλώνεται μέχρι μυστικισμοῦ ἡ θρησκευτικότητα τοῦ . Εἶναι τὸ πιὸ ἐκκλησιαστικό του ποίημα. Ἀναφέρεται σὲ μιὰ νέα, τὴν Ἄννα Μαρία Ἀναστασία Γουράτο Γεωργομήλα, ὅταν ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα τῆς Μοναχῆς στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Θεοδώρου καὶ Γεωργίου στὴν Κέρκυρα, στὶς 18 Ἀπριλίου 1829.
Αὐτὴ ἡ κόρη ντύνεται τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀφιερώνεται στὴν λατρεῖα τοῦ Θεοῦ, μόλις πέθαναν οἱ γονεῖς της κι ἔμεινε μόνη στὴν ζωή. Νιώθει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας καὶ γυρεύει τὴν γαλήνη στὴν μόνωση καὶ τὴν περισυλλογή, μιὰ ζωὴ ἐρημίτη. Ἀποφασίζει νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πικρὴ ἀνεμοζάλη τῆς ζωῆς καὶ νὰ ζήση ἐκεῖ ποὺ δὲν φθάνει ἡ τρικυμία τῆς ἁμαρτίας παρὰ μόνον ὁ ἀντίλαλος τῆς ζωῆς. Ἐκεῖ ποὺ τὰ ἀνθρώπινα πάθη κείτονται γαληνεμένα καὶ θὰ μελετᾶ τὰ κάλλη τοῦ Παραδείσου. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό της θὰ πεταχθῆ ὁλόχαρη καὶ θὰ παρουσιασθῆ στὸν Μεγάλο Κριτή.
Τὴν ὥρα τοῦ μυστηρίου καὶ οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται. Οἱ ἄγγελοι κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ παρακολουθοῦν κρυμμένοι στὰ σύννεφα τοῦ λιβανωτοῦ, ὡς μάρτυρες καὶ θαυμαστὲς καταγράφουν τὴν Ὁμολογία ποὺ δίνει ἡ Μοναχὴ μπροστὰ στὸν Ἐπίσκοπο. Πανηγυρίζουν τὸ χαρμόσυνο γεγονός, ψάλλουν τὰ κάλλη τῆς νέας της ζωῆς καὶ ἐκείνη τοῦ Παραδείσου κοντὰ στὸν Χριστό. Μέσα ἀπὸ τὸ μεσόφωτο τοῦ μοναστηριοῦ θὰ ζῆ τὴν ὀμορφιὰ ἑνὸς ἄλλου κόσμου, θὰ στρέφη τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ θὰ προγεύεται τῆς αἰωνίας χαρᾶς τοῦ ἄλλου κόσμου.
Σὲ λίγες στροφὲς ὁ Σολωμὸς κλείνει ὄλον τὸν γύρο τῆς συνειδητῆς θρησκευτικῆς ζωῆς, ὅπως ταιριάζει σὲ ἕναν πιστὸ Χριστιανὸ καὶ μάλιστα σὲ ἕναν Μοναχὸ ἢ Μοναχή. Καὶ καταφέρνει σὲ αὐτὸ τὸ ποίημά του, ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῆ ὕμνος τῆς μοναχικῆς ζωῆς, μὲ στίχους ποὺ λαμποκοποῦν ἀπὸ ὀμορφιὰ καὶ ζωντανεύει αὐτὸν τὸν κύκλο τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος εἶχε ἰδιαίτερη εὐαισθησία πρὸς τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἐμπνέεται ἄμεσα στὶς εἰκόνες του ἀπὸ διάφορα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἀκολουθεῖ τὴν ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ καὶ Μεγάλου Σχήματος, ποὺ διαβάζεται κατὰ τὴν κουρὰ τῶν Μοναχῶν.
Σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ποὺ ντύνεται ἡ κόρη τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Γίνεται νύφη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὑποδέχονται οἱ ἄγγελοι μὲ τὸ “Χριστὸς Ἀνέστη”. Συγχαίρουν καὶ συμβουλεύουν τὴν νέα κόρη:
Ἁγιογραφικὰ κείμενα ἀπὸ τὴν κουρὰ Μοναχοῦ:
“Βλέπε, τέκνον, οἵας συνθήκας δίδως τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ. Ἄγγελοι γὰρ πάρεισιν ἀοράτως, ἀπογραφόμενοι τὴν ὁμολογίαν σου ταύτην, ἥν μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ”
Στίχοι Σολωμού:
“Ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Ἄπλαστου
οἱ Ἄγγελοι κατεβῆκαν
καὶ μὲς στοῦ μοσχολίβανου
τὸ σύγνεφο ἐμπήκαν
νὰ ἰδοῦν ποὺ τὸ κοράσιο
κινάει στὴν ἐκκλησιά”.
Οἱ ἄγγελοι ὑποδέχονται τὴν νέα στὸ μοναστήρι καὶ εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης. Ψάλλουν τὸ “Χριστὸς Ἀνέστη” καὶ βεβαιώνουν τὴν κόρη, πὼς ἡ ὄψη της ταιριάζει γιὰ νύμφη τοῦ Χριστοῦ:
“Χριστὸς ἀνέστη, ἐψάλανε
μὲ τὰ γλυκὰ τους χείλη
Χριστὸς ἀνέστη, ἐκάνανε
κι ἀστράφτανε σὰν ἥλιοι”.
…………..
“Χαῖρε, ἀδελφή! Μ’ ἀρέσουνε
τῆς ὄψης σου οἱ χλωμάδες
τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ”.
“Χαῖρε, ὅτι πολὺς ὁ μισθός σου ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὑπάρχει. Χαῖρε οὒν χαῖρε, καὶ ἀγαλλιάσει ἀγαλλιῶ, ὅτι σήμερον ἐξελέξατό σε, καὶ διεχώρισεν Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τῆς ἐν κόσμῳ ζωῆς καὶ ἔθετο, ὡς ἐν προσώπῳ αὐτοῦ, ἐν τῇ παρατάξει τῆς Μοναχικῆς ζωῆς, ἐν τῇ στρατείᾳ τῆς ἀγγελοειδοὺς ζωῆς, ἐν τῷ ὕψει τῆς οὐρανομιμήτου πολιτείας”. (Ἐδῶ τὰ ἀντίστοιχα λόγια λέει ὁ ἴδιος ὁ Μοναχὸς ἢ ἡ Μοναχή, ὅταν ντύνεται τὴν μοναχικὴ στολή).
“Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ. Ἐνέδυσε μὲ γὰρ ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης περιέβαλέ με ὡς νυμφίω, περιέθηκέ με μίτραν καὶ ὡς νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμον”.
Στὴν συνέχεια οἱ Ἄγγελοι ἀναλύουν τὶς σκέψεις καὶ τοὺς πόθους τῆς νέας. Πῶς νιώθει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας, πῶς συγκρίνει τὴν νέα της ζωὴ μὲ τὴν προηγούμενη.
“Μὴ οὒν προτιμήσης τί τοῦ Θεοῦ μὴ ἀγαπήσης μήτε πατέρα, μήτε μητέρα, μήτε ἀδελφούς, μήτε τίνα τῶν ἰδίων, μήτε σεαυτὸν ἀγαπήσης ὑπὲρ τὸν Θεόν”
“Ἀποτάσση γάρ… συνήθεσι, τοῖς ἐν τῷ κόσμῳ, θορύβοις, φροντίσι, κτήνεσιν, ὑπάρξεσιν, τῇ κενῇ καὶ ματαίᾳ ἡδονῇ τὲ καὶ δόξῃ”.
“Ζάλη ἁμαρτημάτων περιέχει με, Σωτήρ, καὶ μηκέτι φέρων τὸν κλύδωνα, σοὶ προσπίπτω τῷ μόνῳ Κυβερνήτῃ…”
“Ὁ καὶ τὸν σὸν πόθον εἰδώς…ἐπιλάβοιτο καὶ ἐπαγκαλίσαιτο, καὶ ὑπερασπίσαι σου καὶ γένοιτό σοι τεῖχος ἰσχυρὸν ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ…συγκοιταζόμενος καὶ συνανιστάμενος, γλυκαίνων καὶ εὐφραίνων σου τὴν καρδίαν…”
“Ἀφοῦ τὸν θάνατο ἔκλαψες
τῆς δόλιας σου μητέρας
καὶ τοῦ πατρός σου ἀπόμεινε
Μόνος αὐτὸς πατέρας
πάντα περνάει τὰ σπλάχνα του
τὸ δάκρυ τοῦ ὀρφανοῦ.
Γλυκὸ εἶναι τῆς Παράδεισος
νὰ μελετᾶς τὰ κάλλη
πικρή ‘ναι ἡ φοβερότατη
τοῦ κόσμου ἀνεμοζάλη.
Μόν’ ἐδῶ φτάνει ὁ ἀντίλαλος, δὲ φτάνει ἡ τρικυμιά.
Ἐδῶ ὁ Χριστὸς στὰ ὀνείρατα
σ’ ἐσένα κατεβαίνει
Ἐδῶ εὐτυχία καὶ θρίαμβος,
ἐκεῖ ‘ναι συμφορά!”.
Ὁ ποιητὴς ἐκφράζει καὶ ἄλλους θρησκευτικοὺς στοχασμοὺς γιὰ τὴν ζωὴ τῆς Μοναχῆς στὸ μοναστήρι, ὥσπου νὰ φτάση τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς:
Ὡς ποὺ ὁ Καιρὸς ὁ γέροντας
νὰ χάσει τὰ φτερά του.
Φριχτὴ ‘ναι ἡ ὥρα ποὺ ἄνθρωπος
βαριὰ ψυχομαχᾶ.”
“…Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν” (Ἰωάν. Ἅ, 3, 14). Ὅμως, “Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον! Πὼς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας καὶ τῆς συμφυΐας, ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται”.
Καὶ ἔρχεται ἀμέσως ἡ παρηγοριὰ τῆς θρησκείας:
“Ὁ πανοικτίρμων οὒν Θεὸς καὶ πολυέλεος… γένοιτό σοι πέτρα ὑπομονῆς, παρακλήσεως ἀφορμή, εὐτονίας χορηγός… γλυκαίνων καὶ εὐφραίνων σου τὴν καρδίαν τῇ παρακλήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”.
Μὴ φοβηθῆς νὰ ‘σ’ ἔρημη
τότε ἀπὸ κάθε μάτι
ἰδού, ὁ Χριστός, ποὺ γέρνοντας
στοῦ πόνου τὸ κρεβάτι
σοῦ σιάζει τὸ προσκέφαλο
καὶ σὲ παρηγορᾶ”.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου διακόπτεται (ἀναστέλλεται) προσωρινὰ ὁ ἀρραβώνας τῆς Μοναχῆς μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ συντελέστηκε μὲ τὴν ἔνδυσή της τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Ἀλλά:
“Εὐτυχισμένο λείψανο
θέλει σοῦ δώσει πάλι
τὸν ἀρραβῶνα ὁ ἴδιος
ὅπου σοῦ πῆρε ἀγάλι
τὴν ὥρα ποὺ ἀπομείνανε
τὰ στήθια σου νεκρά”.
Ὁ Σολωμὸς πίστευε ἀκράδαντα στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἔτσι ἡ συνείδηση ὅτι ἡ ζωὴ ἔχει συνέχεια, τοῦ ἐπιτρέπει νὰ πιστεύη πὼς μεταθανάτια, μὲ τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, θὰ ἐπέλθη καὶ ἡ δικαίωσή τους καὶ ἑπομένως καὶ ἡ Μοναχὴ θὰ ξαναλάβη τὸν ἀρραβῶνα.
Καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποια χρονικὴ προσμονὴ τῆς Μοναχῆς καὶ τῶν ἄλλων νεκρῶν στὸν τάφο καρτερώντας τὴν Κρίση, ἀκούεται τὸ σάλπισμα τῆς Δευτέρας Παρουσίας:
“Σαλπίσει γὰρ καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι” (Α’ Κόρ. 15, 52)
“Ξύπνα, ἀδελφή, τὴ Σάλπιγγα τὴν ὕστερη ἀγροικῶ”
“Τὰ μάτια της ἀστράψανε
τοῦ τάφου ἀπὸ τὴν κλίνη
Κοίτα! πετιέται ὁλόχαρη
καὶ μὲς στὸ λάκκο ἀφήνει
τοὺς μόσχους τοῦ Μαϊάπριλου
ποὺ δὲν ὑπάρχει πλιά”
Ἔτσι ζωγραφίζει ζωντανὰ ὁ Σολωμὸς τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ αἰσθητοποιεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση τῆς Μοναχῆς καὶ τὸ ντύνει μὲ χαρά, “κοίτα πετιέται ὁλόχαρη”. Συμφωνεῖ καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, πὼς σὲ σώματα ἁγίων ἀνθρώπων, μετὰ τὸν θάνατό τους, τὰ σκηνώματα καὶ οἱ τάφοι τους μοσχοβολοῦν μιὰ οὐράνια καὶ εὐχάριστη εὐωδία. Αὐτὴν τὴν ἔννοια ἔχει ὁ στίχος “τοὺς μόσχους τοῦ Μαϊάπριλου”.
Μὲ τοῦτο τὸ ποίημα ὁ Σολωμὸς δείχνει ἕναν ἰδιαίτερο θρησκευτικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ ἐμπνέει τὸν ἀγῶνα ποὺ πρέπει ἐλεύθερα νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος κατὰ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Περισσότερο συγκινεῖ σ’ αὐτὸ ὁ μέσα πλοῦτος, αὐτὸς ὁ ὄμορφος κόσμος ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος τῆς Μοναχῆς. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν ποίησή του τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα παρουσιάζεται τόσο βαθὺ καὶ ἡ ἐνοραματικὴ του δύναμη μὲ τέτοια λυρικὴ τέχνη, ποὺ δίκαια φέρνει στὸν νοῦ μας τὴν ποίηση τῶν μεγάλων ὑμνογράφων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ κ.ἄ. “Γι’ αὐτὸ θὰ περάσουν τὰ χρόνια καὶ οἱ καιροὶ καὶ ἡ Μοῦσα θὰ κτίση στὴν Ἑλλάδα ναοὺς καὶ λειτουργοὺς θά βρεῖ ἁγνότερους καὶ πιὸ ἄξιους, πιὸ ξακουστοὺς κι ἀκόμα ὁ Σολωμὸς θὰ στέκεται στὴν κορφή…”, ὅπως εἶπε ὁ Κ. Παλαμάς. Ἀλλὰ καὶ ὁ Νομπελίστας μας ποιητὴς Ὀδ. Ἐλύτης δὲν ἔχει ἄδικο πού μᾶς προτείνει:
“Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί,
ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ
καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ἡ λαλιὰ ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ψέμα
θ’ ἀναπαύσει τὸ πρόσωπο τοῦ μαρτυρίου
μὲ τὸ λίγο βάμμα τοῦ γλαυκοῦ στὰ χείλη”
(Ὄδ. Ἐλύτη “Ἄξιόν ἐστι” Δ’ἔκδ. σ. 54).