α) Οἱ πληροφορίες τῶν ἱερῶν εὐαγγελιστῶν γιὰ τὴν Παναγία δὲν εἶναι πολλές. Τὶς περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀναφέρει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεία Γέννηση, κι ἄλλες στιγμὲς γιὰ τὸν βίο τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Λουκᾶς ὁ ἰατρός, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἁγιογράφος, «ἱστόρησε», περιέγραψε τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ σὲ αὐτὸν ἀποδίδονται ὁρισμένες θαυματουργὲς εἰκόνες. Στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, διαβάζονται στὴν Ἐκκλησία περικοπὲς ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιό του, τόσο στὸν ὄρθρο (Λουκ. 1, 39-49, 56) ὅσο καὶ στὴ θεία Λειτουργία (Λουκ. 10, 38-42 καὶ 11, 27-28).
β) Στὸ ὀρθρινὸ εὐαγγέλιο περιγράφεται ἡ ἐπίσκεψη τῆς Μαριὰμ στὴν Ἐλισάβετ, μητέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅταν οἱ δύο γυναῖκες ἀντάλλαξαν τὸν συνηθισμένο ἀσπασμό, «ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τὴ κοιλία αὐτῆς». Ὁ Πρόδρομος ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς μητέρας του ἀναγνώρισε τὸν καρπὸ τῆς κοιλίας τῆς Παρθένου! Πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ φώναξε δυνατά: Εἶσαι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες. Εὐλογημένο καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχεις στὰ σπλάχνα σου. Χαρὰ σὲ σένα ποὺ πίστεψες, ὅτι θὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελισμοῦ.
γ) Τότε ἡ Μαριὰμ εἶπε: «Ἡ ψυχή μου δοξάζει τὸν Κύριο, καὶ τὸ πνεῦμα μου νιώθει ἀγαλλίαση γιὰ τὸν Θεό, τὸν σωτήρα μου, γιατί ἔδειξε τὴν εὐμένειά του στὴν ταπεινή του δούλη. Ἀπὸ τώρα θὰ μὲ καλοτυχίζουν ὅλες οἱ γενεές, γιατί ὁ δυνατὸς Θεὸς ἔκανε σὲ μένα θαυμαστὰ ἔργα». Καὶ πράγματι ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια οἱ γενεὲς τῶν ἀνθρώπων μακαρίζουν τὴν Παρθένο Μαρία, τὴ μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου καὶ μητέρα ὅλου του κόσμου. Κτίζουν πρὸς τιμὴν της περίλαμπρα μοναστήρια, μεγάλους ναοὺς καὶ ταπεινὰ ἐξωκλήσια, ἐκφωνοῦν θεσπέσιους λόγους, συνθέτουν ὕμνους, ποιήματα καὶ μελωδίες ἱερές, ἁγιογραφοῦν εἰκόνες καὶ ἀναδεικνύουν μεγάλα προσκυνήματα.
δ) Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θείας Λειτουργίας ἀναφέρεται ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ στὸ σπίτι τῶν ἀδελφῶν Μάρθας καὶ Μαρίας. Ἡ Μαρία κάθισε «παρὰ τοὺς πόδας» τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουγε τὴ διδαχή του. Ἡ Μάρθα, ποὺ ἔτρεχε συνεχῶς γιὰ νὰ διακονήσει τοὺς ὑψηλοὺς ἐπισκέπτες, πῆγε στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Κύριε, δὲν νοιάζεσαι πού ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνη νὰ σὲ περιποιοῦμαι; Πές της νὰ μὲ βοηθήσει». Κι ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀποκρίθηκε: «Μάρθα, Μάρθα, ἀσχολεῖσαι κι ἀγωνιᾶς γιὰ τόσα πολλὰ πράγματα, ἐνῶ ἕνα μόνο χρειάζεται. Αὐτὸ διάλεξε καὶ ἡ Μαρία».
ε) Στὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου ἐπισυνάπτονται τὰ λόγια κάποιας γυναίκας, ἡ ὁποία, ἀκούγοντας τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου γιὰ τὰ δαιμονικὰ πνεύματα, φώναξε δυνατὰ μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὕς ἐθήλασας» (Λουκ.11, 27). Ἡ ἁπλὴ αὐτὴ γυναίκα μακάρισε τὴ Μάνα ποὺ Τὸν κυοφόρησε καὶ Τὸν γαλούχησε. Ὁ Κύριος ὅμως, ὑπερβαίνοντας τὴ σχέση υἱότητας ποὺ τὸν συνέδεε μὲ τὴ Μητέρα του, ἀπάντησε: «Μακάριοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε καὶ ἐφαρμόζουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ». Ὅσοι τὸν ἔχουν ὡς πολύτιμο θησαυρὸ στὴν καρδιά τους, ὡς ἀπλανῆ ὁδηγὸ στὴ ζωή τους. Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση, ὅταν οἱ μαθητὲς τὸν εἰδοποίησαν ὅτι τὸν ἀναζητοῦν ἡ μητέρα καὶ οἱ ἀδελφοί του, Ἐκεῖνος ἔδωσε παραπλήσια ἀπάντηση: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ἐδῶ, ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν» (Λουκ. 8, 21).
στ) Ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγία στὴν τήρηση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου παραπέμπει, καὶ ἐκεῖνον ὑποδεικνύει ὡς Σωτήρα τοῦ κόσμου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ φράση της πρὸς τοὺς ὑπηρέτες στὸ γάμο τῆς Κανᾶ: «Ὅ,τι σᾶς πεῖ νὰ τὸ κάνετε» (Ἰωάν. 2, 5), ἀλλὰ καὶ ἡ κίνησή της στὴ βυζαντινὴ εἰκόνα, ποὺ δείχνει μὲ τὸ δεξὶ χέρι τὸν Υἱό της. Ὁπότε, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ μέγιστη τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό της. Κι αὐτὸ ἀποτελεῖ κομβικὸ σημεῖο κάθε θεομητορικῆς γιορτῆς. Διότι μπορεῖ ἐθιμικὰ νὰ ἑορτάζουμε ὡς ὀρθόδοξοι τὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας καὶ νὰ ταξιδεύουμε μέχρι τὸν μακρινὸ Πόντο τὴν ἡμέρα τῆς κοίμησής της, ἀλλὰ ἡ ζωή μας νὰ εἶναι ἀσύμβατη μὲ τὰ εὐαγγελικὰ λόγια.
ζ) Ἂν πράγματι θέλουμε νὰ τιμήσουμε τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ μεγάλη Μάνα τοῦ λαοῦ μας, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὴ διδαχὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Υἱοῦ της. Νὰ ἐμπνευστοῦμε ἀπὸ τὰ ζωογόνα μηνύματα τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, τῆς ζωντανῆς ἐλπίδας, τῆς χριστιανικῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς θυσίας γιὰ τὸν ἀδελφό, ἀλλὰ καὶ τῆς τιμῆς πρὸς κάθε ἄνθρωπο. Τότε ἡ κοινωνία δὲν θὰ διολισθαίνει σὲ πνευματικὴ παρακμή, ἀπανθρωπισμό, ἀναίδεια, ἀλαζονεία, ἔχθρα καὶ κάθε μορφῆς ἀδικία. Ἀλλὰ θὰ γίνεται κοινωνία ἀνθρωπινότερη, δικαιότερη, ἁγιότερη. Κοινωνία ποὺ θὰ σέβεται τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, τῆς Παναγίας, καὶ συνεκδοχικὰ τὰ πρόσωπα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.