Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Στὴν σύγχρονη ἐποχή, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὶς ραγδαῖες ἐξελίξεις τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς τεχνολογίας, ἀπὸ τὴν σύγκλιση τῶν πολιτισμῶν καὶ τὴν κρίση τῶν ἀξιῶν, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη θάνατος ἀποφεύγεται καὶ, ὅ,τι τὴν ἀνακαλεῖ, ἀπωθεῖται καὶ ἀπορρίπτεται. Ὁ θάνατος γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι μόνο κάτι τὸ ἀρνητικό, μία ἀπώλεια – τὸν «χάσαμε», λέγεται συχνὰ γιὰ τὸν πεθαμένο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν κατέχει τὴν ὀρθὴ γνωσιολογία γιὰ τὸν θάνατο προσπαθεῖ νὰ τὸν ἀγνοήσει καὶ βιώνει ἔτσι, οὐσιαστικὰ, μία νευρωτικὴ ζωή, στερημένη τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος.

  • !

    Ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὸν κόσμο διὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προέρχεται τὸ κακὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός. Ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν δημιούργησε γιὰ νὰ πεθάνει. Μετὰ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, ὅμως, ἐμφανίστηκε ὁ θάνατος.

  • !

    Ὁ Θεὸς μέσα στὴν ἄρρητη πρόνοιά Του οἰκονόμησε, ὥστε νὰ εἶναι ἄγνωστη ἡ ὥρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἂν ὁ ἄνθρωπος γνώριζε πότε θὰ πεθάνει, δὲν θὰ σταματοῦσε νὰ ἁμαρτάνει καὶ νὰ μὴν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀρετή. Τὸ ἄγνωστο τῆς ὥρας τοῦ θανάτου κρατεῖ τὸν πιστὸ σὲ μία διαρκῆ ἑτοιμότητα καὶ ἐγρήγορση.
    Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ Θεὸς εὐδοκεῖ σὲ ἕναν αἰφνίδιο θάνατο. Ὑπάρχει εὐχὴ ποὺ λέγεται στὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στὴν ὁποία ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς διαφυλάξει ἐκτὸς ἀπὸ τῶν ἄλλων κακῶν καὶ ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο.

  • !

    Ὁ αἰφνίδιος θάνατος γιὰ τὸν ἄθεο, τὸν ἄπιστο, τὸν ἀμετανόητο εἶναι ἕνα τρομακτικὸ γεγονὸς μὲ φοβερὲς συνέπειες. Γιατί ὁ χρόνος ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο, σὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ, δὲν ἀξιοποιήθηκε σωστά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν αὐτοπροσδιορίσθηκε θετικὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ κόσμου· καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς, ὅτι δὲν ἔζησε ἐν μετανοίᾳ, δὲν ἔζησε μὲ ἐπίγνωση Θεοῦ. Ὁπότε καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τὸν Θεό, ἡ μετοχή του στὴν αἰώνια θεία μακαριότητα κατὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωὴ διακυβεύεται. Αὐτὸν τὸν τύπο τοῦ ἀνθρώπου, κυρίως, θέλει ἡ προαναφερθεῖσα εὐχὴ αἴτηση, νὰ διαφυλάξει ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο.
    Γιὰ τὸν πιστὸ ὅμως, γι’ αὐτὸν ποὺ ζεῖ σωστὰ καὶ ἐμπειρικὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, δὲν ἔχει ἰσχὺ ὁ αἰφνίδιος θάνατος, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψει πνευματικά. Ὅσο μεγαλύτερη πνευματικὴ κατάσταση ἔχει ἕνας ἄνθρωπος, τόσο δὲν φοβεῖται τὸν θάνατο, θὰ λέγαμε ὅτι μᾶλλον τὸν ἐπιθυμεῖ.
    Βέβαια τὸ καλύτερο, τὸ ἰδανικό, εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ προγνωρίσει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, νὰ παραδώσει τὴν ψυχὴ τοῦ σὲ κατάσταση προσευχῆς· κάτι ποὺ συμβαίνει σὲ ἐνάρετους, ὁσίους Γέροντες. Ἔτσι ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς προγνώρισε, εἶχε λάβει «πληροφορίαν» ἀπὸ τὴν ἴδια τήν Παναγία, ὅτι θὰ κοιμηθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς της, δηλ. στὶς 15 Αὐγούστου. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ προγενέστεροι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν προγνωρίσει τὴν κοίμησή τους, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Στυλίτης, ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμάς κ.ἄ.

  • !

    Ἄλλοτε ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἕναν αἰφνίδιο θάνατο, γιὰ νὰ ἐξαλείψει πλῆθος ἁμαρτιῶν. Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε, ὅτι κάποιος μοναχὸς ἔπεσε σὲ πορνεία καὶ δύο ἄλλοι συνασκητές του, ποὺ εἶχαν ἤδη κοιμηθεῖ, ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν κατασπαράξει ἕνα λιοντάρι, γιὰ νὰ διαγραφεῖ μὲ αὐτὸν τὸν ἐπώδυνο θάνατο ἡ ἁμαρτία του καὶ νὰ καταταγεῖ στὴν χορεία τῶν σεσωσμένων μαζί τους. Ὁ προορατικὸς μακάριος Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε, ὅτι οἱ ἐρευνητὲς ἐπιστήμονες βρίσκονται πολὺ κοντὰ στὴν εὕρεση τοῦ φαρμάκου γιὰ τὸν καρκίνο, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιατί ὁ Παράδεισος γεμίζει ἀπὸ καρκινοπαθεῖς.

  • !

    Ὁ θάνατος εἶναι κάτι ἀφύσικο, διεστραμμένο καὶ ἀποτρόπαιο. Παραμένει πάντοτε ὁ ἔσχατος ἐχθρὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ πρὶν μερικὲς δεκαετίες ἀντιμετώπιζε τὸν θάνατο μὲ ἔντονο ὑπαρξιακὸ ἐνδιαφέρον. Ὁ σημερινὸς ὅμως ἄνθρωπος, ποὺ βλέπει σχεδὸν καθημερινὰ πολλοὺς ὁμαδικοὺς ἢ βιαίους θανάτους ἀπὸ πολέμους, ἐγκλήματα ἢ δυστυχήματα μὲ τὰ τηλεοπτικὰ μέσα, ἔχει χάσει αὐτὴν τὴν ὑπαρξιακὴ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου καὶ τὸν θεωρεῖ ὡς κάτι φυσικό.

  • !

    Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιὰ νὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, ἡ ἁμαρτία καὶ νὰ νικηθεῖ ὁ διάβολος. Ὁ Χριστὸς προσέλαβε θνητὸ καὶ παθητὸ σῶμα, γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο στὸ ἴδιο Του τὸ σῶμα. Διὰ τῆς σταυρώσεώς Του καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του νίκησε τὸν θάνατο καὶ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα, ἀφοῦ ἑνωθεῖ μαζί Του, νὰ νικήσει καὶ αὐτὸς τὸν θάνατο στὴν προσωπική του ζωή. Ἔτσι, πλέον μετὰ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ θάνατος ἀλλάζει γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ὄνομα καὶ προσανατολισμὸ· δὲν ὀνομάζεται θάνατος ἀλλὰ κοίμηση καὶ γίνεται μία γέφυρα πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ πιστὸς μεταβαίνει «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ιω. 5, 24).
    Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς συμβουλεύει νὰ μὴν ξεχνοῦμε, ὅτι «ὁ θάνατος εἶναι τόσον αἰφνίδιος κλέπτης, εἰς τρόπον ὅπου δὲν ἠξεύρεις πότε ἔρχεται εἰς τοῦ λόγου σου. Ἐνδέχεται νὰ ἔλθη τούτην τὴν ἡμέραν, τούτην τὴν ὥραν, τούτην τὴν στιγμήν καὶ σὺ, ὅπου ἐξημερώθης καλά, νὰ μὴ φθάσης νὰ ἰδῇς τὴν ἑσπέραν, καὶ σὺ, ὅπου ἔφθασες τὴν ἑσπέραν, νὰ μὴ φθάσης νὰ ἐξημερωθῆς…

  • !

    Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, πολὺ ὠφελοῦν τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, καὶ εἰδικά τούς αἰφνιδίως ἀποθανόντας,- τὰ μνημόσυνα, τὰ σαρανταλείτουργα, οἱ προσευχές, οἱ ἐλεημοσύνες καὶ ἡ δική μας χριστιανικὴ ζωὴ, ποὺ ἀντανακλᾶ ὡς φῶς καὶ στὶς δικές τους ψυχές.

  • !

    Ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν κύριο λόγο τὸν ἔχει ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Εἶναι μέσα στὰ ἀνεξερεύνητα κρίματα τοῦ Θεοῦ, ἂν τελικὰ ἐμεῖς προσωπικὰ θὰ πεθάνουμε μὲ αἰφνίδιο θάνατο· ὅμως πρέπει νὰ ἔχει γίνει πεποίθησή μας, νὰ ἀφομοιωθεῖ ἀπὸ ὅλο τό εἶναι μας, ὅτι διὰ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ «ὁ θάνατος οὐκέτι κυριεύει»(Ρωμ. 6, 9), ἐνῶ «τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωὴ αἰώνιος»(Ρωμ. 6, 23).

Ὁ αἰφνίδιος θάνατος ἀπὸ θεολογικῆς ἀπόψεως

 

Στὴν σύγχρονη ἐποχή, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὶς ραγδαῖες ἐξελίξεις τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς τεχνολογίας, ἀπὸ τὴν σύγκλιση τῶν πολιτισμῶν καὶ τὴν κρίση τῶν ἀξιῶν, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη θάνατος ἀποφεύγεται καὶ, ὅ,τι τὴν ἀνακαλεῖ, ἀπωθεῖται καὶ ἀπορρίπτεται. Ὁ θάνατος γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι μόνο κάτι τὸ ἀρνητικό, μία ἀπώλεια – τὸν «χάσαμε», λέγεται συχνὰ γιὰ τὸν πεθαμένο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν κατέχει τὴν ὀρθὴ γνωσιολογία γιὰ τὸν θάνατο προσπαθεῖ νὰ τὸν ἀγνοήσει καὶ βιώνει ἔτσι, οὐσιαστικὰ, μία νευρωτικὴ ζωή, στερημένη τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος.

Ἡ παύση τῆς καρδιακῆς λειτουργίας ἢ καὶ ἡ νέκρωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους, δηλαδὴ ὁ βιολογικός, ὁ κλινικὸς θάνατος δὲν εἶναι μία φυσικὴ κατάσταση γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δὲν ἀποτελεῖ τὸ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν»· ὁ θάνατος παρενεβλήθη στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐνεργεῖ ὡς παράσιτο. Ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὸν κόσμο διὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προέρχεται τὸ κακὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός. Ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν δημιούργησε γιὰ νὰ πεθάνει. Μετὰ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, ὅμως, ἐμφανίστηκε ὁ θάνατος· «ᾗ δε ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, [τοῦ καρποῦ τῆς ἁμαρτίας] θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»(Γεν.2,17). Καὶ ὄντως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «δι’ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν»(Ρωμ.5,12). Δηλαδὴ ὁ θάνατος, ὡς ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων, εἶναι παρέμβλητος καὶ εἰσέδυσε μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ δι’ αὐτῆς σὲ ὅλη τὴν κτίση.

Ὁ Θεὸς μέσα στὴν ἄρρητη πρόνοιά Του οἰκονόμησε, ὥστε νὰ εἶναι ἄγνωστη ἡ ὥρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἂν ὁ ἄνθρωπος γνώριζε πότε θὰ πεθάνει, δὲν θὰ σταματοῦσε νὰ ἁμαρτάνει καὶ νὰ μὴν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀρετή. Τὸ ἄγνωστο τῆς ὥρας τοῦ θανάτου κρατεῖ τὸν πιστὸ σὲ μία διαρκῆ ἑτοιμότητα καὶ ἐγρήγορση. «Γρηγορεῖτε οὗν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποία ὥρα ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται»(Ματθ. 24,42), εἴτε διὰ τοῦ θανάτου εἴτε διὰ τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του.

Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ Θεὸς εὐδοκεῖ σὲ ἕναν αἰφνίδιο θάνατο. Ὑπάρχει εὐχὴ ποὺ λέγεται στὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στὴν ὁποία ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς διαφυλάξει ἐκτὸς ἀπὸ τῶν ἄλλων κακῶν καὶ ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο. «Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τὴν ἁγίαν ἐκκλησίαν καὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀπὸ λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφύλιου πολέμου καὶ αἰφνίδιου θανάτου».

Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐνεργὰ μελή της, τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ποὺ δυνάμει ἀποτελοῦν μέλη της. Ὁπότε ὡς μητέρα ἔχει στρέψει τὸ ἐνδιαφέρον της καὶ τὴν στοργή της, γιὰ νὰ προστατέψει ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ νὰ δοθεῖ κάθε καλὸ καὶ εὐλογία στὰ τέκνα της, σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ, προσεύχεται ὄχι μόνο ὑπὲρ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλὰ καὶ «ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου… ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων κ.λ.π.».

Ὁ αἰφνίδιος θάνατος γιὰ τὸν ἄθεο, τὸν ἄπιστο, τὸν ἀμετανόητο εἶναι ἕνα τρομακτικὸ γεγονὸς μὲ φοβερὲς συνέπειες. Γιατί ὁ χρόνος ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο, σὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ, δὲν ἀξιοποιήθηκε σωστά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν αὐτοπροσδιορίσθηκε θετικὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ κόσμου· καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς, ὅτι δὲν ἔζησε ἐν μετανοίᾳ, δὲν ἔζησε μὲ ἐπίγνωση Θεοῦ. Ὁπότε καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τὸν Θεό, ἡ μετοχή του στὴν αἰώνια θεία μακαριότητα κατὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωὴ διακυβεύεται. Αὐτὸν τὸν τύπο τοῦ ἀνθρώπου, κυρίως, θέλει ἡ προαναφερθεῖσα εὐχὴ αἴτηση, νὰ διαφυλάξει ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο.

Γιὰ τὸν πιστὸ ὅμως, γι’ αὐτὸν ποὺ ζεῖ σωστὰ καὶ ἐμπειρικὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, δὲν ἔχει ἰσχὺ ὁ αἰφνίδιος θάνατος, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψει πνευματικά. Ὅσο μεγαλύτερη πνευματικὴ κατάσταση ἔχει ἕνας ἄνθρωπος, τόσο δὲν φοβεῖται τὸν θάνατο, θὰ λέγαμε ὅτι μᾶλλον τὸν ἐπιθυμεῖ. Ὄχι γιατί μισεῖ τὴν ζωὴ αὐτὴν ἢ γιατί θεωρεῖ τὸ σῶμα ὡς φυλακὴ, ὅπως πίστευαν οἱ Πλατωνικοὶ φιλόσοφοι καὶ ἔβλεπαν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτὸ μέσῳ τοῦ θανάτου. Ὁ χριστιανὸς ἀγαπᾶ τὴν ζωὴ καὶ ποθεῖ τὴν κοινωνία μὲ τὴν ὄντως Ζωή, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ ὁμολογεῖ: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος… τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι πολλῷ μᾶλλον κρεῖσσον»(Φιλιπ. 1,21-23).

Ἔτσι καὶ ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς ἀπὸ αὐτὸν τὸν πόθο, τὸν θεῖο ἔρωτα πρὸς τὸν Χριστό, τὴν ἐπιθυμία γιὰ ζωὴ ἀληθινὴ ἔλεγε: «Ὁ θάνατος, ὅπου εἰς τοὺς πολλοὺς εἶναι μέγας καὶ τρομερός, εἰς ἐμένα εἶναι μία ἀνάπαυσις, ἕνα γλυκύτατον πρᾶγμα». Γι’ αὐτὸ καὶ σύστηνε «μακάριος, ὅστις νυχθημερὸν ἐνθυμεῖται τὸν θάνατον καὶ ἑτοιμάζεται νὰ τὸν συνάντηση. Διότι ἔχει τὴν συνήθειαν αὐτός, εἰς ὅσους τὸν περιμένουν νὰ ἔρχεται ἱλαρός, ἀλλ’ εἰς ὅσους δὲν τὸν προσμένουν καταφθάνει πικρὸς καὶ σκληρός [ὡς αἰφνίδιος]»•.

Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης φέρνει ἕνα πολὺ ὡραῖο παράδειγμα αἰφνίδιου θανάτου. Ἂς ὑποθέσουμε, λέγει, ὅτι εἶναι ἕνας βασιλέας ποὺ ζεῖ μέσα στὴν χλιδή, τὴν ἀμαρτωλότητα καὶ κατέχει ὅλα τὰ πλούτη τῆς γῆς. Τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ βασιλέας αὐτὸς βρίσκεται σὲ ἕνα συμπόσιο καὶ διασκεδάζει μὲ τοὺς πρίγκιπες καὶ ὅλη τὴν συνοδεία του, ἐπάνω στὸν θρόνο του καὶ σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο του, ἂν τοῦ ἔλεγε κάποιος, ὅτι σὲ λίγο πεθαίνεις, θὰ ταρασσόταν καὶ θὰ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν φόβο του. Ἂν ὅμως σὲ κάποιον πτωχό, ἀλλὰ πλούσιο στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συνεχίζει ὁ ἅγιος Σιλουανός, λέγανε ὅτι τώρα πεθαίνεις, ἐκεῖνος μὲ εἰρήνη θὰ ἔλεγε: «Νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Δόξα στὸν Θεό, διότι μὲ θυμήθηκε καὶ θέλει νὰ μὲ πάρει ἐκεῖ, ποὺ πρῶτος μπῆκε ὁ ληστής».

Βέβαια τὸ καλύτερο, τὸ ἰδανικό, εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ προγνωρίσει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, νὰ παραδώσει τὴν ψυχὴ τοῦ σὲ κατάσταση προσευχῆς· κάτι ποὺ συμβαίνει σὲ ἐνάρετους, ὁσίους Γέροντες. Ἔτσι ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς προγνώρισε, εἶχε λάβει «πληροφορίαν» ἀπὸ τὴν ἴδια τήν Παναγία, ὅτι θὰ κοιμηθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς της, δηλ. στὶς 15 Αὐγούστου. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ προγενέστεροι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν προγνωρίσει τὴν κοίμησή τους, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Στυλίτης, ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμάς κ.ἄ. Ὁ ὅσιος Θεόγνωστος λέγει, ὅτι σὲ ὅποιο ὕψος ἀρετῆς καὶ ἂν φθάσεις, ὅσα χαρίσματα καὶ ἂν ἀποκτήσεις «μὴ ἀνάσχη ἀπολυθῆναι τῆς σαρκὸς χωρὶς προγνώσεως τοῦ θανάτου· ἀλλὰ καὶ δέου λιπαρῶς περὶ τούτου».

«Τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ, ὅμως, εἶναι ἄβυσσος πολλή»(βλ. Ψάλμ.35,7) καὶ «τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου;»(Ρωμ. 11,32). Ὁ Θεὸς μὲ τὶς ἀνεξιχνίαστες βουλὲς καὶ ἀποφάσεις Του ἀποβλέπει πάντοτε πρὸς τὴν σωτηρία, τὴν πνευματικὴ τελειοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται -μέσα στὰ ὅρια τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς- ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζημιώνεται, ἀδικεῖται. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε, πολλοὶ ἅγιοι νὰ πεθάνουν μὲ αἰφνίδιο θάνατο, ὅπως ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς ὁ Αἰθίωψ, ὁ ὅσιος Στέφανος ὁ Νέος, οἱ 38 ἐν Σινᾶ καὶ οἱ 33 ἐν Ραϊθὼ ἀναιρεθέντες ἀββᾶδες ἀλλὰ καὶ ὁ μεγάλος ἀναμορφωτὴς τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Αὐτοὶ, ὡς πνευματικοὶ πατέρες, ἀναδέχτηκαν τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ καὶ θυσιάστηκαν, ὅπως ὁ Χριστὸς, γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἔγιναν δὲ καὶ αἰτία ἐγρηγόρσεως καὶ ἀφυπνισμοῦ γιὰ τοὺς πιστούς. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, οἱ πιστοὶ θὰ πρέπει νὰ διερωτοῦνται μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο ἑνὸς ἁγίου: «Ἂν συνέβηκε τοῦτο σὲ αὐτὸν τὸν δίκαιο ἄνθρωπο, τί πρόκειται νὰ πάθουμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί;».

Ἄλλοτε ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἕναν αἰφνίδιο θάνατο, γιὰ νὰ ἐξαλείψει πλῆθος ἁμαρτιῶν. Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε, ὅτι κάποιος μοναχὸς ἔπεσε σὲ πορνεία καὶ δύο ἄλλοι συνασκητές του, ποὺ εἶχαν ἤδη κοιμηθεῖ, ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν κατασπαράξει ἕνα λιοντάρι, γιὰ νὰ διαγραφεῖ μὲ αὐτὸν τὸν ἐπώδυνο θάνατο ἡ ἁμαρτία του καὶ νὰ καταταγεῖ στὴν χορεία τῶν σεσωσμένων μαζί τους. Ὁ προορατικὸς μακάριος Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε, ὅτι οἱ ἐρευνητὲς ἐπιστήμονες βρίσκονται πολὺ κοντὰ στὴν εὕρεση τοῦ φαρμάκου γιὰ τὸν καρκίνο, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιατί ὁ Παράδεισος γεμίζει ἀπὸ καρκινοπαθεῖς.

Ὁ πόνος εἶναι συνυφασμένος μὲ τὴν ζωή μας. Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὶς ἔντονες θλίψεις λυγίζουμε, ἂν συμβαδίζει καὶ ἡ ὀλιγοπιστία. Γιὰ παράδειγμα, ἂν γνωρίζουμε, ὅτι κάποιο γνωστό μας πρόσωπο θὰ πεθάνει σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, γιατί ἔχει κάποια θανατηφόρα ἀσθένεια, καὶ ἐνῷ προετοιμαζόμαστε ψυχολογικὰ νὰ τὸ ἀποδεχθοῦμε, παρόλα αὐτὰ δὲν τὸ ἀντέχουμε, πόσο μᾶλλον θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε εἰρηνικὰ καὶ γαλήνια ἕναν αἰφνίδιο θάνατο καὶ μάλιστα γιὰ ἕνα νεαρὸ πρόσωπο;

Ὁ θάνατος εἶναι κάτι ἀφύσικο, διεστραμμένο καὶ ἀποτρόπαιο. Παραμένει πάντοτε ὁ ἔσχατος ἐχθρὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ πρὶν μερικὲς δεκαετίες ἀντιμετώπιζε τὸν θάνατο μὲ ἔντονο ὑπαρξιακὸ ἐνδιαφέρον. Ὁ σημερινὸς ὅμως ἄνθρωπος, ποὺ βλέπει σχεδὸν καθημερινὰ πολλοὺς ὁμαδικοὺς ἢ βιαίους θανάτους ἀπὸ πολέμους, ἐγκλήματα ἢ δυστυχήματα μὲ τὰ τηλεοπτικὰ μέσα, ἔχει χάσει αὐτὴν τὴν ὑπαρξιακὴ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου καὶ τὸν θεωρεῖ ὡς κάτι φυσικό.

Ὁ χριστιανὸς, ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ τὸν θάνατο, δὲν τὸ κάνει ἀπὸ πεσσιμισμό, δὲν συμβιβάζεται μοιρολατρικὰ μαζί του, δὲν τὸν θεωρεῖ φυσικὸ· τὸν βλέπει κυρίως ὡς ἐχθρὸ, ποὺ πρέπει νὰ τὸν νικήσει διὰ τοῦ Χριστοῦ. «Ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος»(Α΄Κορ. 15, 26) «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»(Ιω. 1, 14) «ἵνα καταργήση τόν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου τοῦτ’ ἔστιν τὸν διάβολον»(Εβρ. 2, 14). Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιὰ νὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, ἡ ἁμαρτία καὶ νὰ νικηθεῖ ὁ διάβολος. Ὁ Χριστὸς προσέλαβε θνητὸ καὶ παθητὸ σῶμα, γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο στὸ ἴδιο Του τὸ σῶμα. Διὰ τῆς σταυρώσεώς Του καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του νίκησε τὸν θάνατο καὶ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα, ἀφοῦ ἑνωθεῖ μαζί Του, νὰ νικήσει καὶ αὐτὸς τὸν θάνατο στὴν προσωπική του ζωή. Ἔτσι, πλέον μετὰ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ θάνατος ἀλλάζει γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ὄνομα καὶ προσανατολισμὸ· δὲν ὀνομάζεται θάνατος ἀλλὰ κοίμηση καὶ γίνεται μία γέφυρα πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ πιστὸς μεταβαίνει «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ιω. 5, 24).

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς συμβουλεύει νὰ μὴν ξεχνοῦμε, ὅτι «ὁ θάνατος εἶναι τόσον αἰφνίδιος κλέπτης, εἰς τρόπον ὅπου δὲν ἠξεύρεις πότε ἔρχεται εἰς τοῦ λόγου σου. Ἐνδέχεται νὰ ἔλθη τούτην τὴν ἡμέραν, τούτην τὴν ὥραν, τούτην τὴν στιγμήν καὶ σὺ, ὅπου ἐξημερώθης καλά, νὰ μὴ φθάσης νὰ ἰδῇς τὴν ἑσπέραν, καὶ σὺ, ὅπου ἔφθασες τὴν ἑσπέραν, νὰ μὴ φθάσης νὰ ἐξημερωθῆς… Συμπέραινε, λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἀπὸ τοῦτα, καὶ εἰπὲ ἔτσι εἰς τὸν ἑαυτόν σου· “ἂν ἐγὼ ἔχω νὰ ἀποθάνω, καὶ ἴσως μὲ ἕναν αἰφνίδιον θάνατον, τί ἔχω νὰ γίνω ὁ ταλαίπωρος; τί θέλει μὲ ὠφελήσει τότε, ἂν ἀπολαύσω ὅλας τοῦ κόσμου τὰς ἡδονάς;… ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανά καὶ κακὲ λογισμὲ· δὲν θέλω σοῦ ἀκούσω εἰς τὸ νὰ ἁμαρτήσω”».

Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, πολὺ ὠφελοῦν τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, καὶ εἰδικά τούς αἰφνιδίως ἀποθανόντας,- τὰ μνημόσυνα, τὰ σαρανταλείτουργα, οἱ προσευχές, οἱ ἐλεημοσύνες καὶ ἡ δική μας χριστιανικὴ ζωὴ, ποὺ ἀντανακλᾶ ὡς φῶς καὶ στὶς δικές τους ψυχές.

Κλείνοντας αὐτὴν τὴν ὀλιγόλεπτη εἰσήγησή μας, στὴν ὁποία ἀκροθιγῶς ἀναφερθήκαμε σὲ ὁρισμένες πτυχὲς ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν αἰφνίδιο θάνατο, ἀπὸ θεολογικῆς βέβαια ἀπόψεως, θὰ θέλαμε νὰ τονίσουμε, ὅτι ὁ θάνατος, ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν κύριο λόγο τὸν ἔχει ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Εἶναι μέσα στὰ ἀνεξερεύνητα κρίματα τοῦ Θεοῦ, ἂν τελικὰ ἐμεῖς προσωπικὰ θὰ πεθάνουμε μὲ αἰφνίδιο θάνατο· ὅμως πρέπει νὰ ἔχει γίνει πεποίθησή μας, νὰ ἀφομοιωθεῖ ἀπὸ ὅλο τό εἶναι μας, ὅτι διὰ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ «ὁ θάνατος οὐκέτι κυριεύει»(Ρωμ. 6, 9), ἐνῶ «τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωὴ αἰώνιος»(Ρωμ. 6, 23).