Ἡ ΣΠΟΥΔΗ τῶν στοιχείων τοῦ νεοελληνικοῦ μας πολιτισμοῦ εἶναι σημαντικὸ ἔργο καὶ ἀρκετοὶ διανοούμενοι ἀσχολοῦνται μ’ αὐτό. Ἐξετάζονται οἱ διάφορες μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ, ἡ γένεση καὶ ἀνάπτυξή τους καὶ γενικώτερα ἡ ἐπίδρασή τους στὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ. Ἔτσι ξαναγυρίζουμε στὶς ρίζες μας καὶ διαπιστώνουμε ποιὰ εἶναι τὰ θεμέλια του νέου Ἑλληνισμοῦ, ποιὸς ὁ πνευματικὸς καὶ ὁ ψυχικός του κόσμος καὶ ποιὰ ἡ πνευματικὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ μας.
Μὲ τὴν ἐξέταση αὐτὴ δίνεται ἀκόμη ἡ ἀφορμὴ νὰ προβληματιστοῦμε γιὰ τὸ σήμερα καὶ νὰ διαπιστώσουμε ποιὲς ἀπὸ τὶς παραδομένες ἀξίες κρατάει ἀκόμα ὁ λαός μας καὶ ποιὸ ρόλο παίζει ἡ παράδοση στὴ σημερινὴ ἐποχή.
Ὡστόσο γιὰ νὰ γίνῃ ἡ ἐξέταση τῶν στοιχείων τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ πρέπει σ’ αὐτὴ ν’ ἀναφερθοῦν ὅλα τὰ στοιχεῖα, γιατί συχνὰ ὅταν σύγχρονοί μας τ’ ἀναφέρουν παραλείπουν τὴν Ὀρθοδοξία ἢ τὴ μνημονεύουν παροδικὰ δίχως νὰ τῆς δίνουν τὴν ἀξία καὶ τὴν προσοχὴ ποὺ τῆς ἁρμόζει.
Ἔτσι μιλοῦν γιὰ τὴ λαϊκὴ τέχνη, τὴν ἀρχιτεκτονική, τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὰ παραμύθια καὶ τὶς λαϊκὲς παραδόσεις, τὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση καὶ τὶς συντεχνίες τὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας καὶ ἄλλα παρόμοια στοιχεῖα. Τὰ ἐξετάζουν καὶ τὰ παρουσιάζουν σὰν τὰ δεδομένα ποὺ ἀποτελοῦν τὴ δομὴ καὶ τὴν ἔκφραση τοῦ πολιτισμοῦ μας στὰ χρόνια της τουρκοκρατίας καὶ ὓστερ’ ἂπ’ αὐτή. Γιατί καὶ σήμερα ἀκόμα, ἂν ἑξαιρέσουμε τοὺς τομεῖς ὅπου εἰσχώρησε ἡ μηχανὴ ἢ τὶς μεταβολὲς ποὺ παρατηροῦνται στὸ λαὸ ἀπὸ τὶς νέες συνθῆκες ποὺ ἐπικράτησαν, ζοῦν πολὺ ἢ λίγο τὰ στοιχεῖα αὐτά.
Αὐτὲς ὅμως ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις δὲν πρέπει νὰ τὶς βλέπουμε ξεκομμένες μονάχα σὲ μία χρονικὴ περίοδο, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ τὶς προβάλουμε στὸ παρελθὸν καὶ νὰ τὶς τοποθετήσουμε στὴν ἱστορική τους συνέχεια. Ἀκόμα δὲν πρέπει νὰ τὶς θεωροῦμε μονάχα ἐξωτερικά, ἀλλὰ βαθυτερα• νὰ κοιτάξουμε τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ γιὰ νὰ ἐξακριβώσουμε καὶ τὸ κρυμμένο ἀλλοῦ καὶ σ’ ἄλλες ἐκδηλώσεις ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ περιεχόμενο.
Τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ δὲ θὰ τὴν ἀναζητήσουμε στὸ μακρυνὸ παρελθόν, δηλαδὴ στὴν κλασσικὴ Ἑλλάδα, ἀλλὰ στὸ κοντινὸ Βυζάντιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ προέρχεται ὁ λαός μας.
Ὁλόκληρη ἡ δομὴ τῆς κοινωνίας, οἱ θεσμοί, ἡ γλώσσα, τὰ ἔθιμα προέρχονται σὲ εὐθεία γραμμὴ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Ἡ ἀρχαιότητα στὰ ὑστερινὰ βυζαντινὰ χρόνια καὶ στὰ πρῶτα της τουρκοκρατίας, εἶναι γιὰ τὸ λαὸ μία παλιὰ ἀνάμνηση, ὄχι καὶ τόσο ξεκάθαρη.
Οἱ μορφωμένοι ἔχουν σαφέστερα συνείδηση τοῦ ἀρχαίου κόσμου, γιατί τὸν μελετοῦν ἀπὸ τὰ βιβλία. Ὡστόσο ἡ γνώση αὐτὴ δὲ φτάνει ὡς τὸ λαό, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ Ἕλληνες ἔχουν πάρει μυθικὲς ἡρωικὲς διαστάσεις. Εἶναι οἱ «Ἔλλενοι» ποὺ ἔζησαν στὰ παλιὰ ἀπροσδιόριστα χρόνια, ποὺ ἔχτισαν κάστρα μὲ πέτρες θεόρατες κι ἦταν γίγαντες ἀντρειωμένοι.
Τὴν ψυχὴ τοῦ Βυζαντίου τὴ διαπερνάει ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὴ στάθηκε ἔφεση καὶ σκοπὸς ζωῆς, φλάμπουρο καὶ σκουτάρι, πολεμικὴ ἰαχὴ καὶ φωτοδότης πυρσός. Θέρμανε τὸν αὐτοκράτορα, πύρωσε τὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ, φανάτισε τὸν καλόγερο καὶ πύργωσε μία κοινωνία ποὺ ἀναδείχτηκε ὄχι μονάχα ἀσπίδα τοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως τὴν παρασταίνουν, ἀλλὰ καὶ φωτοδότρα.
Ὑπάρχουν μερικοὶ ἀκόμα ποὺ βλέπουν στὸ Βυζάντιο μονάχα στεῖρες θεολογικὲς συζητήσεις, πνευματικὴ φτώχεια, δυναστικὲς ἴντριγκες καὶ καλογηρισμό. Ξεχνοῦν πὼς πρέπει νὰ μετρήσουν τὸ Βυζάντιο μὲ τὰ μέτρα τοῦ καιροῦ του καὶ νὰ τὸ συγκρίνουν μὲ τὰ ἄλλα κράτη τῆς ἐποχῆς του.
Ποτὲ δὲν ἔπαψε στὸ Βυζάντιο ν’ ἄνθιζη ἡ παιδεία κι οὔτε ἔλειψαν οἱ μορφωμένοι ἄνθρωποι, τὰ σχολεῖα καὶ οἱ δάσκαλοι. Οἱ Βυζαντινοὶ μορφωμένοι ἄνθρωποι ἤξεραν τοὺς κλασσικοὺς συγγραφεῖς καὶ τοὺς καταλάβαιναν περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς νεοέλληνες.
Οἱ θεολογικές τους συζητήσεις ἦταν δεμένες μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ὁ σύνδεσμος ποὺ κρατοῦσε δεμένο τὸ λαὸ μὲ τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὴν πολιτεία, ἄσχετο ἂν αὐτὸ μὲ τὰ σημερινὰ κριτήρια τὸ βρίσκουμε παράξενο ἢ ἂν ἔβλαψε τὸ Βυζάντιο σὲ ὁρισμένες ἐποχές. Ἂν ἀπὸ τὸ λόγον αὐτὸ ἔχασε τὸ Βυζάντιο ἐδαφικὲς ἐκτάσεις, κέρδισε ὅμως σὲ ἐσωτερικὴ συνοχή.
Τὸ σταθερὸ νόμισμά του διατηρήθηκε ὁλόκληρους αἰῶνες καὶ τὸ θεωροῦσαν τότε πὼς εἶχε μοναδικὴ ἀξία. Καὶ οἱ καλόγηροι ἦταν οἱ δάσκαλοι, οἱ πρεσβευτὲς τοῦ αὐτοκράτορα, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔφερναν τὸν πολιτισμὸ καὶ τὸ Χριστιανισμὸ σὲ λαοὺς ἀπολίτιστους. Δὲν πρέπει νὰ βλέπουμε μονάχα τὴ μία ὄψη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄλλη, τὴν εὐεργετική, ποὺ τὴ λησμονοῦμε ἐπιπόλαια.
Ἡ Ὀρθοδοξία διαποτίζει τὸ Βυζάντιο καὶ τὸ κατασταίνει ἱκανὸ νὰ ζήσῃ καὶ νὰ φωτίσῃ κι ἄλλους λαοὺς μὲ τὸ φῶς ποὺ ἔχει αὐτὸ τὸ ἴδιο. Ἔχει ἰδανικὸ τὴν πίστη καὶ αὐτὴ τὸ φωτίζει καὶ τὸ ὁδηγεῖ. Ὁ Βυζαντινὸς ἄνθρωπος χάρη σ’ αὐτὴ νοιώθει ὁλοκληρωμένος, περήφανος, ἱκανὸς νὰ σταθῇ δίπλα σ’ ἄλλους γειτονικοὺς καὶ μακρυνοὺς λαοὺς καὶ νὰ διακηρύξει τὴν ὑπεροχὴ του σ’ ὅλα τὰ πεδία, στὴν ἐπιστήμη, στὴ θρησκεία, στὴν τέχνη, στὸν πολιτισμό, στὰ πολεμικά. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα κι ἔπεσε, ἔμεινε στὸ λαὸ ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία σὰν θεσμὸς ὀργανωμένος ἀνάλαβε τὴ διοίκηση καὶ τὴν παρηγοριὰ τοῦ λαοῦ.
Στὰ χρόνια της πικρῆς σκλαβιᾶς ὁ λαὸς συσπειρώθηκε γύρω στὴν Ἐκκλησία. Δάσκαλοί του ἔγιναν οἱ παπάδες κι οἱ καλόγεροι, δικαστὲς του οἱ ἐπίσκοποι. Κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τῶν ναῶν μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ ἔχυναν στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ κρατοῦσαν ἀναμμένη τὴ φλόγα ποὺ θύμιζε τὴν παλιὰ δόξα, κρατώντας ζωντανὴ τὴν ἐλπίδα τοῦ μελλούμενου λυτρωμοῦ.
Μαζὶ μ’ αὐτὰ γίνονταν καὶ ἡ χριστιανικὴ διδαχή. Ὅμως ὁ κλῆρος ποὺ θὰ μποροῦσε τότε νὰ διδάξῃ τὸ λαὸ βρίσκονταν σὲ χαμηλὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο καὶ ἡ διδασκαλία, μὲ σπάνιες ἐξαιρέσεις, περιορίζονταν στὰ ἐξωτερικὰ καὶ στὰ τυπικά. Ἀλλὰ ἡ ἐπανάληψη τῶν ἀκολουθιῶν, τῆς λειτουργίας καὶ τῶν Εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων ἄφηνε στὸ λαὸ θρησκευτικὲς γνώσεις βαθύτερες καὶ γνησιώτερες καὶ διαμόρφωνε καὶ τὸ χαρακτήρα του. Κυκλοφοροῦσαν φυλλάδες μὲ βίους ἁγίων καὶ μὲ λαϊκὸ θρησκευτικὸ περιεχόμενο καὶ ἀσκοῦσαν ἐπίδραση σὲ ὅσους τὶς διάβαζαν.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴν παράδοση τὴν ξεκινημένη ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἀπὸ τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρέθηκε ὁ λαὸς καὶ ἀπὸ τὴ διδαχὴ ποὺ ἄκουγε ὁλόκληρος ὁ λαϊκός μας πολιτισμὸς στὰ χρόνια της τουρκοκρατίας διαποτίστηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία.
ΠΡΩΤΑ ΠΡΕΠΕΙ νὰ ξεχωρίσουμε τὴν ἐμμονὴ τοῦ λαοῦ στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ εἰδικώτερα στὴν Ὀρθοδοξία. Ὅσοι ἀλλαξοπίστησαν πέρασαν στὴν τάξη τῶν κατακτητῶν, τῶν ἀφεντάδων, κι εἶχαν ὅλα τὰ προνόμια. Ὡστόσο ὁ ραγιάς, μόλο ποὺ στὴ ζωὴ του γνώριζε μονάχα βάσανα καὶ φόβο κι ἔβλεπε κάθε μέρα ζωντανὸ τὸ παράδειγμα τῶν χτεσινῶν ραγιάδων ποὺ καλοπερνοῦσαν γιατί ἄλλαξαν τὴ θρησκεία τους, ἔμεινε πιστὸς στὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Πολλοὶ θυσίασαν τὴ ζωὴ τους ὅταν τοὺς ζητήθηκε ν’ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Κι αὐτοὶ ἦταν ἀγράμματοι τεχνίτες, ξωμάχοι, ἄνθρωποι τοῦ λάου. Ἐκεῖνες τὶς ὧρες ποὺ τοὺς κολάκευαν κι ὕστερά τούς βασάνιζαν, ἔβρισκαν μέσα τους μυστικὲς δυνάμεις ποὺ τοὺς ἔκαναν ἱκανοὺς νὰ διαφεντέψουν κάτι ποὺ τοὺς ἦταν παραδομένο ἀπὸ τοὺς προγόνους, κάτι ποὺ πίστευαν ὅτι ἦταν ἀδιάσπαστα ἑνωμένο μὲ τὴν ὕπαρξή τους.
Τὴν ἴδια στάση κράτησαν καὶ ἀπέναντι στοὺς μισιονάριους ποὺ πάσχιζαν νὰ τοὺς ξεστρατίσουν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Στὶς περιοχὲς ποὺ κρατοῦσαν οἱ Δυτικοί, χώρισαν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀπ’ ἐκείνους καὶ ἔμειναν πιστοὶ στὴν Ὀρθοδοξία ποὺ τὴ θεωροῦσαν σὰν ἰδιαίτερο δικό τους γνώρισμα, θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικό. Οἱ λίγοι ποὺ ἀκολούθησαν τοὺς Δυτικοὺς ἀφήνοντας τὴν Ὀρθοδοξία, ἀπομονώθηκαν ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ ζοῦσαν δική τους ξεχωριστὴ ζωή. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς στὴν Κρήτη παραπονεῖται πὼς στὸ δρόμο τὸν φώναζαν «κάθαρμα καὶ ἄγος».
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ λαὸς στηρίζονταν σὲ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα γιὰ νὰ ξεχωρίζῃ τοὺς Δυτικούς, δίχως νὰ μπορῇ νὰ παρακολουθήσῃ τὶς θεολογικὲς διαφορὲς ποὺ ὑπῆρχαν ἀνάμεσα στὶς Ἐκκλησίες. Στὴν ἀντίθεση αὐτὴ ἔπαιζε ρόλο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ βρίσκονταν στὴ χώρα σὰν κατακτητές. Ὁ Τοῦρκος εἶχε ἄλλη θρησκεία, ὁ Φράγκος εἶχε ἄλλη ὁμολογία, ὅμως δὲν ἦταν ὀρθοδοξος• αὐτὴ ἦταν ἡ διαφορὰ ποὺ τὴν καταλάβαινε ὁ λαός.
ΒΑΘΕΙΑ ΔΙΑΠΟΤΙΣΜΕΝΗ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ καθημερινὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ. Ὁ κύκλος τοῦ χρόνου καθορίζεται ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἐορτολόγιο• οἱ μεγάλες κι οἱ μικρὲς γιορτὲς εἶναι σταθμοὶ γιὰ τὴν καθημερινὴ κι ἐπαγγελματικὴ ζωή. Μῆνες παίρνουν ὀνόματα ἀπὸ γιορτὲς ἁγίων, ἡ σπορὰ λογαριάζεται μὲ τὶς γιορτές, οἱ τσομπάνοι ρογιάζονται σὲ περιόδους ποὺ κανονίζονται πάλι ἀπὸ τὶς γιορτές, οἱ ἀλλαγὲς τοῦ καιροῦ σημαδεύονται ἀπ’ αὐτὲς καὶ οἰκογενειακὰ ἢ ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς καθορίζονται νὰ γίνουν Πάσχα ἢ Χριστούγεννα. Οἱ σαρακοστὲς ἀποτελοῦν σταθμὸ γιὰ ὅσους τὶς κρατοῦν καὶ γιὰ ὅσους τὶς καταλύουν. Πλῆθος καὶ λογιαστὲς εὐχὲς βρίσκονται στὸ στόμα τοῦ λαοῦ μὲ τὴν εὐκαιρία κάθε γιορτῆς. Στὸν ἀστικὸ πληθυσμὸ κάθε ἰσνάφι ἔχει τὸν προστάτη του ἅγιο, ποὺ τὸν τιμάει καὶ τὸν γιορτάζει ἐπίσημα. Ὁ παπὰς τῆς ἐνορίας στὴν πόλη εἶναι πρόσωπο ἀξιοσέβαστο καὶ πάνω ἀπ’ ὅλους στὰ χρόνια της τουρκοκρατίας βρίσκονταν ὁ ἐπίσκοπος ποὺ κυβερνοῦσε ὅλες τὶς δραστηριότητες τῆς ἐπαρχίας.
Ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας παλιότερα ἦταν πιὸ ἔντονη. Τὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ σήμερα οἱ Ἐκκλησίες γεμίζουν καὶ σ’ ὅλους κυριαρχεῖ ἡ αἴσθηση τοῦ ξεχωριστοῦ τὶς μέρες αὐτές. Στὴν οἰκογενειακὴ καὶ στὴν ἀτομικὴ ζωὴ δίνεται μία καινούρια πνοή. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἀδιάφοροι ἀπέναντι στὴ θρησκεία αἰσθάνονται κι αὐτοὶ κάτι τὸ ξεχωριστό, ξαναζοῦν παλιὰ βιώματα, ξανάρχονται στὴ σκέψη τοὺς λησμονημένες συγκινήσεις. Κάποια νοσταλγία τῶν παιδικῶν χρόνων, ἀναμνήσεις ἀπὸ μία ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ σπίτι, ξαναζοῦν ἔντονα καὶ φέρνουν μίαν ἀνάλαφρη συγκίνηση στὴν καρδιά. Ὁ λαὸς εἶναι δεμένος μὲ τὴ χριστιανικὴ λατρεία ὅπως τὴν ἐκφράζει ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ ναὸς μὲ τὴ διακόσμησή του, τὸ θυμίαμα, τὰ κεριά, ἡ ψαλμωδία, τὰ λόγια, οἱ προσευχὲς γιὰ τοὺς νεκρούς, ποὺ τοὺς θυμόμαστε ἀρκετὲς φορὲς τὸ χρόνο, συνθέτουν ἕναν κόσμο ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἔχει στὴν ψυχή του καὶ τὸν ζῆ ἔντονα καὶ συνειδητά. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ περιμένει χριστιανικὲς ἐκδηλώσεις καὶ μετὰ τὸ θάνατό του, ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ μνήμης. Θέλει ν’ ἀνάβεται ἕνα κερὶ στὴν ἐκκλησία κι ἕνα καντήλι νὰ καίῃ στὴ μνήμη του.
ΟΛΟΣ ΑΥΤΟΣ ὁ κόσμος τῆς λαϊκῆς Ὀρθοδοξίας ἐκδηλώνεται ἔντονα στὴ λαϊκὴ λογοτεχνία. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὰ παραμύθια, καὶ οἱ παραδόσεις καὶ οἱ παροιμίες εἶναι διαποτισμένες ὄχι μόνο μὲ λέξεις καὶ ἔννοιες παρμένες ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ τὴ θρησκευτικὴ ὁρολογία καὶ διδαχή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα. Ἡ πρόνοια, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀναφέρονται συχνὰ σ’ αὐτά. Ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ κληρικοὶ ἔχουν τὴ θέση τους. Ἡ ἠθική του λαοῦ, ὅπως ἐκδηλώνεται σ’ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ προϊόντα εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ διδαχή, ὅσο στοιχειώδης κι ἂν ἦταν τὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας. Ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας συνδυάζεται μὲ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα καὶ τὰ σκωπτικὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ ἀναφέρουν κληρικοὺς δὲν ἔχουν ἀντικληρικὸ πνεῦμα, ὁ λαὸς λέει ἕνα ἀστεῖο γιὰ τὸν παπά, γιατί τὸν νιώθει ὁλότελα δικό του.
Οἱ ἠθικὲς ἀντιλήψεις τοῦ λαοῦ φαίνονται καλύτερα κατασταλαγμένες στὶς παροιμίες, ποὺ γιὰ πολλοὺς χρησιμεύουν σὰν πρακτικὸς ὁδηγὸς τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Τὸ καταστάλαγμα τῆς πείρας καὶ οἱ σκέψεις τους εἶναι χριστιανικές. Εἶναι ἡ χριστιανικὴ πίστη κατασταλαγμένη σὰν βίωμα καὶ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, ὅπως παραδόθηκε ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες διεργασία ποὺ πέρασε στὴ λαϊκὴ ψυχή.
Καὶ στὰ τραγούδια τῆς Μ. Ἑβδομάδας, ποὺ ἔχουν ποὺ καὶ ποὺ ἕνα λόγιο τόνο, οἱ διηγήσεις ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια ἀναπλάθονται κι ἀνακατεύονται μὲ καθαρὰ λαϊκὰ στοιχεῖα. Αὐτὰ ποὺ λέει ὁ λαϊκὸς τραγουδιστῆς γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὸν πόνο δὲν θὰ τάλεγε βέβαια ἕνας θεολόγος, βρίσκομε ὅμως σ’ αὐτὰ ἀπηχήσεις ἀπὸ τὴν ὑμνογραφία τῆς Μ. Ἑβδομάδας.
ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴν ἔκφραση τῆς λαϊκῆς ψυχῆς.
Ἔχουμε πρῶτα τὴν τέχνη ποὺ σχετίζεται μὲ τοὺς τόπους τῆς λατρείας, μὲ τοὺς ναούς, καὶ μὲ τὴ χριστιανικὴ λατρεία γενικώτερα. Ἀρχιτέκτονες καὶ μαστόροι κρατοῦν τὰ παλιὰ πρότυπά τοῦ Βυζαντίου καὶ χτίζουν τὶς ἐκκλησίες μὲ ρυθμοὺς ποὺ ἦταν τότε γνωστοί. Λείπει βέβαια τὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας ἡ μεγαλοπρέπεια καὶ τὸ μέγεθος τῶν βυζαντινῶν ναῶν, κρατοῦν ὡστόσο τὰ παλιᾶ σχέδια. Ἂς σημειώσουμε ὅτι καὶ σήμερα ἀκόμα, μόλο ποὺ ἄλλαξε ριζικὰ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὰ ὑλικὰ δομῆς, μένουμε ἀκόμα στὰ παλιὰ σχέδια, ἂν καὶ θὰ ἦταν εὔκολο νὰ χτιστοῦν ἐκκλησίες σὲ μοντέρνους ρυθμούς, ὅπως γίνεται στὴ Δύση σὲ ρωμαιοκαθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς κοινότητες.
Στὴ ζωγραφικὴ τῶν ἐκκλησιῶν στὰ χρόνια της τουρκοκρατίας ἀναδείχτηκαν διαλεχτοὶ τεχνίτες. Κράτησαν κι αὐτοὶ τὴν παλιὰ παράδοση στὴν τεχνοτροπία, στὰ χρώματα, στὶς παραστάσεις καὶ στὰ θέματα. Στὰ μεταγενέστερα χρόνια πῆραν καὶ ξενότροπα στοιχεῖα ἀπὸ τὴ Δύση, ὡστόσο κι αὐτὰ οἱ μεγάλοι τεχνίτες τὰ προσάρμοσαν στὰ παλιὰ μοτίβα. Σὲ πολλὲς παραστάσεις πρόσθεσαν λαϊκὰ στοιχεῖα ὄχι μονάχα σὲ διακοσμητικὰ θέματα, ἀλλὰ ζωγράφισαν καὶ εἰκόνες μὲ λαϊκὸ χαρακτήρα.
Παράλληλα σὰν καθαρὰ λαϊκὴ τέχνη παρουσιάζεται στὸ ναὸ ἡ ξυλογλυπτική. Ἔχουμε θαυμάσια ξυλόγλυπτα τέμπλα, ἄμβωνες, δεσποτικά, κορνίζες γιὰ εἰκόνες, στασίδια, σταυροὺς καὶ πατερίτσες. Σ’ αὐτὰ ἡ λαϊκὴ ἐπιδεξιοσύνη καὶ φαντασία φανερώνονται πλούσιες καὶ ἀποδοτικές, γιατί δὲν εἶχαν περιορισμούς. Τὰ θέματα ποὺ δουλεύουν εἶναι ἐλεύθερα καὶ αὐτοσχέδια πολλὲς φορὲς καὶ ἡ τέχνη λεπτὴ καὶ δική τους.
Καὶ ἡ χρυσοχοϊκὴ πρόσφερε τὰ ἔργα της καὶ σὲ πολλὰ μέρη ἔχουμε τεχνίτες ποὺ δουλεύουν τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο. Δισκοπότηρα, σταυροί, ἑξαπτέρυγα καὶ ἄλλα ἱερὰ σκεύη βγῆκαν ἀπὸ τὰ ἐργαστήρια αὐτὰ μὲ λεπτὴ τέχνη. Ἔχουμε ἀκόμα στοὺς ναοὺς κεντητοὺς ἐπιτάφιους καὶ λάβαρα κι ἄλλα ὑφαντὰ καὶ κεντητὰ μὲ λεπτὴ τέχνη.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια τὰ δούλευαν οἱ τεχνίτες καὶ περίμεναν ἀμοιβή, γιατί ἦταν ἐπαγγελματίες, ὡστόσο πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι εἶχαν στὴν ψυχὴ τοὺς μεράκι, ἐπιμέλεια καὶ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν ὡραία δουλειά. Ἦταν διαποτισμένοι μὲ θρησκευτικὴ πίστη καὶ μὲ τὸ αἴσθημα ὅτι κατασκεύαζαν κάτι ἱερό, ὅτι δούλευαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἔκφραση θρησκευτικῆς τέχνης καὶ ἔργα λαϊκῆς τέχνης μὲ θρησκευτικὴ πνοή.
Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτά, στὰ λαϊκὰ χειροτεχνήματα ποὺ γίνονται γιὰ τὴ διακόσμηση τῶν σπιτιῶν ἔχουμε καὶ χριστιανικὸ στοιχεῖο. Σὲ λαϊκὲς ζωγραφιὲς ὑπάρχει ἕνα χριστιανικὸ θέμα, σὲ κεντήματα καὶ ὑφαντὰ ὁ σταυρός, ὁ δικέφαλος ἀετὸς χρησιμοποιοῦνται σὰ διακοσμητικὰ θέματα. Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ μόδα τοῦ καιροῦ, δὲν παύουν ὅμως νὰ ἐκφράζουν τὴ βαθύτερη σκέψη καὶ τὸ λαϊκὸ αἴσθημα.
Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ ἔχουμε στὰ χρόνια της τουρκοκρατίας καὶ τὶς θρησκευτικὲς ἐκδόσεις, τὶς φυλλάδες, τοὺς βίους ἁγίων, κηρύγματα ἱερωμένων ποὺ κυκλοφοροῦσαν πλατειὰ στὸν ἑλληνόφωνο κόσμο καὶ διαβάζονταν ἀπὸ τὸν λαό. Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τὴν πνευματικὴ τροφή του καὶ διαμόρφωναν τὴ σκέψη του.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ λαϊκός μας πολιτισμὸς παρουσιάζεται σὲ πολλὰ οὐσιώδη σημεῖα στενὰ δεμένος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία πρόσθεσε βάθος καὶ ἰδιαίτερο ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ περιεχόμενο σ’ αὐτόν. Δίχως τὴν ἔννοια τῆς θρησκείας καὶ τὴν ψυχικὴ καλλιέργεια ποὺ χάρισε, ὁ λαϊκός μας πολιτισμὸς θὰ ἦταν φτωχότερος καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ λαοῦ διαφορετικός.
Ἡ θρησκεία δὲν ἐπέδρασε μονάχα σὰν κατασταλτικὸς παράγοντας στὶς βίαιες τάσεις καὶ ροπὲς τοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ καὶ τὸν πλούτισε μὲ τὶς χριστιανικὲς ἀρετές, τὴν ἀγαθοεργία, τὴν φιλοξενία, τὴν τιμιότητα καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Ἡ διατήρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς συντηρήσεως τοῦ γένους, τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ τῆς ἐλευθερίας. Τὸ «μελλούμενο», δηλαδὴ ἡ ἐθνικὴ ἀποκατάσταση, εἶναι ἔννοια θρησκευτικὴ καὶ ἐθνική.
Ὅσο γιὰ τὴν ἀγαθοεργία, ἂς θυμηθοῦμε μονάχα τοὺς εὐεργέτες, ποὺ εἶναι καθαρὰ λαϊκὲς μορφές. Φτωχοὶ ξεριζώθηκαν ἀπὸ τὸν τόπο τους καὶ πλούτισαν στὴν ξενιτιά. Ὅμως διέθεσαν τὰ πλούτη τους γιὰ τὸ γένος. Ἂν διαβάσουμε τὶς διαθῆκες τους θὰ διαπιστώσουμε ὅτι εἶναι πρῶτα θρησκευτικὲς προσωπικότητες καὶ ὕστερα ἐθνικές. Ἐκεῖνο ποὺ σταθερὰ ξανάρχεται στὴ σκέψη τοὺς εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη καὶ ὁ πόθος νὰ βοηθήσουν τὸν λαὸ γιὰ νὰ διατηρήσῃ καὶ ν’αὐξήσῃ τὴν πίστη πρῶτα καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση ὕστερα. Ἡ κεντρικὴ σκέψη εἶναι ὅτι μὲ τὴν ἀνακούφιση τῆς δυστυχίας καὶ μὲ τὸν πνευματικὸ φωτισμὸ διατηρεῖται ἡ πίστη, ποὺ θὰ φέρη καὶ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση.
Ἔτσι φαίνεται καθαρὰ πόσο βαθιὰ διαποτισμένος ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ νεοελληνικός μας πολιτισμός.
ΩΣΤΟΣΟ, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὴν ἀρχή, τὸ γεγονὸς αὐτὸ παραγκωνίζεται ἢ καὶ δὲν ἀναφέρεται ὁλότελα σήμερα ἀπὸ πολλούς.
Ἡ παράλειψη αὐτὴ ἔχει τὶς ρίζες της στὴ διακοπὴ τῆς συνέχειας τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου ποὺ ἔφερε μαζί της καὶ τὴν περιφρόνηση πρὸς τὸ Βυζάντιο ποὺ αἰσθάνονταν οἱ λόγιοι πρὶν ἀπὸ λίγον καιρὸ καὶ κάμποσοι ἀπληροφόρητοι τρέφουν καὶ σήμερα ἀκόμα.
Ὁ κλασσικισμὸς καὶ ὁ ἀττικισμὸς τοῦ περασμένου αἰώνα ποὺ ἐξακολούθησε καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ νὰ ἐπικρατῇ στὸν τόπο μας, ἔκανε ὥστε κάθε τί τὸ ἑλληνικὸ νὰ συνδυασθῆ μὲ τὴν κλασσικὴ ἀρχαιότητα καὶ νὰ λησμονηθῇ ἡ ἀλεξανδρινὴ ἐποχὴ καὶ περισσότερο ἀκόμα τὸ Βυζάντιο. Ἕνας καθηγητὴς τῆς κλασσικῆς φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, δήλωνε πὼς περιφρονοῦσε τὴν Π. Διαθήκη καὶ τὰ Εὐαγγέλια, γιατί δὲν ἦταν γραμμένα σὲ ἀττικὴ γλώσσα κι ἔτσι δὲν μποροῦσε νὰ τὰ διάβασῃ γιατί ἐνοχλοῦσαν τὸ κλασσικὸ γλωσσικό του αἰσθητήριο.
Ἔτσι δημιουργήθηκε βαθὺ ρῆγμα καὶ ἡ χιλιόχρονη βυζαντινὴ ἱστορία μας ὄχι μονάχα δὲν μελετήθηκε, ἀλλὰ περιφρονήθηκε, χλευάστηκε καὶ θεωρήθηκε σὰν περίοδος καταπτώσεως καὶ παρακμῆς.
Στὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς ἐπέδρασαν καὶ οἱ δυτικοευρωπαῖοι ποὺ εἶχαν τὴ γνώμη αὐτὴ γιὰ τὸ Βυζάντιο ἐπηρεασμένοι ἀπὸ παλιότερες ἰδέες πολιτικὲς καὶ θρησκευτικές, ποὺ εἶχαν δημιουργήσει διάχυτη ἀντιπάθεια στὴ Δύση γιὰ τὸ Βυζάντιο.
Παλιότερα καὶ στὰ κατοπινὰ χρόνια τὸ σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν ἔκανε τοὺς δυτικοὺς νὰ βλέπουν τοὺς Βυζαντινοὺς σὰν σχισματικοὺς κι αἱρετικούς. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία βλέποντας τὴν ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων, ποὺ δὲν δέχονταν νὰ ὑποταχθοῦν στὸν παπισμό, δυνάμωνε τὴν κατακραυγὴ ἐναντίον τους καὶ μιλοῦσε γιὰ τὶς θρησκευτικὲς πλάνες καὶ τὴν πονηριά τους. Ἡ κατηγορία γιὰ τὴν πονηριὰ τῶν Ἑλλήνων ἦταν παλιότερη κι εἶχε τὶς ρίζες της στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια.
Στὸν πολιτικὸ καὶ οἰκονομικὸ τομέα ἡ ἀντίθεση ἐκδηλώνονταν τὸ ἴδιο ἔντονη, γιατί τὸ Βυζάντιο ποὺ κάποτε κατεῖχε ὅλη τὴν οἰκονομικὴ δύναμη στὴ Μεσόγειο, κι ὅταν ἄρχισε νὰ τὴ χάνῃ, ἀντιστέκονταν ἀποτελεσματικὰ στὶς ἁρπαχτικὲς βλέψεις τῶν δυτικῶν πρὸς τ’ ἀνατολικά. Ὅταν τὸ γονάτισε ἡ Δ’ Σταυροφορία κατάφερε πάλι νὰ ξαναγίνῃ κράτος καὶ στάθηκε στὰ πόδια του ταλαιπωρημένο δύο αἰῶνες ἀκόμα. Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς γλῶσσες, στὸ μορφωτικὸ καὶ στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο, στὸν πλοῦτο καὶ στὴ ζωὴ γενικώτερα δημιουργοῦσε πρόσθετες αἰτίες γιὰ ἀντιπάθεια.
Αὐτὰ ὅλα ζοῦσαν ὑποσυνείδητα καὶ στὰ νεώτερα χρόνια καὶ γι’ αὐτὸ οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ παρουσίασαν τὸ Βυζάντιο σὰν κράτος διεφθαρμένο, καλογηρικό, ποὺ ζοῦσε σὲ διαρκῆ παρακμή.
Περιηγητὲς ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Δύση τὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας ἐκφράζονταν μὲ οἶκτο ἀναμικτο μὲ περιφρόνηση γιὰ τὸ λαό μας καὶ μὲ καθαρὴ περιφρόνηση γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Οἱ περισσότεροι ἦσαν προτεστάντες κι ἔβλεπαν στὴν Ἐκκλησία μας εἰδωλολατρικὲς τελετὲς καὶ δεισιδαιμονίες, καὶ περιφρονοῦσαν τὸν κλῆρο. Ἀργὰ τὸν περασμένο αἰώνα ἄρχισαν οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ νὰ βλέπουν τὸ Βυζάντιο μὲ διαφορετικὰ μάτια.
Οἱ δικοί μας λόγιοι ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὶς ἰδέες αὐτὲς καὶ χωρὶς νὰ ἐξετάσουν τὰ βαθύτερα αἴτια καὶ καλύτερα τὰ πράματα, ἀκολούθησαν τὴ μόδα καὶ περιφρόνησαν κι αὐτοὶ μὲ τὴ σειρὰ τοὺς τὸ Βυζάντιο, στρέφοντας τὴν προσοχή τους πρὸς τὴν κλασσικὴ Ἑλλάδα.
Ἡ ἄγνοια αὐτὴ ἔφερε μαζί της καὶ τὴν ἄγνοια τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ θεωρήθηκε κι αὐτὴ στοιχεῖο παρακμῆς, ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά του Βυζαντίου, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ γίνεται λόγος. Ἀργότερα στὴ σκέψη πολλῶν τὸ Βυζάντιο ἀποκαταστάθηκε, ὄχι ὅμως καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, γιατί τὸ Βυζάντιο θεωρήθηκε σὰν μία ἐποχὴ ἀξιοπρόσεχτη, ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως ἐξακολούθησε νὰ μένη παραμελημένη. Τὴ φαντάζονταν σὰν κάτι τὸ ἀποστεωμένο, μία Ἐκκλησία ποὺ περιορίζονταν μονάχα στὴ λατρεία κι εἶχε νὰ δείξη στὸ παρελθὸν της μονάχα στεῖρες θεολογικὲς συζητήσεις.
Ἄλλος ἕνας λόγος ποὺ δὲν ἀναφέρεται ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τὸ ρασιοναλιστικὸ πνεῦμα ποὺ ἐπικράτησε τὸν περασμένο αἰώνα στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς χώρας καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπικρατῆ καὶ σήμερα ἀκόμα σὲ πολλούς.
Πολλοὶ δικοί μας, ὅπως καὶ ξένοι, πίστευαν ὅτι ὅλα τὰ προβλήματα μποροῦν νὰ λυθοῦν μὲ τὸ λογικὸ καὶ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ ἀπασχόληση μὲ τὴ μεταφυσικὴ καὶ τὴ θρησκεία θεωρήθηκε χαμένος κόπος.
Οἱ νέες ἀντιλήψεις γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ σύμπαν διαδόθηκαν πλατύτερα καὶ στὶς λαϊκὲς τάξεις. Ὁ ἱστορικὸς ὑλισμὸς ἔδινε ἁπλὲς λύσεις ποὺ τὶς καταλάβαιναν κι ὅσοι δὲν εἶχαν εἰδικὴ ἀπασχόληση μὲ τὴν ἐπιστήμη. Αὐτὰ κλόνισαν τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις, γιατί τὰ πορίσματα τῶν ἐπιστημῶν παρουσιάζονταν μὲ κατάλληλο τρόπο σὰν ἀντίθετα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὶς κοσμοθεωριακὲς του ἀντιλήψεις.
Ὅσοι δὲν δέχτηκαν τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς σ’ ὅλη τους τὴν ἔκταση, πίστεψαν ὅμως στὴν παντοδυναμία τοῦ λογικοῦ, κράτησαν ἀπέναντι στὴ θρησκεία ψυχρὴ ἢ ἀδιάφορη στάση.
Ἡ ἀδιαφορία αὐτὴ ἐνισχύθηκε καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν μπόρεσε νὰ προχωρήση καὶ ν’ ἀνταποκριθῆ στὶς νέες ἀπαιτήσεις τοῦ καιροῦ μας. Τὰ ἐλαττώματα ὤρισμενων κληρικῶν καὶ ἡ ἀμορφωσιὰ ἔκαναν πολλοὺς νὰ βλέπουν τὴν Ἐκκλησία σὰν ἕναν δυσκίνητο ὀργανισμὸ ποὺ ζῆ πίσω ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο. Ὡστόσο γιὰ τὴν ἀμορφωσιὰ τοῦ κλήρου συνετέλεσαν πολύ, καὶ ὅσοι εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ βοηθήσουν ὡς φορεῖς τῆς πολιτείας καὶ δὲν τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀδιαφορία ἢ περιφρόνηση πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπ’ αὐτὰ ἔπρεπε νὰ γίνῃ διάκριση ἀνάμεσα στὸν Χριστιανισμὸ καὶ στὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας, γιατί τὰ λάθη καὶ οἱ ἀδυναμίες ὠρισμένων κληρικῶν δὲν πρέπει νὰ γίνονται ἀφορμὴ γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ θρησκεία.
Στὰ τελευταῖα χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸν πόλεμο ἡ κίνηση τῶν ἰδεῶν ἔγινε πιὸ ἔντονη καὶ τὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο παρουσιάστηκαν ὠμότερα. Ἡ ἀγωνία καὶ τὸ ἄγχος τοῦ μεταπολεμικοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς φριχτὲς ἐμπειρίες καὶ τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος ὁδήγησαν σὲ ἄλλους τρόπους ζωῆς, αὔξησαν τὴν ἀδιαφορία, ἄλλους ἔστρεψαν σὲ ριζοσπαστικώτερες θεωρίες, ἀντίθετες μὲ τὴ θρησκεία καὶ σ’ ἄλλους γέννησαν βαθύτερους πόθους γιὰ λυτρωμό. Ἡ γρήγορη τεχνικὴ πρόοδος ποὺ προχώρησε μὲ μεγάλα πηδήματα καὶ ἡ φιλοσοφία ποὺ ἀναπτύχθηκε στηριγμένη στὸν ἀθεϊσμὸ συνετέλεσαν ὥστε ἡ σύγχρονη κοινωνία ν’ ἀπομακρύνεται ὁλοένα καὶ περισσότερο ἀπὸ τὶς παραδομένες ἀξίες καὶ παρατηροῦμε πιὰ φανερὲς προσπάθειες νὰ οἰκοδομηθῇ ἡ κοινωνία καὶ ἡ ζωὴ σὲ ἀρχὲς ἄσχετες μὲ τὸν Χριστιανισμό. Ἀλλὰ καὶ στοὺς συντηρητικώτερους παρατηρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν ἰδεῶν αὐτῶν τάση γιὰ ἐκκοσμίκευση.
Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ αὐτὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ σβήση τὴν ἐπίδρασή της στὸ νεοελληνικό μας πολιτισμό, ἔχει ὡστόσο θλιβερὰ ἀποτελέσματα.
Ξεκόβομε μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ρίζες τοῦ πολιτισμοῦ μας δίχως νὰ βάζομε κάτι ἄλλο ἰσάξιο στὸν τόπο της. Δὲν μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὸν πολιτισμὸ στὴ σωστὴ καὶ ὁλοκληρωμένη του ἀνάπτυξη καὶ ἡ σκέψη, ἡ νοοτροπία καὶ τὰ αἰσθήματα τοῦ λαοῦ ποὺ μένει κοντὰ στὶς παραδομένες ἰδέες μας εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο ξένα.
Ὅταν οἱ διανοούμενοι δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ψυχικὸ περιεχόμενο μὲ τὸν λαὸ ἢ δὲν μποροῦν νὰ τὸν νιώσουν καὶ τὰ αἰσθήματά του δὲν βρίσκουν ἀνταπόκριση στὰ δικά τους αἰσθήματα, χάνουν τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν λαὸ καὶ ζητοῦν πηγὲς γιὰ ἔμπνευση ἔξω ἀπ’ αὐτὸν καὶ τὴν παράδοσή του.
Κι ἔτσι παρουσιάζεται πιὰ καὶ τὸ φαινόμενο νὰ ἐξετάζονται οἱ διάφορες λαϊκὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ ὄχι σὰν ζωντανά, ποὺ τὰ αἰσθάνεται καὶ τὰ ζῆ ὁ λαός, ἀλλὰ σὰν θέματα μουσειακὰ ἢ ἁπλῶς αἰσθητικὰ καὶ δίχως αὐτοὶ ποὺ τὰ μελετοῦν νὰ ἔχουν τὴν αἴσθηση ὅτι πλησιάζουν τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ μὲ ἀγάπη καὶ στοργή. Ἀκόμα καὶ λογοτέχνες ποὺ πλησίασαν καὶ ἀγάπησαν τὸ λαό, μίλησαν μὲ τὴν ψυχή του καὶ ἔζησαν μαζί του τὸν κόσμο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι γιὰ πολλοὺς ἀκατανόητοι. Τοὺς τιμοῦν, τοὺς γιορτάζουν, ὅμως στέκονται, ψυχροὶ ἀπέναντί τους, γιατί ἐκφράζουν αἰσθήματα καὶ ἰδέες ποὺ δὲν τοὺς συγκινοῦν πιά.
Ἡ παραμέληση αὐτὴ καὶ ἡ ἀδιαφορία δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν καλὰ ἀποτελέσματα ὄχι μονάχα γιὰ τὴ μελέτη τοῦ νεοελληνικοῦ μας πολιτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σωστὴ καὶ ὁλοκληρωμένη ἀντιμετώπισή του. Τὰ παραδοσιακὰ στοιχεῖα παίζουν σημαντικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ καὶ ἡ παράδοση, συνδυασμένη μὲ τὴν πρόοδο σὲ σωστὲς βάσεις, μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ σὲ νέα ἐπιτεύγματα.
Ἕνα ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ στοιχεῖα ποὺ εἶναι ἀκόμα ζωντανὸ στὸ λαὸ μας εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὸν σύνδεσμό της μὲ τὸν λαὸ μας πρέπει νὰ τὰ ἐξετάσουμε προσεχτικὰ καὶ μὲ σεβασμό, νὰ τὰ ἐξάρουμε καὶ νὰ τὰ ἐνθαρρύνουμε.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ συντελοῦμε στὸ νὰ βρῇ ὁ λαὸς μας μία σταθερὴ βάση, συναισθηματικὴ καὶ ἠθική, γιὰ τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν προκοπή του. Ἡ ἀποθάρρυνση τοῦ λαοῦ στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθεια ν’ ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι μόνο δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ καλὰ ἀποτελέσματα, ἀλλὰ θὰ τὸν βλάψη ἀνεπανόρθωτα.
Ἂν ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ εἶναι τὸ βασικώτερο παραδοσιακό μας στοιχεῖο, ἔρχεται σιγὰ-σιγὰ ἡ ἀποξένωση καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα παραδοσιακά μας γνωρίσματα καὶ θὰ καταντήσουμε ἕνας λαὸς ἄχρωμος, κοσμοπολίτικος καὶ φραγκολεβαντίνικος, ποὺ δὲν θὰ ἔχη τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Θὰ ξεκοποῦμε ἀπὸ τὶς ρίζες μας καὶ θὰ ψάχνουμε, ἂν βέβαια ἔχουμε διάθεση καὶ ὄρεξη τότε, νὰ βροῦμε νέα ἰδανικὰ ποὺ νὰ μᾶς ἐμπνέουν. Ἀλλὰ κι ἂν βρεθοῦν, εἶναι ζήτημα ἂν ὁ λαὸς θὰ τ’ ἀφομοιώσει καὶ θὰ τὰ κάνει δικά του.
Γι’ αὐτό, ὅσο εἶναι ἀκόμα καιρός, στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ ἀλλάζει τόσο γοργά, νὰ προσέξουμε μὲ μεγάλη σοβαρότητα ὅλα τὰ ζωντανὰ στοιχεῖα τοῦ νεοελληνικοῦ μας πολιτισμοῦ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ εἶναι ἡ ψυχή του καὶ νὰ τὰ προβάλουμε ἔντονα στὸ λαό. Νὰ προσπαθήσουμε νὰ γίνουν βιώματα δικά μας καὶ τοῦ λαοῦ κι ὄχι θέματα μελέτης μουσειακοῦ χαρακτήρα, γιὰ νὰ ἔχουμε ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ περιεχόμενο καὶ νὰ μὴ μείνουμε δίχως ἰδανικά.