Στὶς 26 Φεβρουαρίου 1974 (π.η) ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, 27 Φεβρουαρίου, κατὰ τὶς δέκα ἡ ὥρα τὸ πρωί, ἐνῷ ἔκανε τὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν μὲ κομποσχοίνι, ἄκουσε ξαφνικὰ χτύπημα στὴν πόρτα καὶ μία ἁπαλὴ γυναικεία φωνὴ νὰ λέει: «Δι᾽εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν». Παραξενεύθηκε καὶ ρώτησε: «Ποιός εἶναι;». Ἄκουσε τὴν ἴδια φωνὴ νὰ λέει: «Ἡ Εὐφημία!». «Ποιά Εὐφημία; σκέφθηκε. Μήπως καμιὰ γυναῖκα ἔκανε τὴν τρέλα νὰ ἔρθει στὸ Ἅγιον Ὅρος;». Τὸ χτύπημα ἐπαναλήφθηκε τρεῖς φορές. Μὲ τὸ τέταρτο χτύπημα, ἡ πόρτα, ἂν καὶ ἦταν κλεισμένη μὲ σύρτη, ἄνοιξε μόνη της, καὶ μπῆκε μέσα ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς Εὐφημία! Τὴν συνόδευε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος δὲν μπῆκε μέσα μαζί της, ἀλλὰ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε.
Ἡ Ἁγία ἔλαμπε ὁλόκληρη. Τὰ ἐνδύματά της, ὅπως καὶ τὰ πάνινα ὑποδήματα ποὺ φοροῦσε, εἶχαν ἕνα οὐράνιο γαλάζιο χρῶμα. Στὴν παρουσία της, ὁ Ὅσιος ἔνιωσε «εἰρήνη, ἡ ὁποία ἔγινε θεῖα εὐφροσύνη». Ἀλλά γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ τελείως, ὅτι ἦταν πράγματι ἡ Ἁγία καὶ ὄχι δαιμονικὴ φαντασία, τῆς ζήτησε νὰ προσκυνήσουν τὴν Ἁγία Τριάδα, λέγοντας: «Πές: “Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός”». Ἡ Ἁγία τὸ ἐπανέλαβε ἁπαλὰ κάνοντας συγχρόνως καὶ μία μετάνοια, ὄχι ὅμως πρὸς τὸ Ἐκκλησάκι, ὅπως ἐκεῖνος, ἀλλὰ πρὸς τὸ κελί του. Ὁ Ὅσιος παραξενεύθηκε, ἀλλὰ ἀμέσως κατάλαβε ὅτι ἡ Ἁγία κοίταζε πρὸς τὸ εἰκονάκι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἦταν κρεμασμένο πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα του κελιοῦ του. «Πιὸ δυνατά», τῆς εἶπε.
Τὸ ξαναεῖπε ἡ Ἁγία λίγο πιὸ δυνατά.
-Πιὸ δυνατά, τῆς εἶπε καὶ πάλι.
Κι ἐκείνη τὸ ἐπανέλαβε ἀκόμη πιὸ δυνατά.
-Καὶ τοῦ Υἱοῦ, εἶπε ὁ Ὅσιος.
-Καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἐπανέλαβε ἡ Ἁγία.
-Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνέχισε ὁ Ὅσιος, καὶ ἡ Ἁγία τὸ ἐπανέλαβε κάνοντας καὶ τὶς μετάνοιες.
-Τώρα νὰ σὲ προσκυνήσω κι ἐγώ, τῆς εἶπε καὶ τὴν προσκύνησε μὲ εὐλάβεια.
Ἀσπάσθηκε τὰ πόδια της, τὰ χέρια καὶ τὴν ἄκρη τῆς μύτης. Ἔπειτα κάθισαν στὸν μικρὸ διάδρομο, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα μπαουλάκι καὶ ἕνα σκαμνάκι, καὶ ἡ Ἁγία τοῦ διηγήθηκε τὸν βίο καὶ τὰ μαρτύριά της. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ διηγεῖτο, ὁ Ὅσιος δὲν τὰ ἄκουγε ἁπλῶς, ἀλλὰ ἔνιωθε ὅτι τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ ζοῦσε.
-Πῶς ἄντεξες τόσα μαρτύρια; τὴν ρώτησε.
-Ἂν ἤξερα πόση δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι στὸν Οὐρανό, θὰ ἤθελα νὰ περάσω ἀκόμη μεγαλύτερα μαρτύρια, ἀπάντησε ἡ Ἁγία.
Ἔπειτα τὴν συμβουλεύθηκε γιὰ τρία θέματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσαν: Τὸ ἕνα θέμα ἦταν ἐκκλησιαστικό. Τοῦ εἶχαν ζητήσει τὴ γνώμη του γιὰ ἕνα ζήτημα, καὶ ἡ Ἁγία τοῦ ἐπιβεβαίωσε, ὅτι ἡ ἀπάντηση ποὺ εἶχε δώσει ἦταν σωστή. Τὸ δεύτερο ἦταν ἡ ἔκδοση τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου καὶ τὸ τρίτο θέμα ἦταν δύο ζητήματα ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ Ἡσυχαστήριο.
Ὅταν ἡ Ἁγία ἔφυγε, ἄφησε τὸν Ὅσιο σὲ κατάσταση «θείας τρέλλας». Ἔμεινε κλεισμένος στὸ Καλυβάκι του, μέσα στὴν παραδεισένια ἀτμόσφαιρα ποὺ εἶχε φέρει ἡ Ἁγία μὲ τὴν ἐπίσκεψή της καὶ ὅπου ἦταν διάχυτη μία οὐράνια εὐωδία. Ὁ νοῦς του ἦταν προσηλωμένος στὴν ἱερὴ μορφή της, ἡ δὲ καρδιά του κόντευε νὰ σπάσει ἀπὸ γλυκιὰ ἀγάπη καὶ ἀνέκφραστη χαρά. «Μὲ παλάβωσες, μὲ παλάβωσες, Ἁγία Εὐφημία! φώναζε. Ξέρεις πῶς μὲ ἔκανες; Τέτοια λεπτὴ γλυκύτητα!».
Ὕστερα ἀπὸ δώδεκα μέρες, ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τὸ Ἡσυχαστήριο, θέλοντας νὰ κάνει καὶ τὶς Ἀδελφὲς κοινωνοὺς τῆς οὐράνιας εὐφροσύνης ποὺ ὁ ἴδιος ζοῦσε. Τὶς ἡμέρες ποὺ ἔμεινε ἐκεῖ ἦταν φανερὸ, ὅτι ζοῦσε ἀκόμη στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς θείας ἐπισκέψεως. Ἕνα βράδυ μία Ἀδελφὴ τὸν βρῆκε νὰ ἀσπάζεται μὲ θερμὸ πόθο μία εἰκόνα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Ἦταν ὅλος ἀλλοιωμένος ἀπὸ θεία ἀλλοίωση. Καί, καθὼς κόχλαζε μέσα του ἡ θεία ἀγάπη, ὁ ἀέρας τῆς ἀναπνοῆς του ἔβγαινε ἠχηρός, σὰν θερμὸς ἀτμός. Ἡ κατάσταση αὐτὴ ἔμοιαζε μὲ ἐκείνη ποὺ τέσσερις μῆνες νωρίτερα εἶχε περιγράψει σὲ ἐπιστολή του: «Ἡ ἀκριβὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, μὲ τὶς θυσίες της, γλυκοβράζει τὴν καρδιά, καὶ σὰν τὸν ἀτμὸ πετιέται ὁ θεῖος ἔρως, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατηθεῖ, καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό».
Ἀργότερα, εἰς ἀνάμνηση αὐτῆς τῆς θείας ἐπισκέψεως ὁ Ὅσιος ἔγραψε ἕνα τροπάριο ποὺ τὸ ἔψαλλε «ἐν ὅλῃ καρδίᾳ», ὅταν ἦταν μόνος του: «Ποίοις εὐφημιῶν ᾄσμασιν εὐφημήσωμεν τὴν Εὐφημίαν, τὴν καταδεχθεῖσαν ἀπὸ ἄνωθεν καὶ ἐπισκεφθεῖσαν κάτοικον μοναχὸν ἐλεεινὸν ἐν τῇ Καψάλᾳ. Ἐκ τρίτου τὴν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε, τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος καὶ εἰσελθοῦσα μὲ οὐράνιον δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοῦ Τριάδα τὴν ἁγίαν βεβαιοῦσα οὕτω τὴν ἀσφάλειαν τῆς εἰρήνης καὶ τῆς θείας εὐφροσύνης».
Βοήθησε ἐπίσης τὶς Ἀδελφὲς νὰ ἁγιογραφήσουν καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας σὲ στάση νὰ χτυπάει τὴν πόρτα του Κελιοῦ του. Ἕνα ξύλινο εἰκονάκι μὲ φωτογραφία αὐτῆς τῆς εἰκόνας τὸ εἶχε γιὰ πολὺ καιρὸ ἐπάνω στὸ προσκέφαλό του, στὸ κελί του στὸ Ἅγιον Ὅρος. Τὸ εἰκονάκι αὐτό, ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς θερμοὺς ἀσπασμούς του, ξεφλουδίσθηκε, καὶ δὲν φαινόταν πλέον ἡ μορφὴ τῆς Ἁγίας, ἔφυγε ἀπὸ τὸ χαρτὶ καὶ τυπώθηκε στὴν καρδιά του. «Οἱ Ἅγιοι, ἔγραψε ὁ Ὅσιος σὲ ἐπιστολή του, χαίρονται, ὅταν τυπώνονται στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἀσπάζεται ὁ Χριστιανὸς τὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ ζητάει βοήθεια, ἐὰν ἔχει εὐλάβεια, μὲ τὸν ἀσπασμὸ ποὺ κάνει μὲ τὴν καρδιά του ρουφάει ὄχι μόνον τη Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἢ τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ ρουφάει μέσα στὴν καρδιά του καὶ τὸν Χριστὸ ὁλόκληρο ἢ τὴν Παναγία ἢ τοὺς Ἁγίους, καὶ τοποθετοῦνται πιὰ στὸ Τέμπλο τοῦ Ναοῦ του. “Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” ὁ ἄνθρωπος».
Ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὴ «Μεγάλη αὐτὴ Ἁγία, ἡ ὁποία, ἐνῶ τοῦ ἦτο ἄγνωστη, τοῦ ἔκανε αὐτὴν τὴ μεγάλη τιμή», ἔκαιγε ἄσβεστη μέσα του, μέχρι τὴν ἡμέρα πού, εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, τὸ 1994, τὴν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς της, πῆγε νὰ τὴν συναντήσει στὸν Παράδεισο.