Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Οἱ διπλωματικὲς διαπραγματεύσεις μεταξὺ τοῦ Αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Σουλτάνου εἶχαν φτάσει σὲ ἀδιέξοδο. «Ὅπως εἶναι σαφές», ἔγραψε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΙΑ’ Δραγάσης στὸν Μωάμεθ, «ἐπιθυμεῖς τὸν πόλεμο περισσότερο ἀπὸ τὴν εἰρήνη, καὶ καθὼς δὲ μπορῶ νὰ σὲ ἱκανοποιήσω, οὔτε μὲ τὶς διαβεβαιώσεις μου γιὰ εἰλικρίνεια οὔτε μὲ τὴν ἑτοιμότητά μου νὰ ὁρκιστῶ πίστη, ἂς γίνει σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία σου. Στρέφομαι τώρα καὶ κοιτάζω πρὸς τὸ Θεὸ μόνο. Κι ἂν εἶναι τὸ θέλημά του ἡ πόλη νὰ γίνει δική σου, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀντιταχθεῖ; Ἂν πρόκειται νὰ σοῦ ἐμφυσήσει τὴν ἐπιθυμία γιὰ εἰρήνη, αὐτὸ μόνο θὰ μὲ κάνει πολὺ χαρούμενο. Ὡστόσο, σὲ ἀπελευθερώνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ὅρκους καὶ τὶς συνθῆκες σου μαζί μου καί, κλείνοντας τὶς πύλες τῆς πρωτεύουσάς μου, θὰ ὑπερασπιστῶ τὸν λαό μου μέχρι τὴν τελευταία σταγόνα τοῦ αἵματός μου. Βασίλευε ἐν εὐτυχίᾳ ἕως ὅτου ὁ Δικαιοκρίτης, ὁ Ὑπέρτατος Θεός, μᾶς καλέσει καὶ τοὺς δυὸ ἐνώπιον τῆς καθέδρας τῆς κρίσεώς του». Προετοιμασίες γιὰ πολιορκία ἦταν σὲ ἐξέλιξη ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ προηγούμενου ἔτους· ἤδη τὸ θηριῶδες κανόνι τοῦ Μωάμεθ εἶχε τοποθετηθεῖ στὴ θέση του καὶ τὸ ὑπόλοιπο τοῦ στρατοῦ του –ἐκτιμάται κάπου μεταξὺ ἑβδομῆντα καὶ ἑκατὸν σαράντα χιλιάδων πολεμιστῶν– εἶχε παραταχθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλης. Στὶς 6 Ἀπριλίου ἔφτασε ὁ Σουλτᾶνος καὶ ἡ σκηνή του καὶ στὶς 11 Ἀπριλίου ξεκίνησε ὁ τουρκικὸς κανονιοβολισμός.

  • !

    Στὶς ἀρχὲς Μαΐου, ὁ Αὐτοκράτορας παροτρύνθηκε ἀπὸ τοὺς Συγκλητικοὺς καὶ τὸν Πατριάρχη νὰ φύγει καὶ ὁ Ἰουστινιάνης, ὑπὲρ τοῦ σχεδίου ὁ ἴδιος, ἔθεσε τὰ πλοῖα του στὴν διάθεσή του. Ὁ Αὐτοκράτορας τὰ ἄκουσε ὅλα αὐτὰ μὲ ὑπομονὴ σιωπηλός. Ἐν τέλει, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα σὲ βαθιὰ σκέψη, ἄρχισε νὰ μιλάει: «Σᾶς εὐχαριστὼ ὅλους γιὰ τὶς συμβουλὲς ποὺ μοῦ δώσατε. Ξέρω ὅτι ἡ φυγή μου ἀπὸ τὴν πόλη θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει κάποια ὠφέλη γιὰ μένα, δεδομένου ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ προβλέπετε μπορεῖ νὰ συμβοῦν πραγματικά. Ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ μένα νὰ φύγω: πῶς θὰ μποροῦσα νὰ ἀφήσω τὶς ἐκκλησίες τοῦ Κυρίου μας καὶ τοὺς διακόνους Του, τοὺς κληρικούς, καὶ τὸν θρόνο καὶ τὸν λαό μου σὲ μιὰ τέτοια δύσκολη θέση; Τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος γιὰ μένα; Ἐσάς, τοὺς φίλους μου, παρακαλῶ, στὸ μέλλον νὰ μὴ μοῦ λέτε τίποτα ἄλλο, παρά, “Ὄχι, Μεγαλειότατε, μὴ μᾶς ἀφήνετε.” Ποτέ, ποτὲ δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω. Εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ πεθάνω ἐδῶ μαζί σας.» Καὶ λέγοντας αὐτά, ὁ Αὐτοκράτορας γύρισε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιατί δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια του· καὶ μαζί του ἔκλαψαν ὁ Πατριάρχης καὶ ὅλοι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ.[3]

  • !

    Ἐν τῷ μεταξύ, οἱ πολιορκημένοι μέσα στὴν πόλη εἶχαν μάθει γιὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Σουλτάνου καὶ τὴν ἐπικείμενη ἐπίθεση. Ἐκείνη τὴ Δευτέρα τὸ ἀπόγευμα μιὰ ἱερὴ λιτανεία κινήθηκε στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὅλοι, Ὀρθόδοξοι καὶ Λατῖνοι, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ μοναχές, λαϊκοὶ καὶ γυναῖκες, τὰ παιδιὰ τῆς πόλης, συμμετείχαν, σηκώνοντας τὶς θαυματουργὲς εἰκόνες, τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, χρυσούς καὶ τὰ πολύτιμους σταυρούς. Σὲ κάθε ἱερό, σὲ κάθε ἀδύναμο σημεῖο τῶν τειχῶν, ἡ πομπὴ σταματοῦσε, οἱ ἱερεῖς διάβαζαν τὶς εὐχές, οἱ ἐπίσκοποι σήκωναν τὶς πατερίτσες τους καὶ εὐλογοῦσαν τοὺς στρατιῶτες, ραντίζοντάς τους μὲ ἁγιασμὸ ἀπὸ ἀγιαστοῦρες μὲ ξερὸ βασιλικό. Πρὸς τὴ δύση τοῦ ἡλίου, πρὶν τὸν Ἑσπερινό, ὁ Αὐτοκράτορας συγκέντρωσε τοὺς διοικητὲς τῶν στρατευμάτων καὶ τοὺς ἐπί κεφαλῆς τῶν πολιτῶν, Ἑλλήνων καὶ ξένων. Τοὺς μίλησε καὶ εἶπε: «Ἀδελφοὶ καὶ συμπολῖτες, νὰ εἶστε ἕτοιμοι γιὰ τὴν αὐγή. Ἂν ὁ Θεός μᾶς δώσει τὴν χάρη καὶ τὴν ἀνδρεία καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα μᾶς βοηθήσει, στὴν ὁποία καὶ μόνο ἔχουμε πίστη, θὰ κάνουμε τέτοιες πράξεις ποὺ ὁ ἐχθρὸς θὰ φύγει πίσω μὲ ντροπὴ κάτω ἀπὸ τὰ χέρια μας».

  • !

    Καὶ πήγαν στὴ μεγάλη ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας, «νὰ ἐνισχύσουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λήψη τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, νὰ ἐπιβεβαιώσουν τοὺς ὅρκους τους νὰ πολεμήσουν, καί, ἐὰν χρειάζεται, νὰ παραβλέψουν ὅλα τὰ ἐγκόσμια, γιὰ νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Χριστιανοσύνης».

  • !

    Ὁ αὐτοκράτορας προσευχήθηκε μὲ μεγάλη θέρμη. Ἀφήνοντας τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο καὶ πλησιάζοντας τὸ τέμπλο, ἔκανε μετάνοιες μπροστὰ στὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, ζήτησε συγνώμη ἀπὸ κάθε ἀξιωματοῦχο γιὰ κάθε ἁμάρτημα ποὺ τυχὸν εἶχε βλάψει τὸν καθένα, τοὺς ἀγκάλιασε ὅλους καὶ, στὴ συνέχεια, πῆγε στὸ ἱερὸ νὰ μεταλάβει τὰ «ἀμόλυντα καὶ θεῖα μυστήρια». Στὰ μάτια τῶν ἱερέων του, τῶν στρατιωτῶν του, τοῦ λαοῦ του, ἑτοιμάστηκε, σὲ αὐτὴν τὴν λειτουργία τῶν νεκρῶν, νὰ ἐμφανιστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καθὼς ὁ τελευταῖος χριστιανὸς Αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινούπολης στράφηκε καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ ναό, ὅπου γιὰ τόσους πολλοὺς αἰῶνες οἱ προκάτοχοί του καὶ λαός του εἶχαν λειτουργηθεῖ, τὸ μεγάλο ἐκκλησίασμα ἔκλαιγε δυνατά.

  • !

    Πίσω στὸ παλάτι του, ὁ Αὐτοκράτορας, μὲ τὸν τρόπο τῶν βασιλέων, ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του γιὰ ὁποιαδήποτε σκληρότητα ἢ ἀδικία τυχὸν τοὺς εἶχε δείξει. «Ἀκόμα καὶ ἄνθρωπος φτιαγμένος ἀπὸ ξύλο ἢ ἀπὸ πέτρα θὰ πρέπει νὰ ἔχει κλάψει», ἔγραψε ὁ χρονογράφος ἀργότερα.

  • !

    «Ἡ πόλις ἑάλω», ξεχύθηκε ἡ κραυγή, καθὼς καὶ ἄλλα τουρκικὰ στρατεύματα εἰσέβαλαν, πατῶντας τις σωροὺς τῶν νεκρῶν καὶ τῶν λαβωμένων στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ οἱ τουρκικὲς σημαῖες ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται στὴν κορυφὴ μερικῶν ἀπὸ τοὺς πύργους. «Ἡ πόλη ἔπεσε καὶ εἶμαι ἀκόμα ζωντανός» –τέτοια εἶναι τὰ τελευταῖα καταγραμμένα λόγια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δραγάση, τὴ στιγμή ποὺ, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ἄλογό του, κυρώνοντας τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴν Ἀρχή, ὄρμηξε καὶ χάθηκε γιὰ πάντα μέσα στὴν τελικὴ ἔφοδο τῶν Γενιτσάρων.

  • !

    Ὡς τὶς ὀκτὼ τὸ πρωὶ, ἡ πόλη ἦταν στὰ χέρια τῶν Τούρκων καὶ τὸ ταμένο τριήμερο κοῦρσος εἶχε ἀρχίσει.
    Πρὸς τὸ μεσημέρι (ἤ, σύμφωνα μὲ ὁρισμένους, τὴν ἑπόμενη μέρα), ὁ Πορθητής, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς Βεζίρηδες, τοὺς Πασᾶδες καὶ τοὺς Οὐλεμάδες του καὶ περιστοιχιζόμενος ἀπὸ τοὺς Γενίτσαρους σωματοφύλακές του, μπῆκε στὴν πόλη. Ἵππευσε κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.
    Τότε εἰσῆλθε στὴν ἐκκλησία καὶ διέταξε ἕναν ἀπὸ τοὺς Οὐλεμάδες τῆς Αὐλῆς του νὰ ἀνέβει τὸν ἄμβωνα καὶ νὰ ἐκφωνήσει μιὰ προσευχή, ἐνῶ ὁ ἴδιος στάθηκε ὅπου ἦταν τὸ ἱερὸ καὶ ἐκεῖ ἔκανε τὴν πρώτη τοῦ Rika’at (γονυκλισία) στὴ νέα του πρωτεύουσα. Ἔτσι, μετέτρεψε τὴ μεγάλη ἐκκλησία, τὴν ἀφιερωμένη στὴν Ἀθάνατη Σοφία τοῦ Χριστοῦ, τὴν καρδιὰ τῆς χριστιανικῆς πόλης τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τὸ σύμβολο τῆς βαθύτερής της ἐλπίδας καὶ (ἐσχατολογικῆς) ὑπόσχεσης[8], στὸ τζαμὶ Ἀγια-Σόφια τῆς Μουσουλμανικῆς Σταμποὺλ. (…..)

Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης

54 ημέρες – Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης»: γράφει ο Βασίλης Τσιάμης - ertnews.gr

(πόσπασμα)

Ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα ὅταν, τὴν Παρασκευὴ 23 Μαρτίου 1453, ὁ νέος σουλτᾶνος Μωάμεθ Β’ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ 12.000 Γενίτσαρους, αὐτὰ τὰ «νέα στρατεύματα» ποὺ σχηματίστηκαν τὸ 1326, γιὰ νὰ ἀποτελέσουν μιὰ ἐλὶτ θρησκευτικό-στρατιωτικὴ ἀδελφότητα, ὑπείκοντας σὲ ἕναν μισογαμικὸ ἀσκητικὸ κανόνα ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ δερβίση ἁγίου Χατζῆ Μπεκτάς καὶ τῆς ὁποίας τὰ μέλη εἶχαν στρατολογηθεῖ, μὲ μιὰ ἐφευρετικότητα ποὺ θὰ πρέπει νὰ λογίζεται ἀξιοθαύμαστη, κάνοντάς τη νὰ φαίνεται λιγότερο σατανική, ὄχι ἀπὸ Τούρκους ἀλλὰ ἀπὸ τὰ εὐρωστότερα ἀρσενικὰ παιδιὰ τῶν Χριστιανῶν ὑπηκόων τοῦ Σουλτάνου. Οἱ διπλωματικὲς διαπραγματεύσεις μεταξὺ τοῦ Αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Σουλτάνου εἶχαν φτάσει σὲ ἀδιέξοδο. «Ὅπως εἶναι σαφές», ἔγραψε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΙΑ’ Δραγάσης στὸν Μωάμεθ, «ἐπιθυμεῖς τὸν πόλεμο περισσότερο ἀπὸ τὴν εἰρήνη, καὶ καθὼς δὲ μπορῶ νὰ σὲ ἱκανοποιήσω, οὔτε μὲ τὶς διαβεβαιώσεις μου γιὰ εἰλικρίνεια οὔτε μὲ τὴν ἑτοιμότητά μου νὰ ὁρκιστῶ πίστη, ἂς γίνει σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία σου. Στρέφομαι τώρα καὶ κοιτάζω πρὸς τὸ Θεὸ μόνο. Κι ἂν εἶναι τὸ θέλημά του ἡ πόλη νὰ γίνει δική σου, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀντιταχθεῖ; Ἂν πρόκειται νὰ σοῦ ἐμφυσήσει τὴν ἐπιθυμία γιὰ εἰρήνη, αὐτὸ μόνο θὰ μὲ κάνει πολὺ χαρούμενο. Ὡστόσο, σὲ ἀπελευθερώνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ὅρκους καὶ τὶς συνθῆκες σου μαζί μου καί, κλείνοντας τὶς πύλες τῆς πρωτεύουσάς μου, θὰ ὑπερασπιστῶ τὸν λαό μου μέχρι τὴν τελευταία σταγόνα τοῦ αἵματός μου. Βασίλευε ἐν εὐτυχίᾳ ἕως ὅτου ὁ Δικαιοκρίτης, ὁ Ὑπέρτατος Θεός, μᾶς καλέσει καὶ τοὺς δυὸ ἐνώπιον τῆς καθέδρας τῆς κρίσεώς του». Προετοιμασίες γιὰ πολιορκία ἦταν σὲ ἐξέλιξη ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ προηγούμενου ἔτους· ἤδη τὸ θηριῶδες κανόνι τοῦ Μωάμεθ εἶχε τοποθετηθεῖ στὴ θέση του καὶ τὸ ὑπόλοιπο τοῦ στρατοῦ του –ἐκτιμάται κάπου μεταξὺ ἑβδομῆντα καὶ ἑκατὸν σαράντα χιλιάδων πολεμιστῶν– εἶχε παραταχθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλης. Στὶς 6 Ἀπριλίου ἔφτασε ὁ Σουλτᾶνος καὶ ἡ σκηνή του καὶ στὶς 11 Ἀπριλίου ξεκίνησε ὁ τουρκικὸς κανονιοβολισμός.

Ἡ πολιορκία συνεχίστηκε γιὰ τὶς ἑπόμενες ἕξι ἑβδομάδες, ἀντιστεκόμενων μέσα στὴν πόλη, ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορα ἐπὶ κεφαλῆς, περίπου ἑπτὰ χιλιάδων πολεμιστῶν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν περίπου δύο χιλιάδες ξένα στρατεύματα, συμπεριλαμβανομένου ἑνὸς ἀποσπάσματος ἀπὸ πεντακόσιους Γενουάτες ὑπὸ τὴν ἀρχηγία, per benefitio de la Christianitade et per honor de lo mundo, τοῦ Ἰωάννη Ἰουστινιάνη ντὶ Λόνγκο. Αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα κρατοῦσε τὴν κρίσιμη Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ Τοῦρκοι εἶχαν τοποθετήσει τὸ βαρύτερο κανόνι τους καὶ τοὺς καλύτερους στρατιῶτες καὶ πίσω τους, ἐπίσης, εἶχε πάρει τὴ θέση του ὁ Σουλτᾶνος, ποὺ περιβάλλονταν ἀπὸ τοὺς Γενίτσαρούς του μὲ τὰ λευκὰ καπέλα. Στὶς ἀρχὲς Μαΐου, ὁ Αὐτοκράτορας παροτρύνθηκε ἀπὸ τοὺς Συγκλητικοὺς καὶ τὸν Πατριάρχη νὰ φύγει καὶ ὁ Ἰουστινιάνης, ὑπὲρ τοῦ σχεδίου ὁ ἴδιος, ἔθεσε τὰ πλοῖα του στὴν διάθεσή του. Ὁ Αὐτοκράτορας τὰ ἄκουσε ὅλα αὐτὰ μὲ ὑπομονὴ σιωπηλός. Ἐν τέλει, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα σὲ βαθιὰ σκέψη, ἄρχισε νὰ μιλάει: «Σᾶς εὐχαριστὼ ὅλους γιὰ τὶς συμβουλὲς ποὺ μοῦ δώσατε. Ξέρω ὅτι ἡ φυγή μου ἀπὸ τὴν πόλη θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει κάποια ὠφέλη γιὰ μένα, δεδομένου ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ προβλέπετε μπορεῖ νὰ συμβοῦν πραγματικά. Ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ μένα νὰ φύγω: πῶς θὰ μποροῦσα νὰ ἀφήσω τὶς ἐκκλησίες τοῦ Κυρίου μας καὶ τοὺς διακόνους Του, τοὺς κληρικούς, καὶ τὸν θρόνο καὶ τὸν λαό μου σὲ μιὰ τέτοια δύσκολη θέση; Τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος γιὰ μένα; Ἐσάς, τοὺς φίλους μου, παρακαλῶ, στὸ μέλλον νὰ μὴ μοῦ λέτε τίποτα ἄλλο, παρά, “Ὄχι, Μεγαλειότατε, μὴ μᾶς ἀφήνετε.” Ποτέ, ποτὲ δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω. Εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ πεθάνω ἐδῶ μαζί σας.» Καὶ λέγοντας αὐτά, ὁ Αὐτοκράτορας γύρισε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιατί δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια του· καὶ μαζί του ἔκλαψαν ὁ Πατριάρχης καὶ ὅλοι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ.

Στὶς 23 Μαΐου, ἡ τελικὴ προσφορὰ τῆς τουρκικῆς ἀντιπροσωπείας στὸν Αὐτοκράτορα, γιὰ ἕνα βασίλειο στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐλεύθερη διαφυγὴ γιὰ ὅλους τοὺς πολῖτες, ἀπορρίφθηκε, ἂν καὶ μέχρι στιγμῆς ἡ ἀπελπισία τῆς κατάστασης –ἔλλειψη ἀνδρῶν νὰ συνεχίσουν τὴν ὑπεράσπιση τῶν δεκατεσσάρων μιλίων τῶν τειχῶν, ἀποτυχία γιὰ ὁποιουδήποτε βοήθεια προερχόμενη ἀπὸ τὴ Δύση, ἀπουσία ὑπερφυσικῆς παρέμβασης– θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ἕναν καλὸ λόγο γιὰ παράδοση. Ἀλλὰ ἀκόμα οἱ Τοῦρκοι ἦταν διστακτικοί: ἔπρεπε μήπως νὰ λύσουν τὴν πολιορκία; Ἀποφάσισαν νὰ δοκιμάσουν μιὰ τελικὴ ἐπίθεση καὶ, ἂν αὐτὴ ἀποτύγχανε, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλη. Τὸ βράδυ τῆς 28ης Μαΐου, ὁ Μωάμεθ περιῆλθε ὅλο τὸ στράτευμά του· τοὺς μίλησε γιὰ τὴν πόλη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πάρουν, γιὰ τοὺς θησαυροὺς στὰ παλάτια της καὶ τὶς ἰδιωτικὲς κατοικίες, τὶς ἐκκλησίες της μὲ ἀσήμι καὶ χρυσὸ καὶ πολύτιμους λίθους, γιὰ κορίτσια νέα καὶ ὄμορφα, ἀγόρια πολλά, σπίτια καὶ ὄμορφους κήπους. Ὅσοι πέσουν μαχόμενοι γιὰ τὴν πίστη, θὰ μποῦν κατ’ εὐθεῖαν στὸν Παράδεισο. Ὅσοι ζήσουν, τοὺς δίνεται ἡ ὑπόσχεση νὰ λεηλατήσουν τὴν πόλη γιὰ τρεῖς ἡμέρες: «ὅλος ὁ πλοῦτος της, τὸ ἀσήμι της, ὁ χρυσός της, τὸ μετάξι, τὰ ὑφάσματα καὶ οἱ γυναῖκες της, θὰ γίνουν δικά σας· μόνο τὰ κτίρια καὶ τὰ τείχη θὰ κρατηθοῦν γιὰ τὸ Σουλτᾶνο.» Καὶ καθὼς τελείωσε, ἀπὸ τὶς παρατάξεις τῶν στρατιωτῶν του ξεσηκώθηκε ἐπαναλαμβανόμενη ἡ κραυγή, «La ilaha ill-Allah, Mohammed ressoul-Allah» (Δὲν ὑπάρχει Θεὸς ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Μωάμεθ εἶναι ὁ προφήτης του).

Ἐν τῷ μεταξύ, οἱ πολιορκημένοι μέσα στὴν πόλη εἶχαν μάθει γιὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Σουλτάνου καὶ τὴν ἐπικείμενη ἐπίθεση. Ἐκείνη τὴ Δευτέρα τὸ ἀπόγευμα μιὰ ἱερὴ λιτανεία κινήθηκε στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὅλοι, Ὀρθόδοξοι καὶ Λατῖνοι, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ μοναχές, λαϊκοὶ καὶ γυναῖκες, τὰ παιδιὰ τῆς πόλης, συμμετείχαν, σηκώνοντας τὶς θαυματουργὲς εἰκόνες, τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, χρυσούς καὶ τὰ πολύτιμους σταυρούς. Σὲ κάθε ἱερό, σὲ κάθε ἀδύναμο σημεῖο τῶν τειχῶν, ἡ πομπὴ σταματοῦσε, οἱ ἱερεῖς διάβαζαν τὶς εὐχές, οἱ ἐπίσκοποι σήκωναν τὶς πατερίτσες τους καὶ εὐλογοῦσαν τοὺς στρατιῶτες, ραντίζοντάς τους μὲ ἁγιασμὸ ἀπὸ ἀγιαστοῦρες μὲ ξερὸ βασιλικό. Πρὸς τὴ δύση τοῦ ἡλίου, πρὶν τὸν Ἑσπερινό, ὁ Αὐτοκράτορας συγκέντρωσε τοὺς διοικητὲς τῶν στρατευμάτων καὶ τοὺς ἐπί κεφαλῆς τῶν πολιτῶν, Ἑλλήνων καὶ ξένων. Τοὺς μίλησε καὶ εἶπε: «Ἀδελφοὶ καὶ συμπολῖτες, νὰ εἶστε ἕτοιμοι γιὰ τὴν αὐγή. Ἂν ὁ Θεός μᾶς δώσει τὴν χάρη καὶ τὴν ἀνδρεία καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα μᾶς βοηθήσει, στὴν ὁποία καὶ μόνο ἔχουμε πίστη, θὰ κάνουμε τέτοιες πράξεις ποὺ ὁ ἐχθρὸς θὰ φύγει πίσω μὲ ντροπὴ κάτω ἀπὸ τὰ χέρια μας». Γύρισε πρὸς τοὺς Γενουάτες, τοὺς Ἑνετοῦς, νὰ τοὺς ἀπευθυνθεῖ ξεχωριστά: «Προσεύχομαι τώρα νὰ μᾶς δείξετε σὲ αὐτὴ τὴ δύσκολη ὥρα, ὅτι εἶστε πράγματι σύντροφοί μας, πιστοί μας σύμμαχοι καὶ ἀδελφοί μας.» […] Στὴ συνέχεια, οἱ ἄθλιοι Ρωμαῖοι ἀντρείωσαν τὶς καρδιές τους σὰν λιοντάρια, ζήτησαν καὶ ἔδωσαν συγγνώμη καὶ μὲ δάκρυα ἀγκάλιασε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔχοντας στὸ νοῦ ὄχι πιὰ γυναῖκα ἢ παιδιὰ ἢ ἐπίγεια ἀγαθά ἀλλὰ μόνο τὸν θάνατο … τὸν ὁποῖο μὲ χαρὰ ὑποδέχονταν.» Καὶ πήγαν στὴ μεγάλη ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας, «νὰ ἐνισχύσουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λήψη τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, νὰ ἐπιβεβαιώσουν τοὺς ὅρκους τους νὰ πολεμήσουν, καί, ἐὰν χρειάζεται, νὰ παραβλέψουν ὅλα τὰ ἐγκόσμια, γιὰ νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Χριστιανοσύνης».

Ὁ Αὐτοκράτορας εἰσῆλθε στὴν ἤδη γεμάτη ἐκκλησία. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, καὶ μόνο γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, οἱ μαρμάρινοι τοῖχοι, οἱ ψηφιδωτοὶ θόλοι, ὁ ἄμβωνας καὶ τὸ εἰκονοστάσι, οἱ κρεμαστοὶ πολυέλαιοι, τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ καντήλια, τὰ ἄμφια ὑπηρέτησαν μιὰ χριστιανικὴ λειτουργία. Πατριάρχης καὶ Καρδινάλιος, μὲ ἕνα πλῆθος ἐκκλησιαστικῶν καὶ Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων· ὁ Αὐτοκράτορας καὶ εὐγενεῖς, ὅλοι αὐτοὶ ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει ἀπὸ τὴν κάποτε περήφανη καὶ λαμπρὴ βυζαντινὴ ἀριστοκρατία· στρατιῶτες καὶ πολῖτες, Κωνσταντινουπολίτες, Βενετοί, Γενουάτες: ὅλοι ἦταν παρόντες, ὅλοι μὲ τὴν ἐπίγνωση ὅτι ἐπεκρέματο πλέον ἡ «ἔσχατη ὥρα». Ὁ αὐτοκράτορας προσευχήθηκε μὲ μεγάλη θέρμη. Ἀφήνοντας τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο καὶ πλησιάζοντας τὸ τέμπλο, ἔκανε μετάνοιες μπροστὰ στὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, ζήτησε συγνώμη ἀπὸ κάθε ἀξιωματοῦχο γιὰ κάθε ἁμάρτημα ποὺ τυχὸν εἶχε βλάψει τὸν καθένα, τοὺς ἀγκάλιασε ὅλους καὶ, στὴ συνέχεια, πῆγε στὸ ἱερὸ νὰ μεταλάβει τὰ «ἀμόλυντα καὶ θεῖα μυστήρια». Στὰ μάτια τῶν ἱερέων του, τῶν στρατιωτῶν του, τοῦ λαοῦ του, ἑτοιμάστηκε, σὲ αὐτὴν τὴν λειτουργία τῶν νεκρῶν, νὰ ἐμφανιστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καθὼς ὁ τελευταῖος χριστιανὸς Αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινούπολης στράφηκε καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ ναό, ὅπου γιὰ τόσους πολλοὺς αἰῶνες οἱ προκάτοχοί του καὶ λαός του εἶχαν λειτουργηθεῖ, τὸ μεγάλο ἐκκλησίασμα ἔκλαιγε δυνατά.

Πίσω στὸ παλάτι του, ὁ Αὐτοκράτορας, μὲ τὸν τρόπο τῶν βασιλέων, ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του γιὰ ὁποιαδήποτε σκληρότητα ἢ ἀδικία τυχὸν τοὺς εἶχε δείξει. «Ἀκόμα καὶ ἄνθρωπος φτιαγμένος ἀπὸ ξύλο ἢ ἀπὸ πέτρα θὰ πρέπει νὰ ἔχει κλάψει», ἔγραψε ὁ χρονογράφος ἀργότερα. Στὴ συνέχεια, ὅλοι ἐπέστρεψαν στὶς θέσεις τους καὶ, μένοντας μεταξὺ τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ τείχους, κλείδωσαν τὶς πόρτες πίσω ἀπὸ τὸν τελευταῖο, ὥστε κάθε ὑποχώρηση νὰ εἶναι ἀδύνατη. Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὁ ἴδιος ὁ Κωνσταντῖνος ἔφυγε ἀπὸ τὸ παλάτι, ἱππεύοντας τὸ ἀραβικὸ ἄλογό του καὶ, μὲ τὴν συνοδεία του, κάλπασε πρὸς τὰ τείχη γιὰ τὸν τελικὴ περιοδεία ἐλέγχου. Ἡ νύχτα ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἀποπνικτικὴ· χοντρὲς σταγόνες βροχης ἔπεσαν, κι ὕστερα σταμάτησαν· ὁ ὑπόκωφος ἦχος τῶν Τούρκων, ποὺ ἑτοίμαζαν τὶς σκάλες δίπλα στὴν τάφρο, ἔφτανε στὸ σκοτάδι. Πρὶν λαλήσει ὁ πετεινός, ὁ Αὐτοκράτορας εἶχε καταλάβει τὴ θέση του κοντὰ στὴν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Ἔτσι, «ἡ κάθε πλευρὰ προσευχήθηκε στὸ Θεό της, ἐμεὶς στὸν δικό μας ἐκεῖνοι στὸν δικό τους, ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων μὲ τὴ Μητέρα Του στὸν οὐρανὸ ἀποφάσισαν, ὅτι πρέπει νὰ πάρουν ἐκδίκηση στὴν αὐριανὴ μάχη γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράχθηκαν».

Μὲ τὸ πρῶτο χάραμα τῆς αὐγῆς, στὶς 29 Μαΐου, ἡ ἐπίθεση ξεκίνησε. Ξανὰ καὶ ξανὰ οἱ Τοῦρκοι ἐπιτέθηκαν, μὲ τὸν ἦχο κυμβάλων καὶ φλάουτων, τοὺς μεταλλικοὺς ἤχους τῶν ὅπλων, τὴν ἔκρηξη τοῦ κανονιοῦ, τὸ τρέμουλο συνταρακτικῶν πυροβολισμῶν· ξανὰ καὶ ξανὰ ἀπωθήθηκαν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σπρωχτοῦν πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλι ἀπὸ τὰ ἀντίθετα κύματα τῶν στρατευμάτων πίσω τους. Στὴ συνέχεια, σὲ μιὰ κρίσιμη στιγμή, μιὰ βαθιὰ πληγὴ ἀνάγκασε τὸν Ἰουστινιάνη νὰ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τή θέση του κλειδὶ στὴν ἄμυνα. Παρατηρῶντας τὴ σύγχυση σὲ αὐτὸ τὸ ζωτικὸ σημεῖο, ὁ Μωάμεθ διέταξε τοὺς Γενίτσαρους νὰ ἐπιτεθοῦν. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ἕνας γίγαντας, ὁ Χασὰν Οὐλουμπαλντί, κρατῶντας τὴν ἀσπίδα του στὸ ἀριστερό του χέρι, πάλεψε ἀνάμεσα στὴ βροχὴ ἀπὸ πέτρες καὶ βέλη τοποθετῶντας τὴ σκάλα του πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ τείχους, ἀκολουθούμενος ἀπὸ περίπου τριάντα ἄλλους. Ἐξουδετερώθηκε καὶ σκοτώθηκε ἀλλὰ οἱ σύντροφοί του διέσπασαν τὸν κλοιό, ἀνέβηκαν στὴν κορυφὴ τοῦ τείχους καὶ βρέθηκαν μέσα στὴν πόλη. «Ἡ πόλις ἑάλω», ξεχύθηκε ἡ κραυγή, καθὼς καὶ ἄλλα τουρκικὰ στρατεύματα εἰσέβαλαν, πατῶντας τις σωροὺς τῶν νεκρῶν καὶ τῶν λαβωμένων στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ οἱ τουρκικὲς σημαῖες ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται στὴν κορυφὴ μερικῶν ἀπὸ τοὺς πύργους. «Ἡ πόλη ἔπεσε καὶ εἶμαι ἀκόμα ζωντανός» –τέτοια εἶναι τὰ τελευταῖα καταγραμμένα λόγια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δραγάση, τὴ στιγμή ποὺ, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ἄλογό του, κυρώνοντας τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴν Ἀρχή, ὄρμηξε καὶ χάθηκε γιὰ πάντα μέσα στὴν τελικὴ ἔφοδο τῶν Γενιτσάρων.

Ὡς τὶς ὀκτὼ τὸ πρωὶ, ἡ πόλη ἦταν στὰ χέρια τῶν Τούρκων καὶ τὸ ταμένο τριήμερο κοῦρσος εἶχε ἀρχίσει. Δὲ χρειάζεται νὰ μιλήσεις γιὰ τὴ σφαγὴ καὶ τὴ λεηλασία, παρὰ μόνο γιὰ νὰ πεῖς ὅτι, τρομακτικὴ ὅπως ἦταν, ἦταν λιγότερο τρομακτικὴ ἀπὸ ὅ,τι ἐκείνη τῶν χριστιανῶν σταυροφόρων τοῦ 1204. Πρὸς τὸ μεσημέρι (ἤ, σύμφωνα μὲ ὁρισμένους, τὴν ἑπόμενη μέρα), ὁ Πορθητής, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς Βεζίρηδες, τοὺς Πασᾶδες καὶ τοὺς Οὐλεμάδες του καὶ περιστοιχιζόμενος ἀπὸ τοὺς Γενίτσαρους σωματοφύλακές του, μπῆκε στὴν πόλη. Ἵππευσε κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἀφιππεύοντας, ἔσκυψε κάτω στὸ κατώφλι, μάζεψε μιὰ χούφτα χῶμα καὶ τὸ ἄφησε νὰ πέσει στὸ τουρμπάνι του σὰν μιὰ πράξη ταπείνωσης μπροστὰ στὸν Θεὸ, ποὺ τοῦ εἶχε δώσει τὴ νίκη. Τότε εἰσῆλθε στὴν ἐκκλησία καὶ διέταξε ἕναν ἀπὸ τοὺς Οὐλεμάδες τῆς Αὐλῆς του νὰ ἀνέβει τὸν ἄμβωνα καὶ νὰ ἐκφωνήσει μιὰ προσευχή, ἐνῶ ὁ ἴδιος στάθηκε ὅπου ἦταν τὸ ἱερὸ καὶ ἐκεῖ ἔκανε τὴν πρώτη τοῦ Rika’at (γονυκλισία) στὴ νέα του πρωτεύουσα. Ἔτσι, μετέτρεψε τὴ μεγάλη ἐκκλησία, τὴν ἀφιερωμένη στὴν Ἀθάνατη Σοφία τοῦ Χριστοῦ, τὴν καρδιὰ τῆς χριστιανικῆς πόλης τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τὸ σύμβολο τῆς βαθύτερής της ἐλπίδας καὶ (ἐσχατολογικῆς) ὑπόσχεσης, στὸ τζαμὶ Ἀγια-Σόφια τῆς Μουσουλμανικῆς Σταμποὺλ. (…..)

 

Μετάφραση: Κωσταντίνος Μπλάθρας