Ἡ πιὸ βασικὴ κατάκτηση τῆς ψυχολογίας ὑπῆρξε ἀσφαλῶς ἡ «ἀνακάλυψη» τοῦ ἀσυνειδήτου.
Ἡ ἐπισήμανση τῆς ἄγνωστης αὐτῆς περιοχῆς τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος ἄνοιξε ὁπωσδήποτε τὴ θύρα, διὰ τῆς ὁποίας μπορεῖ κανεὶς νὰ ρίξει τὸ βλέμμα του στὸ σκοτεινὸ βάθος τῆς ψυχῆς. Ἢ τοὐλάχιστον, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη αὐτή, εἶναι σὲ θέση κανεὶς νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ σημασία τοῦ ἀσυνείδητου αὐτοῦ βάθους γιὰ τὴν ὅλη ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ πορεία τοῦ ἀτόμου.
Ἐξάλλου, εἶναι γεγονὸς, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμφισβητήσει, ὅτι οἱ ἐρευνητικὲς προσπάθειες τῆς ψυχολογίας μέσα στὸ σκοτεινὸ καὶ σχεδὸν ἀνερεύνητο ἀσυνείδητο βάθος τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἔχουν μέχρι τώρα μιὰ κάποια ἀξιόλογη ἐπιτυχία. Ἡ μεθοδολογία τῆς προσπελάσεως στὸν χῶρο τοῦ ἀσυνειδήτου μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει μέχρι σήμερα ὁρισμένα μυστικὰ μονοπάτια, ποὺ στὸ σύνολό τους διαγράφουν μιὰ κάποια νομοτέλεια ὁρισμένων μορφῶν ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς. Ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους, μὲ τὶς ἐπὶ μέρους σχολές της, μᾶς ἔχει μέχρι τώρα δώσει ἀξιόλογα στοιχεῖα τοῦ ψυχολόγου «μηχανισμοῦ» τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῆς καὶ ἔχει ρίξει φῶς σὲ ὁρισμένες περιοχὲς τῆς προβληματικῆς τῆς ψυχολογικῆς, γενικὰ, ἀντιδράσεως τοῦ ἀτόμου. Ἡ ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς ὑπηρεσίας τῆς ψυχολογίας εἶναι μιὰ ἠθικὴ ὑποχρέωση κάθε τιμίου ἐρευνητοῦ.
Παρ’ ὅλα, ὅμως, αὐτὰ οἱ ἐπιτυχίες τῆς ψυχολογίας τοῦ Βάθους ἀποδεικνύονται πολλὲς φορὲς ἐξαιρετικὰ ἀσήμαντες μπροστὰ στὸ μέγεθος ἀλλὰ καὶ τὴν πολύπλοκη σύνθεση τῆς προβληματικῆς τῆς ψυχολογικῆς συμπεριφοράς τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἴδιοι οἱ ψυχολόγοι, ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζουμε, ὅσο ἱκανοὶ καὶ ἂν εἶναι σὲ βυθοσκοπήσεις στὴν ἀσυνείδητη περιοχὴ τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἀντιλαμβάνονται, πὼς ἡ αἰσιοδοξία γιὰ μιὰ ἐκτεταμένη κατανόηση καὶ γνωριμία τῆς προσωπικότητας αὐτῆς εἶναι, πρὸς τὸ παρὸν, ὁ πιὸ ἀνέλπιστος καρπὸς τῶν προσπαθειῶν τους. Λ.χ. ἡ ψυχανάλυση γνωρίζει σήμερα πολὺ καλὰ, πὼς ὁ ἐσωτερικὸς προβληματισμὸς τοῦ ἀσυνειδήτου εἶναι τελικὰ terra incognita. Μάλιστα ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς ψυχαναλύσεως πού, ὡς γνωστόν, μεθοδεύει τὸ ἔργο της σύμφωνα μὲ τὶς φροϋδικὲς ψυχολογικὲς ἀρχές, τὸ καταστάλαγμα τῶν προσπαθειῶν της εἶναι ἡ ἐπισήμανση τοῦ ἀσυνειδήτου μὲ ὅλο τὸ ἀρνητικὸ ὀρμεμφυτικό του περιεχόμενο. Ἡ φροϋδικὴ ψυχανάλυση μᾶς ἔχει δώσει τὴν ἐντύπωση, πὼς ἔχει ἀνακαλύψει μιὰ σπηλιὰ μέσα στὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, μέσα στὴν ὁποία ζοῦν συμπλεκόμενα καὶ ἀγωνιζόμενα νὰ ἐξορμήσουν ἀπειλητικὰ μυθικὰ τέρατα. Τὴ σπηλιὰ αὐτή, ὅσο κι ἂν μοχθεῖ ἡ ψυχολογικὴ ἔρευνα, ἐλάχιστα μόνο μπορεῖ νὰ τὴν φωτίσει στὸ ἐσωτερικό της. Ἔτσι, ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους γενικὰ μᾶς συνειδητοποίησε πιὸ ἔντονα τὶς ἐσωτερικὲς ἀπειλὲς ἀπὸ τὰ ἐνστικτικὰ τέρατα, κι ἴσως γι’ αὐτὸ ἔχει κι ἕναν χαρακτῆρα ἀφυπνιστικό. Ὁ διάλογός μας, μὲ διερμηνέα τὴν ψυχολογία, μὲ τοὺς μυθικοὺς ἀφέντες τῆς σπηλιᾶς τοῦ ἀσυνειδήτου, εἶναι μιὰ πολὺ χρήσιμη πνευματικὴ λειτουργία ἀπὸ κάθε ἄποψη, ἐὰν βέβαια εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀξιολογήσουμε σωστὰ τὴ θέση τοῦ ἀσυνειδήτου μέσα στὴν ὅλη προσωπικότητα.
Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο, στὴν περίπτωση τοῦ διαλόγου μὲ τὴ σπηλιὰ τοῦ ἀσυνειδήτου, εἶναι, πὼς ἡ ψυχολογία οὔτε ἡ ἴδια μπορεῖ οὔτε ὑποδεικνύει κάποιο ἄλλο μέσο οὐσιαστικῆς ἐξώσεως τῶν ἀπειλητικῶν τεράτων ἀπὸ τὴ σπηλιὰ αὐτή. Ἔτσι, ἰδίως ἡ ψυχανάλυση μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ δόντια τῶν ἐνστικτικῶν τεράτων τοῦ ἀσυνειδήτου, χωρὶς νὰ ἀναλαμβάνει καὶ τὸ ἔργο τῆς προστασίας μας ἢ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ μᾶς ἀλέσουν τὰ δόντια αὐτά, σὲ κάποια κρίσιμη ὥρα!
Ἐν τούτοις, τὰ πράγματα αὐτὰ φαίνεται, πὼς ἀντιμετωπίζονται καλύτερα καὶ ἀποτελεσματικότερα στὴν περιοχὴ τῆς ἀσκητικῆς ἔρημου. Ὁ ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τῶν ζωντανῶν μυθικῶν τεράτων τοῦ ἀσυνειδήτου ἀσκητὴς ἔχει μιὰ καταπληκτικὴ εὐχέρεια, ὄχι μόνο νὰ τοὺς συντρίβει τὰ δόντια ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκδιώκει μέσα ἀπὸ τὸ πιὸ σκοτεινὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς τους. Πραγματικὰ, ὁρισμένες φάσεις τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος μέσα στὴν ἀσκητικὴ ἔρημο δείχνουν, πὼς μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ἐρήμωση τοῦ ἀσυνειδήτου. Ὁ ἀσκητὴς ἔχει τὴν καταπληκτικὴ εὐχέρεια νὰ ἐρημώνει τὸ ἀσυνείδητό του ἀπὸ κάθε κακοῦργο λογισμό. Μόνο ποὺ, αὐτὸ τὸ κατορθώνει μὲ μέσα, ποὺ εἶναι ἄγνωστα στὴν ψυχαναλυτικὴ μεθοδολογία.
Ὁ Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος, γράφοντας «Πρὸς Θεόδουλον», ὑπενθυμίζει σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς του αὐτῆς δυὸ βασικοὺς παράγοντες τοῦ ἐπιτυχημένου ἀγῶνος γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς καὶ ἑπομένως τὴν ἐρήμωση τοῦ ἀσυνειδήτου ἀπὸ «τοὺς τῶν Αἰγυπτίων υἱοὺς πρωτοτόκους», «Ὡς γὰρ οὐ δυνατόν, νυμνὸν σώματι εἰσελθεῖν εἰς πόλεμον ἢ πλεῦσαι μέγα πέλαγος μετ’ ἐνδυμάτων ἢ ζῆν ἄνευ τοῦ ἀναπνεῖν· οὕτως ἀδύνατον χωρὶς ταπεινώσεως καὶ συνεχοῦς πρὸς Χριστὸν ἱκεσίας, τὸν νοητὸν καὶ κρυπτὸν πόλεμον ἐκμαθεῖν· καὶ τεχνικῶς τοῦτον καταδιώκειν καὶ βάλλειν». Κατὰ τὸν ἅγιο πατέρα, ἡ ταπείνωση, σὰν ἀγωνιστικὴ προσπάθεια ψυχικῆς καθαρότητος, καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ καρδιακὴ δηλαδὴ καὶ «καθαρὰ» καὶ «μονολόγιστος» προσευχή, κάνουν τὸν ἀσκητὴ ἱκανὸ νὰ μάθει ὅλα τὰ μυστικὰ τοῦ νοητοῦ καὶ «κρυπτοῦ» πολέμου καὶ νὰ τὸν διεξάγει ἑπομένως μὲ σύστημα καὶ ἐπιτυχία.
Ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶναι, βέβαια, ἐδῶ μιὰ ἐργασία χειλέων. Εἶναι κυρίως μιὰ «ὑπαρξιακὴ» ἐργασία, ὡς καθολικὴ ἐσωτερικὴ βίωση τῆς παρουσίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸ βάθος τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀσκητοῦ. Εἶναι μιὰ ἄμεση ἐμπειρία τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὡς «προσωπικῆς ζωῆς». Πρόκειται ἐδῶ, ὄχι μόνο γιὰ μιὰ μέθοδο αὐτογνωσίας ἀλλὰ καὶ γιὰ μιὰ ὑπαρξιακὴ θέση ζωῆς, ποὺ εἶναι ἄγνωστη στὴν ψυχολογία τοῦ Βάθους καὶ ποὺ, ἐξάλλου, θὰ παραμείνει ἀπρόσιτη στὸν «ἐπιστημονικὸ» νοῦ, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ θεωρητικὴ γνώση. Κι αὐτὸ δείχνει γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὶς τραγικὲς αὐταπάτες τῆς ψυχολογίας γιὰ μιὰ καθολικὴ ψυχολογικὴ ἑρμηνεία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας (Ρsychologismus). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ, ποὺ ἡ Ψυχολογία θὰ σεβασθεῖ τὸν ἑαυτό της καὶ θὰ περιορισθεῖ στὸ δικό της πεδίο, θὰ ἀποβεῖ χρήσιμο ὄργανο στὴ διερεύνηση τοῦ βάθους τῆς προσωπικότητος.
Πρὸς τὸ παρόν, στὴν περιοχὴ τῆς ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας, ἔχει θεμελιακὴ ἀξία τὸ ἀξίωμα αὐτὸ· «Ὁ μὴ ἔχων εὐχὴν καθαρὰν λογισμῶν, ὅπλον οὐκ ἔχει εἰς πόλεμον, εὐχὴν δὲ λέγω ἀενάως ἐνεργουμένην ἐν ἀδύτοις τῆς ψυχῆς, ἵνα τῇ τοῦ Χριστοῦ ἔπικλήσει, ὁ κρυφίως πολεμῶν πολέμιος μαστίζηται καὶ φλέγηται». Ἡ ὑπαρξιακὴ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶλλον δὲ ἡ ἐμπειρία τῆς συμβιώσεως μετὰ τῆς παρουσίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰσχωρεῖ εἰς τὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς καὶ κατακαίει κάθε ἀρνητικὸ ψυχικὸ περιεχόμενο καὶ τότε ὁ ἀσκητὴς «ὁρᾷ τηλαυγῶς εὐθύτητα καρδίας». Στὴν περίπτωση αὐτὴ, οὔτε ἀπωθήσεις οὔτε ἐνέργειες τῆς λήθης μποροῦν νὰ κρυφθοῦν κάτω ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἐπικλήσεως τῆς «μνήμης τοῦ Ἰησοῦ». Διότι· «Λήθη σβεννύειν εἶδε νοὸς φυλακήν, ὦσπερ σβέννυσι πῦρ ὕδωρ. Συνεχὴς δὲ Ἰησοῦ εὐχή, εἰς τέλος αὐτὴν ἐκδαπανᾶ ἐκ τῆς καρδίας μετὰ νήψεως συντόνου. Χρήζει γὰρ ἡ εὐχὴ τῆς νήψεως, ὦσπερ λαμπάδιον φωτὸς λύχνου». Ἑπομένως· «ἀδύνατον καθαρίσαι τὴν ἡμῶν καρδίαν ἐξ ἐμπαθῶν νοημάτων καὶ ἀποδιῶξαι νοητοὺς ἐχθροὺς ἐξ αὐτῆς, ἄνευ συχνῆς ἐπικλήσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἡ συχνὴ αὐτὴ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ, ὡς γνωστόν, τὴ διαδικασία τῆς «κυκλικῆς κινήσεως τοῦ νοός», ὅπως μᾶς τὴν γνωρίζουν τὰ ἀσκητικὰ συγγράμματα τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Ὁ νοῦς στρέφει πρὸς ἑαυτὸν καὶ ὁρᾶ ἑαυτόν. Ἡ ἀσκητικὴ αὐτὴ πνευματικὴ διαδικασία, συντροφευμένη ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, εἶναι πράγματι μιὰ ὑπαρξιακὴ ἐκμηδένιση τοῦ ἀσυνειδήτου καὶ τῶν μυθικῶν του ἐνστικτικῶν τεράτων, ποὺ ἀκολουθεῖ τα ἕξης στάδια: «Δεῖ τὸν ἀγωνιζόμενον ἔνδον, κατὰ στιγμὴν χρόνου ἔχειν τα τέσσαρα ταῦτα· ταπείνωσιν, προσοχὴν τε ἄκραν, ἀντίρρησιν καὶ προσευχὴν· καὶ ταπείνωσιν μέν, ὅτι πρὸς ὑπερήφανους δαίμονας ἀντιθέτους ἐστὶν αὐτῷ ἡ πάλη, ἵνα τὴν τοῦ Χριστοῦ βοήθειαν ἐν χειρὶ καρδίας ἔχη διά το τὸν Κύριον ὑπερήφανους μισεῖν. Προσοχὴν δέ, ἵνα ἀεὶ τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν ποιῇ μηδένα λογισμὸν ἔχειν, κἂν δῆθεν ἀγαθὸς φαίνηται. Ἀντίρρησιν δὲ ἵνα ὀπηνίκα ὀξέως γνῶ τὸν ἐλθόντα, εὐθὺς μὰτ’ ὀργῆς ἀντιλογηθείη τῷ πονηρῷ. Καὶ ἀποκριθήσομαι, φησί, τοῖς ὀνειδίζουσί μοι κακὰ· οὐχὶ τῷ Θεῷ ὑποταγήσεται ἡ ψυχή μου; Εὐχήν δέ, ἵνα κραυγάση πρὸς Χριστὸν στεναγμῷ ἀλαλήτῳ εὐθὺς μετὰ τὴν ἀντίρρησιν· καὶ τότε αὐτὸς ὁ ἀγωνιζόμενος βλέψεται τὸν ἐχθρὸν λυόμενον ἢ διωκόμενον τῷ προσκυνητῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, ὡς χοῦν ὑπὸ ἀνέμου ἢ ὡς καπνὸν ἐκλείποντα μετὰ τῆς φαντασίας αὐτοῦ».
Ἡ ἀσκητικὴ πνευματικὴ αὐτὴ διαδικασία τῆς «κυκλικῆς κινήσεως τοῦ νοὸς» εἶναι ἡ πιὸ ἔγκυρη μέθοδος τῆς ὑπαρξιακῆς ἐκμηδενίσεως τοῦ ἀσυνειδήτου. Μὲ τὸ πνευματικὸ πῦρ τῆς διαδικασίας αὐτῆς, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν εὐχὴν· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με», κατακαίονται ὁλοκληρωτικὰ τὰ τέρατα τῆς σπηλιᾶς τοῦ ἀσυνειδήτου καὶ ἐξαφανίζονται «ὡς χοῦς ὑπὸ ἀνέμου». Πρόκειται, λοιπὸν, πράγματι γιὰ μιὰ ἀσκητικὴ ἐρήμωση τοῦ ἀσυνειδήτου, ποὺ ὑπογραμμίζει συγχρόνως τὴν ἀδυναμία τῆς Ψυχολογίας. Ἡ ἐπιστήμη αὐτὴ, μόνο σὲ πολὺ λίγες περιπτώσεις, μπορεῖ νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ βοηθήσει τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Κατὰ κανόνα, τὸν φέρνει κοντὰ στὴ σπηλιὰ τῶν τεράτων, τονίζοντάς του συγχρόνως τὴν τραγική του μόνωση. Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς ὀρμεμφυτικὲς ἐπιθέσεις τῶν ἐνστικτικῶν δυνάμεων τοῦ ἀσυνειδήτου μόνος, τελείως μόνος.
Ὁπωσδήποτε, ὅμως, ἡ ἐμπειρία τῆς ἐρημώσεως τοῦ ἀσυνειδήτου, στὴν ἀσκητική της ἐκδοχή, εἶναι μιὰ παρήγορη ἀνταύγεια τῆς πατερικῆς ἐρήμου. Γιατί ὑπογραμμίζει ὑπαρξιακὰ τὴ λυτρωτικὴ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν προσωπικότητα τοῦ ἀγωνιζομένου ἀσκητοῦ. Αὐτὴ δὲ ἡ ὑπαρξιακὴ ὑπογράμμιση ὑπενθυμίζει στὸν ἐγκόσμιο χριστιανὸ τὸ ψυχολογικὸ καὶ πνευματικὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου· «Ἰδοὺ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστὶ» (Λούκ. 17, 21). Ἡ ἐρήμωση τοῦ ἀσυνειδήτου, μὲ τὴν διαδικασία τῆς κυκλικῆς κινήσεως τοῦ νοῦ, εἶναι μιὰ δυναμικὴ ὑπερφαλάγγιση τῶν θεραπευτικῶν μέσων τῆς ἐποχῆς μας καὶ μιὰ ἔξαρση τῆς λυτρωτικῆς σημασίας τῆς «καρδιακῆς προσευχῆς».
Ἔχει ἄραγε τὴ δύναμη ὁ ἐγκόσμιος χριστιανὸς, νὰ δοκιμάσει τὴ λυτρωτικὴ δύναμη αὐτῆς τῆς διαδικασίας; Εἶναι σὲ θέση, νὰ στρέψει τὸ νοῦ του λυτρωτικὰ πρὸς τὸ ἐσώτερο βάθος τοῦ εἶναι του; Ἡ σπηλιὰ τοῦ ἀσυνειδήτου εἶναι καὶ γι’ αὐτὸν πάντοτε μιὰ συγκλονιστικὴ πρόκληση ἄλλα καὶ μιὰ θανάσιμη ἀπειλή!