Γενικὰ, λοιπὸν, ἐγὼ ὑποστηρίζω (καὶ εὔλογα θὰ μποροῦσα νὰ θεωρηθῶ, ὅτι διατυπώνω χρησμὸ μᾶλλον παρὰ ὅτι δίνω συμβουλή), ὅτι ἕνα πράγμα εἶναι τὸ πρῶτο καὶ τὸ μεσαῖο καὶ τὸ τελευταῖο καὶ ὅλα αὐτὰ μαζί, εἶναι ἡ σπουδαία ἀγωγὴ καὶ ἡ ὀρθὴ μόρφωση καὶ ἰσχυρίζομαι, πὼς αὐτὰ (τὰ δυό) συντελοῦν καὶ συνεργοῦν στὴν ἀπόκτηση ἀρετῆς καὶ εὐδαιμονίας. Ἐνῶ τὰ ἄλλα, βέβαια, ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ εἶναι ἀνθρώπινα καὶ μικρὰ καὶ ἀνάξια ἐπιδιώξεως. Ἡ εὐγενικὴ π.χ καταγωγὴ εἶναι καλὸ πράγμα ἀλλὰ (εἶναι) ἀγαθὸ προγονικό. Καὶ ὁ πλοῦτος εἶναι πράγμα ποὺ ἀξίζει ἀλλὰ εἶναι ἀπόκτημα τύχης, γιατί βέβαια πολλὲς φορὲς ἀφαιρέθηκε ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν εἶχαν καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἤλπιζαν ἦρθε (ἡ τύχη) καὶ (τὸν) ἔφερε καὶ ὁ πολὺς πλοῦτος εἶναι στόχος γιὰ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ στοχεύουν βαλάντια, δηλαδὴ γιὰ κακούργους ὑπηρέτες καὶ συκοφάντες καὶ τὸ κυριότερο (ἀπ’ ὅλα), ὅτι δηλαδὴ (τὸν πλοῦτο) τὸν ἀποκτοῦν καὶ οἱ πιὸ ἀχρεῖοι. Ἡ δόξα, βέβαια, εἶναι ὁπωσδήποτε σεβαστὸ πράγμα ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀσφαλές. Καὶ ἡ ὀμορφιὰ εἶναι βέβαια περιπόθητη ἀλλὰ εἶναι ὀλιγόχρονη. Ἡ ὑγεία, ὁπωσδήποτε, εἶναι πράγμα ποὺ ἀξίζει ἀλλὰ (εἶναι) εὐπαθέστατο. Καὶ ἡ δύναμη εἶναι ἀξιοζήλευτη ἀλλὰ καταστρέφεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστια καὶ τὰ γηρατειά. Καὶ γενικά, ἐὰν κάποιος ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴ σωματική του δύναμη, ἂς (τό) καταλάβει πὼς κάνει λάθος. Γιατί, τί ἀντιπροσωπεύει ἡ ἀνθρώπινη δύναμη μπροστὰ στὴ δύναμη τῶν ἄλλων ζώων; Ἐννοῶ π.χ τῶν ἐλεφάντων καὶ τῶν ταύρων καὶ τῶν λιονταριῶν.
Ἡ παιδεία, ὅμως, ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά μας εἶναι τὸ μόνο ἀθάνατο καὶ θεῖο (ἀγαθό). Καὶ ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα, δυὸ εἶναι τὰ σπουδαιότερα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ὁ νοῦς (σκέψη) καὶ ὁ λόγος (γλώσσα). Καὶ βέβαια, ὁ νοῦς ἐξουσιάζει πάνω στὸ λόγο, ἐνῶ ὁ λόγος ὑπηρετεῖ τὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν τύχη καὶ ἀπὸ τὴ συκοφαντία δὲν καταργεῖται, ἀπὸ τὴ ἀρρώστια δὲ φθείρεται, ἀπὸ τὰ γηρατειὰ δὲν καταστρέφεται. Γιατί ὁ νοῦς εἶναι ὁ μόνος, ποὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἀποκτάει νεανικὸ σφρίγος καὶ ὁ χρόνος μαραίνει ὅλα τ’ ἄλλα, στὰ γηρατειὰ προσθέτει τὴ γνώση. Καὶ βέβαια ὁ πόλεμος, ἐνῶ σὰν χείμαρρος ὅλα τὰ παίρνει καὶ ὅλα τὰ σκορπᾶ, μόνο τὴν παιδεία δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει καὶ νομίζω, ὅτι ὁ Μεγαρέας φιλόσοφος Στίλπων ἔδωσε ἀξιομνημόνευτη ἀπάντηση, ὅταν ὁ Δημήτριος, ἀφοῦ πούλησε γιὰ δούλους τοὺς κατοίκους καὶ τὴν πόλη ἰσοπέδωσε, ρώτησε τὸ Στίλπωνα, μήπως καὶ αὐτὸς κάτι ἔχει χάσει. Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ὄχι βέβαια, γιατί ὁ πόλεμος δὲ λαφυραγωγεῖ τὴν ἀρετή». Μὲ αὐτὴν τὴν ἀπάντηση, φαίνεται σύμφωνη καὶ ὁμόγνωμη καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Σωκράτη. Καὶ βέβαια αὐτὸς, ὅταν τὸν ρώτησε ἀπ’ ὅτι νομίζω ὁ Γοργίας, ποία γνώμη ἔχει γιὰ τὸ μεγάλο βασιλιὰ καὶ ἂν νομίζει ὅτι εἶναι αὐτὸς εὐτυχής, ἀπάντησε: «Δὲν ξέρω τὴν κατάστασή του ἀπὸ ἀπόψεως ἀρετῆς καὶ παιδείας», γιατί, κατὰ τὴν ἐκτίμησή του, ἡ εὐτυχία βρίσκεται σ’ αὐτὰ καὶ ὄχι στὰ τυχερὰ ἀγαθά.