Ἡ εὐχὴ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν ὁποία ἀναγιγνώσκουμε ἢ καὶ ψάλλουμε στὸ Μικρὸ καὶ στὸ Μέγα Ἀπόδειπνο καὶ τὴν ὁποία ἔγραψε ὁ λόγιος ὅσιος Παῦλος, ὁ ἱδρυτὴς καὶ κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τῆς Εὐεργέτιδος στὴν Κων/λη τὸν 11ο αἰῶνα, ἔχει μεγάλη ἀξία καὶ σπουδαιότατο πνευματικὸ περιεχόμενο.
Ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε μέρη. Τὸ πρῶτο ὁμιλεῖ γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Τὸ δεύτερο περιέχει τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀμαρτωλότητος τοῦ προσευχομένου πιστοῦ. Τὸ τρίτο ἀναφέρει τὴν δέηση πρὸς τὴν Παναγία, ἐνῶ τὸ τέταρτο γράφει γιὰ τὶς καταστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, καὶ τὸ πέμπτο κατακλείει τὴν Εὐχή, γράφοντας γιὰ τὴν μεσιτεία τῆς Παναγίας πρὸς τὸν Χριστόν, τὸν Μονογενῆ Υἱόν της.
Τὸ πρῶτο μέρος, ποὺ γράφει γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἔχει ἕξι θαυμάσια προσωνύμια γιὰ τὴν Παναγία. Τὴν ἀποκαλεῖ ὅπως ἦταν, δηλαδή: ἄσπιλο, ἀμόλυντο, ἄφθορο, ἄχραντο (δηλ. ἀκηλίδωτο), ἁγνὴ παρθένο, Θεόνυμφο Δέσποινα. Ἔχουμε ἔτσι, ἐδῶ, ἐπίκληση στὶς ἐξαιρετικὲς αὐτὲς ἰδιότητες τῆς Παναγίας. Εἶναι ἡ Παναγία ἐκείνη, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ στὰ σπλάγχνα της ἕνωσε, συνῆψε πάλιν μὲ τὸν Θεὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ οὐράνια ἕνεκεν τῆς πτώσεως στὴν ἁμαρτία. Ἡ Παναγία, λοιπόν, καθίσταται ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀπελπισμένοι, ἡ βοήθεια ἐκείνων ποὺ δέχονται πνευματικὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν διάβολο, ὡς καὶ εἶναι ἡ ταχυτάτη συμπαράσταση καὶ σκέπη ὅλων τῶν χριστιανῶν ποὺ τρέχουν καὶ καταφεύγουν κοντά της, στὸ καταφύγιό της.
Γι’ αὐτὸ, παρακαλεῖ ὁ προσευχόμενος πιστός, στὸ δεύτερο μέρος, νὰ μὴ τὸν θεωρήσει ἡ Παναγία, ὡς βδέλυγμα. Ἑπομένως, νοιώθει, ὁ πιστός, λέγοντας τὴν προσευχὴ αὐτή, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, μολυσμένος ἀπὸ ποικίλα ἁμαρτήματα, ἀπὸ αἰσχροὺς λογισμοὺς καὶ λόγους καὶ πράξεις ποὺ ἔχουν ἐξευτελίσει τό εἶναι του καὶ τὸν ἔχουν κατηντήσει δοῦλο μὲ τὴν ραθυμία τοῦ βίου καὶ τὴν αἰχμαλωσία στὶς σαρκικὲς ἡδονές. Αὐτὸ συνιστᾶ αὐτογνωσία, τὸ γνῶθι σαὐτὸν, καὶ εἶναι πολὺ σπουδαία πράξη γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, τὸν καταρτισμὸ καὶ τὴν πρόοδο.
Ἔρχεται, λοιπόν, καὶ παρακαλεῖ ὁ πιστός, μὲ ἱερὸ δέος καὶ κατάνυξη καὶ τὴν συναίσθηση αὐτὴ τῆς ἀμαρτωλότητός του, καὶ λέγει πρὸς τὴν Παναγία, στὸ τρίτο μέρος τῆς Εὐχῆς: Δεῖξε, Παναγία μου, φιλάνθρωπη εὐσπλαγχνία, καθὼς εἶσαι Μητέρα τοῦ Φιλάνθρωπου Θεοῦ. Δεῖξε τὴν εὐσπλαγχνία αὐτὴ σὲ μένα, ποὺ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἄσωτος, ὅπως ἐκεῖνος τῆς Παραβολῆς τοῦ Εὐαγγελίου. Δέξαι τὴν προσευχή μου, παρ’ ὅτι τὴν προφέρω μὲ ἀκάθαρτα πνευματικῶς χείλη. Καὶ ἐπειδὴ ἔχεις τὸ μητρικὸ θάρρος, παρεκάλεσε τὸν Υἱόν σου, τὸν Δεσπότη καὶ Κύριο, ν’ ἀνοίξει καὶ σὲ μένα τὰ φιλάνθρωπα σπλάγχνα τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του, νὰ δείξει «σπλάγχνα οἰκτιρμῶν» καὶ ἀφοῦ παραβλέψει τὰ ἀμέτρητα σφάλματα, ποὺ εἶναι ὡς ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας, νὰ μὲ ὁδηγήσει ἡ χάρις Του στὴ μετάνοια καὶ ἔτσι νὰ μὲ καταστήσει δόκιμο ἐργάτη, ἄξιο δουλευτὴ τῶν θείων ἐντολῶν Του.
Ἀκολουθεῖ τὸ τέταρτο μέρος, ὅπου λέγει ὁ πιστὸς πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωή, νὰ γίνει ἡ Παναγία ἡ προστάτις καὶ ἡ βοηθὸς ἀποκρούοντας τὶς διαβολικὲς ἐπιθέσεις. Ὁ προσευχόμενος πιστὸς θέλει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νὰ τὸν στηρίξει στὴν πνευματική του καθοδήγηση, γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς σωτηρίας, καὶ ἔπειτα, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα, γιὰ νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, τότε παρακαλεῖ, Ἐκείνη, νὰ περιφρουρεῖ τὴν ἄθλια ψυχή του καὶ νὰ διώχνει μακρυὰ τὶς σκοτεινὲς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων ποὺ καταφθάνουν γιὰ νὰ κλέψουν τὴν ψυχή του. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν φοβερὰ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, παρακαλεῖ τὴν Παναγία νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση καὶ νὰ τὸν κάνει μὲ τὴν μεσιτεία της, κληρονόμο τῆς ἀπρόσιτης δόξας τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ ὅλων μας. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στὴν Εὐχὴ γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ψυχῆς κατὰ τῶν δαιμόνων ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὕπαρξη κολάσεως καὶ παραδείσου, ποὺ ἔχουμε ἐνώπιόν μας ἀναλόγως τοῦ βίου μας σὲ τοῦτο τὸν μάταιο κόσμο. Τὸ τμῆμα αὐτὸ ἔχει πράγματι σχέση μὲ τὴν ὅλη ὕπαρξή μας, τὸ τώρα, τὸ τέλος τοῦ παρόντος βίου καὶ τὴν τελικὴ κρίση ἐν οὐρανῷ ἀπὸ τὸν Δικαιοκρίτη Κύριο.
Περατοῦται ἡ προσευχὴ καὶ πάλιν μὲ τὴν θερμὴν ἱκεσία, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νὰ βοηθήσει καὶ μεσολαβήσει γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀφθάρτου αἰώνιας δόξας κοντὰ στὸ Θεό. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μοναχὰ μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει «πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις».
Πρόκειται, λοιπόν, γιὰ μία Εὐχὴ συγκλονιστική. Στὸ σύνολό της εἶναι ὑπέροχη. Εἶναι ρεαλιστικὴ καὶ θεολογική. Κρύβει θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς πίστεως. Ἑρμηνεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν πνευματικό του ἀγῶνα. Δίδει ἐνίσχυση καὶ παρηγορία. Περιέχει πλεῖστα διδάγματα ἀπὸ τυχὸν παρεκκλίσεις τοῦ χριστιανικοῦ προσανατολισμοῦ μας καὶ, ἐνῶ, ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ, δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὴν γήινη πραγματικότητα, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς χειραγωγεῖ σὲ πνευματικὲς ἀναβάσεις, σὲ ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἐκεῖ στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἡ Παναγία μας. Καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Κεχαριτωμένη, ἡ Μεγαλόχαρη, ἡ Πάναγνος Μάνα μας νὰ ξέρουμε «κλίνει οὖς». Ἀκούει τὴν πονεμένη ψυχή. Βλέπει τὸν καθένα μας καὶ ἱκετεύει πρὸς τὸν Υἱόν της.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ Εὐχὴ θερμαίνει τὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν Παναγία, φέρει κλίση γονάτων, ὕψωση χειρῶν καὶ δάκρυα στοὺς ὀφθαλμούς. Ὑπάρχει, κατ’ ἀκολουθίαν, τί, τὸ πιὸ ἤρεμο καὶ γαλήνιο ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἑστία δυνάμεως, ποὺ εἶναι τὸ Ἀπόδειπνο, στὴ λήξη τῆς ἡμέρας, μὲ τὴν γλυκυτάτη παρουσία τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου, προφέροντας τὴν ὡραία αὐτὴ Εὐχή;