Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴ βίωση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν παρόντα αἰῶνα τῆς ἀληθινῆς μορφῆς τῆς χαρᾶς, μὲ μία ἔννοια πληρότητας καὶ τελειότητας, κατὰ τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ἡ ἔλευση καὶ ἡ παρουσία στὸν κόσμο τοῦ σωτῆρα καὶ λυτρωτῆ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν μιλᾶμε μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ἐννοοῦμε τὸν ὅλο κύκλο τῶν μεγάλων καὶ σωτηριολογικῶν γεγονότων τῆς ζωῆς Του, ἀπὸ τὴ σάρκωση ὡς τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή Του.

  • !

    Ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐπλήρωσε τὸν κόσμο μὲ «χαρὰν μεγάλην» (Λούκ. 2,10) καὶ «ἠγαλλίασε» τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα «ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτήρι» (Λούκ. 1,47). Εἶναι μία χαρὰ σωτηριολογικὴς μορφῆς, στὴν ὕψιστη πληρότητα καὶ τελειότητα, ποὺ ἀπευθύνεται «παντὶ τῷ λαῷ» καὶ ἀγκαλιάζει ὅλο τὸν κόσμο, «ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτὴρ, ὃς ἔστιν Χριστὸς Κύριος» (Λούκ. 2,10—11).

  • !

    Στὴ συνέχεια, ἡ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν βαπτιστὴ Ἰωάννη, τὸν Πρόδρομο τοῦ Μεσσία, φανέρωσε τὴν «εὐδοκία» τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα (Μάτθ.3,17). Ἡ μεταμόρφωσή Του «ἔμπροσθεν» τῶν μαθητῶν δὲν εἶναι ἕνα γεγονὸς «δόξης» τοῦ Χριστοῦ μόνο ἀλλὰ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας (Μάρκ. 9.31 9,15). Τὰ πάθη καὶ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἀντιπροσωπεύουν τοὺς διωγμοὺς καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παρὰ τὴν τραγικότητά τους θὰ γίνουν πηγὴ τῆς μεγάλης ἐσχατολογικῆς χαρᾶς.

  • !

    Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς βεβαιώνουν, πὼς πρῶτοι οἱ Ἀπόστολοι «ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι κατηξιώθησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος ἀτιμασθῆναι» (Πράξ. 5,41). Ὁ Ἀπόστ. Παῦλος ἐκφράζει τὴν κοινὴ συνείδηση ὅλων γιὰ τὴν «καύχησή» τους «ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ τῆς πίστεως» καὶ καλεῖ ὅλους νὰ «χαίρουν» καὶ νὰ «συγχαίρουν» σὲ κάθε περίπτωση θυσίας καὶ διωγμοῦ τῶν πιστῶν (Φιλιπ. 2, 17—18).

  • !

    Ἐκεῖνο ποὺ εἶχε προείπει ὁ Χριστὸς στοὺς Μακαρισμούς Του, ὅτι «μακάριοι ἔστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν καθ’ ὑμῶν φευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ· χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Μάτθ. 5,11—12), ἤδη ἄρχισε νὰ βρίσκει τὴν ἐκπλήρωσή του στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Αὐτὴ ἡ «μετοχή» μὲ τὴ θυσία στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ εἶναι ἕνα εἶδος ἐξουθενώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ «ἀποκάλυψη» τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ γεγονὸς «χαρᾶς» καὶ «ἀγαλλιάσεως»·

  • !

    Ὅμοια, τέλος, ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ θὰ φέρουν «χαρὰν μεγάλην» στοὺς μαθητές Του καὶ στὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα (Μάτθ. 28,8· Λούκ. 24,52) καὶ ἡ χαρὰ αὐτὴ θὰ ἐκφράζει τὴν αἰώνια καὶ μόνιμη «χαρά» τῆς Ἐκκλησίας στὸν παρόντα αἰῶνα. Ἡ ἔλευση, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς θείας βρεφικότητας ὡς τὴν τελευταία της ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεώς Του ἀπὸ τὴ γῆ, περιλαμβάνει τὴν πασχάλια πληρότητα τῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ποὺ θὰ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὁ νέος καὶ ἐσχατολογικὸς Ἰσραήλ, γύρω ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ Τράπεζα, τὴν τράπεζα τοῦ δείπνου τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Πράξ, 2,46-47).
    Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση κάθε προφητείας (Μάτθ. 11,5· Λούκ. 7,22) καὶ ἀπὸ τώρα βρίσκονται στὴ διάθεση κάθε ἀνθρώπου τὰ ἐσχατολογικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι ἡ εἰρήνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ χαρά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ «βλέπουν» καὶ ζοῦν τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ εἶναι πράγματι «μακάριοι» ἀπὸ τώρα (Μάτθ. 13,16-17· Λούκ. 10,23-24).

  • !

    Ἡ χαρὰ στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου παίρνει μία ἐπιτακτικὴ μορφὴ ζωῆς. Δὲν ἐντάσσεται στὶς παραινέσεις ἀλλὰ στὶς ἐπιταγές. Ἐὰν κάποιος εἶναι πραγματικὰ ἐκκεντρισμένος καὶ ἐνσωματωμένος στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, αὐτὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μία χαρούμενη παρουσία μέσα στὸν κόσμο.
    Ἀπὸ ὅλες ὅμως τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀπόστ. Παύλου, ἐκείνη ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ θέμα μας εἶναι ἡ πρὸς Φιλιππισίους Ἐπιστολή, ποὺ ἔχει ὀνομασθεῖ μάλιστα καὶ ὡς ἡ «Ἐπιστολὴ τῆς χαρᾶς», ὅπως ἤδη ἔχει διατυπωθεῖ πιὸ πάνω. Ἂν καὶ εἶναι τόσο μικρὴ καὶ σύντομη Ἐπιστολή, μέσα στὰ τέσσερα ὀλιγόστιχα κεφάλαιά της, οἱ λέξεις «χαρά» καὶ «χαίρετε» ἀπαντοῦν περὶ τὶς δεκαπέντε φορές.
    Στὴν Ἐπιστολὴ αὐτή, ὅταν ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ τὴ χαρά, δίνει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ περιεχόμενο ἀπὸ τὶς γνωστὲς ἔννοιες, μίας χαρᾶς δήλ. ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑγεία, ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες ἐπιτυχίες, ἢ τὶς κοινωνικὲς ἀνέσεις καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις. Ὅταν ὁ Ἀπόστ. Παῦλος ἔγραφε αὐτὴ τὴν Ἐπιστολὴ τῆς χαρᾶς, εἶναι γνωστὸ πὼς τίποτε δὲν κατεῖχε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ὑγεία δὲν εἶχε καλή. Καμμιὰ κοινωνικὴ ἐπιτυχία καὶ καμμιὰ ἄνεση δὲν διέθετε στὴ ζωή του. Ἦταν συνεχῶς ὑπὸ ἀπειλῆ καὶ φριχτὲς διώξεις. Μάλιστα δὲ, ἡ Ἐπιστολὴ αὐτὴ γράφεται σὲ κάποια φυλακὴ τῆς Ρώμης καὶ ἐνῶ εἶναι μελλοθάνατος μιλάει συνεχῶς γιὰ τὴ χαρὰ καὶ καλεῖ τοὺς ἀναγνῶστες του νὰ τὴν ζήσουν μὲ ἔνταση.
    Ὁ Ἀπόστ. Παῦλος δὲν εὔχεται ποτὲ στοὺς παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς του ἁπλῶς τὸ «χαίρετε». Ἀλλὰ πάντοτε τὸ «χαίρετε ἐν Κυρίῳ».
    Ἔχουμε, ἑπομένως, ἐδῶ μία θαυμάσια χριστολογικὴ ἑρμηνεία τῆς χαρᾶς. Ὁ Χριστός, ἡ ἔλευσή Του, ἡ διδασκαλία, τὸ ἔργο καὶ ὅλη Του ἡ ζωή, εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ πηγὴ τῆς χαρᾶς. Τὸ «ἐν Χριστῷ» καὶ «ἐν Κυρίῳ» κρύβει τὸ μυστικὸ τῆς χαρᾶς τοῦ Παύλου. Μία ζωὴ «ἐν Κυρίῳ» εἶναι ἡ μόνη ἐγγύηση γιὰ μία ἀληθινὴ μορφὴ χαρᾶς μέσα στὸν παρόντα αἰῶνα.

  • !

    Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐπιμένει, ὅπως βλέπουμε, στὴν ἱστορικὴ διάσταση τῆς χαρᾶς καὶ στὴν πραγμάτωσή της μέσα στὸν παρόντα αἰῶνα. Ὁ ἄνθρωπος πιστός, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἐν Χριστῷ, πρέπει νὰ ζεῖ συγχρόνως στὸν ἐνδιάμεσο αὐτὸ χρόνο μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας ἐλεύσεως μὲ μία χαροποιὸ διάθεση τὴν παροῦσα πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Ἡ χαρά, ἑπομένως, ἐντάσσεται στὸν τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ δείχνει τὸν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα μίας σωστῆς χριστιανικῆς ζωῆς τώρα καὶ πάντοτε.
    Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ χαρὰ παρὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὸ ἄγχος γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου.
    Ἡ χαρά, ἑπομένως, τῶν πιστῶν σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ εἶναι ἔκφραση τῆς χαρᾶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔφερε καὶ διατηρεῖ στὸν κόσμο μὲ τὴν ἔλευση καὶ τὴν ζωντανὴ παρουσία Του ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς (Ἰωάν. 15,11, 17,13).

Ἡ χαρὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη

 

Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴ βίωση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν παρόντα αἰῶνα τῆς ἀληθινῆς μορφῆς τῆς χαρᾶς, μὲ μία ἔννοια πληρότητας καὶ τελειότητας, κατὰ τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ἡ ἔλευση καὶ ἡ παρουσία στὸν κόσμο τοῦ σωτῆρα καὶ λυτρωτῆ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν μιλᾶμε μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ἐννοοῦμε τὸν ὅλο κύκλο τῶν μεγάλων καὶ σωτηριολογικῶν γεγονότων τῆς ζωῆς Του, ἀπὸ τὴ σάρκωση ὡς τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή Του.

Ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐπλήρωσε τὸν κόσμο μὲ «χαρὰν μεγάλην» (Λούκ. 2,10) καὶ «ἠγαλλίασε» τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα «ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτήρι» (Λούκ. 1,47). Εἶναι μία χαρὰ σωτηριολογικὴς μορφῆς, στὴν ὕψιστη πληρότητα καὶ τελειότητα, ποὺ ἀπευθύνεται «παντὶ τῷ λαῷ» καὶ ἀγκαλιάζει ὅλο τὸν κόσμο, «ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτὴρ, ὃς ἔστιν Χριστὸς Κύριος» (Λούκ. 2,10—11).

Στὴ συνέχεια, ἡ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν βαπτιστὴ Ἰωάννη, τὸν Πρόδρομο τοῦ Μεσσία, φανέρωσε τὴν «εὐδοκία» τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα (Μάτθ.3,17). Ἡ μεταμόρφωσή Του «ἔμπροσθεν» τῶν μαθητῶν δὲν εἶναι ἕνα γεγονὸς «δόξης» τοῦ Χριστοῦ μόνο ἀλλὰ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας (Μάρκ. 9.31 9,15). Τὰ πάθη καὶ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἀντιπροσωπεύουν τοὺς διωγμοὺς καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παρὰ τὴν τραγικότητά τους θὰ γίνουν πηγὴ τῆς μεγάλης ἐσχατολογικῆς χαρᾶς.

Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς βεβαιώνουν, πὼς πρῶτοι οἱ Ἀπόστολοι «ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι κατηξιώθησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος ἀτιμασθῆναι» (Πράξ. 5,41). Ὁ Ἀπόστ. Παῦλος ἐκφράζει τὴν κοινὴ συνείδηση ὅλων γιὰ τὴν «καύχησή» τους «ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ τῆς πίστεως» καὶ καλεῖ ὅλους νὰ «χαίρουν» καὶ νὰ «συγχαίρουν» σὲ κάθε περίπτωση θυσίας καὶ διωγμοῦ τῶν πιστῶν (Φιλιπ. 2, 17—18). Ἡ θυσία καὶ τὰ «παθήματα» τῆς Ἐκκλησίας ἔρχονται ὡς «ἀναπλήρωση» τῶν παθῶν καὶ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ· «νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασιν ὑπὲρ ὑμῶν, καὶ ἀναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὃς ἔστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολοσ. 1,24).

Ἐκεῖνο ποὺ εἶχε προείπει ὁ Χριστὸς στοὺς Μακαρισμούς Του, ὅτι «μακάριοι ἔστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν καθ’ ὑμῶν φευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ· χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Μάτθ. 5,11—12), ἤδη ἄρχισε νὰ βρίσκει τὴν ἐκπλήρωσή του στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Αὐτὴ ἡ «μετοχή» μὲ τὴ θυσία στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ εἶναι ἕνα εἶδος ἐξουθενώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ «ἀποκάλυψη» τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ γεγονὸς «χαρᾶς» καὶ «ἀγαλλιάσεως»· «Καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασιν χαίρετε, ἵνα καὶ ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλλιώμενοι. Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν ὀνόματι Χριστοῦ, μακάριοι, ὅτι τὸ τῆς δόξης καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ πνεῦμα ἐφ’ ὑμᾶς ἀναπαύεται» (Α’ Πέτρ. 4,13—14).

Ὅμοια, τέλος, ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ θὰ φέρουν «χαρὰν μεγάλην» στοὺς μαθητές Του καὶ στὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα (Μάτθ. 28,8· Λούκ. 24,52) καὶ ἡ χαρὰ αὐτὴ θὰ ἐκφράζει τὴν αἰώνια καὶ μόνιμη «χαρά» τῆς Ἐκκλησίας στὸν παρόντα αἰῶνα. Ἡ ἔλευση, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς θείας βρεφικότητας ὡς τὴν τελευταία της ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεώς Του ἀπὸ τὴ γῆ, περιλαμβάνει τὴν πασχάλια πληρότητα τῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ποὺ θὰ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὁ νέος καὶ ἐσχατολογικὸς Ἰσραήλ, γύρω ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ Τράπεζα, τὴν τράπεζα τοῦ δείπνου τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Πράξ, 2,46-47).

Τὰ ἱερά μας κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης κηρύσσουν τὸ «εὐαγγέλιο», τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς Ναζαρέτ, τοῦ Μεσσία τοῦ κόσμου, στὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἀποφασιστικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας ἔχει φθάσει στὸ γεγονὸς καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ φορέας τῆς «μεγάλης χαρᾶς», ποὺ δόθηκε σὰν ὑπόσχεση στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς κηρύσσει σήμερα μετάνοια καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν, ποὺ δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐπανασυνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὑπόσχεται τὴν ἐσχατολογικὴ ἀνάσταση καὶ δόξα σὲ ὅλους. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση κάθε προφητείας (Μάτθ. 11,5· Λούκ. 7,22) καὶ ἀπὸ τώρα βρίσκονται στὴ διάθεση κάθε ἀνθρώπου τὰ ἐσχατολογικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι ἡ εἰρήνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ χαρά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ «βλέπουν» καὶ ζοῦν τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ εἶναι πράγματι «μακάριοι» ἀπὸ τώρα (Μάτθ. 13,16-17· Λούκ. 10,23-24).

Γιὰ τὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια, ὅπως βλέπουμε, πηγὴ τῆς «μεγάλης χαρᾶς» τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο εἶναι ἡ ἔλευση, ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη βλέπει τὴ χαρὰ μὲ χριστολογικοὺς ὅρους ποὺ ἑρμηνεύουν καὶ χαρακτηρίζουν τὴ ζωὴ τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης παρουσιάζει τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κοινότητα τῶν πιστῶν σὲ πλήρη μετοχὴ καὶ «κατοχή» τῆς ἤδη «πραγματοποιηθείσης» ἐσχατολογικῆς χαρᾶς μετὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ Πάσχα. Τὸ 15ο  κεφάλαιο τοῦ Δ΄ Εὐαγγελίου προβάλλει μὲ ἔμφαση τὴ χριστολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ αὐτὴ ἄποψη τῆς χαρᾶς. Ἡ «χαρά» τῶν μαθητῶν θὰ «πληρωθεῖ» μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. 15,11) κι ἔτσι θὰ εἶναι τέλεια καὶ ὁλοκληρωμένη στὸν παρόντα αἰῶνα παρὰ τὶς δυσμενεῖς συνθῆκες τῆς ἱστορίας.

Συνοπτικοί, λοιπόν, καὶ Ἰωάννης τονίζουν τὴ χαρὰ σὰν ἕναν ἰδιαίτερο καρπὸ τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν μὲ τὸ Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπόστ. Παῦλος βλέπει τὴ χαρὰ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ οὐσιαστικότερα γνωρίσματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ τὴν τοποθετεῖ στὴν κοινὴ ἐμπειρία τῶν μελῶν τῆς κοινότητας ἀπὸ τὴν κοινωνία της ποὺ ἔχει μὲ τὸν Κύριό της. Ἡ χαρὰ στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου παίρνει μία ἐπιτακτικὴ μορφὴ ζωῆς. Δὲν ἐντάσσεται στὶς παραινέσεις ἀλλὰ στὶς ἐπιταγές. Ἐὰν κάποιος εἶναι πραγματικὰ ἐκκεντρισμένος καὶ ἐνσωματωμένος στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, αὐτὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μία χαρούμενη παρουσία μέσα στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος, πάνω στὸ θέμα αὐτὸ τῆς χαρᾶς, εἶναι συχνὰ ἐπιτακτικός· «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, χαίρετε ἐν Κυρίῳ» (Φιλιπ. 3,1), «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4). Ἡ διαπροσωπικὴ αὐτὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ φανερώνει τὸ καθῆκον καὶ τὸ χρέος τῆς χαρᾶς γιὰ κάθε πιστὸ (Φιλιπ. 1,25· 2,28).

Ἀπὸ ὅλες ὅμως τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀπόστ. Παύλου, ἐκείνη ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ θέμα μας εἶναι ἡ πρὸς Φιλιππισίους Ἐπιστολή, ποὺ ἔχει ὀνομασθεῖ μάλιστα καὶ ὡς ἡ «Ἐπιστολὴ τῆς χαρᾶς», ὅπως ἤδη ἔχει διατυπωθεῖ πιὸ πάνω. Ἂν καὶ εἶναι τόσο μικρὴ καὶ σύντομη Ἐπιστολή, μέσα στὰ τέσσερα ὀλιγόστιχα κεφάλαιά της, οἱ λέξεις «χαρά» καὶ «χαίρετε» ἀπαντοῦν περὶ τὶς δεκαπέντε φορές. Ἡ Ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι συγχρόνως γνωστὴ καὶ σὰν ἕνα κείμενο χριστολογικοῦ περισσότερο χαρακτῆρα. Ἔτσι, ἐδῶ διαγράφεται πιὸ ἔντονα καὶ ὁ χριστολογικὸς χαρακτήρας τῆς ἔννοιας τῆς χαρᾶς.

Στὴν Ἐπιστολὴ αὐτή, ὅταν ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ τὴ χαρά, δίνει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ περιεχόμενο ἀπὸ τὶς γνωστὲς ἔννοιες, μίας χαρᾶς δήλ. ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑγεία, ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες ἐπιτυχίες, ἢ τὶς κοινωνικὲς ἀνέσεις καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις. Ὅταν ὁ Ἀπόστ. Παῦλος ἔγραφε αὐτὴ τὴν Ἐπιστολὴ τῆς χαρᾶς, εἶναι γνωστὸ πὼς τίποτε δὲν κατεῖχε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ὑγεία δὲν εἶχε καλή. Καμμιὰ κοινωνικὴ ἐπιτυχία καὶ καμμιὰ ἄνεση δὲν διέθετε στὴ ζωή του. Ἦταν συνεχῶς ὑπὸ ἀπειλῆ καὶ φριχτὲς διώξεις. Μάλιστα δὲ, ἡ Ἐπιστολὴ αὐτὴ γράφεται σὲ κάποια φυλακὴ τῆς Ρώμης καὶ ἐνῶ εἶναι μελλοθάνατος μιλάει συνεχῶς γιὰ τὴ χαρὰ καὶ καλεῖ τοὺς ἀναγνῶστες του νὰ τὴν ζήσουν μὲ ἔνταση.

Ὁ Ἀπόστ. Παῦλος δὲν εὔχεται ποτὲ στοὺς παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς του ἁπλῶς τὸ «χαίρετε». Ἀλλὰ πάντοτε τὸ «χαίρετε ἐν Κυρίῳ». Αὐτὸ σημαίνει, πὼς ἡ χαρὰ ἐδῶ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπ’ αὐτὴν ποὺ πολλοὶ γνωρίζουν. Εἶναι μία χαρὰ «ἐν Κυρίῳ». Ἔχουμε, ἑπομένως, ἐδῶ μία θαυμάσια χριστολογικὴ ἑρμηνεία τῆς χαρᾶς. Ὁ Χριστός, ἡ ἔλευσή Του, ἡ διδασκαλία, τὸ ἔργο καὶ ὅλη Του ἡ ζωή, εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ πηγὴ τῆς χαρᾶς. Τὸ «ἐν Χριστῷ» καὶ «ἐν Κυρίῳ» κρύβει τὸ μυστικὸ τῆς χαρᾶς τοῦ Παύλου. Μία ζωὴ «ἐν Κυρίῳ» εἶναι ἡ μόνη ἐγγύηση γιὰ μία ἀληθινὴ μορφὴ χαρᾶς μέσα στὸν παρόντα αἰῶνα.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ «Σωτὴρ τοῦ κόσμου». Ἡ ἔλευσή Του προκαλεῖ τὸν ἀγγελικὸ εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου γιὰ τὴν ὑπέρτατη καὶ «μεγάλη χαρά» ποὺ ἐπισκέφθηκε τὴ γῆ μας. Αὐτὸς ἐγκαινίασε τὴ ζωὴ τοῦ φωτὸς καὶ κατέλυσε τὴ βασιλεία τοῦ σκότους. Διὰ τοῦ Χριστοῦ ἀνοίχθηκε μία νέα πορεία ζωῆς, ἡ πορεία τοῦ «ἀκολουθεῖν τὸν Ἰησοῦν», ποὺ εἶναι πορεία χαρᾶς μέσα στὴν παγερότητα τοῦ κόσμου τούτου. Τὸ ἔργο Του, μὲ κέντρο τὰ θαύματα, μᾶς ἔδωσε τὰ «σημεῖα» αὐτῆς τῆς πορείας καὶ μᾶς παρουσίασε μία θεολογία ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση εἶναι μία θεολογία τῆς χαρᾶς.

Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐπιμένει, ὅπως βλέπουμε, στὴν ἱστορικὴ διάσταση τῆς χαρᾶς καὶ στὴν πραγμάτωσή της μέσα στὸν παρόντα αἰῶνα. Ὁ ἄνθρωπος πιστός, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἐν Χριστῷ, πρέπει νὰ ζεῖ συγχρόνως στὸν ἐνδιάμεσο αὐτὸ χρόνο μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας ἐλεύσεως μὲ μία χαροποιὸ διάθεση τὴν παροῦσα πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Ἡ χαρά, ἑπομένως, ἐντάσσεται στὸν τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ δείχνει τὸν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα μίας σωστῆς χριστιανικῆς ζωῆς τώρα καὶ πάντοτε. Αὐτὴ ἡ χριστιανικὴ χαρὰ εἶναι τὸ «σημεῖο», ὅτι πράγματι ὁ Κύριος ἔχει ἔλθει καὶ ὅτι ἡ σωτηρία καὶ ἡ λύτρωση εἶναι βιωματικὴ πραγματικότητα μέσα στὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ χαρὰ παρὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὸ ἄγχος γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου (Πράξ. 2,46· 8,8· 13,52· 15,3). Αὐτὴ ἡ χαρὰ ἀναζωογονεῖ καὶ αὐτοὺς ποὺ κηρύσσουν καὶ αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ χαρὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάσταση μίας ζωῆς, ποὺ βιώνει μέσα της τὴ σωτηρία. Δείχνει μὲ τὴν ὕπαρξή της τὴν ἐκπλήρωση τῶν οὐσιαστικότερων προσωπικῶν καὶ κοινωνικῶν προσδοκιῶν. Φανερώνει τὴν ζωὴ καὶ τὸν κόσμο στὴ νέα τους ἀναγεννημένη μορφή.

Αὐτὴν τὴν βιβλικὴ χριστολογικὴ ἔννοια τῆς χαρᾶς ἀκολούθησε πιστὰ καὶ ἡ πατερικὴ παράδοση στὴν προσπάθειά της νὰ δώσει ἕνα πρότυπο ζωῆς. Δὲν θεώρησε μόνο τὴν «ἔνσαρκο» ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ὡς πηγὴ χαρᾶς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ἡ μετέπειτα παρουσία Του στὴν Ἐκκλησία, πιστεύεται, πὼς διατηρεῖ αὐτὴν τὴ χαρὰ στὸν παρόντα κόσμο. Ὁ Χριστός, σήμερα, ποὺ εἶναι «τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἡ δύναμις», συγχρόνως «ἐστὶν ἡμῶν ἡ χαρά», τονίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καὶ καθὼς ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα μᾶς κληρονόμησαν τὴν «πίκρα» καὶ τὴν «λύπη», ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μᾶς ἀπάλλαξαν ἀπὸ τὴν «κατάρα» καὶ τὴν «καταδίκη» αὐτὴ καὶ μᾶς ἔφεραν τὴν «χαρά».

Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς ἀλλὰ καὶ ἡ εὔφορος «ἄμπελος», ὅπου ἐκεῖ φυτεύονται καὶ βλασταίνουν μὲ ρίζες βαθειὲς ἡ ἀγάπη καὶ ἡ «γλυκεία χαρά», ποὺ δίνουν ζωὴ στὸν ἄνθρωπο καὶ ποτίζουν τὴν καρδιά του, μᾶς λέει μ’ ἕναν τρόπο πολὺ ποιητικὸ ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ παρουσία Του μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι «πένθος» θανατερὸ γιὰ τοὺς δαίμονες, γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅμως εἶναι «χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις». Τίποτε ἄλλο δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ φέρνει χαρὰ στὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔλευση καὶ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, συμπληρώνει ὁ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρείας, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μόνο δυό-τρεῖς ἐνδεικτικὲς περιπτώσεις τῆς πατερικῆς σκέψεως, ποὺ μεταφέρουν στὴν ἐποχὴ τους τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ χαρά, ἑπομένως, τῶν πιστῶν σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ εἶναι ἔκφραση τῆς χαρᾶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔφερε καὶ διατηρεῖ στὸν κόσμο μὲ τὴν ἔλευση καὶ τὴν ζωντανὴ παρουσία Του ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς (Ἰωάν. 15,11? 17,13).