Εἶναι σημαντικὸ νὰ ποῦμε, ὅτι στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὅλοι θεολογούσαν, ἀπὸ τὸν ἐλάχιστο μοναχὸ μέχρι τὸν Αὐτοκράτορα. Τὰ «Ἑωθινά», ποὺ εἶναι τὰ δοξαστικὰ τῶν Κυριακῶν καὶ ἀναφέρονται στὰ Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια, εἶναι ἔργο τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, καὶ τὰ «ἐξαποστειλάρια» τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου τῶν Κυριακῶν εἶναι τοῦ υἱοῦ του, Κωνσταντίνου Βασιλέως. Ἐπίσης, ὁ περίφημος ὕμνος «Ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ…», ποὺ ψάλλουμε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι ποίημα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ. Ἀκόμη, ἡ Μεγάλη Παράκληση στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι ποίημα τοῦ Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λασκάρεως.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ, πρέπει νὰ δοῦμε, καὶ τὸ ὅτι οἱ Αὐτοκράτορες στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους θεολογούσαν καὶ ὑπερασπίζονταν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Αὐτὸ γινόταν, γιατί εἶχαν θέσει ὡς κέντρο τῆς Αὐτοκρατορίας τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ λατρεία. Ἐπίσης, οἱ Αὐτοκράτορες ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ λαὸς εἶχαν σὰν πρότυπο ζωῆς τοὺς μοναχοὺς καὶ σὰν πρότυπο διοργανώσεως τῆς κοινωνίας τὰ Μοναστήρια. Ἐπισκέπτονταν τὰ Μοναστήρια καὶ γενικὰ τοὺς χώρους τῆς ἀσκήσεως καὶ λάμβαναν καθοδήγηση γιὰ τὴν ζωή τους καὶ τὴν διακυβέρνηση τοῦ Κράτους. Τὸ Παλάτι, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ἀποδεικνυόταν ἕνα Μοναστήρι, ἀφοῦ οἱ Αὐτοκράτορες καὶ αὐλικοὶ συναγωνίζονταν τοὺς μοναχοὺς στὴν ἄθληση, τὴν ἄσκηση, τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, βρισκόμενος κατὰ τὴν νεανική του ἡλικία στὰ ἀνάκτορα, ἔκανε τέτοια ἄσκηση καὶ προσευχὴ, ὥστε ὅλοι τὸν θεωροῦσαν ὑπεράνθρωπο. Πολλοὶ Αὐτοκράτορες, ὅταν ἔφυγαν κατὰ ποικίλους τρόπους ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἐνεδύονταν στὸ ράσο καὶ ἀπέθνησκαν ὡς μοναχοί, ὅπως ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός, ποὺ ἔγινε μοναχὸς (στὴν Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου) καὶ ὀνομάστηκε Ἰωάσαφ. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν ἕνα Μοναστήρι, μία Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὸ, ὅτι ὅλη ἡ λατρευτικὴ παράδοση, ἀκόμη καὶ ἡ θεία Λειτουργία, ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τὴν λατρεία στὸ Παλάτι καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ τοῦ Αὐτοκράτορος.
Μαζὶ μὲ τὴν φιλοθεΐα, ἀσκοῦσαν ἔντονα καὶ τὴν φιλανθρωπία. Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό. Γιατί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ πραγματικὰ τὸν Θεό, τότε δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅ,τι ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Ὁλόκληρη ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἦταν Αὐτοκρατορία φιλανθρωπίας. Διασώζονται πληροφορίες, ποὺ τὴν χαρακτηρίζουν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ἕνας πρεσβευτής, ποὺ πῆγε νὰ συζητήση μὲ τοὺς Ἀβάρους, μεταξὺ τῶν ἄλλων τοὺς εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς: «Οἱ Βυζαντινοὶ (Ρωμαῖοι) ἐν ὀνόματι τῆς εἰρήνης ρίχνουν στὴν λήθη τὶς προηγούμενες συμφορὲς καὶ ἔχουν ἤδη ξεχάσει τὶς ἀδικίες ποὺ τοὺς κάνατε. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶναι ἀνώτεροι στὴν φιλανθρωπία ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα κράτη, δὲν εἶναι πρόθυμοι νὰ καταφεύγουν στὰ ὅπλα». Ὁ αὐτοκράτορας Τιβέριος ὁ Β΄ (578-582) συμβούλευσε τὸν γαμπρὸ του αὐτοκράτορα Μαυρίκιο: «ἂς προηγεῖται ἡ φιλανθρωπία ἀπ’ τὴν ὀργή».
Ὁ Μ. Φώτιος, γράφοντας στὸν Αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Α’, τοῦ λέγει, ὅτι πρέπει νὰ φερθῇ, ὅπως ἁρμόζει στὸν ἀρχηγὸ «τοῦ πιὸ φιλανθρωπικοῦ κράτους τῶν Ρωμαίων». Ὁ Νικόλαος ὁ Μυστικὸς τὸν δέκατο αἰῶνα, γράφοντας στὸν ἀρχηγὸ τῶν Ἀράβων, ποὺ ἑτοίμαζε ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιατί εἶχε διαδοθῇ, ὅτι καταστράφηκε τὸ τζαμί τους στὴν Κωνσταντινούπολη, τοῦ ἔγραφε, ὅτι δὲν πρέπει νὰ πιστεύη σὲ τέτοιες ἀβάσιμες πληροφορίες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Ὑπάρχουν πολλὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα τὸ κράτος τῶν Ρωμαίων διακρίνεται. Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ τοὺς ξεχωρίζει πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἐπιείκειά τους. Δὲν εἶναι γνώμη δική μου αὐτή ἀλλὰ παντοῦ οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὁλόκληρη ἡ ἱστορία, ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν τὴν μαρτυρία.» Ὁ Ἰωάννης ὁ Καντακουζηνὸς περιγράφει τὴν Αὐτοκρατορία ὁλόκληρη σὰν ἕν κράτος ἀφοσιωμένο στὴν φιλανθρωπία (βλ. Δημητρίου Κωνσταντέλλου, Βυζαντινὴ φιλανθρωπία, σέλ. 9-10).
Ἀλλὰ τόσο ἡ φιλοθεΐα ὅσο καὶ ἡ φιλανθρωπία ἦταν συνάρτηση τῆς μεταμορφώσεως τῆς ἀγάπης ἀπὸ ἰδιοτελῆ σὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Οἱ Ρωμαῖοι δὲν διακρίνονταν τόσο γιὰ τὴν φιλαυτία τους, γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Σ’ αὐτὸ, συνέτεινε ἡ ὀρθόδοξη θεραπευτικὴ ἀγωγή, ποὺ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς παραδόσεώς μας. Ἄλλωστε, τὸ ὅτι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἅγιοι ἦταν τὰ πρότυπα τῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς εἶναι ἀπόδειξη, ὅτι ἡ ἄσκηση, ἡ στέρηση, ἡ ἐγκράτεια, γενικὰ ὁ ἀσκητικὸς τρόπος ζωῆς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κυριαρχοῦσε καὶ, φυσικὰ, αὐτὴ ἡ μέθοδος θεράπευε τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ρωμαῖοι ἐπεδίωκαν τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μιὰ ἰδεολογία ἀλλὰ ἕνας συγκεκριμένος τρόπος ζωῆς.