(ἀποσπάσματα)
Θὰ ἤθελα πρῶτα νὰ πῶ δυὸ λόγια γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ ὅλοι ζοῦμε αὐτὴ τὴν ὥρα, ἀλλὰ καὶ κάθε συγκεκριμένη ὥρα τῆς Ἐκκλησίας μας. Δηλαδὴ σήμερα, αὐτὴ τὴν ὥρα, ὅλοι ὄχι ἁπλῶς ξέρουμε ὅτι εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὅτι εἶναι ἡ Καθαρὰ Δευτέρα, ἀλλὰ τὸ νιώθουμε αὐτό.
Δὲν νιώθουμε σήμερα ὅτι εἶναι Χριστούγεννα, δὲν νιώθουμε σήμερα ὅτι εἶναι Θεοφάνεια ἢ κάποια ἄλλη ἡμέρα τοῦ ἔτους, ἀλλὰ νιώθουμε ὅτι εἶναι Καθαρὰ Δευτέρα. Ὄχι ἁπλῶς ξέρουμε ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο ὅτι σήμερα εἶναι Καθαρὰ Δευτέρα, ἀλλὰ τὸ νιώθουμε, τὸ ζοῦμε αὐτό. Καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀλήθεια, μιὰ πραγματικότητα, μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ὅσοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἄρχισαν πλέον νὰ ἔχουν ἀληθινὴ πίστη – πίστη στὸν Θεό, πίστη στὴν ἀποκάλυψη ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Θεός, πίστη στὴν Ἐκκλησία, στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας – καὶ ἄρχισαν νὰ μυοῦνται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ζοῦν τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ χριστιανοὶ αὐτοὶ σήμερα ποὺ εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδος, ἡ Καθαρὰ Δευτέρα, ζοῦν τὴν πραγματικότητα τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας.
Δὲν νομίζουμε ἁπλῶς ὅτι σήμερα εἶναι Καθαρὰ Δευτέρα οὔτε ἁπλῶς προσπαθοῦμε νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἡμέρα – ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας – εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία μᾶς βοηθάει νὰ ζοῦμε τὴν Καθαρὰ Δευτέρα, νὰ νιώθουμε ὅτι εἶναι Καθαρὰ Δευτέρα.
Δηλαδὴ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι το ἐνενῆντα τὰ ἑκατό, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴ σημερινὴ ἡμέρα, τὸ βάζει ἡ Ἐκκλησία. Τὸ ὅλο πνεῦμα, ἡ ὅλη Χάρις ποὺ εἶναι διαχυμένη σὲ ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ εἰδικότερα μέσα στὸ ναό, μέσα στὴν ἀκολουθία, εἶναι το ἐνενῆντα τὰ ἑκατὸ ποὺ τὸ βάζει ἡ Ἐκκλησία, ποὺ μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸ περιβάλλον τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἕνα δέκα τὰ ἑκατὸ βάζουμε ἐμεῖς.
Ὅμως ἅμα δὲν βάλεις αὐτὸ τὸ δέκα τὰ ἑκατό – ἐγὼ θὰ ἔλεγα, ἂν θέλετε, καὶ ἕνα τὰ ἑκατό – ἅμα δὲν βάλεις αὐτό, δὲν βρίσκεις καὶ τὸ ἄλλο. Ὅπως τὸ μοτοράκι, ἔχουμε πεῖ καὶ ἄλλη φορᾷ, γιὰ νὰ βγάλει νερὸ ἀπὸ μιὰ δεξαμενή, πρέπει νὰ ρίξεις πρῶτα λίγο νερό, γιὰ νὰ γεμίσει ὁ σωλῆνας ποὺ συνδέει τὸ μοτοράκι μὲ τὴ δεξαμενή, καὶ μετὰ βγάζεις συνέχεια νερό. Δὲν χρειάζεται νὰ ξαναρίξεις.
Χρειάζεται λοιπὸν κάτι νὰ κάνουμε. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ἀφήνουμε νὰ περνάει ἡ ἡμέρα, τοὐλάχιστον τώρα τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, χωρὶς νὰ πᾶνε, ὅσοι μποροῦν, στὴν ἐκκλησία ἢ τὸ πρωὶ ἢ τὸ βράδυ. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι δὲν μποροῦν, νὰ μὴν περάσει ἡ ἡμέρα, χωρὶς νὰ προσευχηθοῦν. Ἀλλὰ ὄχι ἁπλῶς νὰ προσευχηθοῦν. Νὰ προσευχηθοῦν κάπως περισσότερο, κάπως ἰδιαίτερα. Εἶναι Μεγάλη Σαρακοστή· εἶναι μιὰ εἰδικὴ περίοδος αὐτή.
Νὰ προσευχηθεῖ κανεὶς λίγο παραπάνω τὸ πρωί, λίγο παραπάνω τὸ βράδυ, νὰ κάνει μερικὲς μετάνοιες. Θυμᾶστε, εἴχαμε πεῖ καὶ πέρυσι, ἂν κάνει κανεὶς εἴκοσι ἕως εἰκοσιπέντε μετάνοιες, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ὅλες αὐτὲς οἱ μετάνοιες, οἱ κύριες μετάνοιες ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴν πρωινὴ ἀκολουθία. Ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες, ἀλλὰ αὐτὲς τίς κάνουμε, ὅταν λέμε το «Κύριε καὶ δέσποτα τῆς ζωῆς μου…», ποὺ τὸ λέμε ἀρκετὲς φορές. Νὰ κάνει λοιπὸν κανεὶς καμιὰ εἰκοσαριὰ μέχρι εἰκοσιπέντε μετάνοιες τὴν ἡμέρα.
Περνάει κανεὶς ἀπὸ ἕναν ναό, ὅπου γίνεται Ἀπόδειπνο· ἔστω καὶ λίγο, ἂς μπεῖ μέσα στὸ ναό. Δέκα λεπτὰ νὰ μείνει, καλὸ εἶναι. Τὸ πρωὶ περνάει, καὶ γίνεται ἀκολουθία· ἂς μπεῖ γιὰ λίγο μέσα. Ἴσως στὸ σπίτι δὲν ἔχει χῶρο κανείς, ἴσως γίνεται θόρυβος κλπ. Ἄς φύγει λίγο νωρίτερα ἀπὸ τὸ σπίτι νὰ πάει στὴ δουλειά, γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ κάποιον ναό – νωρὶς ἀρχίζουν οἱ ναοί – λίγο ἐκεῖ νὰ προσευχηθεῖ.
Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἔχει ἀρχίσει ὁ ἱερέας τὴν ἀκολουθία, ὁ νεωκόρος θὰ ἔχει ἀνοίξει τὴν ἐκκλησία. Κάπου νὰ καθίσει κανεὶς ἐκεῖ, σὲ μιὰ γωνιά, νὰ κάνει λίγη προσευχή, νὰ νιώσει ὅτι σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο θὰ γίνει σὲ λίγο ἡ ἀκολουθία, σὰν νὰ εἶναι κι αὐτός.
Μπορεῖ νὰ εἶναι στὴ δουλειὰ ἀργότερα, ἀλλὰ κάτι ν’ ἁρπάξει, κάτι νὰ πάρει, ὥστε κάπως νὰ ἁλατισθεῖ ἡ ὕπαρξή του, νὰ χαριτωθεὶ ἡ ὕπαρξή του, ἀπὸ αὐτὴ τὴν πολλὴ Χάρη ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μέσα στὰ μυστήριά της, μέσα στὴ λατρεία της, μέσα στὶς ἀκολουθίες, μέσα στοὺς ναούς.