Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Στὴν ἐποχὴ μας κατοχυρώνονται καὶ προασπίζονται τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο.
    Μάλιστα, ἡ χριστιανικὴ θεολογία ἔχει διαδραματίσει ρόλο στὴν ὑπεράσπιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, διακηρύσσοντας ὅτι τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι ἱερὸ ὡς εἰκόνα Θεοῦ.
    Ὡστόσο, σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἐξαιτίας τοῦ ὑπερτονισμοῦ τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος πνευματικοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ, καθὼς καλλιεργεῖται ἔντονα ὁ ἀτομισμός.

  • !

    Ἀσφαλῶς στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ὄπου ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη κατέχουν κεντρικὴ θέση, δὲν προσιδιάζει ἡ μὲ κάθε μέσο προσπάθεια ἐπικράτησης ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπο.
    Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἐπισημαίνει, ὅτι «πνευματικὴ δικαιοσύνη εἶναι νὰ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τὰ βάρη τῶν ἄλλων δικά του. Θεία δικαιοσύνη εἶναι νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἀναπαύει τὸν ἄλλο. Δηλαδὴ νὰ προτιμᾶς νὰ θυσιάζεις τὸ δίκαιό σου, γιὰ νὰ ἀναπαύσεις καὶ νὰ βοηθήσεις κάποιον».

  • !

    Ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ γεγονὸς, ὅτι ἀφιερώνει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας του σὲ αὐτὴ τὴν «κοινωνική» ἀρετὴ ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ὁποίου βρίσκονται διάσπαρτες σχετικὲς παραινέσεις.
    Ἂς ἀκούσουμε τὸν ἅγιο μὲ τὰ δικά του λόγια :«Μὴ ζητήσεις ποτέ σου νὰ βρεῖς τὸ δίκιο σου, γιατί τότε ἔχεις τὸ ἄδικο. Ἀλλὰ νὰ μάθεις νὰ ὑπομένεις ἀνδρείως τοὺς πειρασμούς, ὅσους κι ἂν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος.

  • !

    Ἂν, ὅμως, ζητήσεις μὲ ἄλλο τρόπο νὰ βρεῖς τὸ δίκαιο, θὰ εἶσαι πάντοτε ἄδικος, καὶ ἑπομένως ἡ χάρη εἶναι ἀνάγκη νὰ πηγαίνει καὶ νὰ ἔρχεται μέχρι νὰ βρεῖ ἀνάπαυση στὴν ψυχή σου. Διότι, τόση χάρη δικαιοῦται στὸν ἑαυτὸ του ὁ ἄνθρωπος, ὅσο πειρασμὸ εὐχαρίστως ὑπομένει, ὅσο βάρος τοῦ πλησίον του ἀγογγύστως βαστάζει. Σὲ ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ὅσο εἶναι δυνατὸν νὰ κινήσει ὁ δαίμονας κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐγὼ θέλημα δὲν θὰ ἐκφράσω, γνώμη δὲν δίνω, φιλονικία δὲν κάνω. Ἂς εἶναι στραβό, ἂς εἶναι ὁτιδήποτε θέλει αὐτὸ ποὺ μὲ προστάζουν, σὰν σταυρός. Ἐγὼ χωρὶς διάκριση θὰ τὸ κάνω. Καὶ ἂς δεῖ ὁ Θεὸς τὴν καρδία μου νὰ μοῦ ἐλαφρώσει τὸν πόλεμο.

  • !

    Μὴ θελήσεις νὰ δείξεις στὸν ἄλλο τὸ σφάλμα. Μὴ ζητήσεις τὸ δίκαιο, ἀλλὰ σιωπώντας μέχρι θανάτου ξεπέρασε τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν ταραχή. Νὰ θαυμάζεις ὅσους γίνεται στὸ στόμα τους τὸ σάλιο αἷμα, γιὰ νὰ μὴν μιλήσουν.
    Τέτοιους ἐγὼ ἀγαπῶ, τέτοιους φιλῶ, καὶ γι’ αὐτοὺς ὀφείλω νὰ χύνω κάθε ἡμέρα καὶ τὴν τελευταία ρανίδα τοῦ αἵματός μου μὲ ἀγάπη Χριστοῦ. Καθότι τὸν βλέπεις ὅτι ὑπομένων προτιμᾶ μυρίους θανάτους, ἐκτός ἀπὸ τὸ νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο ψυχρό.

  • !

    Ἔρχεται, γιὰ παράδειγμα, ὁ λογισμὸς καὶ σὲ θλίβει μέσα στὸ Ναὸ γιατί νὰ ψάλλει πάλι ὁ ἀδελφός σου καὶ ὄχι ἐσὺ κατὰ τὴν σειρά; Ἐσὺ τοῦ λὲς προτιμότερο εἶναι νὰ ἀναπαυθεῖ ὁ ἀδελφός μου καὶ ὄχι ἐγώ. Ἐπιμένει ὁ λογισμός: Μὰ γιατί, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ δίκαιο καὶ σωστό; Ἐσὺ πές του: Διάβολε ἄφησε μέ! Καὶ βάλε τὸν νοῦ σου στὴν εὐχή.

  • !

    Δὲν κερδίζει ὁ ἔξυπνος, ὁ εὐγενής, αὐτὸς ποὺ ὁμιλᾶ τορνευτά ἢ ὁ πλούσιος. Ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ὑβρίζεται καὶ μακροθυμεῖ, ἀδικεῖται καὶ συγχωρεῖ, συκοφαντεῖται καὶ ὑπομένει.
    Γι’ αὐτὸ, ἀδελφοί μου καλοὶ καὶ ἀγαπημένοι, ὅποιος ἀδικεῖται στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ θελήσει νὰ ζητήσει τὸ δίκαιο, ἂς γνωρίζει ὅτι εἶναι αὐτό. Νὰ ὑπομένει τὸ βάρος τοῦ ἀδερφοῦ, τοῦ πλησίον του μέχρι τὴν ἔσχατη πνοὴ καὶ νὰ κάνη ὑπομονὴ σὲ ὅλα τὰ λυπηρὰ τῆς παρούσας ζωῆς.

  • !

    Ξέρεις τί εἶναι νὰ μὴν πειράζεις νὰ σὲ πειράζουν, νὰ μὴν κλέβεις νὰ σὲ κλέβουν; Νὰ εὐλογεῖς, νὰ σὲ καταρῶνται; Νὰ ἐλεεῖς, νὰ σὲ ἀδικοῦν; Νὰ ἐπαινεῖς, νὰ σὲ κατακρίνουν; Νὰ ἔρχονται χωρὶς λόγο νὰ σὲ ἐλέγχουν, νὰ σὲ φωνάζουν συνεχῶς πλανεμένον ἐφ’ ὄρου ζωῆς; Καὶ νὰ ξέρεις, ὅτι δὲν εἶναι ὅπως λένε. Καὶ νὰ βλέπεις τὸν πειρασμὸ, ποὺ τοὺς κινεῖ. Καὶ ἐσὺ νὰ μετανοεῖς καὶ νὰ κλαῖς ὡς ὑπαίτιος, ἐπειδὴ εἶσαι τέτοιος.
    Αὐτὴ εἶναι ἡ τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν. Νὰ ραβδίζεις τὸν ἑαυτό σου μέχρι νὰ πεισθεῖ νὰ ὀνομάζει τὸ φῶς σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι φῶς. Νὰ φύγει κάθε δικαίωμα. Καὶ νὰ σβήσει τελείως ἡ ἔπαρση. Νὰ γίνεις μωρὸς μὲ πλήρη σύνεση.

  • !

    Μὴν πεῖς ὅτι ἔχω δίκαιο, καμιὰ φορά. Ἀκόμη κι ἄν σοῦ βγάλουν τὰ μάτια, τὸ δίκαιο μὴν ζητήσεις ποτέ, ἐπειδὴ φορᾶς τὸν Χριστό, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔπαθε τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσει ἐμᾶς.
    Ὅταν συνηθίσεις νὰ λὲς στὸν καθένα εὐλόγησον καὶ σὲ ὅλα παντοῦ νὰ βρίζεις τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲ ζητᾶς ποτὲ τὸ δικαίωμα καὶ τὸ θέλημά σου, γρήγορα θὰ γευθεῖς καρπὸ ταπείνωσης. Ἀρκεῖ νὰ κάνεις σὲ ὅλα ὑπομονή».

  • !

    Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου καὶ πολλὴ περισσότερο ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ ἄλλου προβάλει ὡς καθαρὴ μωρία γιὰ τὴν ἐπικρατοῦσα λογικὴ τῆς αὐτονομίας. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ ἐγωκεντρικὴ αὐτὴ λογικὴ ὁδηγεῖ τελικὰ σὲ ἀδιέξοδα, τόσο στὴν κοινωνικὴ ὅσο καὶ στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ ἀποδεικνύεται ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη, ἀλλὰ καὶ θεραπευτικὴ γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ δύναται νὰ συμβάλει καθοριστικὰ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ.

Ἡ πνευματικὴ δικαιοσύνη σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ

 

Στὴν ἐποχὴ μας  κατοχυρώνονται καὶ προασπίζονται τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο. Ἀναμφίβολα, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελεῖ πρόοδο καὶ κατάκτηση τοῦ πολιτισμοῦ μας. Μάλιστα, ἡ χριστιανικὴ θεολογία ἔχει διαδραματίσει ρόλο στὴν ὑπεράσπιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, διακηρύσσοντας ὅτι τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι ἱερὸ  ὡς εἰκόνα Θεοῦ. Ἔτσι, ἔχει εἰσαχθεῖ στὸν δημόσιο λόγο ἡ ἔννοια τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση. Ὡστόσο, σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἐξαιτίας τοῦ  ὑπερτονισμοῦ τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος πνευματικοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ, καθὼς καλλιεργεῖται ἔντονα ὁ ἀτομισμός. Εἰδικότερα, γιὰ τὸν πιστὸ δὲν εἶναι ὠφέλιμη ἡ τάση διεκδίκησης τῶν συμφερόντων του καὶ ἡ αὐτοδικαίωση. Ἀντίθετα, ἡ αὐτοκατάκριση καὶ ἡ ὑποχωρητικότητα ἀπέναντι στὸν πλησίον μποροῦν νὰ συμβάλουν στὴν προαγωγὴ τοῦ χριστιανικοῦ βίου.

Ἀσφαλῶς στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ὄπου  ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη κατέχουν κεντρικὴ θέση, δὲν προσιδιάζει ἡ  μὲ κάθε μέσο προσπάθεια ἐπικράτησης ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπο. Πιὸ συγκεκριμένα οἱ ἅγιοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,  ποὺ ἀποτελεῖ τὸν θεματοφύλακα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τονίζουν τὴν ἀξία τῆς μετριοφροσύνης. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἐπισημαίνει, ὅτι «πνευματικὴ δικαιοσύνη εἶναι νὰ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τὰ βάρη τῶν ἄλλων δικά του. Θεία δικαιοσύνη εἶναι νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἀναπαύει τὸν ἄλλο. Δηλαδὴ νὰ προτιμᾶς νὰ θυσιάζεις τὸ δίκαιό σου, γιὰ νὰ ἀναπαύσεις καὶ νὰ βοηθήσεις κάποιον». Τονίζει χαρακτηριστικά: «Πὲς στὸν ἄλλο ὅτι ἔχει δίκαιο. Ξέρεις μὲ τὸ δίκαιό τους, πόσοι πῆγαν στὴν κόλαση; Μόνο ἂν βρεθεῖ κανεὶς μὲ πολλὴ ἀγάπη, μαζεύει τὸ ἄδικο καὶ ἀφήνει τὸ δίκαιο στοὺς ἄλλους. Μόνο ὁ Χριστὸς δέχθηκε ὅλο τὸ ἄδικο σηκώνοντας τὸν Σταυρὸ γιὰ μᾶς».

Ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ γεγονὸς, ὅτι ἀφιερώνει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας του σὲ αὐτὴ τὴν «κοινωνική» ἀρετὴ ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ὁποίου βρίσκονται διάσπαρτες σχετικὲς παραινέσεις.

Ἂς ἀκούσουμε τὸν ἅγιο μὲ τὰ δικά του λόγια :«Μὴ ζητήσεις ποτέ σου νὰ βρεῖς τὸ δίκιο σου,  γιατί τότε ἔχεις τὸ ἄδικο. Ἀλλὰ νὰ μάθεις νὰ ὑπομένεις ἀνδρείως τοὺς πειρασμούς, ὅσους κι ἂν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος. Χωρὶς πολλὲς δικαιολογίες νὰ λές: Εὐλόγησον! Καὶ χωρὶς νὰ σφάλεις, νὰ μετανοεῖς ὅτι ἔσφαλες. Μὲ ἐπίγνωση ψυχῆς καὶ ὄχι ἐξωτερικά, γιὰ ἔπαινο, νὰ λὲς πὼς ἔσφαλες καὶ ἐσωτερικὰ νὰ κατακρίνεις. Ἐὰν ζητήσεις τὸ δίκαιο γιὰ ὁποιοδήποτε πράγμα, ποὺ θὰ σὲ ἀδικήσει, ἀτιμάσει, ὑβρίσει, χτυπήσει, διώξει ἢ τὴν ζωή σου ἐπιβουλευθεῖ ὁ πλησίον σου,  καὶ πάλι ἐσὺ βρίσκεσαι ἄδικος, ἐὰν αὐτὸν θεωρήσεις αἴτιον ἢ ἐμπαθὼς τὸν κατηγορήσεις. Διότι ζητεῖς ἀπὸ αὐτὸν αὐτὸ, ποὺ δὲν τοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἐὰν κατανοήσεις αὐτὸ πού σοῦ λέω, ὅλοι θὰ σοῦ εἶναι ἀνεύθυνοι, γιὰ ὁποιοδήποτε σφάλμα καὶ μόνο ἐσὺ θὰ εἶσαι σὲ ὅλα ὑπεύθυνος.

Ἂν, ὅμως, ζητήσεις μὲ ἄλλο τρόπο νὰ βρεῖς τὸ δίκαιο, θὰ εἶσαι πάντοτε ἄδικος, καὶ ἑπομένως ἡ χάρη εἶναι ἀνάγκη νὰ πηγαίνει καὶ νὰ ἔρχεται μέχρι νὰ βρεῖ ἀνάπαυση στὴν ψυχή σου. Διότι, τόση χάρη δικαιοῦται στὸν ἑαυτὸ του ὁ ἄνθρωπος, ὅσο πειρασμὸ εὐχαρίστως ὑπομένει, ὅσο βάρος τοῦ πλησίον του ἀγογγύστως βαστάζει. Σὲ ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ὅσο εἶναι δυνατὸν νὰ κινήσει ὁ δαίμονας κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐγὼ θέλημα δὲν θὰ ἐκφράσω, γνώμη δὲν δίνω, φιλονικία δὲν κάνω. Ἂς εἶναι στραβό, ἂς εἶναι ὁτιδήποτε θέλει αὐτὸ ποὺ μὲ προστάζουν, σὰν σταυρός. Ἐγὼ χωρὶς διάκριση θὰ τὸ κάνω. Καὶ ἂς δεῖ ὁ Θεὸς τὴν καρδία μου νὰ μοῦ ἐλαφρώσει τὸν πόλεμο.

Μὴ θελήσεις νὰ δείξεις στὸν ἄλλο τὸ σφάλμα. Μὴ ζητήσεις τὸ δίκαιο, ἀλλὰ σιωπώντας μέχρι θανάτου ξεπέρασε τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν ταραχή. Νὰ θαυμάζεις ὅσους γίνεται στὸ στόμα τους τὸ σάλιο αἷμα, γιὰ νὰ μὴν μιλήσουν. Αὐτοὺς νὰ τοὺς ἔχεις σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ νὰ τοὺς τιμᾶς ὡς μάρτυρες, ὡς ὁμολογητές. Τέτοιους ἐγὼ ἀγαπῶ, τέτοιους φιλῶ, καὶ γι’ αὐτοὺς ὀφείλω νὰ χύνω κάθε ἡμέρα καὶ τὴν τελευταία ρανίδα τοῦ αἵματός μου μὲ ἀγάπη Χριστοῦ. Καθότι  τὸν βλέπεις ὅτι ὑπομένων προτιμᾶ μυρίους  θανάτους, ἐκτός  ἀπὸ τὸ νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο ψυχρό. Καὶ ὅποτε τὸν πνίγουν οἱ ἄνθρωποι, τὸν πνίγει τὸ δίκαιο, τὸν πνίγει καὶ ὁ ἔσωθεν λογισμός. Καὶ αὐτὸς μαχόμενος ἀτονεῖ καὶ πίπτει σὰν νεκρός. Καὶ ἀκόμη μάχεται νοερὰ μὲ τὸν πειρασμὸ καὶ παίρνει ὅλα τὰ βάρη ἐπάνω του μὲ πόνο καὶ στεναγμὸ σὰν νὰ ἔσφαλε ὁ ἴδιος.

Νὰ μαθαίνεις κάθε μέρα αἰσθητῶς τὴν ἀδυναμία σου καὶ νὰ ὑπομένεις αὐτοὺς ποὺ σφάλλουν. Νὰ μὴν κατακρίνεις τοὺς ἀδελφούς, ἐὰν σφάλλουν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀνέχεσαι. Ἔρχεται, γιὰ παράδειγμα, ὁ λογισμὸς καὶ σὲ θλίβει μέσα στὸ Ναὸ γιατί νὰ ψάλλει πάλι ὁ ἀδελφός σου καὶ ὄχι ἐσὺ κατὰ τὴν σειρά; Ἐσὺ τοῦ λὲς προτιμότερο εἶναι νὰ ἀναπαυθεῖ ὁ ἀδελφός μου καὶ ὄχι ἐγώ. Ἐπιμένει ὁ λογισμός: Μὰ γιατί, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ δίκαιο καὶ σωστό; Ἐσὺ πές του: Διάβολε ἄφησε μέ! Καὶ βάλε τὸν νοῦ σου στὴν εὐχή. Ἐξεγείρεται ὁ πειράζων, πάει νὰ σκάσει. Μὰ, ὄχι γιατί; Καλὰ πές του, καλά! Περίμενε λίγο νὰ σοῦ πῶ τὸ γιατί. Καὶ ἀμέσως προφασιζόμενος βγὲς ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ πήγαινε γρήγορα στὸ κελί. Ἐκεῖ λάβε τὴν ράβδο καὶ πὲς μὲ θυμό. Νὰ τὸ γιατί σου, διάβολε! Αὐτὸ εἶναι. Αὐτὸ εἶναι τὸ δίκαιο, πού μοῦ ζητεῖς. Πάρε τὸ, λοιπὸν, καί ἀφοῦ τὸν πληγώσεις στὸ σῶμα σου, τὸν καταγγέλλεις στὸν Χριστὸ ὡς αἴτιο τοῦ πόνου σου. Φεύγει μὲ φρίκη ὁ δαίμονας, ἔρχεται ὁ Χριστός, γεμίζει παράκληση, ἐλαφρώνει τὸ πάθος καὶ μαθαίνεις τὴν τέχνη, πῶς νὰ νικᾶς.

Ἂν ὑπομένεις τὴν ἄσκηση τῆς ἡμέρας, τὴν κάθε φορὰ ποὺ πιέζεις τὴν ψυχή σου νὰ ὑπομείνεις ἕνα λόγο ψυχρό, ἕνα χλευασμό, ἕναν ἔλεγχο, γίνεσαι ὁμολογητής. Σὲ κάθε ὑπομονὴ ποὺ κάνεις, στεφάνι παίρνεις καὶ σοῦ ὑπολογίζεται μπροστὰ τοῦ Θεοῦ μαρτύριο ἡμερήσιο.

Δὲν κερδίζει ὁ ἔξυπνος, ὁ εὐγενής, αὐτὸς ποὺ ὁμιλᾶ τορνευτά ἢ ὁ πλούσιος. Ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ὑβρίζεται καὶ μακροθυμεῖ, ἀδικεῖται καὶ συγχωρεῖ, συκοφαντεῖται καὶ ὑπομένει. Ἐκεῖνος ποὺ γίνεται σπόγγος καὶ καθαρίζει ὅ,τι ἀκούει,  ὅ,τι τοῦ λένε, ὅποιας λογῆς καὶ ἂν εἶναι. Αὐτὸς καθαρίζεται καὶ λαμπρύνεται περισσότερο. Αὐτὸς φτάνει σὲ μέτρα μεγάλα. Αὐτὸς ἐντρυφὰ σὲ θεωρίες μυστηρίων. Καὶ τέλος, αὐτὸς εἶναι ἀπὸ ἐδῶ μέσα στὸν παράδεισο. Καὶ ὅταν ἔλθει τοῦ θανάτου ἡ ὥρα ἐκείνη,  μόλις κλείσουν τὰ μάτια αὐτά, ἀνοίγουν τὰ ἐσωτερικὰ τῆς ψυχῆς. Καὶ ἐνόσω στοχάζεται τὰ ἐκεῖ, εὑρίσκεται ἀμέσως σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, χωρὶς καθόλου νὰ τὸ καταλάβει. Ἀπὸ σκότος μεταβαίνει σὲ φῶς, ἀπὸ θλίψη σὲ ἀνάπαυση, ἀπὸ ζάλη σὲ λιμάνι ἀτάραχο, ἀπὸ πόλεμο σὲ εἰρήνη διηνεκὴ. Γι’ αὐτὸ, ἀδελφοί μου καλοὶ καὶ ἀγαπημένοι, ὅποιος ἀδικεῖται στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ θελήσει νὰ ζητήσει τὸ δίκαιο, ἂς γνωρίζει ὅτι εἶναι αὐτό. Νὰ ὑπομένει τὸ βάρος τοῦ ἀδερφοῦ, τοῦ πλησίον του μέχρι τὴν ἔσχατη πνοὴ καὶ νὰ κάνη ὑπομονὴ σὲ ὅλα τὰ λυπηρὰ τῆς παρούσας ζωῆς.

Προσπέρασε κι ἐσὺ τὰ δίκαιά σου καὶ τὰ θελήματά σου γιὰ χάρη τῆς τόσης ἀγάπης μου γιὰ σένα. Καὶ ἕνωσε τὴν καλὴ συζυγία: ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία. Δὲν ὠφελεῖ λοιπόν, ἂν στεναχωριέσαι , ἂν λὲς λόγια. Πρέπει νὰ κλείνεις τὸ στόμα. Κανεὶς νὰ μὴν σὲ καταλαβαίνει. Καὶ νὰ βγαίνει καπνὸς ἀπὸ τὰ μάτια καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ μύτη. Ὄχι νὰ ξεφυσᾶς, δῆθεν νὰ ξεθυμάνεις, ἀλλὰ νὰ γαληνεύεις. Καὶ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ την  μακροθυμία νὰ καῖς τὸν διάβολο.

Ξέρεις τί εἶναι νὰ μὴν πειράζεις νὰ σὲ πειράζουν, νὰ μὴν κλέβεις νὰ σὲ κλέβουν; Νὰ εὐλογεῖς, νὰ σὲ καταρῶνται; Νὰ ἐλεεῖς, νὰ σὲ ἀδικοῦν; Νὰ ἐπαινεῖς, νὰ σὲ κατακρίνουν; Νὰ ἔρχονται χωρὶς λόγο νὰ σὲ ἐλέγχουν, νὰ σὲ φωνάζουν συνεχῶς πλανεμένον ἐφ’ ὄρου ζωῆς; Καὶ νὰ ξέρεις, ὅτι δὲν εἶναι ὅπως λένε. Καὶ νὰ βλέπεις τὸν πειρασμὸ, ποὺ τοὺς κινεῖ. Καὶ ἐσὺ νὰ μετανοεῖς καὶ νὰ κλαῖς ὡς ὑπαίτιος, ἐπειδὴ εἶσαι τέτοιος. Αὐτὰ εἶναι τὰ δυνατότερα. Ἐπειδὴ πολεμεῖσαι ἀπὸ αὐτοὺς καὶ πολεμεῖς καὶ ἐσὺ μὲ τὸν ἑαυτό σου, νὰ τὸν πείθεις ὅτι ἔτσι εἶναι ὅπως λένε οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς νὰ εἶναι ἔτσι. Νὰ βλέπεις, ὅτι ἔχεις ἐξ ὁλοκλήρου τὸ δίκαιο καὶ νὰ πείθεις τὸν ἑαυτό σου, ὅτι ἔχεις τὸ ἄδικο. Αὐτὴ εἶναι ἡ τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν. Νὰ ραβδίζεις τὸν ἑαυτό σου μέχρι νὰ πεισθεῖ νὰ ὀνομάζει τὸ φῶς σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι φῶς. Νὰ φύγει κάθε δικαίωμα. Καὶ νὰ σβήσει τελείως ἡ ἔπαρση. Νὰ γίνεις  μωρὸς μὲ πλήρη σύνεση.

Ἐὰν ζητήσεις   ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου τὸ δίκαιο, ἀμέσως βρίσκεσαι ἀντιμέτωπος μὲ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος σὲ ὑπέμενε, ὅταν ἁμάρτανε. Ὅποιος, λοιπόν,  ἀπὸ ἐσᾶς θὰ ζητήσει τὸ δίκαιο, ἂς γνωρίζει ὅτι εἶναι αὐτό: Νὰ σηκώσει τὸ βάρος τοῦ ἀδερφοῦ του μέχρι ἐσχάτης πνοῆς, καὶ νὰ κάνει τέλεια ὑπακοὴ στὸν πνευματικό του ὁδηγό. Καὶ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη οἰκοδομεῖται ὁ ἀσθενής.

Μὴν πεῖς ὅτι ἔχω δίκαιο, καμιὰ φορά. Ἀκόμη κι ἄν σοῦ βγάλουν τὰ μάτια, τὸ δίκαιο μὴν ζητήσεις ποτέ, ἐπειδὴ φορᾶς τὸν  Χριστό, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔπαθε τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσει ἐμᾶς. Ἄνθρωπο παραβάτη δὲν ξέρει. Μὴν κοιτάζεις τί κάνουν οἱ ἄλλοι, καὶ μὴ θέλεις νὰ φαίνεσαι ὅτι ξέρεις. Ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ ξέρεις εἶναι νὰ λὲς συνεχῶς τὴν εὐχὴ καὶ νὰ προσέχεις τὸ ἔργο σου. Γίνε μωρὸς γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ σὲ σοφίσει ὁ Κύριος.

Ὅταν συνηθίσεις νὰ λὲς στὸν καθένα εὐλόγησον καὶ σὲ ὅλα παντοῦ νὰ βρίζεις τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲ ζητᾶς ποτὲ τὸ δικαίωμα καὶ τὸ θέλημά σου, γρήγορα θὰ γευθεῖς καρπὸ ταπείνωσης. Ἀρκεῖ νὰ κάνεις σὲ ὅλα ὑπομονή».

Ἡ χριστιανικὴ θεολογία ἐπιφυλάσσει γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὴν ὕψιστη προοπτική, καθὼς ἀποσκοπεῖ στὴν  ὁμοίωση μὲ τὸν Θεό. Μία ἔκφανση τῆς προοπτικῆς αὐτῆς εἶναι ἡ ὁμοίωση μὲ τὴν διάνοια τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, σταυρώνει τὸν νοῦ, γιὰ νὰ γεννηθεῖ μέσα του ἕνας ἄλλος νοῦς, ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ γίνεται ἰδιαίτερα δυσχερὴς γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς σύγχρονης κοινωνίας, ποὺ διαπνέεται καὶ καλλιεργεῖται μὲ  πνεῦμα αὐτονομίας. Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου καὶ πολλὴ περισσότερο ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ ἄλλου προβάλει ὡς καθαρὴ μωρία γιὰ τὴν ἐπικρατοῦσα λογικὴ τῆς αὐτονομίας. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ ἐγωκεντρικὴ αὐτὴ λογικὴ ὁδηγεῖ τελικὰ σὲ ἀδιέξοδα, τόσο στὴν κοινωνικὴ ὅσο καὶ στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ ἀποδεικνύεται ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη, ἀλλὰ καὶ θεραπευτικὴ γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ δύναται νὰ συμβάλει καθοριστικὰ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ.