Τὰ μηνύματα, ἡ ἄμεση πληροφόρηση γιὰ σημαντικὰ ἢ ἀσήμαντα θέματα, ἡ κοινοποίηση δικῶν μας ἢ ἄλλων γεγονότων, ἡ πληθώρα γνώσεων ποὺ κυκλοφοροῦν, εἶναι γνωρίσματα τῆς δικῆς μας ἐποχῆς. Σπουδαῖα, μὰ κι ἐπικίνδυνα. Κυρίως ὅταν ἀγγίζουν θέματα πνευματικῆς φύσεως, μὲ καλὴ διάθεση, ἀλλὰ χωρὶς ταπείνωση καὶ συναίσθηση τῆς δικῆς μας κατάστασης.
Ἀφορμὴ γιὰ τὸ πιὸ πάνω μοῦ ἔδωσε τὸ ἑξῆς μήνυμα ποὺ πῆρα, χωρὶς ὡστόσο, ν’ ἀπευθύνεται μόνο σὲ μένα. Ἔγραφε: «Ἀδέλφια, σᾶς ἐκλιπαρῶ γιὰ τὴν προσευχή σας, γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ κεκοιμημένου δούλου τοῦ Θεοῦ…. (ἀναφέρει τὸ ὄνομά του), ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀνεξομολόγητος καὶ ἀκοινώνητος, μὲ πολὺ βαριὲς ἁμαρτίες. Νὰ παρακαλέσουμε γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ψυχὴ αὐτοῦ. Δῶστε τὸ ὄνομα, ὅπου νομίζετε, γιὰ προσευχή. Ἔφυγε πρὶν λίγο. Δῶστε τὸ ὄνομά του καὶ σὲ ὅποιους ἱερεῖς γνωρίζετε γιὰ προσευχὴ ἢ μοναστήρια. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλο καὶ οἱ πολλὲς καὶ συνεχεῖς προσευχές, εἰδικὰ ἁγίων ἀνθρώπων, μποροῦν νὰ βγάλουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν κόλαση».
Ἀσφαλῶς, ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ ἐπαινοῦσε κανεὶς τὴν πρόθεση αὐτοῦ ποὺ «ἐκλιπαρεῖ γιὰ προσευχή», καὶ μάλιστα ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅμως, πόσο δύσκολο εἶναι ἡ θέα τοῦ ἑαυτοῦ μας πίσω ἀπὸ τὶς ἐνέργειες μας! Ποῦ νὰ φανταστεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι στὸ κείμενό του – ἔκκληση κρύβει τὸ φαρισαϊσμὸ τοῦ σωσμένου, αὐτοῦ ποὺ παίρνει στὰ χέρια του τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅπως καὶ τὴ στενότητα τῆς καρδίας ποὺ καλουπιάζει τὴ σωτηρία μὲ βάση συγκεκριμένα κριτήρια;
Δὲν ἀρκοῦν οἱ καλὲς προθέσεις γιὰ νὰ εἶναι ἡ ὅποια ἐνέργειά μας εὐάρεστη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, ἁγία. Χρειάζεται καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ἐγωισμὸ ποὺ διαχωρίζει τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τοὺς «τελῶνες καὶ τὶς πόρνες», κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου (Μάτθ. 21,31).
Ὁ Γέροντας Βασίλειος Ἰβηρίτης θὰ πεῖ: «Ἀνάμεσα στὸ ὀρθόδοξο καὶ τὸ μὴ ὀρθόδοξο ἡ διαφορὰ μπορεῖ νὰ εἶναι (νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι) μιὰ τρίχα, ἀλλὰ εἶναι χαώδης»[1]. Κάποιος μὲ μὴ Ὀρθόδοξο ἦθος καὶ θέαση τοῦ κόσμου θὰ ἔλεγε: «Ποῦ βρίσκεται τὸ κακό το νὰ θέλουμε νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ κάποιο ποὺ ἡ ὅλη ζωή του δείχνει ὅτι «κατευθύνεται» στὴν κόλαση;». Ἀσφαλῶς, τὸ θεολογικὸ πρόβλημα δὲ βρίσκεται στὴν προσευχὴ ἀλλὰ στὴν αἴσθηση τῆς διάκρισης ποὺ ἔχω μὲ τοὺς «κολασμένους». Κι ὁ φαρισαῖος προσευχόταν, ὅμως διέκρινε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Μέσα στὴ σύγχυση τῆς ἐποχῆς, μὲ τὶς πολλὲς πληροφορίες καὶ γνώσεις, δὲν ἔμεινε ἀμέτοχη καὶ ἡ θεολογικὴ σκέψη. Εὔκολα μπορεῖ:
Ἡ συναισθηματικὴ εὐφορία νὰ θεωρηθεῖ χάρις
Ἡ ψυχολογικὴ ἀνάγκη γιὰ ἠρεμία νὰ ἐκληφθεῖ ὡς προσευχή – συνάντηση μὲ τὸ Θεό
Ὁ κρυφὸς ἐγωισμὸς νὰ κρύβεται στὴν ἐπιθυμία νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἄλλους, καί
Ἡ ἀποστολὴ μηνυμάτων γιὰ σωτηρία τῶν κεκοιμημένων ἀπὸ τὴν κόλαση, κρύβει τὸ φόβο μας μπροστὰ σ’ ἕνα κριτὴ αὐστηρὸ καὶ ἄτεγκτο – πού, ἐνδεχομένως, νὰ θεωροῦμε τὸ Θεό!