Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὰ μάτια της Ἰουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ἱδρῶτα γυάλιζαν πάνω στὴ μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!

  • !

    Δὲ σοῦ ‘διναν τίποτα. Φυσικά! Σοῦ ἔκανα μιὰ φάρσα γιὰ νὰ σοῦ γίνει σκληρὸ μάθημα. Πᾶρε τὰ ὀγδόντα σου ρούβλια! Τὰ εἶχα ἕτοιμα στὸ φάκελο! Μὰ γιατί δὲ φωνάζεις γιὰ τὸ δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι ἔτσι σὰν χαζή; Μπορεῖς νὰ ζήσεις σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἂν δὲν πατήσεις λίγο πόδι, ἂν δὲ δείξεις τὰ δόντια σου; Γιατί εἶσαι ἄβουλη;

Ἕνας ἀριθμός

 

Στὸ σύντομο ἀφήγημα τοῦ Τσέχωφ «Ἕνας ἀριθμὸς» ἡ δεσποινὶς Ἰουλία ἀντιπροσωπεύει τὸν ἄβουλο ἀνθρώπινο τύπο• δὲν τολμᾶ νὰ διεκδικήσει τὰ δικαιώματά της καὶ συχνὰ πέφτει θῦμα οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐκμετάλλευσης. O Τσέχωφ σκιαγραφεῖ μὲ ἁπλὸ καὶ εὐτράπελο τρόπο τὴν παθητικὴ ψυχολογία, ἡ ὁποία χαρακτήριζε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ γυναικεία συμπεριφορὰ τὰ παλαιότερα χρόνια.

 

Τὶς προάλλες φώναξα στὸ γραφεῖο μου τὴ δεσποινίδα Ἰουλία, τὴ δασκάλα τῶν παιδιῶν. Ἔπρεπε νὰ τῆς δώσω τὸ μισθό της.

Κάθισε νὰ κάνουμε τὸ λογαριασμό, τῆς εἶπα. Θά ‘χεις ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα καὶ σὺ ντρέπεσαι νὰ ἀνοίξεις τὸ στόμα σου… Λοιπόν… Συμφωνήσαμε γιὰ τριάντα ρούβλια* τὸ μῆνα…

Γιὰ σαράντα.

Ὄχι, γιὰ τριάντα, τὸ ἔχω σημειώσει. Ἐγὼ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στὶς δασκάλες… Λοιπόν, ἔχεις δύο μῆνες ἐδῶ…

Δύο μῆνες καὶ πέντε μέρες…

Δύο μῆνες ἀκριβῶς… Τό ‘χω σημειώσει… Λοιπόν, ἔχουμε ἑξῆντα ρούβλια. Πρέπει νὰ βγάλουμε ἐννιὰ Κυριακές… δὲ δουλεύετε τὶς Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Ἔπειτα ἔχουμε τρεῖς γιορτές…

Ἡ Ἰουλία ἔγινε κατακόκκινη καὶ ἄρχισε νὰ τσαλακώνει νευρικὰ τὴν ἄκρη τοῦ φουστανιοῦ της, μὰ δὲν εἶπε λέξη.

Τρεῖς γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια τὸ μῆνα… Ὁ Κόλιας ἦταν ἄρρωστος τέσσερις μέρες καὶ δὲν τοῦ ἔκανες μάθημα… Μονάχα μὲ τὴ Βαρβάρα ἀσχολήθηκες… Τρεῖς μέρες εἶχες πονόδοντο καὶ ἡ γυναῖκα μου σοῦ εἶπε νὰ ἀναπαυτεῖς μετὰ τὸ φαγητό… Δώδεκα καὶ ἑφτὰ δεκαεννιά. Ἀφαιροῦμε, μᾶς μένουν… Χμ! σαράντα ἕνα ρούβλια… Σωστά;

Τὸ ἀριστερὸ μάτι της Ἰουλίας ἔγινε κατακκόκινο καὶ νότισε. Ἄρχισε νὰ τρέμει τὸ σαγόνι της. Τὴν ἔπιασε ἕνας νευρικὸς βῆχας, ἔβαλε τὸ μαντίλι στὴ μύτη της, μὰ δὲν ἔβγαλε ἄχνα.

Τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔσπασες ἕνα φλιτζάνι τοῦ τσαγιοῦ μὲ τὸ πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ρούβλια… Τὸ φλιτζάνι κάνει ἀκριβότερα γιατί εἶναι οἰκογενειακὸ κειμήλιο, μὰ δὲν πειράζει… Τόσο τὸ χειρότερο! Προχωροῦμε! Μιὰ μέρα δὲν πρόσεξες τὸν Κόλια, ἀνέβηκε ὁ μικρὸς στὸ δέντρο καὶ ἔσκισε τὸ σακάκι του… Βγάζουμε ἄλλα δέκα ρούβλια… Ἄλλη μιὰ μέρα ποὺ δὲν πρόσεχες, ἔκλεψε μιὰ καμαριέρα τα μποτάκια τῆς Βαρβάρας. Πρέπει νά ‘χεις τὰ μάτια σου τέσσερα, γι’ αὐτὸ σὲ πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε ἄλλα πέντε ρούβλια. Στὶς δέκα τοῦ Γενάρη σὲ δάνεισα δέκα ρούβλια…

Ὄχι, δὲν ἔγινε τέτοιο πρᾶμα. μουρμούρισε ἡ Ἰουλία.

Τό ‘χω σημειώσει!

Καλά…

Βγάζουμε εἴκοσι ἑπτὰ ρούβλια, μᾶς μένουν δεκατέσσερα.

Τὰ μάτια της Ἰουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ἱδρῶτα γυάλιζαν πάνω στὴ μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!

Μὰ ἐγὼ μιὰ φορὰ μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, ἀπὸ τὴν κυρία, μουρμούρισε ἡ Ἰουλία καὶ ἡ φωνή της ἔτρεμε… Αὐτὰ εἶναι ὅλα ὅλα ποὺ δανείστηκα.

Μπά; Καὶ γὼ δὲν τὰ εἶχα σημειώσει αὐτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα ἔξω τρία, μᾶς μένουν ἕντεκα. Πᾶρε τὰ χρήματά σου, ἀγαπητή μου! Τρία… τρία, τρία… ἕνα καὶ ἕνα… Πάρ’ τα…

Καὶ τῆς ἔδωσα ἕντεκα ρούβλια. Τὰ πῆρε μὲ τρεμουλιαστὰ δάχτυλα καὶ τὰ ἔβαλε στὴν τσέπη της.

Εὐχαριστῶ, ψιθύρισε.

Πετάχτηκα ὀρθὸς καὶ ἄρχισα νὰ βηματίζω πέρα δῶθε στὸ γραφεῖο. Μὲ ἔπιασαν τὰ δαιμόνια μου.

Καὶ γιατί μὲ εὐχαριστεῖς;

Γιὰ τὰ χρήματα.

Μά, διάολε, ἐγὼ σὲ ἔκλεψα, σὲ λήστεψα! Καὶ μοῦ λὲς κι εὐχαριστῶ;

Οἱ ἄλλοι δὲ μοῦ ‘διναν τίποτα!…

Δὲ σοῦ ‘διναν τίποτα. Φυσικά! Σοῦ ἔκανα μιὰ φάρσα γιὰ νὰ σοῦ γίνει σκληρὸ μάθημα. Πᾶρε τὰ ὀγδόντα σου ρούβλια! Τὰ εἶχα ἕτοιμα στὸ φάκελο! Μὰ γιατί δὲ φωνάζεις γιὰ τὸ δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι ἔτσι σὰν χαζή; Μπορεῖς νὰ ζήσεις σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἂν δὲν πατήσεις λίγο πόδι, ἂν δὲ δείξεις τὰ δόντια σου; Γιατί εἶσαι ἄβουλη;

Μουρμούρισε μερικὰ εὐχαριστῶ καὶ βγῆκε.