ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Ὁδηγοῦν τὴν οἰκουμένη εἰς τὸν οὐρανό
“Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην του βαπτισθῆναι ὑπ’ αὐτοῦ”.
Ἔρχεται ὁ Δεσπότης μαζὶ μὲ τοὺς δούλους, ὁ δικαστὴς μαζὶ μὲ τοὺς ὑποδίκους, διὰ νὰ βαπτισθῇ. Μὴ ταραχθῇς ὅμως· μεταξὺ τῶν ταπεινῶν αὐτῶν διαλάμπει τὸ ὑψηλὸν μεγαλεῖον του. Κατεδέχθη νὰ κυοφορηθῇ εἰς παρθενικὰ σπλάγχνα ἐπὶ τόσον χρόνον καὶ νὰ γεννηθῇ ἀπὸ αὐτὰ μαζὶ μὲ τὴν ἰδικήν μας ἀνθρωπίνην φύσιν, νὰ ραπισθῇ, νὰ σταυρωθῇ, νὰ πάθη ὅλα ὅσα ἔπαθε· διὰ τί θαυμάζεις λοιπόν, ἐπειδὴ κατεδέχθη καὶ νὰ βαπτισθῇ καὶ νὰ ἔλθη μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πρὸς τὸν δοῦλον του; Τὸ ἐκπληκτικὸν ἦτο ἐκεῖνο· νὰ θελήση νὰ γίνη ἄνθρωπος, ἐνῷ εἶναι Θεὸς· τὰ ἄλλα ὅλα ἀκολουθοῦν κατὰ λογικὴν ἀκολουθίαν.
Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ὁ Ἰωάννης ἐκ προοιμίου ἔλεγεν ἐκεῖνα ποὺ εἶπεν, ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ὅτι εἶναι, λόγον χάριν, κριτὴς καὶ ἀποδίδει εἰς καθένα κατὰ τὴν ἀξίαν του, καὶ ὅτι θὰ δώση πλουσίως τὸ Πνεῦμα εἰς ὅλους. Αὐτά, ὥστε, ὅταν τὸν ἰδῇς νὰ ἔρχεται εἰς τὸ βάπτισμα, νὰ μὴ σοῦ περάση καμμία ταπεινὴ ὑποψία. Διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἦτο πλησίον, τοῦ προβάλλει προσκόμματα μὲ τοὺς λόγους “Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ὑπό σου καὶ σὺ ἔρχεσαι πρὸς ἐμέ;”.
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΣ
Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο περὶ βαπτίσματος μετανοίας καὶ προέτρεπεν εἰς κατηγορίαν ἁμαρτημάτων, διὰ νὰ μὴ νομίση κανείς, ὅτι καὶ αὐτὸς ἔρχεται εἰς τὸν Ἰορδάνην μὲ αὐτὴν τὴν διάθεσιν, κάμνει εἰς τοῦτο μίαν διόρθωσιν ἐκ τῶν προτέρων μὲ τὸ νὰ τὸν καλέση Ἀμνὸν καὶ λυτρωτὴν ἀπὸ ὅλην τὴν ἁμαρτίαν τῆς γῆς. Διότι βεβαίως αὐτὸς ποὺ εἶναι εἰς θέσιν νὰ σηκώση τὰ ἁμαρτήματα ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι πολὺ περισσότερον ἀναμάρτητος αὐτὸς ὁ ἴδιος. Διὰ τοῦτο δὲν εἶπεν· Ἰδοὺ ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλὰ τὸ πολὺ περισσότερον· “Ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου”.
Ἔτσι μαζὶ μὲ αὐτὸ νὰ δεχθῇς καὶ ἐκεῖνο εἰς ὅλον τὸ πλῆρες νόημά του καὶ ἀφοῦ τὸ δεχθῇς νὰ διαπιστώσης ὅτι ἔρχεται εἰς τὸ βάπτισμα, διὰ νὰ φέρη εἰς πέρας κάποιαν ἄλλην οἰκονομίαν. Διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἦλθε τοῦ ἔλεγεν· “Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σὲ καὶ σὺ ἔρχεται πρὸς ἐμέ;”. Τοῦ εἶπεν αὐτὸ καὶ δὲν τοῦ εἶπε· Καὶ σὺ ζητεῖς νὰ βαπτισθῇς ἀπὸ ἐμέ;
Καὶ τοῦτο δηλαδὴ ἐφοβήβη νὰ τὸ εἰπῇ. Καὶ τί λέγει; Καὶ σὺ ἔρχεσαι πρὸς ἐμέ; Καὶ τί ἔκαμεν ὁ Χριστός; Ὅ,τι ἔκαμεν ἀργότερον εἰς τὸν Πέτρον, τοῦτο ἔκαμε καὶ τότε. Καὶ ἐκεῖνος, θέλω νὰ εἰπῶ, τὸν ἠμπόδιζε νὰ τοῦ πλύνη τοὺς πόδας. Ὅταν ὅμως ἤκουσεν· “Ὁ ποιῶ νῦν, σὺ οὐκ οἴδας, γνώση δὲ μετὰ ταῦτα”· καὶ ἀκόμη· “Ὄυκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ”· ἄφησεν ἀμέσως τὴν ἀντίστασιν καὶ μετεστράφη εἰς τὸ ἀντίθετον. Καὶ ὁ Ἰωάννης πάλιν ὅταν ἤκουσεν, “Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἡμῖν ἐστιν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην”, ὑπήκουσεν ἀμέσως. Διότι δὲν ἦσαν ἀπεριόριστα φιλόνεικοι ἀλλὰ ἐδείκνυαν καὶ ἀγάπην καὶ ὑπακοὴν καὶ ἐφρόντιζαν νὰ ὑπακούουν εἰς ὅλα εἰς τὸν Δεσπότην.
ΕΛΑΒΑ ΤΗΝ ΣΑΡΚΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΗΛΘΑ
Πρόσεξε δὲ πῶς τὸν προτρέπει, ἀπὸ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο τῆς ἐνεργείας ποὺ ὑπωπτεύετο. Δὲν εἶπεν· Ἔτσι εἶναι δίκαιον, ἀλλὰ “ἔτσι ἁρμόζει”. Ἐπειδὴ ἐθεωροῦσεν ὅτι αὐτὸ ἦτο ἐντελῶς ἀνάξιόν του, νὰ βαπτισθῇ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν δοῦλον του, ἀκριβῶς αὐτὸ ἀντιδιαστέλλει πρὸς ἐκεῖνο, σὰν νὰ ἔλεγε· δὲν τὸ ἀποφεύγεις τοῦτο καὶ δὲν τὸ ἐμποδίζεις ὡς ἀνάρμοστον; Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς· ἄφησέ το, διότι ἁρμόζει μὲ τὸ παραπάνω. Καὶ δὲν εἶπε μόνον ἄφησέ το· ἐπρόσθεσε καὶ τὴν λέξιν “ἄρτι” (τώρα). Διότι τοῦτο δὲν θὰ διαρκέση αἰωνίως, λέγει, ἀλλὰ θὰ μὲ ἰδῇς εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ ἐπιθυμεῖς. Τώρα ὅμως δέξου τοῦτο. Ἐπίκειται, ἀποδεικνύει καὶ πῶς εἶναι τοῦτο πρέπον. Διατὶ πρέπει λοιπόν; Διότι ἐκπληρώνομεν τὸν νόμον εἰς τὸ σύνολόν του. Τοῦτο τὸ ἐφανέρωνε μὲ τοὺς λόγους “πᾶσαν δικαιοσύνην”. Δικαιοσύνη εἶναι ἡ ἐκπλήρωσις τῶν ἐντολῶν.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐξεπληρώσαμεν ὅλας τὰς ἄλλας ἐντολάς, λέγει, καὶ ἀπομένει αὐτὸ μόνον, πρέπει νὰ προστεθῇ καὶ αὐτή. Διότι ἦλθα διὰ νὰ διαλύσω τὴν κατάραν ποὺ σᾶς βαρύνει διὰ τὴν παράβασιν τοῦ νόμου. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν ἐγὼ πρῶτος νὰ ἐκπληρώσω αὐτὸν κατὰ πάντα καὶ ἀφοῦ σᾶς ἀπαλλάξω ἀπὸ τὴν καταδίκην, νὰ τὸν ἱκανοποιήσω κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐκπληρώσω τὸν νόμον εἰς τὸ σύνολόν του, ἐπειδὴ πρέπει καὶ νὰ διαλύσω τὴν κατάραν ποὺ ἔχει ἀναγραφῇ ἐναντίον σας εἰς τὸν νόμον. Διότι ἔλαβα τὴν σάρκα σας καὶ ἦλθα.
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΤΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΒΑΠΤΙΣΕΙΣ
“Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί”. Διὰ ποῖον λόγον ἤνοιξαν οἱ οὐρανοί; Διὰ νὰ μάθης ὅτι καὶ ὅταν βαπτίζεσαι σὺ γίνεται τὸ ἴδιο. Σὲ καλεῖ ὁ Θεὸς εἰς τὴν οὐράνιον πατρίδα καὶ θέλει νὰ σὲ πείση νὰ μὴ ἔχης κανένα κοινὸν πρὸς τὴν γῆν. Ἂν δὲν βλέπης, μὴ ἀπιστήσης. Διότι πάντοτε ὡς προοίμιον παραδόξων καὶ πνευματικῶν πραγμάτων γίνονται αἰσθηταὶ ἐμφανίσεις καὶ παρόμοια σημεῖα δι’ ὅσους εἶναι κατώτεροι διανοητικῶς, καὶ ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ αἰσθητὰς ἐμφανίσεις, χωρὶς νὰ δύνανται νὰ σχηματίσουν καμμίαν ἔννοιαν διὰ τὴν ἀσώματον φύσιν, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦν σφοδρὰ μόνον τὰ ὁρατά. Τοῦτο, ὥστε, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἔχωμεν τέτοια σημεῖα ἔπειτα, νὰ δεχθῇς μὲ πίστιν ὅσα ἐδηλώθησαν μὲ τὰ σημεῖα αὐτὰ ὅπως ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν ἀποστόλων ἔγινεν ἦχος σφοδροῦ ἀνέμου καὶ ἐπαρουσιάσθησαν πύριναι γλώοσαι. Τοῦτο ὅμως δὲν ἔγινε διὰ τοὺς ἀποστόλους ἀλλὰ διὰ τοὺς παρευρισκομένους Ἰουδαίους. Ἂλλ’ ὅμως καὶ ἂν δὲν ὑπάρχουν αἰσθητὰ σημεῖα ἀποδεχόμεθα ὅ,τι αὐτὰ ἔχουν μίαν φορὰν δηλώσει. Διότι καὶ ἡ περιστερὰ διὰ τοῦτο ἐπαρουσιάσθη τότε· διὰ νὰ δείξη εἰς τοὺς παρόντας καὶ τὸν Ἰωάννην, ὅπως ὁ δείκτης τῆς χειρὸς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι βεβαίως δι’ αὐτὸ μόνον ἀλλὰ διὰ νὰ μάθης καὶ σὺ ὅτι καὶ ἐπάνω εἰς σὲ ἔρχεται τὸ Πνεῦμα κατὰ τὴν ὥραν τῆς βαπτίσεως.
ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Κατὰ συνέπειαν ἡμεῖς δὲν ἔχομεν ἀνάγκην ἀπὸ ὁρατὰ σημεῖα, φθάνει διὰ νὰ τὰ ἀντικαταστήση ὅλα ἡ πίστις. Τὰ σημεῖα προορίζονται ὄχι διὰ τοὺς πιστοὺς ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀπίστους. Καὶ διατί, παρακαλῶ, μὲ τὴν μορφὴν τῆς περιστερᾶς; Εἶναι ἥμερον ζῶον καὶ καθαρόν. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι πνεῦμα πραότητος, διὰ τοῦτο ἐμφανίζεται εἰς αὐτήν. Ἐξ ἄλλου μᾶς ὑπενθυμίζει καὶ μίαν παλαιὰν ἱστορίαν. Ὅταν δηλαδὴ ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρος ἀντεμετώπισε κοινὸν ναυάγιον [ὁ κατακλυσμὸς ἐπὶ Νῶε] καὶ τὸ γένος μας ἐκινδύνευσε ν’ ἀφανισθῇ, ἐνεφανίσθη τὸ πτηνὸν τοῦτο καὶ ἔκαμε φανερὰν τὴν λῆξιν τῆς θεομηνίας. Κρατοῦσα εἰς τὸ ράμφος κλάδον ἐλαίας ἔφερε τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς κοινῆς γαλήνης τῆς οἰκουμένης. Αὐτὰ ὅλα ἀποτελοῦσαν προτύπωσιν τῶν μελλοντικῶν. Τότε οἱ ἄνθρωποι ἦσαν εἰς πολὺ χειροτέραν κατάστασιν καὶ ἦσαν ἄξιοι πολὺ μεγαλυτέρας τιμωρίας. Διὰ νὰ μὴ φθάσης λοιπὸν εἰς ἀπόγνωσιν, σοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἱστορίαν ἐκείνην. Διότι καὶ τότε, ὁπότε δὲν ὑπῆρχεν ἐλπὶς διὰ τὴν κατάστασιν, εὑρέθη λύσις καὶ ἐπανόρθωσις· τότε ὅμως μὲ τὸ μέσον τῆς τιμωρίας, ἕως τώρα μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν ἄφατον δωρεάν. Διὰ τοῦτο ἐμφανίζεται καὶ ἡ περιστερά. Δὲν κρατεῖ κλάδον ἐλαίας ἀλλὰ μᾶς δεικνύει τὸν ἐλευθερωτὴν ἀπὸ ὅλα τὰ δεινὰ καὶ μᾶς ἐκδιπλώνει ἀγαθὰς τὰς ἐλπίδας. Διότι δὲν βγάζει ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ἕναν ἄνθρωπον ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμφάνισίν της ὁδηγεῖ ὁλόκληρον τὴν οἰκουμένην εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ δὲν φέρει ἕνα κλάδον ἐλαίας ἀλλὰ τὴν υἱοθεσίαν εἰς ὅλους συλλήβδην τοὺς ἀνθρώπους.
“Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον Α’” καὶ τὸ κεφάλαιο “Ὁμιλία ΙΒ’, Μάτθ. 3, 13-17”
Ἡ εἰσαγωγή, τὸ κείμενο, ἡ μετάφραση καὶ τὰ σχόλια εἶναι τῶν φιλολόγων Ἰγνατίου Σακαλὴ καὶ Νικολάου Τσίκκη.