Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ λύπη φέρνει τὴν ἔντονη ἐνοχὴ καὶ τὴν διάθεση γιὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ λάθος. Τότε μέσα στὸν ἄνθρωπο ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ ἀγωγή του καὶ τὸν φαρισαϊκὸ ἐγωισμὸ ποὺ διαθέτει ξεκινοῦν δύο δρόμοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀληθινῆς μετανοίας καὶ ὁ δεύτερος δρόμος ποὺ ἔχει τὴν τριπλῆ του ἔκφραση, τὴν ἀπελπισία, τὴν αὐτοτιμωρία καὶ τὴν ἀναισχυντία. Στὸν πρῶτο αὐτὸ δρόμο ἡ ἐνοχὴ γίνεται λυτρωτικὴ γιὰ νὰ συναισθανθεῖ τὸ λάθος του, νὰ κλάψει βαθιὰ μέσα του καὶ νὰ ὁμολογήσει μὲ τὴν καρδιὰ του ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν Πνευματικό του τὴν ἁμαρτία του. Ἀποδέχεται τὸ λάθος του καὶ παίρνει ταπεινὰ τὸν δρόμο τῆς μετανοίας ξεπερνώντας ὅλους τους φόβους του, τὶς ντροπὲς καὶ τὸν λογισμὸ τῆς ἀπελπισίας.

  • !

    Ὁ διάβολος δὲν χαίρεται τόσο μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου ὅσο μὲ τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν φοβᾶται τόσο τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μία φούσκα φαρισαϊκῆς ἐπίδειξης, ὅσο τὴν ταπείνωσή του καὶ τὴν μετάνοιά του.

  • !

    Ὑπάρχουν πνευματικοὶ σήμερα ποὺ περνοῦν τὴν γραμμὴ στοὺς χριστιανοὺς ὅτι μετὰ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία πρέπει νὰ πληρώσουν γιὰ τὰ λάθη μὲ τὰ ἐπιτίμια. Δίνουν τὴν αἴσθηση ὅτι τὰ ἐπιτίμια εἶναι οἱ ἐξιλεωτικὲς τιμωρίες καὶ ὄχι ἡ ἄσκηση καὶ ἡ παιδαγωγία γιὰ τὴν γνήσια μετάνοια καὶ σταθερότητα στὴν πίστη. Ὅλος αὐτὸς ὁ νομικίστικος τρόπος ποὺ κυκλοφορεῖ ἔχει ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει καταντήσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη σὰν μία θρησκεία μὲ τὰ συνταγολόγιά της καὶ τὰ τιμωρητικὰ φάρμακα.

  • !

    Πλησιάζει στὸν Θεὸ ὅπως τὸ παιδὶ στὸν πατέρα του καὶ ζητᾶ συγγνώμη μὲ μία οἰκεία σχέση ἀγάπης. Ὁμολογεῖ καὶ παίρνει τὴν χαρά. Δὲν ἔχει κάτι ἄλλο νὰ δώσει καὶ νὰ πληρώσει. Μόνο τὴν μετάνοιά του κατέχει καὶ αὐτὴν μόνον καταθέτει. Αὐτὴ ἡ ζωὴ τῆς μετανοίας του φέρει τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὴν οἰκεία σχέση. Δὲν χρειάζεται νὰ πληρώσει, διότι τὰ ἔχει πληρώσει στὸ διηνεκὲς ὁ Χριστὸς μὲ τὸ Αἷμα Του στὸν Σταυρό. Ὅπως ἕνα παιδὶ ποὺ πάει στὴν τράπεζα γιὰ νὰ πληρώσει τὸ χρέος του καὶ τοῦ λένε πὼς τὸ πλήρωσε ὁ πατέρας του, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὸν κάθε ἁμαρτωλὸ μετανοοῦντα. Τὰ ἔχει πληρώσει ὅλα ὁ Χριστός. Τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι ἡ ὁμολογία καὶ τὰ δάκρυά του καὶ ὁ πόθος του γιὰ τὴν νέα ζωή. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ρυθμίζει ὁ Κύριος.

  • !

    Ὁ σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς δὲν εἶναι νὰ μὴν ἁμαρτήσει ποτὲ κανείς, ἀλλὰ ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἑνώνει εἶναι ἕνα τρίπτυχο, ἡ μετάνοια, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συνεχὴς Θεία Κοινωνία. Δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὶς ἁμαρτίες μας μὲ μία ἁμαρτωλοφοβία καὶ εὐσεβιστικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ γίνουμε καλύτεροι χριστιανοὶ μὲ τὶς καθὼς πρέπει ἀρετές. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὴν γῆ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα καλοκομεῖο οὔτε ἀνθρώπους μὲ φαρισαϊκὴ πεποίθηση τῶν ἔργων τους, ἀλλὰ νὰ κάνει ἐν μετανοία χριστιανοὺς ποὺ παλεύουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του, νὰ κάνει Ἐκκλησία μετανοούντων καὶ ὁμολογούντων τὸ ὄνομά Του. Κάθε καλὸ ποὺ συμβαίνει μέσα μᾶς εἶναι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τὸ κακὸ ποὺ ἔχουμε εἶναι ὅλο δικό μας. Ὁ χριστιανὸς δὲν καταγίνεται μὲ μία καταναγκαστικὴ καθημερινὴ φοβία πῶς νὰ κάνει τὸ καλὸ σήμερα καὶ πῶς νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο ἐσωτερικὸ κάτεργο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔγνοια καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν προσπάθεια. Ὄχι, ἡ καθημερινή του χαρὰ τῆς ζωῆς εἶναι πῶς νὰ ἀγαπᾶ πιότερο τὸν Θεό. Ἐξασκεῖ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μελετᾶ, κοινωνεῖ συνεχῶς καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ γλυκιὰ ἀγάπη μὲ τὸν Θεὸ φέρει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν ἀπόρριψη τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φέρνουν τοὺς καρπούς Του, τὶς ἀρετές, καὶ γίνεται καρδιὰ Θεοῦ καὶ πλήρης ἀρετῶν.

  • !

    Μὲ τὴν συνεχῆ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν Θεία Κοινωνία ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γίνεται ἡ οἰκία του καὶ παράλληλα καὶ ὁ μεγάλος ἔνοικος. Κατοικεῖ ὁ Θεὸς μέσα του καὶ κατοικεῖ ὁ πιστὸς μέσα στὸν Χριστό. Εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶπε o ἴδιος ὁ Κύριος, ‘’ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, καγῶ ἐν αὐτῷ’’. Ὅταν ὁ Κύριος ζεῖ μέσα στὸν πιστὸ τότε γίνεται ἡ κεφαλή του καὶ τὸν κατευθύνει καὶ τὸν διαφυλάγει καὶ τὸν ἐπαναφέρει στὴν τάξη του καὶ τὸν περιθάλπει ὅταν εἶναι πεσμένος καὶ τὸν εὐλογεῖ σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα. Μόνιμα βλέπει τὸν ἕτερο νόμο νὰ τὸν παρασύρει καὶ νὰ τὸν σπρώχνει στὴν ἁμαρτία.

  • !

    Δὲν ἀρκεῖ ποὺ ἐξομολογεῖται κανεὶς καὶ ἔχει τὸν γέροντά του νὰ τὸν κατευθύνει. Ὅλο αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει μία μεγάλη ἀπάτη καὶ μία ἀρρωστημένη προσκόλληση προσώπων καὶ μία ἐπανάπαυση ψυχολογικὴ τῶν ἀνασφαλειῶν. Ἡ συνεχὴς Θεία Κοινωνία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐξαγιάζει ὅλο τὸν ἀγώνα καὶ ἀσφαλίζει ὅλα τὰ ἄλλα Μυστήρια. Μεγάλη εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ποὺ τὴν βλέπουμε νὰ ἀποτυπώνεται στὰ γραπτά του Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα. Ὁ πιστὸς ποὺ θὰ μάθει νὰ ζεῖ συνεχῶς στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἔχει βρεῖ τὴν ζωὴ τὴν ἀληθινή. Ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι δὲν σώζουμε τὸν διπλανό μας μὲ τὰ λόγιά μας καὶ τοὺς γεροντισμούς μας, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ κατοικεῖ μέσα μας, σώζει, ‘καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας’’.

  • !

    Μπροστὰ μας στέκονται δύο καταστάσεις τῆς καρδιᾶς μας, ἐνοχὴ καὶ ἐνοχικότητα. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν ἁμαρτία τραντάζεται ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ κι ἀπὸ τὴν λύπη τῶν λαθῶν του καὶ αὐτὸ τὸν ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια καὶ στὴν λύτρωση. Ἡ ἐνοχικότητα ὅμως καὶ οἱ τύψεις εἶναι ἕνα σύμπτωμα ἐγωιστικὸ καὶ ἔργο διαβόλου. Μ’ αὐτὸ ὀχυρώνεται σκληρὰ πίσω ἀπὸ μία ὡραιοπαθῆ ἀθλιότητα, σὲ μία μιζέρια τοῦ ἑαυτοῦ του ποὺ μόνιμα κλαίγεται μὲ φόβους γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἀπομονώνεται. Τρομάζει καὶ διστάζει νὰ σκύψει καὶ νὰ δεῖ βαθιὰ τὴν ἄβυσσο τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἁμαρτία του. Δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει κάνει λάθος, κι ἂν τὸ δεχτεῖ θέλει αὐτοτιμωρητικὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ καὶ νὰ αὐτοδικαιωθεῖ. Μπροστά του εἶναι στημένο τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του ποὺ λατρεύει. Ἔτσι ἀπομονώνεται κι ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ Τὸν βλέπει ἐνοχικὰ καὶ ποὺ πρόκειται νὰ τὸν τιμωρήσει. Ποτὲ του δὲν γνώρισε τί σημαίνει ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ἔχει ταπείνωση κανεὶς γιὰ νὰ τὴν γνωρίσει. Καὶ στοὺς ταπεινοὺς δίνεται χάρη. Ἔτσι ζεῖ σὲ μία παράκρουση ψυχικὴ ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν κατάθλιψη καὶ στὴν ψυχικὴ ἀπορρύθμιση. Εἶναι βέβαιο ὅτι κινεῖται μὲ ἐγωισμὸ καὶ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὴν χαρὰ τῆς λύτρωσης ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς ταπεινούς.

  • !

    Ὁ φόβος Θεοῦ εἶναι ἕνα βίωμα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ ἀπαραίτητη ἐσωτερικὴ αἴσθηση καὶ τὸ ἔνδυμα ποὺ φορᾶ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ γιὰ νὰ πλησιάσει στὴν Θεία κοινωνία. Ὅμως ὅταν λέμε φόβος Θεοῦ δὲν ἐννοοῦμε τὸν ψυχολογικὴ κατάσταση τοῦ παιδιοῦ ποὺ τρέμει καὶ φοβᾶται περιμένοντας ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ φάει τὸ ξύλο, ἐπειδὴ ἔκαμε μία ζημιά. Ἡ πνευματικὴ καὶ πατερικὴ διάσταση τοῦ ὄρου σημαίνει μόνο τὴν μετάνοια καὶ τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Εἶναι ἡ βαθειὰ ταπείνωση καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἐλαχιστότητας μπροστὰ στὸ Θεῖο. Ὁ φόβος αὐτὸς ἐνέχει μὲν τὴν διάσταση τῆς φυγῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητα, ἀλλὰ ἐμπεριέχει καὶ τὸν βαθὺ πόθο γιὰ νὰ πλησιάσει μὲ πόθο τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ σπρώχνεται νὰ φύγει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη θέλγεται νὰ πλησιάσει. Εἶναι σὰν τὸν ἀπ. Πέτρο πού, ἐνῶ θελγόταν νὰ ἀνταμώσει τὸν Κύριο, ὅταν μπῆκε στὸ πλοιάριό του ἔνιωσε φόβο Θεοῦ καὶ τοῦ εἶπε ‘’Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἰμί, Κύριε·’’.

  • !

    Ἡ ἀγάπη βγάζει ἔξω τὸν φόβο. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ δὲν ἀφήνει τὴν λύπη τῶν ἁμαρτιῶν του νὰ τὸν κρατᾶ σὲ μία ἐνοχικότητα καὶ νὰ τὸν ἀπελπίζει. Ζεῖ τὴν μετάνοιά του τὴν καθημερινή. Πεθαίνει ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ ἀνασταίνεται μὲ τὴν μετάνοιά του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν συνέχει καὶ τοῦ δίνει τὴν χαρὰ τῆς λύτρωσης. Ἡ σχέση του εἶναι σχέση παιδιοῦ μὲ πατέρα. Τὸ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸν καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Μπροστά του στέκονται τὰ πρόσωπα τοῦ ληστῆ καὶ τοῦ Πέτρου καὶ τῆς πόρνης ποὺ μὲ τὴν μετάνοιά τους κέρδισαν τὸν Παράδεισο. Ἐκεῖ ζωγραφίζεται ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν οὐράνια πολιτεία.

Ἐνοχὴ ἢ ἐνοχικότητα;

 

‘’Χριστὸς ἠμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμουγενόμενος ὑπὲρ ἠμῶν κατάρα’’

Πόση δύναμη ἄραγε ἔχει μέσα μας ἡ ἁμαρτία; Καὶ πόσο ὁ φόβος της συγκλονίζει τὴν ψυχή μας; Καὶ ἄραγε πῶς μπορεῖ νὰ λυτρωθεῖ κανεὶς ἀπ’ αὐτήν; Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ πληρώσει γιὰ τὰ λάθη του πού τόσο μεγάλα ἀκουμποῦν πάνω του; Καὶ ποιὸς πληρώνει γιὰ τὴν τιμωρία καὶ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ λογαριασμοῦ;

Εἶναι μία σειρὰ ἐρωτήσεων ποὺ ἔρχονται σκληρὰ νὰ μποῦν μέσα στὸν νοῦ μετὰ ἀπὸ μία μικρὴ καὶ μία πιὸ μεγάλη ἁμαρτία. Ὁ Θεὸς φύτεψε μὲ πολλὴ συμπάθεια μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕναν μηχανισμὸ ποὺ ὀνομάζεται ‘’ἡ κατὰ Θεὸν λύπη’’. Ὁ μηχανισμὸς αὐτὸς εἶναι λυτρωτικὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ἁμαρτάνει, ἀμέσως ἀρχίζει ἡ διαδικασία τῆς λύπης, ὥστε ὅπως τὸ σκουλήκι γεννιέται ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τὸ κατατρώει τὸ ἴδιο, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἡ λύπη γεννιέται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ κατατρώγει τὴν μάνα του. Πῶς ὅμως ἐπιτελεῖται αὐτὴ ἡ διαδικασία τῆς λύπης; Ἡ λύπη φέρνει τὴν ἔντονη ἐνοχὴ καὶ τὴν διάθεση γιὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ λάθος. Τότε μέσα στὸν ἄνθρωπο ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ ἀγωγή του καὶ τὸν φαρισαϊκὸ ἐγωισμὸ ποὺ διαθέτει ξεκινοῦν δύο δρόμοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀληθινῆς μετανοίας καὶ ὁ δεύτερος δρόμος ποὺ ἔχει τὴν τριπλῆ του ἔκφραση, τὴν ἀπελπισία, τὴν αὐτοτιμωρία καὶ τὴν ἀναισχυντία. Στὸν πρῶτο αὐτὸ δρόμο ἡ ἐνοχὴ γίνεται λυτρωτικὴ γιὰ νὰ συναισθανθεῖ τὸ λάθος του, νὰ κλάψει βαθιὰ μέσα του καὶ νὰ ὁμολογήσει μὲ τὴν καρδιὰ του ἐνώπιόν τοῦ  Θεοῦ καὶ στὸν Πνευματικό του τὴν ἁμαρτία του. Ἀποδέχεται τὸ λάθος του καὶ παίρνει ταπεινὰ τὸν δρόμο τῆς μετανοίας ξεπερνώντας ὅλους τους φόβους του, τὶς ντροπὲς καὶ τὸν λογισμὸ τῆς ἀπελπισίας.

Αὐτὴ εἶναι ἡ καλὴ λύπη καὶ ἡ λυτρωτικὴ ἐνοχή. Ἀλλὰ αὐτὸ λειτουργεῖ σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει γνώση καὶ γεύση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ μπορεῖ νὰ ἀποθέσει τὴν καρδιὰ του σ’ Αὐτὸν ὡς Λυτρωτῆ. Ὅμως δὲν λειτουργεῖ σ’ ὅλους ἔτσι ἡ λύπη, διότι ἔρχεται ὁ ἐγωισμὸς καὶ φυτεύει στὸν ἄνθρωπο τὶς τύψεις σὰν ἕνα μεγάλο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως. Ὁ Κάιν προτίμησε νὰ στενάζει καὶ νὰ τρέμει ἀπὸ τὶς τύψεις γιὰ τὸ φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ νὰ κινεῖται σὰν ἄδικη κατάρα ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μὲ τὸ κυνηγητὸ τοῦ ἑαυτοῦ του, παρὰ νὰ ἀποδεχτεῖ ἐν μετανοίᾳ τὸ ἁμάρτημά του. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ἀνθρώπων τιμωροῦν τὸν ἑαυτό τους μὲ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, διότι ἔτσι νιώθουν πὼς ἐξιλεώνονται ἀπὸ τὸ λάθος τους. Δὲν μποροῦν νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν πτώση τους, ἀφοῦ αὐτοὶ ἦταν οἱ καλοὶ ἄνθρωποι. Αὐτοκτονοῦν πνευματικὰ μὲ τὴν ἀπελπισία καὶ σέρνουν τὸν ἑαυτό τους στὴν κρεμάλα ὅπως ὁ Ἰούδας. Φοβοῦνται τὸν Θεὸ σὰν τιμωρὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ νιώσουν τὴν ἀγάπη Του. Ὅλο αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπερβολὴ τῆς λύπης, ποὺ τόσο ὕπουλα ὁ διάβολος ἐμβάλλει στὴν καρδιά τους γιὰ νὰ μὴ μετανοήσουν. Ὁ διάβολος δὲν χαίρεται τόσο μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου ὅσο μὲ τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν φοβᾶται τόσο τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μία φούσκα φαρισαϊκῆς ἐπίδειξης,  ὅσο τὴν ταπείνωσή του καὶ τὴν μετάνοιά του. Ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ λύπη τῆς ἐνοχῆς μὲ τὴν ἀπενοχοποίηση διὰ τῆς ἀναισχυντίας. Αὐτοαμνηστεύονται μὲ τὴν σκέψη ὅτι ὅλοι εἶναι στὴν ἴδια κατάσταση καὶ πὼς ἄλλαξαν οἱ καιροὶ γιὰ πρίγκιπες τοῦ πνεύματος. Ἔτσι τὸ ἑπόμενο βῆμα εἶναι καὶ νὰ καυχῶνται γιὰ τὴν ἁμαρτία τους καὶ νὰ καμαρώνουν μὲ τὴν ἀναισχυντία τους.

Ὁ νομικὸς τρόπος συμπεριφορᾶς γιὰ κάθε λάθος ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ πληρώσει μὲ κάποια τιμωρία ἢ τίμημα. Ἔτσι βλέπουμε σὲ ὅλα τὰ δίκαια ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸ ἔγκλημα ἀκολουθεῖ ἡ τιμωρία. Εἶναι σκληρὸς καὶ ἄτεγκτος ὁ νόμος καὶ ἡ ἐξουσία, ‘’ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῆς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονος ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι’’. Μέσα στὴν δυτικὴ σκέψη καὶ ἠθικὴ μόνιμα βλέπει κανεὶς τὸ σχῆμα ὁ κακὸς νὰ τιμωρεῖται καὶ νὰ πληρώνει καὶ ὁ καλὸς νὰ δικαιώνεται. Εἶναι ἕνα ἠθικισμὸς ποὺ ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ καθολικισμοῦ.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀντιμετωπιζόταν καὶ τὸ κάθε παράπτωμα καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ ὅλο τὸ σύνολο τῶν νομικῶν διατάξεων. Ὑπάρχουν πνευματικοὶ σήμερα ποὺ περνοῦν τὴν γραμμὴ στοὺς χριστιανοὺς ὅτι μετὰ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία πρέπει νὰ πληρώσουν γιὰ τὰ λάθη μὲ τὰ ἐπιτίμια. Δίνουν τὴν αἴσθηση ὅτι τὰ ἐπιτίμια εἶναι οἱ ἐξιλεωτικὲς τιμωρίες καὶ ὄχι ἡ ἄσκηση καὶ ἡ παιδαγωγία γιὰ τὴν γνήσια μετάνοια καὶ σταθερότητα στὴν πίστη. Ὅλος αὐτὸς ὁ νομικίστικος τρόπος ποὺ κυκλοφορεῖ ἔχει ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει καταντήσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη σὰν μία θρησκεία μὲ τὰ συνταγολόγιά της καὶ τὰ τιμωρητικὰ φάρμακα. Ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ του ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Οἱ Γαλάτες παρασυρμένοι ἀπὸ τούς Ἰουδαίους ψευδοδιδασκάλους ἀρχίζουν νὰ ἐφαρμόζουν ὅλες τὶς νομικὲς διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καταγίνονται μὲ τοὺς καθαρμοὺς καὶ τὶς νηστεῖες, τὴν περιτομὴ καὶ τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου νομίζοντας πὼς ἡ πιστὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἔργων τοῦ Νόμου φέρνει τὴν κάθαρση καὶ τὴν λύτρωση ἀπὸ τὶς ἐνοχές. Ὁ ἀπόστολος ἐξανίσταται καὶ τοὺς μιλᾶ μὲ σκληρὴ γλώσσα, ‘’Ὢ ἀνόητοι Γαλᾶται, τὶς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι, οἷς κατ’ ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦς Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος;’’. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ὁ Νόμος στὴν Π.Δ. δόθηκε γραπτός, γιὰ νὰ διαβάζεται καὶ νὰ παραμένει ἀναλλοίωτος. Ἔτσι μόνο μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τοὺς σκληροτράχηλους Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὸν παρασυρμὸ καὶ νὰ τοὺς βάλει σὲ μία τάξη καὶ ἑνότητα γιὰ νὰ μὴ χωνευτοῦν μέσα στὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη. Πολλὲς διατάξεις τοῦ Νόμου εἶχαν καθαρὰ ὑγειονομικὴ ὑπόσταση μία ποὺ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ τοὺς κρατᾶ σὲ μία ἄρτια κοινωνικὴ συμπεριφορά, ἐφαρμόζοντας ἕνα εἶδος Κοινωνικῆς Προνοίας. Ὁ Νόμος, ποὺ σὰν μαστίγιο ἀνελέητο ἔπεφτε πάνω τους, μπορεῖ νὰ βοηθοῦσε τοὺς Ἰουδαίους νὰ εἶναι ‘’τὰ καλὰ παιδιά’’, ὅμως στὸ θέμα τῆς ἁμαρτίας δὲν τοὺς λύτρωνε, ἀλλὰ τοὺς ἐπέβαλε ἕναν φόβο καὶ μία μόνιμη ἐνοχικότητα. Αὐτὸ τοὺς βοηθοῦσε πρὸς καιρὸν νὰ ὑποτάσσονται στὸ θεοκρατικὸ κράτος καὶ νὰ ἀντιμετωπίζουν τὴν ἁμαρτία μὲ ἕναν καταναγκασμὸ καὶ πανικὸ μήπως τοὺς τιμωρήσει ὁ Θεός. Ἀλλὰ πῶς νὰ ξεφύγει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅταν εἶναι κολλημένη μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση; Τὸ χειρότερο ὅμως ἦταν πὼς ἔπρεπε νὰ πληρώσουν γιὰ τὰ λάθη τους. Μόνιμα ἡ σπάθη τῶν τιμωριῶν στεκόταν ἀπειλητικὴ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους, ἀλλὰ καὶ μόνιμη ὑπῆρχε ἡ ἐνοχὴ νὰ πληρώσουν μὲ ἔργα τοῦ Νόμου τὸ παράπτωμά τους. Μέσα στὸν Νόμο ὑπῆρχαν τεράστια συνταγολόγια γιὰ τὸ ποιὲς θυσίες καὶ καθαρμοὺς ἔπρεπε νὰ κάνουν γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ λάθη τους. Τὸ ὅλο αὐτὸ νομικὸ πλαίσιο ἦταν μία παιδαγωγία γιὰ νήπια ποὺ μάθαιναν ποιὸ εἶναι τὸ κακὸ καὶ ποιὸ τὸ καλό, σὰν κάτι παρόμοιο ποὺ εἶχε βάλει ὁ Θεὸς στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα μὲ τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ γιὰ νὰ μάθουν ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀγώνα τῆς ὑπακοῆς τους. Ὅμως αὐτὴ ἡ μάθηση δὲν ἦταν λυτρωτική, διότι πιότερο ἄγχος καὶ φόβο ἔβαζε μέσα τους. Ὁ νόμος τοὺς ἔδειχνε τὰ σφάλματά τους, τοὺς δίκαζε καὶ τοὺς  καθιστοῦσε ἔνοχους, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς συγχωρήσει. Μὲ τὶς νομικὲς πράξεις τῶν θυσιῶν καὶ τῶν καθαρμῶν ἔπαιρναν μόνο μία ψεύτικη αὐτοδικαίωση ὅτι κάτι ἔκαναν, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τοὺς ἔφερνε τὴν χαρά, ἀλλὰ μόνο ἕνα καύχημα κούφιο. Ἔνιωθαν πὼς μὲ τοὺς καθαρμοὺς καὶ τὶς θυσίες τῶν ζώων δὲν ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὴν ἐνοχή. Ἕνα μαρτύριο ἐνοχῶν καὶ ἁμαρτωλότητος ζοῦσε μέσα τους. Ὅλες αὐτὲς οἱ θυσίες καὶ οἱ καθαρμοὶ εἶχαν τὸν συμβολικὸ – προφητικό τους χαρακτήρα ὅτι κάποια μέρα ἡ μοναδικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἔφερνε τὴν κάθαρση καὶ τὴν λύτρωση, ὅτι μὲ τὸ Αἷμα Του θὰ πλήρωνε Αὐτὸς στὸ διηνεκὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν μετανοούντων.

Ἡ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας- μετάνοια καὶ Θεία Κοινωνία

Μὲ τὸν ἐρχομὸ του ὁ Κύριος στὴν γῆ κατήργησε τὴν ἁμαρτία. Ὁ Σταυρός Του καὶ τὸ αἷμα Τοῦ πλήρωσε τὸ τίμημα τῶν χρεῶν ὅλης της ἀνθρωπότητος. Πλέον ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει τὴν δύναμή της πάνω στὸν ἄνθρωπο. Τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ πατᾶ ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ κανεὶς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψει σὲ τίποτα. Πλέον ὁ χριστιανὸς δὲν καταγίνεται μὲ τοὺς φόβους τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τὶς ἐνοχές. Ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει καμία ἰσχὺ πάνω του. Ἡ μετάνοιά του καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴν καταργοῦν ἀμέσως. Ὅλη του ἡ ζωὴ δὲν εἶναι μία ἔγνοια πῶς νὰ μὴν ἁμαρτήσει καὶ πῶς νὰ ξεριζώσει τὰ πάθη του, ἀλλὰ πῶς νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεό. Κάθε φορᾶ ποὺ σκοντάφτει στὰ λάθη τοῦ ἀτενίζει στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ τοῦ ζητᾶ συγγνώμη. Νιώθει ἄμεσα τὴν λύτρωση. Ἐπισκέπτεται τὸν πνευματικό του σὲ κάθε δυσκολία καὶ παίρνει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του μὲ τὴν μετάνοια. Ὅσο μεγάλος καὶ νὰ εἶναι ὁ παρασυρμὸς καὶ νὰ ὁμοιάζει μὲ τεράστιο κάρβουνο ἀναμμένο, τὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ δύναται νὰ τὸ σβήσει. Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ ἡ ὁμολογία σβήνουν καὶ τὴν πιὸ μεγάλη πυρκαγιὰ ἁμαρτιῶν. Ἡ συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη καρδιά του, ἡ ὁμολογία του καὶ τὰ δάκρυα τοῦ εἶναι ἡ μόνη δική του θυσία στὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Εἶναι μόνο αὐτὸ ποὺ προσφέρει καὶ τίποτα ἄλλο. Δὲν χρειάζονται ἐξιλεωτικὲς πράξεις καὶ πληρωμὲς γιὰ τὴν συγχώρηση. Πλησιάζει στὸν Θεὸ ὅπως τὸ παιδὶ στὸν πατέρα του καὶ ζητᾶ συγγνώμη μὲ μία οἰκεία σχέση ἀγάπης. Ὁμολογεῖ καὶ παίρνει τὴν χαρά. Δὲν ἔχει κάτι ἄλλο νὰ δώσει καὶ νὰ πληρώσει. Μόνο τὴν μετάνοιά του κατέχει καὶ αὐτὴν μόνον καταθέτει. Αὐτὴ ἡ ζωὴ τῆς μετανοίας του φέρει τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὴν οἰκεία σχέση. Δὲν χρειάζεται νὰ πληρώσει, διότι τὰ ἔχει πληρώσει στὸ διηνεκὲς ὁ Χριστὸς μὲ τὸ Αἷμα Του στὸν Σταυρό. Ὅπως ἕνα παιδὶ ποὺ πάει στὴν τράπεζα γιὰ νὰ πληρώσει τὸ χρέος του καὶ τοῦ λένε πὼς τὸ πλήρωσε ὁ πατέρας του, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὸν κάθε ἁμαρτωλὸ μετανοοῦντα. Τὰ ἔχει πληρώσει ὅλα ὁ Χριστός. Τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι ἡ ὁμολογία καὶ τὰ δάκρυά του καὶ ὁ πόθος του γιὰ τὴν νέα ζωή. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ρυθμίζει ὁ Κύριος.

Στὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ κουβαλᾶ ὁ ἄνθρωπος ποτὲ τοῦ δὲν θὰ μπορέσει νὰ γίνει τέλειος. Πάντα θὰ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν πτώση του. Ὁ σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς δὲν εἶναι νὰ μὴν ἁμαρτήσει ποτὲ κανείς, ἀλλὰ ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἑνώνει εἶναι ἕνα τρίπτυχο, ἡ μετάνοια, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συνεχὴς Θεία Κοινωνία. Δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὶς ἁμαρτίες μας μὲ μία ἁμαρτωλοφοβία καὶ εὐσεβιστικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ γίνουμε καλύτεροι χριστιανοὶ μὲ τὶς καθὼς πρέπει ἀρετές. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὴν γῆ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα καλοκομεῖο οὔτε ἀνθρώπους μὲ φαρισαϊκὴ πεποίθηση τῶν ἔργων τους, ἀλλὰ νὰ κάνει ἐν μετανοία χριστιανοὺς ποὺ παλεύουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του, νὰ κάνει Ἐκκλησία μετανοούντων καὶ ὁμολογούντων τὸ ὄνομά Του. Κάθε καλὸ ποὺ συμβαίνει μέσα μᾶς εἶναι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τὸ κακὸ ποὺ ἔχουμε εἶναι ὅλο δικό μας. Ὁ χριστιανὸς δὲν καταγίνεται μὲ μία καταναγκαστικὴ καθημερινὴ φοβία πῶς νὰ κάνει τὸ καλὸ σήμερα καὶ πῶς νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο ἐσωτερικὸ κάτεργο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔγνοια καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν προσπάθεια. Ὄχι, ἡ καθημερινή του χαρὰ τῆς ζωῆς εἶναι πῶς νὰ ἀγαπᾶ πιότερο τὸν Θεό. Ἐξασκεῖ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μελετᾶ, κοινωνεῖ συνεχῶς καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ γλυκιὰ ἀγάπη μὲ τὸν Θεὸ φέρει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν ἀπόρριψη τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φέρνουν τοὺς καρπούς Του, τὶς ἀρετές, καὶ γίνεται καρδιὰ Θεοῦ καὶ πλήρης ἀρετῶν. Ὁ Ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἔλεγε ‘’κρεῖσσον ἐν τῇ μνήμῃ τῶν ἀρετῶν ὑποκλέπτειν τὰ πάθη ἢ τῇ ἀντιστάσει’’. Ὁ θεϊκὸς ἔρωτας εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἀκυρώσει τὰ πάθη παρὰ ἡ συνεχὴς ἐνασχόληση μ’ αὐτὰ γιὰ νὰ τοὺς ἀντισταθεῖ καὶ νὰ τὰ ἀποβάλει. Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ τότε σὰν τὸν ἥλιο ποὺ καίει τὰ ἀγριόχορτα, ἔτσι μαραίνονται μέσα του οἱ ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ νὰ ἀσχολεῖται συνεχῶς μὲ τοὺς φόβους τοῦ μὴ τυχὸν ἁμαρτήσει καὶ μὲ τὶς ἐνοχὲς του ἐπειδὴ ἁμάρτησε τοῦ δημιουργεῖ μία νευρωτικότητα καὶ μία φοβία, τὴν ἀρρωστημένη ἐνοχικότητα. Τὸ δένδρο τῆς ἁμαρτίας δὲν ξεριζώνεται μὲ τὰ χέρια μας ἀλλὰ μαραίνεται καὶ πέφτει ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας στὸν Θεό.

Μὲ τὴν συνεχῆ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν Θεία Κοινωνία ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γίνεται ἡ οἰκία του καὶ παράλληλα καὶ ὁ μεγάλος ἔνοικος. Κατοικεῖ ὁ Θεὸς μέσα του καὶ κατοικεῖ ὁ πιστὸς μέσα στὸν Χριστό. Εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶπε o ἴδιος ὁ Κύριος, ‘’ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, καγῶ ἐν αὐτῷ’’. Ὅταν ὁ Κύριος ζεῖ μέσα στὸν πιστὸ τότε γίνεται ἡ κεφαλή του καὶ τὸν κατευθύνει καὶ τὸν διαφυλάγει καὶ τὸν ἐπαναφέρει στὴν τάξη του καὶ τὸν περιθάλπει ὅταν εἶναι πεσμένος καὶ τὸν εὐλογεῖ σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα. Μόνιμα βλέπει τὸν ἕτερο νόμο νὰ τὸν παρασύρει καὶ νὰ τὸν σπρώχνει στὴν ἁμαρτία. Πῶς μόνος του νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὸν παρασυρμὸ καὶ τὴν πτώση; Μὲ τὴν συνεχῆ μετοχή του στὸ Μυστήριο τὸ ὀστράκινο σκεῦος του μέρα τὴν ἡμέρα ἀναπλάθεται ἀπὸ τὴν μείξη καὶ τὴν ἀνακράση μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ φτάνει στὴν ἀπάθεια. Γίνεται νοῦς Χριστοῦ καὶ σῶμα Χριστοῦ καὶ καρδιὰ Χριστοῦ… καὶ ἡ Ζωὴ Του γίνεται ζωή του. Εἶναι ὁ μόνος δρόμος λύτρωσης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ἀρκεῖ ποὺ ἐξομολογεῖται κανεὶς καὶ ἔχει τὸν γέροντά του νὰ τὸν κατευθύνει. Ὅλο αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει μία μεγάλη ἀπάτη καὶ μία ἀρρωστημένη προσκόλληση προσώπων καὶ μία ἐπανάπαυση ψυχολογικὴ τῶν ἀνασφαλειῶν. Ἡ συνεχὴς Θεία Κοινωνία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐξαγιάζει ὅλο τὸν ἀγώνα καὶ ἀσφαλίζει ὅλα τὰ ἄλλα Μυστήρια. Μεγάλη εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ποὺ τὴν βλέπουμε νὰ ἀποτυπώνεται στὰ γραπτά του Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα. Ὁ πιστὸς ποὺ θὰ μάθει νὰ ζεῖ συνεχῶς στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἔχει βρεῖ τὴν ζωὴ τὴν ἀληθινή. Ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι δὲν σώζουμε τὸν διπλανό μας μὲ τὰ λόγιά μας καὶ τοὺς γεροντισμούς μας, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ κατοικεῖ μέσα μας, σώζει, ‘καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας’’.

Καὶ ἕνας πνευματικὸς ποὺ θὰ μάθει τὸ ποίμνιό του νὰ κοινωνεῖ κάθε Κυριακὴ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πόθο Θεοῦ, αὐτὸς ἔκανε τὸ πᾶν. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ μέλη Του, τοὺς πιστούς, ποὺ κάθε Κυριακὴ ἐγκεντρίζονται στὴν Ἄμπελο, τὸν Χριστό, μὲ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ζοῦν ἐν Χριστῷ. Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν εἶναι μία σύναξη μόνο προσευχομένων ἀνθρώπων, ἀλλὰ κυρίως μία σύναξη τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ μέσα τοὺς τρέχει τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ζοῦν καὶ τρέφονται στὸ ἴδιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. ‘’Θεοῦ τὸ Σῶμα καὶ θεοὶ μὲ καὶ τρέφει’’. Ἕνα Σῶμα εἶναι ὅλοι οἱ πιστοὶ κοινωνοῦντες τῆς θεανθρώπινης φύσεώς Του.

Ὁ Θεὸς κτίζει τὶς ἀρετὲς στὴν ὕπαρξή μας ὅταν μέσα μᾶς κατοικεῖ ὁ Χριστός. Ἐμεῖς τὸ μόνο ποὺ δίνουμε εἶναι ἡ ἄσκησή μας, ὁ πόθος, ἡ μετάνοια καὶ ἡ συνεχὴς Θεία Κοινωνία. Ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ στέκεται προκλητικὰ δίπλα μας. Ὁ στόχος μας στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἡ μόνιμη ἔγνοια καὶ ὁ φόβος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συνεχὴς κοινωνία μαζί Του. Ὅποτε πέφτουμε μετανοοῦμε καὶ τὰ ἀφήνουμε πίσω μας καὶ συνεχίζουμε τὸν δρόμο μας, διότι ἕνας εἶναι ὁ στόχος, ‘’τὸ βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως’’. ‘’ἓν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ’’. Μέσα στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ δουλεύει ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἐνοχικότητα

Μπροστὰ μας στέκονται δύο καταστάσεις τῆς καρδιᾶς μας, ἐνοχὴ καὶ ἐνοχικότητα. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν ἁμαρτία τραντάζεται ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ κι ἀπὸ τὴν λύπη τῶν λαθῶν του καὶ αὐτὸ τὸν ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια καὶ στὴν λύτρωση. Ἡ ἐνοχικότητα ὅμως καὶ οἱ τύψεις εἶναι ἕνα σύμπτωμα ἐγωιστικὸ καὶ ἔργο διαβόλου. Μ’ αὐτὸ ὀχυρώνεται σκληρὰ πίσω ἀπὸ μία ὡραιοπαθῆ ἀθλιότητα, σὲ μία μιζέρια τοῦ ἑαυτοῦ του ποὺ μόνιμα κλαίγεται μὲ φόβους γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἀπομονώνεται. Τρομάζει καὶ διστάζει νὰ σκύψει καὶ νὰ δεῖ βαθιὰ τὴν ἄβυσσο τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἁμαρτία του. Δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει κάνει λάθος, κι ἂν τὸ δεχτεῖ θέλει αὐτοτιμωρητικὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ καὶ νὰ αὐτοδικαιωθεῖ. Μπροστά του εἶναι στημένο τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του ποὺ λατρεύει. Ἔτσι ἀπομονώνεται κι ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ Τὸν βλέπει ἐνοχικὰ καὶ ποὺ πρόκειται νὰ τὸν τιμωρήσει. Ποτὲ του δὲν γνώρισε τί σημαίνει ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ἔχει ταπείνωση κανεὶς γιὰ νὰ τὴν γνωρίσει. Καὶ στοὺς ταπεινοὺς δίνεται χάρη. Ἔτσι ζεῖ σὲ μία παράκρουση ψυχικὴ ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν κατάθλιψη καὶ στὴν ψυχικὴ ἀπορρύθμιση. Εἶναι βέβαιο ὅτι κινεῖται μὲ ἐγωισμὸ καὶ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὴν χαρὰ τῆς λύτρωσης ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς ταπεινούς.

Μόνιμα στὸ χῶρο τῶν χριστιανῶν βλέπει κανεὶς τὸ ἐγωιστικὸ σύμπτωμα τῆς ἐνοχικότητας νὰ ἐμφανίζεται. Ρώτησε κάποιος πνευματικὸς ἕνα ἀνδρόγυνο γιατί δὲν κοινώνησαν τὴν Κυριακὴ καὶ πῆρε τὴν ἀπάντηση ὅτι τιμώρησαν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἐπειδὴ ἦταν μαλωμένοι. Ἐν πρώτοις αὐτὸ φαίνεται σὰν εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ στὸ Ἱερὸ Μυστήριο. Ὅμως πίσω ἀπ’ αὐτὸ βλέπει κανεὶς ἕναν τεράστιο ἐγωισμὸ νὰ φυτρώνει ἐξ ἀριστερῶν μὲ κύριο στόχο τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. Μὲ μία φαινομενικὴ εὐλάβεια, τὴν ἐγωιστικὴ  ψευτοευλάβεια, ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἀναγεννιοῦνται καὶ οὔτε ἀναβαπτίζονται στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πνίγονται στὴν ἐγωιστική τους ἀθλιότητα. Ὁ πνευματικός τούς ἀποκάλυψε τὴν παγίδα τοῦ διαβόλου ποὺ ζοῦσαν μὲ τὸ προκάλυμμα τῆς εὐλάβειας.  Καὶ ἂν μάλωσαν σὰν ἀντρόγυνο εἶναι μία πράξη συμβαίνουσα καὶ πρέπει νὰ τὴν ἀποδεχτοῦν. Ὁ Θεὸς δὲν τοὺς μετρὰ ἀπὸ τὸ λάθος, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μετάνοιά τους. Θὰ μποροῦσαν νὰ συγχωρεθοῦν καὶ μὲ ἀγάπη νὰ προσέλθουν στὸ μυστήριο. Ἔπειτα τιμώρησαν τὸν ἑαυτὸ τοὺς χωρὶς νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα. Ἔπρεπε νὰ ρωτήσουν τὸν πνευματικό τους. Προτίμησαν νὰ κοιμηθοῦν χώρια χωρὶς νὰ μιλιοῦνται μὲ μία κακία ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Τὸ τραγικότερο ἦταν ποὺ ξημέρωνε Κυριακὴ καὶ δὲν εἶχαν τὴν δύναμη νὰ ταπεινωθεῖ κανένας ἀπὸ τοὺς δύο, γιὰ νὰ ὑπάρξει συγχώρηση. Ἔτσι μὲ τὴν ‘’εὐλάβειά’’ τους αὐτὴ συγκάλυπταν τὸν ἐγωισμό τους καὶ τὴν ἀδυναμία τους γιὰ συγχώρηση.

Ὁμοίως καὶ κάποιος ἄλλος ἔλεγε πὼς δὲν κοινώνησε ἐπειδὴ ἔφαγε ἀρτυμένο φαγητὸ τὴν Παρασκευή. Καὶ τὸν ρώτησε ὁ Ἱερέας γιατί προτίμησε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ δὲν ἔσκυψε ταπεινὰ νὰ κλάψει καὶ νὰ μετανοήσει γι’ αὐτὴν τὴν πνευματική του νωχέλεια. Θὰ ἦταν σωτήρια ἡ ἐν δάκρυσι μετάνοιά του, διότι θὰ πρόσεχε γιὰ κάθε ἄλλη φορᾶ. Τώρα ποὺ αὐτοτιμωρήθηκε μὲ τὸν πιὸ ἐγωιστικὸ τρόπο θὰ μάθει πολὺ εὔκολα νὰ τὸ κάνει μόνιμα καὶ νὰ ἔχει ἥσυχη τὴν συνείδησή του τιμωρώντας τὸν ἑαυτό του. Ὅμως δὲν λογάριασε ποτὲ τὴν μεγάλη του ἁμαρτία ποὺ ἐπιτέλεσε, τὴν ψευτοευλάβειά του καὶ τὴν περιφρόνηση τῆς Θυσίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ τελεῖται κάθε Κυριακὴ καὶ καλοῦνται πάντες μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πόθο Θεοῦ νὰ κοινωνήσουν. Ἂν εἶχε πόθο κοινωνίας τοῦ Θεοῦ θὰ ἔκανε τὸν πᾶν γιὰ νὰ μὴν ἔμενε ἔξω του Νυμφῶνος τὴν Κυριακὴ ἐκείνη. Καὶ πόσο ἐγωιστικὰ φέρθηκε;

Παρόμοια ἦταν καὶ ἡ περίπτωση μίας ψυχῆς ποὺ ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ Ἅγια Μυστήρια γιὰ τὶς ἐκτρώσεις ποὺ εἶχε κάνει. Ζοῦσε τὴν παγίδα τῆς ἐνοχικότητας καὶ τῆς ἀπελπισίας καὶ τοῦ φόβου γιὰ νὰ ἀνταμώσει τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Ἐνίωθε ἀνάξια νὰ πλησιάσει στὰ Ἅγια Μυστήρια. Καὶ ἐδῶ ὁ πνευματικὸς ἔπρεπε νὰ τὴν ἐλευθερώσει καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸν Πατέρα Θεὸ καὶ στὴν ἀγκάλη τῆς ἀγάπης Του. Δὲν ἔπρεπε νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὶς νομικίστικες ἐρωτήσεις τοῦ τύπου, πόσα χρόνια πέρασαν καὶ πόσες ἔγιναν καὶ γιατί ἔγιναν καὶ νὰ κάνει μορφασμοὺς καὶ νὰ τὴν μαλώνει ἢ καὶ νὰ τὶς ἐπιβάλλει κανόνα ἀποχῆς ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία μὲ ἕναν σκληρὸ καὶ ἀνελέητο τρόπο. Ὁ ἀποτροπιασμὸς καὶ ἡ σκληρὴ κρίση ἐνώπιον τοῦ μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ φέρουν χειρότερη τὴν ψυχικὴ διάλυσή του καὶ τὴν ἀπελπισία. Ὅλα αὐτὰ ἐπιδεινώνουν τὴν ἐνοχικότητα καὶ ποτὲ του ὁ μετανοῶν δὲν θὰ γνωρίσει τί σημαίνει νὰ σ’ ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς καὶ νὰ σὲ συγχωρεῖ χωρὶς ἀντάλλαγμα. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴν τὴν συγχωρεῖ ὁ Χριστός. Μὰ γι’ αὐτὸ ἀνέβηκε στὸν Σταυρό. Καὶ τὸ αἷμα Τοῦ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.

Ἡ ἔννοια τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ

Ὁ φόβος Θεοῦ εἶναι ἕνα βίωμα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ ἀπαραίτητη ἐσωτερικὴ αἴσθηση καὶ τὸ ἔνδυμα ποὺ φορᾶ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ γιὰ νὰ πλησιάσει στὴν Θεία κοινωνία. Ὅμως ὅταν λέμε φόβος Θεοῦ δὲν ἐννοοῦμε τὸν ψυχολογικὴ κατάσταση τοῦ παιδιοῦ ποὺ τρέμει καὶ φοβᾶται περιμένοντας ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ φάει τὸ ξύλο, ἐπειδὴ ἔκαμε μία ζημιά. Ἡ πνευματικὴ καὶ πατερικὴ διάσταση τοῦ ὄρου σημαίνει μόνο τὴν μετάνοια καὶ τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Εἶναι ἡ βαθειὰ ταπείνωση καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἐλαχιστότητας μπροστὰ στὸ Θεῖο. Ὁ φόβος αὐτὸς ἐνέχει μὲν τὴν διάσταση τῆς φυγῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητα, ἀλλὰ ἐμπεριέχει καὶ τὸν βαθὺ πόθο γιὰ νὰ πλησιάσει μὲ πόθο τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ σπρώχνεται νὰ φύγει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη θέλγεται νὰ πλησιάσει. Εἶναι σὰν τὸν ἀπ. Πέτρο πού, ἐνῶ θελγόταν νὰ ἀνταμώσει τὸν Κύριο, ὅταν μπῆκε στὸ πλοιάριό του ἔνιωσε φόβο Θεοῦ καὶ τοῦ εἶπε ‘’Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἰμί, Κύριε·’’.

Τὴν διάσταση αὐτὴ τοῦ φόβου τὴν περιγράφει ἄριστα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία εὐχὴ του πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία κοινωνία. ‘’Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι οὐκ εἰμί ἄξιος οὐδὲ ἱκανός, ἴνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθης τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς, διότι ὅλη ἔρημος καὶ καταπεσούσά ἐστι, καὶ οὐκ ἔχεις πὰρ  ἐμοὶ τόπον ἄξιόν τοῦ κλίναι τὴν κεφαλήν. Ἂλλ  ὡς ἐξ ὕψους δὶ  ἠμᾶς ἐταπείνωσας σεαυτόν, συμμετρίασον καὶ νῦν τῇ ταπεινώσει μου. … Οὐ γὰρ ὡς καταφρονῶν προσέρχομαι σοί, Χριστὲ ὁ Θεός, ἀλλ  ὡς θαρρῶν τῇ ἀφάτῳ σου ἀγαθότητι, καὶ ἴνα μή, ἐπὶ πολὺ ἀφιστάμενος τῆς κοινωνίας σου, θηριάλωτος ὑπὸ τοῦ νοητοῦ λύκου γένωμαι…’’. Ἕνα δὲ ἄλλο τροπάριο περιγράφει πολὺ ἔντονα τὴν διάσταση τοῦ πόθου γιὰ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ ποὺ φτάνει νὰ καταργεῖ τὸν φόβο καὶ τὴν φυγή, καὶ μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τρέχει ἔνθεος πρὸς τὴν Θεία Κοινωνία. ‘’Ἔθελξας πόθῳ μέ, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ καταφλεξον πυρὶ ἀΰλω τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοῖ τρυφῆς καταξίωσον, ἴνα τὰς δύο σκιρτῶν μεγαλύνω, Ἀγαθέ, παρουσίας σου’’. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ σκέψη ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ παίρνει τὴν διάσταση τοῦ θείου ἔρωτος ὅπου ὁ πιστὸς τρέχει μέσα ἀπὸ τὰ συντρίμμια τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ τὰ δάκρυά του παλεύει νὰ ἀνυψωθεῖ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ ἀνταμώσει τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης του. Εἶναι μία πάλη τῆς καρδιᾶς ποὺ δὲν τρομάζει μπροστὰ στὶς ἁμαρτίες της καὶ οὔτε ἀπορρίπτει τὸν ἑαυτό της μὲ ἀπελπισία, ἀλλὰ μὲ δάκρυα μετανοεῖ καὶ μὲ πόθο πλησιάζει τὸν Κύριο. Εἶναι μία ὑγιὴς ψυχικὴ διεργασία καὶ ἁγία ταπείνωση. Μέσα ἀπὸ τὶς κοπριὲς τῶν ἁμαρτιῶν του φυτρώνουν λουλούδια θείου ἔρωτος. Ἡ πόρνη ποὺ ἄλειψε μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ γίνεται τὸ παράδειγμα μετανοίας καὶ Θείου ἔρωτος. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος στὴν εὐχή του γιὰ τὴν Θεία μετάληψη διαγράφει πολὺ λυρικὰ τὴν πορεία αὐτὴ τοῦ φόβου ποὺ ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ὁδηγεῖται στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε γιὰ τὴν πόρνη ὅτι ‘’Ἀγάπησε πολὺ διότι τῆς συγχωρέθηκαν πολλά’’. Ἕνα μετανοημένος χριστιανὸς πεσμένος στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ πιότερο, παρὰ ἕνας ζούφιος χριστιανὸς ποὺ δὲν γεύτηκε τὴν πίκρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν χαρὰ τῆς μετανοίας καὶ θαρρετὰ νομίζει πὼς εἶναι ἅγιος.

Ὁ λόγος κινεῖ τὴν πίστη

Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κρατοῦσε τοὺς Ἰσραηλίτες σὲ μία ἐνοχικότητα καὶ ἕναν φόβο τιμωρίας. Ἔτσι ἔμειναν καθαροὶ ἀπὸ τὶς ἐπιμειξίες μὲ τοὺς ἄλλους λαούς, διότι μόνιμα κραδαινόταν ἡ τιμωρητικὴ ράβδος πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους καὶ συνεχῶς ἡ σχέση τους μὲ τὸν Θεὸ ἦταν μία καταναγκαστικὴ καθημερινὴ ἐξόφληση λογαριασμῶν μὲ θυσίες καὶ καθαρμούς. Ἦταν σχέση χρέους καὶ ὄχι ἀγάπης καὶ πίστεως στὸν Θεό. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, ὅπου πολλοὶ χριστιανοὶ κινοῦνται ἀπέναντι στὸν Θεὸ μὲ ἐνοχικότητα καὶ μὲ φοβία, καὶ ἔχουν στὸν νοῦ τους πλασμένο τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ τῆς τιμωρίας. Ἴσως καὶ νὰ βολεύει τὸ σχῆμα αὐτὸ γιατί δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ἀσχοληθοῦν πιὸ βαθιὰ μὲ τὸν Θεό. Ἴσως καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὸ κλίμα αὐτὸ νὰ τὸ καλλιεργοῦν οἱ ἱερεῖς,  ποὺ τοὺς χριστιανοὺς τοὺς κανονίζουν μόνιμα μὲ τοὺς κανόνες καὶ τοῦ στήνουν μπροστὰ στὸ φόβο τῶν κανονιῶν καὶ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία. Δυστυχῶς ποιὸς σήμερα ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς προσπαθεῖ νὰ δώσει τὴν ὄμορφη αὐτὴ πίστη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ποιμένας του καὶ τὸν ἀγαπᾶ πολύ. Μόνιμα ἐπικρέμονται τὰ πρέπει καὶ οἱ τιμωρίες. Ὅλοι θέλουμε τὸν διπλανό μας νὰ εἶναι καὶ νὰ γίνει τέλειος καὶ τὸν φορτώνουμε μὲ κανόνες καὶ ἠθικισμοὺς καὶ μὲ εὐσεβισμοὺς καὶ μὲ δυσβάστακτα φορτία θρησκευτικῶν πράξεων, νομίζοντας πὼς ἔτσι θὰ γίνει καλύτερος πιστός. Αὐτὸ εἶναι ὁ ἄκρατος εὐσεβισμὸς ποὺ στερεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη μὲ τὸν Θεό.

Ἡ πίστη δὲν εἶναι καρπὸς μίας καταναγκαστικῆς σχέσης καὶ προληπτικῆς θρησκευτικότητας καὶ ἑνὸς ἠθικισμοῦ, ἀλλὰ καρπὸς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ρέει πλούσια στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, κινεῖ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μέσα τους. Ἔτσι τὸ λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, πῶς μπορεῖ νὰ πιστέψει κανεὶς ἂν δὲν ἀκούσει καὶ πῶς νὰ ἀκούσει, ἂν δὲν ὑπάρξει ὁ κήρυκας. Καὶ εἶναι εὐλογημένοι καὶ ὡραῖοι ὁ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τὴν εἰρήνη καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν καρδιὰ του πιστεύει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὲ τὸ στόμα του ὁμολογεῖ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ φέρνει τὴν οὐράνια ἀλλοίωση παράλληλα μὲ τὴν ὅλη ἄσκηση καὶ δουλαγωγία τῆς σάρκας.

Ἐρχόμενος ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς κατήργησε τὴν νομικίστικη ἠθικὴ καὶ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔπηξε τὴν Ἐκκλησία Του, ποὺ εἶναι μία οἰκογένεια μεγάλη καὶ ποὺ τὰ μέλη της συνδέονται μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Πατέρα τους μὲ τὴν οἰκειότητα καὶ τὴν χαρὰ τῶν παιδιῶν Του. Κατάργησε τὸν νόμο ποὺ κανονίζει τὶς σχέσεις καὶ τὰ πρέπει σὲ μία κοινωνία ἀγάπης καὶ ἔδωκε τὸν νόμο τῆς ἐλευθερίας.

Τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ δὲν ζοῦν κάτω ἀπὸ μία ἐνοχικότητα καὶ ἕναν φόβο πρὸς τὸν πατέρα τους, ἀλλὰ ὅπως οἰκεία τὸν ἀγαποῦν ἔτσι καὶ ἁπλά τοῦ ζητοῦν τὴν συγχώρηση γιὰ κάθε τοὺς πτώση καὶ λάθος. Καὶ βρίσκουν τὸ ἔλεος διότι γεύτηκαν καὶ γεύονται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθὼς πρῶτος Αὐτὸς μᾶς ἀγάπησε. ‘’ Ἠμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἠμᾶς’’.

Ἐπίλογος

Ἡ ἀγάπη βγάζει ἔξω τὸν φόβο. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ δὲν ἀφήνει τὴν λύπη τῶν ἁμαρτιῶν του νὰ τὸν κρατᾶ σὲ μία ἐνοχικότητα καὶ νὰ τὸν ἀπελπίζει. Ζεῖ τὴν μετάνοιά του τὴν καθημερινή. Πεθαίνει ἀπὸ  τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ ἀνασταίνεται μὲ τὴν μετάνοιά του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν συνέχει καὶ τοῦ δίνει τὴν χαρὰ τῆς λύτρωσης. Ἡ σχέση του εἶναι σχέση παιδιοῦ μὲ πατέρα. Τὸ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸν καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Μπροστά του στέκονται τὰ πρόσωπα τοῦ ληστῆ καὶ τοῦ Πέτρου καὶ τῆς πόρνης ποὺ μὲ τὴν μετάνοιά τους κέρδισαν τὸν Παράδεισο. Ἐκεῖ ζωγραφίζεται ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν οὐράνια πολιτεία.

Πόσο μεγάλο γεγονὸς εἶναι νὰ μάθουμε αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ πόσο μεγάλο εἶναι νὰ μάθουμε ταπεινὰ νὰ μετανοοῦμε… Κι ἂν ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα καθημερινὸ γεγονὸς τῆς πορείας μας, ἑπομένως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἕνα μόνιμο ἔργο Του πρέπει νὰ ἀνταμώνει μὲ τὴν συνεχῆ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ τότε ἔρχεται ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ καὶ συνεχής.