Ἡ εἰκόνα ἐκείνου ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεὸ.
Πόσο ὡραία, πόσο εὐχάριστη, πόσο χαριτωμένη εἶναι ἡ εἰκόνα ἐκείνου ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεὸ ποὺ σώζει, στὸν Θεὸ τῶν οἰκτιρμῶν, τὸν Θεὸ τοῦ ἐλέους, τὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό. Ἀληθινὰ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι πάντα βοηθὸς του καί δὲν φοβᾶται ὅ,τι κακὸ κι ἂν τοῦ προξενήσει ἅνθρωπος. Ἐλπίζει στὸν Κύριο καὶ πράττει τὰ ἀγαθά. Κάθε του ἐλπίδα τὴν ἔχει ἐναποθέσει σ’ Αὐτόν καί σ’ Αὐτὸν ἐξομολογεῖται μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Εἶναι τὸ καύχημὰ του, εἶναι ὁ Θεὸς του καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται μέρα καὶ νύχτα. Τὸ στόμα του ὡραῖο ἀναπὲμπει αἴνους στὸν Θεό, τὰ χείλη του πιὸ γλυκὰ ἀπὸ μέλι καὶ κερὶ σὰν ἀνοίγουν γιὰ νὰ ψάλλουν στὸν Θεὸ, ἡ δὲ γλῶσσα του γεμάτη χάρη κινεῖται πρὸς δοξολογίαν Θεοῦ. Ἡ καρδιά του εἶναι ἕτοιμη νὰ Τὸν ἐπικαλεσθεῖ, ἡ διάνοια του ἕτοιμη νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς Αὐτόν, ἡ ψυχὴ του εἶναι προσηλωμένη στὸν Θεὸ καί «ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου ἀντελάβετο αὐτοῦ». «Ἐν τῷ Κυρίῳ ἐπαινεθήσεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ». Ζητᾶ καὶ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸ, αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἡ καρδιά του. Ζητᾶ καὶ βρίσκει ὅσα ποθεῖ. Κρούει καὶ τοῦ ἀνοίγονται οἱ θύρες τοῦ ἐλέους. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο ἐπαναπαύεται σὲ ἥσυχα νερά. Ὁ δὲ Κύριος τοῦ δίνει πλούσια τὰ ἐλέη του. Ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου κατευθύνει τὴν πορεία του καὶ δάκτυλος Κυρίου τὸν καθοδηγεῖ στοὺς δρόμους του. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο δέν ἀστοχεῖ. Ἡ ἐλπίδα του δὲν πεθαίνει ποτὲ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ προσδοκία του, ἡ ἀκρότατη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του. Πρὸς Αὐτὸν στενάζει ἡ καρδιά του ὅλη τὴν ἡμέρα: «Κύριε μὴν ἀργήσεις, σήκω, κάνε γρήγορα, ἔλα καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν ψυχὴ μου κάθε ἀνάγκη, ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχὴ μου. Θὰ σὲ δοξολογήσω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά Κύριε. Σὲ Σένα θὰ ἀπευθύνεται κάθε λόγος πού θὰ βγαίνει ἀπ’ τὸ στόμα μου». Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εὐλογεῖ τὸν Ὕψιστο, τὸν λυτρωτὴ του καί ἁγιάζει «τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ». Ἐλπίζει καί ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό: «Κύριε πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου;». Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο θὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸν Ὕψιστο, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸ ἁγιαστήριο Του, γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ χαρεῖ τὰ θαυμάσια Του καί ὁ Κύριος θὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ τῆς δέησης του. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο ἀπολαμβάνει ἄκρα εἰρήνη, γαλήνη ἐπικρατεῖ στὴν καρδιά του καί στὴν ψυχὴ του βασιλεύει πλήρης ἁταραξία. Ὅταν ἔχει βοηθὸ του τὸν Θεό ἀπὸ τί να φοβηθεῖ; Ἀπὸ τὶ νὰ δειλιάσει; Ἄν ξεσηκωθεῖ ἐναντίον του πόλεμος, δὲν πτοεῖται γιατὶ ἐλπίζει στὸν Κύριο. Άν τὸν καταδιώξουν πονηροὶ δὲν φοβᾶται, γιατὶ ξέρει ὅτι ὅλα εἶναι ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Κυρίου. Δὲν ἐλπίζει στὸ τόξο του, οὔτε στὴ φαρέτρα του, οὔτε ἐξαρτᾶ τὴ σωτηρία του ἀπὸ τὴ ρομφαία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεὸ του, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῶν ποὺ τὸν πολεμοῦν, ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἀπὸ τὴν καταιγίδα. Εἶναι πεπεισμένος γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου καί «ἐπὶ τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλὸν αὐτοῦ καὶ ὁ Κύριος σώσει αὐτόν». Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο βαδίζει ἤρεμος στὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς του καὶ διανύει τὸν δρόμο αὐτὸ δίχως τὸ ἄγχος τῶν μεριμνῶν. Ἐργάζεται ἀκατάπαυστα τὸ ἀγαθό, τὸ εὐάρεστο καὶ τέλειο, τὰ δὲ ἔργα του, τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός. Σπέρνει εὐλογημένα καὶ λαμβάνει πλούσιους τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του. Ἔχει θάρρος στὸν Κύριο καὶ δὲν παρεκτρέπεται ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ τὸν κυκλώνουν. Στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς δὲν παραιτεῖται, ἀλλὰ ἐλπίζει, διότι ἐκεῖ ποὺ τὰ πράγματα φαίνονται ἀδύνατα, ὁ Θεὸς φανερώνει τὴ διέξοδο. Μέσω τῆς πίστης προσδοκᾶ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς δικαιοσύνης. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο δὲν ἐλπίζει σὲ χρήματα, οὔτε στὸ μέγεθος τῆς δύναμὴς του, ἀλλὰ ἐπαναπαύεται στὴ βοήθεια ποὺ θὰ τοῦ παράσχει ὁ Θεός. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο εἶναι γεμᾶτος πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ζεῖ ἔχοντας θάρρος στὴν ἀγαθὴ του συνείδηση, ἐμφανίζεται μὲ τὴν παρρησία γιοῦ ἀπέναντι στὸν οὐράνιο Πατέρα του καί Τὸν ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία Του στὴ γῆ καί τὸ θέλημα Του νὰ πραγματώνεται στὴ γῆ ὅπως καὶ στὸν οὐρανό. Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εἶναι ἀφοσιωμένος ὁλοκληρωτικά σ’ Ἐκεῖνον καὶ ὑψώνει τὴν καρδιά του στὸν ἀγαθὸ καὶ ἀθάνατο Θεό. Ζητᾶ ἀπ’ Αὐτὸν τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀθανασία στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί ὁ Θεὸς τὸν εἰσακούει. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο!
Ἡ εἰκόνα τῆς ἀπελπισίας.
Ἀπελπισία! Φρικτὸ ἄκουσμα, πλῆρες καταστροφῆς καὶ παντὸς εἴδους κακῶν. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀριθμήσει, ὅλα τὰ δεινὰ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν; Ποιὸς μπορεῖ νὰ εἰκονίσει τὸν χαρακτῆρα της; Εἶναι μαύρη σὰν κόρη τοῦ Ἅδη καί ἀποτρόπαιη σὰν ἐρινύα. Πατέρας της εἶναι ὁ Τάρταρος. Ἀνέβηκε ἀπό τὶς σπηλιὲς τοῦ Ἅδη πάνω στὴ γῆ, γιὰ νὰ βυθίσει τὸν κόσμο στὸν ζοφερὸ Τάρταρο. Γεννήθηκε γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν ὕπαρξη τῶν ἀνθρώπων καί νὰ τοὺς ἐξαφανίσει ἀπὸ προσώπου γῆς. Ὅπου ἀντηχήσει τ’ ὄνομα της, ἐκεῖ ἡ φθορὰ καὶ ἡ καταστροφὴ ἐγκαθιδρύουν τὸ κράτος τους. Ἡ ἐρήμωση καὶ ὁ ἀφανισμὸς ἀκολουθοῦν στὰ ἴχνη της. Δαίμονας ἐκδικητικὸς, διευθύνει τὴν πορεία της καί φρίκη καὶ τρόμος συνοδεύει τὴν ἐμφάνιση της. Ἀπελπισία, τὸ ὄνομὰ σου ἐκφράζει ἄρνηση τῶν πάντων, ἄρνηση τῆς ἐλπίδας, ἄρνηση τοῦ οὐρανοῦ, ἄρνηση τοῦ Δημιουργὸ τοῦ κόσμου, ἡ δὲ ἄρνηση σου, ἐκφράζει τὴν ἀσέβειὰ σου, πρὸς τὸν Θεό. Ἀρνεῖσαι τὴν πρόνοια καὶ τὴν παντοδυναμία Του καί ἀθετεῖς τὴν ὕπαρξη τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτῆ αὐτῶν ποὺ κινδυνεύουν. Ὅπου εἰσέλθεις διώχνεις ἀπ’ ἐκεῖ τὴν ἐλπίδα πάνω στὴν ὁποία θεμελιώθηκε ὁ κόσμος. Τὸ ἔργο σου εἶναι ἡ καταστροφή, ἡ δὲ ἀποστολὴ σου ὁ ἀφανισμός. Ἐσὺ ἀποκαρδιώνεις καὶ τὸν φύσει θαρραλέο καί ἐκφοβίζεις τὸν φύσει γενναῖο. Τὸν ἀνδρεῖο φανερώνεις ὡς δειλό, τὸν τολμηρὸ καθιστᾶς ἄτολμο, ἀποθαρρύνεις τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς καί καταβάλλεις τοὺς γενναίους μαχητὲς ποὺ ἀγωνίζονται ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδας, συνθλίβεις αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται, ποὺ ἀθλοῦνται ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀλήθειας, αὐτοὺς ποὺ μοχθοῦν γιὰ τὸ δίκαιο, τὸ καλό, τὸ ἀγαθὸ καί τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, τοὺς κάνεις δραπέτες καὶ ριψάσπιδες καί τοὺς παραδίδεις ὅλους αἰχμάλωτους στοὺς ἐχθρούς. Βγῆκες μέσα ἀπὸ τὸν Τάρταρο, διότι φθόνησες τὴν εὐτυχία καὶ τὴ μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἔβαλες στόχο τὴ γῆ γιὰ νὰ ἀνακόψεις τὴν πορεία του πρὸς τὴν πρόοδο. Νὰ τὸν κάνεις νὰ ὀπισθοδρομήσει ἐνῶ τρέχει στὸ στὰδιο τοῦ ἀγῶνα του, νὰ ἀνακόψεις τὴν ἐργασία του ὑπὲρ τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς τελειότητας. Ἦρθες γιὰ νὰ δεσμεύσεις τὶς διανοητικὲς καὶ σωματικὲς του δυνάμεις, καθὼς καὶ τὶς ἐνέργειες του καὶ νὰ φέρεις ἔτσι τὴν ἐξάλειψη καὶ τὸν ἀφανισμὸ του, ἦλθες γιὰ ν’ ἁπλώσεις δυστυχία, θλίψεις καὶ στενοχώριες στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες καί νὰ ποτίσεις μὲ ζωηρὰ δάκρυα τὴν ἀνθισμένη γῆ. Κι αὐτὸ γιατὶ ἀπεχθάνεσαι τὴν εὐδαιμονία τῶν ἀνθρώπων καί καταπολεμᾶς τὴ χαρὰ τους. Αὐτὸν ποὺ ἔχει ἤδη γεράσει καί βαδίζει πρὸς τὸ τέρμα τῆς ζωῆς του, τὸ ὄνομὰ σου καὶ μόνο τὸν βαραίνει μὲ σκοτεινὲς σκέψεις. Τὸν νέο ποὺ ἤδη βρίσκεται σὲ πλήρη ζωὴ καὶ δύναμη ποὺ βαδίζει στὴ σταδιοδρομία του, τὸν ἀποθαρρύνεις καὶ τὸν καταβάλλεις, τὶς παρθένες ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τιμιότητα καὶ ἀρετὴ, τὶς ρίχνεις σὲ ἀπελπισία καί τὶς παραδίδεις στὴν ἀκολασία. Καὶ ἐν γένει ἐσὺ τοὺς καταβάλλεις καί τοὺς καταστρέφεις ὅλους. Βάζεις τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν πάσχουν καί στοὺς δυστυχισμένους ὁπλίζεις τὸ χέρι κατὰ τῆς ἴδιας τους τῆς ζωῆς. Ὁδηγεῖς τὴ νεότητα στὴ διαφθορὰ καί καταβάλλεις τὸ σθένος τῶν καρδιῶν. Παραπλανᾶς καὶ πείθεις αὐτὸν ποὺ βρίσκεται σὲ στενοχώρια νὰ παραβεῖ τοὺς Θείους καὶ ἀνθρώπινους νόμους καί νὰ καταλήξει ἔνοχος ἐγκλήματος. Συμβουλεύεις ὅ,τι κακὸ καί διαπράττεις ὅλα τὰ ἐγκλήματα. Ἡ ἐμφάνιση σου συνοδεύεται ἀπὸ πυκνὸ καὶ μαῦρο σκοτάδι ποὺ καλύπτει τὰ πάντα μὲ μαῦρα σύννεφα. Ἐκεῖ ποὺ βρίσκεσαι δὲν εἰσχωρεῖ πουθενὰ ἔστω καὶ ἀμυδρὴ ἀκτῖνα φωτός. Ἡ παρουσία σου ἐξεγείρει τρικυμίες στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καί σηκώνει παφλάζοντα καὶ ἀφρίζοντα κύματα, τὰ ὁποῖα κατακλύζουν καὶ καταποντίζουν τὸ ταλαντευόμενο σκάφος μαζὶ μὲ ὅλο του τὸ πλήρωμα. Ἀπ’ αὐτὸ τὸ ναυάγιο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ, τὸ βάθος τῆς ἀβύσσου γίνεται ὁ αἰώνιος τάφος τῶν ναυαγῶν. Ἀποδεικνύεται δειλὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐγκαταλείπει τὴν ἐλπίδα, τὴν ἄγκυρα τῆς σωτηρίας καί παραδίδει τὸν ἑαυτὸ του στὴν ἀπελπισία.
Ἡ εἰκόνα τῆς ἀπόγνωσης.
Ἀπόγνωση! Λέξη φοβερή, λέξη ποὺ δηλώνει καταστροφὴ καὶ συμφορὰ ἀπὸ κάθε εἶδος δεινά. Τίποτα χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ ἀπόγνωση οὐδέποτε τρέχει νὰ γιατρευτεῖ, ἀλλὰ ἀφήνει ἀθεράπευτο τὸ πάθος νὰ λυμαίνεται, νὰ κατατρώγει τὴν καρδιά του καί νὰ διαφθείρει τὴν ψυχὴ του. Αὐτὸς ποὺ καταλήφθηκε ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση βαδίζει στὸν ὄλεθρο καὶ τρέχει πρὸς τὴν ἀπώλεια. Τίποτα δὲν ἔχει ἀπομείνει ὑγιὲς σ’ αὐτόν. Ὁ νοῦς ἀσθενεῖ καὶ ἡ καρδιά του πάσχει. Ἡ σύνεση τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ἡ φρόνηση ἔχασε τὴ δύναμὴ της. Τὸ ἠθικὸ του σθένος ἀποδυναμώθηκε. Τὸ θάρρος του τὸν ἄφησε, ἡ λύπη τοῦ κατατρώει τὴν καρδιά, σκοτάδι πυκνὸ κάλυψε τὸν νοῦ του. Ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου ἐμφανίζεται μπροστὰ του φοβερή. Αὐτὸς φεύγει τρέχοντας κι αὐτὴ τὸν καταδιώκει. Αὐτὸς ἀποστρέφεται τὸν θάνατο κι ὅμως ἡ εἰκόνα του μένει μόνιμα μπροστὰ στὰ μάτια του. Θέλει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτὴ ἀλλὰ ἀδυνατεῖ νὰ τὴν ἀποδιώξει, ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου τὸν τυραννάει. Ἡ θλίψη καὶ ἡ μελαγχολία ἔχουν κατακυριεύσει τὴν καρδιά του. Ὁ ἀπεγνωσμένος αἰσθάνεται τὴ ζωὴ του νὰ βαραίνει καί ζητάει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ φορτίο της. Ἔχοντας παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα δὲν τρέχει πλέον στὸν γιατρό, γιατὶ θεωρεῖ τὸ πάθος του ἀνίατο, δὲν ζητάει νὰ πάρει φάρμακα, διότι τὰ θεωρεῖ ἀνίσχυρα νὰ τὸ θεραπεύσουν. Κρύβει τὸ πάθος καί δὲν μιλάει γιὰ τοὺς πόνους ποὺ τοῦ προξενεῖ. Ὁ ἀπεγνωσμένος ἔχασε τὴν ἐλπίδα του πρὸς τὸν Θεό, αὐτὴ τὴν ἀσφαλῆ ἄγκυρα τῆς ζωῆς καί κλυδωνίζεται σὰν σκάφος στὴ μέση ἀγριεμένης θάλασσας, ποὺ καθὼς εἶναι φουρτουνιασμένη, ἀπειλεῖ μὲ τὰ μεγάλα καὶ ἀφρισμένα της κύματα νὰ τὸ καταποντίσει. Ὁ ἀπεγνωσμένος ἔχασε τὴν ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴ Θεία Του ἀντίληψη, φιλανθρωπία καὶ παντοδυναμία, διότι προηγουμένως ἔχασε τὴν πίστη πρὸς τὸν Θεὸ καί τὴν ἀναπόσπαστη ἀπ’ αὐτὴ Θεία ἀγάπη. Ὁ ἀπεγνωσμένος παρότι ζεῖ ἔχει πεθάνει, διότι ἀπώλεσε τὸν σύνδεσμο ποὺ τὸν συγκρατοῦσε σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ἀπώλεσε τὴν ψυχικὴ αἴσθηση, μὲ τὴν ὁποία αἰσθανόταν τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου καί ἀπολάμβανε τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προερχόταν ἀπ’ αὐτές. Ἡ ψυχὴ του δὲν βρίσκει πιὰ κανένα θέλγητρο στὸν χαριτωμένο αὐτὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο ἡ Θεία σοφία, ἀγαθότητα καὶ παντοδυναμία τόσο πλούσια ἅπλωσε τὶς χάρες. Τὸ ἐξαίσιο κάλλος τῆς φύσης ποὺ τὸν περιβάλλει, δὲν τοῦ παρέχει καμμία εὐχαρίστηση. Ἡ εὐθυμία καὶ ἡ εὐφροσύνη ποὺ διαχέεται σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς δημιουργίας καὶ φωτίζει τὰ πάντα σὰν χαροποιὸς δύναμη ποὺ ἐκδηλώνεται στὸ βασίλειο τῆς ζωῆς, δὲν τοῦ προκαλεῖ καμμιὰ εὐχάριστη διάθεση. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ δόξα του ἔχασε στὰ μάτια του τὴ μεγαλοπρέπεια του. Ἡ δόξα τοῦ ἥλιου δὲν ξυπνᾶ κανένα αἴσθημὰ χαρᾶς στὴν ἄδεια ἀπὸ πίστη, ἐλπίδα καὶ ἀγάπη καρδιά του. Πέπλο βαρὺ κάλυψε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς του καί τοὺς ἀπέκρυψε τὴ χάρη καὶ τὴ λαμπρότητα τῶν μεγαλοπρεπῶν δημιουργημάτων. Ὅλη ἡ φύση χαίρεται, μόνο αὐτὸς ὅμως ἐν μέσῳ γενικῆς χαρᾶς εἶναι τόσο θλιμμένος. Τὰ αὐτιὰ του δὲν ἀφουγκράζονται πλέον τὴν ἁρμονία ποὺ γοητεύει τὴν ἀκοὴ τῶν πιστῶν. Πουθενὰ δὲν βρίσκει εὐχαρίστηση, πουθενὰ παρηγοριά, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ πάρει τὴ μελαγχολικὴ διάθεση. Κατάθλιψη πλημμύρισε τὴν καρδιά του, τὸ δὲ κενὸ ποὺ ὑπῆρχε σ’ αὐτὴ ἔγινε πλέον χαοτικό. Τίποτα δὲν εἶναι πιὰ ἱκανὸ νὰ τὸ γεμίσει. Τὰ αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς, ποὺ συνέδεαν αὐτὸν μὲ τοὺς ἀγαπημένους του ἔχασαν τὴ δύναμὴ τους. Ἡ καρδιά του νεκρώθηκε. Καὶ ὁ αἰσθητὸς καὶ ὁ πνευματικὸς κόσμος ἐξαφανίστηκαν ἀπό τὰ μάτια του. Πῶς μπορεῖ νὰ ζεῖ ἐφόσον χάθηκαν τὰ πάντα; Πῶς νὰ συνεχίσει τὴ ζωὴ του μέσα στὸ χάος ; Ἡ ζωὴ του κατέληξε νὰ εἶναι ἕνας πόνος καὶ τὸ βάρος της εἶναι ἤδη ἀφόρητο. Τί να περιμένει ἀκόμη δίχως σκοπὸ; Γιατὶ νὰ ὑποφέρει; Γιατὶ νὰ μὴ συντομεύσει ὁ ἴδιος τὸν τερματισμὸ της, ἀφοῦ ὁ Θάνατος ἁργεῑ; Ἄν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ βάσανα, γιατὶ νὰ τὰ ὑφίσταται; Τὶ τὸν ἐμποδίζει; Δὲν εἶναι παραφροσύνη νὰ περιμένει κανεὶς τὸν θάνατο, ποὺ γι’ αὐτὸν εἶναι πάντοτε παρὼν ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀφαιρεῖ τὴ ζωή; Γιατὶ νὰ μὴ σταματήσει αὐτὸς τὴ ζωὴ του, ἀναλαμβάνοντας τὸ ἔργο τοῦ θανάτου; Τὶ χίμαιρα λέει, νὰ τὸν φοβᾶμαι; Τὶ καρτερῶ; Τὶ περιμένω; Ἀμέσως, μὲ μιὰ κίνηση καί τὰ βάσανα σταματοῦν, τὸ ὅραμα παίρνει τέλος καὶ ὁ ἀξιολύπητος ἀπεγνωσμένος ἀφοῦ δὲν κατέφυγε στὸν γιατρό, δὲν φανέρωσε τὸ πάθος καὶ ἀπέκρουσε τὰ φάρμακα τῆς εὐσέβειας, ἐγκατέλειψε τὸν βίο, ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ βάλει τέλος στὰ δεινὰ του. Ἀλλὰ ἀγνόησε ὅτι μεταβαίνει σὲ ἄλλη, αἰώνια ζωὴ βασάνων, ὅπου ὑπάρχει αἰώνια ὀδύνη. Ταλαίπωρος ἄνθρωπος!