Εὐλόγησον, πάτερ,
Τὸ ὅτι ἀρχὴ κάθε καρποῦ εἶναι τὸ ἄνθος εἶναι πολὺ γνωστό. Τὸ ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ θεόσδοτη καὶ ἀποφασισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ γέννηση τῆς Ἀχράντου και Παναμώμου Μαρίας τῆς Ἀειπαρθένου, καὶ αὐτὸ εἶναι φανερό. Αὐτὴ τὴ γέννηση τιμῶντες σήμερα, τὴν ἑορτάζουμε ὡς πολὺ σημαντική. Διότι γιὰ νὰ εὐλογηθεῖ ὅλος ὁ χρόνος ἀπὸ αὐτήν, γεννήθηκε αὐτὸν τὸν μῆνα, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, καὶ κοιμήθηκε ὕπνον ἀθανασίας τὸν τελευταῖο μῆνα ὥστε τοὺς ἐνδιάμεσους δέκα μῆνες νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ Γέννηση καὶ τὴν ζωηφόρο Κοίμησή της. Γιὰ τὴν Κοίμηση δὲν θὰ μιλήσουμε τώρα ἀλλὰ ὅταν φθάσει ὁ κατάλληλος καιρός. Τώρα γιὰ τὴ Γέννησή της θὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία καὶ θὰ ποῦμε τόσα γι’ αὐτήν, ὅσα ἡ χάρη της θὰ μᾶς ἐμπνεύσει.
Γονεῖς αὐτῆς τῆς θεόπαιδος ἦσαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, καταγόμενοι ἀπὸ τὸ βασιλικὸ γένος τοῦ Δαβίδ, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ φύλλασαν τὸ νόμο καὶ τηροῦσαν μὲ ἀκρίβεια τίς ἐντολὲς· ἦταν πολὺ πλούσιοι στὰ χρήματα, πλουσιώτεροι στὴν κατὰ Θεὸν ἀρετή, φτωχοὶ ὅμως σὲ παιδιὰ λόγῳ τῆς στειρότητας τῆς μακαρίας Ἄννας. Γι’ αὐτὸ καὶ περιφρονοῦνταν πολλὲς φορὲς ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες, καὶ οἱ ἱερεῖς δὲν ἐδέχοντο τίς διπλὲς προσφορές τους στὸ Θεό, ἀλλὰ χωρὶς ντροπή τους χλεύαζαν ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἀπογόνους.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ δίκαιος Ἰωακείμ, θλιμμένος καὶ ἀποκομμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη συναναστροφή, ἀπομακρύνεται στὴν ἔρημο ὅπου νήστεψε σαράντα ἡμέρες. Μὲ δάκρυα καὶ νηστεία παρακαλοῦσε τὸν Κύριο λέγοντας: «Ἀπάλλαξέ με, Κύριε, ἀπάλλαξέ μὲ ἀπὸ τὴ ντροπὴ καὶ τὴν περιφρόνηση καὶ ἀξίωσέ μὲ νὰ ἀποκτήσω τέκνο καὶ ἐγὼ πάλι θὰ τὸ προσφέρω Δέσποτα στὴν ἀγαθότητά σου». Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ δίκαιος ἀφοῦ ἱκέτευσε τὴν θεία ἀγάπη, κέρδισε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Ὅπως λέει ἡ Γραφῇ «φώναξαν δυνατὰ οἱ δίκαιοι καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἄκουσε». Ἔτσι ἄκουσε γρήγορα καὶ αὐτόν, ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος, γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν ἀπόγονό του τὸ προαιωνίως προορισμένο ἀπόκρυφο μυστήριο. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀπεστάλη ἀγγελος Θεοῦ στὸν Ἰωακείμ, τοῦ εἶπε ὅτι «εἰσάκουσε ὁ Κύριος τὴ δέησή σου» καὶ θὰ συλλάβει ἡ Ἄννα ἡ γυναῖκα σου καὶ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη θὰ γίνει γνωστὸ τὸ παιδί σου.
Ἡ δὲ δίκαιη Ἄννα στὸν κῆπο της, ἔκλαιε σπαρακτικὰ γιὰ δύο λόγους, γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ ἄνδρα της καὶ γιὰ τὴν ἀτεκνία της. Ἔλεγε, «ὅτι δὲν μοιάζω οὔτε στὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, γιατί αὐτὰ δὲν εἶναι ἄτεκνα μπροστὰ στὸν Θεό, οὔτε στὰ ζῶα τῆς γῆς, οὔτε στὰ ψάρια, ἀφοῦ δὲν ἔχω νὰ τοῦ προσφέρω ἀπόγονο. Ἀλλὰ ἐάν, Κύριε καὶ Θεέ μου, ἐπιτρέψεις νὰ μοῦ δοθεῖ «καρπὸς κοιλίας», αὐτὸν θὰ τὸν προσφέρω πάλι σὲ σένα».
Ἐνῶ μὲ δάκρυα ἔλεγε αὐτὰ στὸν Θεό, δέχεται ὁμοίως καὶ αὐτὴ ἀπὸ θεῖο ἄγγελο τὴ χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὴ γέννηση παιδιοῦ. Ὅταν ὁ ἄνδρας ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἔρημο θυσίασε πάρα πολλὰ ζῶα καὶ πρόσφερε γεῦμα πλούσιο καὶ ἄφθονο σὲ ὅλο τὸ λαό. Ἡ δὲ Ἄννα, ἀφοῦ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ τῆς κτίσεως ἀπὸ τὴ στειρότητα, κυοφορεῖ τὴν θεόπαιδα Μαρία, τὴν ὁποίαν γέννησε σὰν σήμερα, τὴν ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας, τὴν ἁγνὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνακαινίσεως τῆς φύσεώς μας, ποὺ καταστράφηκε καὶ ἀφανίστηκε ἀπὸ τὴν παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο λόγο, ὅπως ζυμώθηκε μὲ λίγο προζύμι ὅλο τὸ ἀλεύρι, ἔτσι καὶ ἐδῶ μὲ αὐτὴ τὴ θεόπλαστη καὶ πεντακάθαρη ζύμη, δηλ. τὴν Θεοτόκο, ὅλο τὸ χαλασμένο ἀλεύρι τῆς φύσεώς μας τὸ ἀνέπλασε ὁ Δημιουργὸς καὶ τὸ ἔκανε καινούριο. Αὐτὸ δὲ εἶναι τὸ παράδοξο θαῦμα, ποὺ μᾶς ἐκπλήσσει, ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν ὁλοκάθαρη ζύμη ἕνωσε τὸν ἑαυτόν του μὲ τρόπο ἀνέκφραστο ὁ ὑπερκάθαρος ἀρτοποιός, δηλ. ὁ Χριστός, καὶ ἀφοῦ πῆρε ἕνα μικρὸ μέρος ἀπ’ αὐτήν, μὲ θαυμαστὸ τρόπο διαμόρφωσε ὅλη τὴ φύσῃ μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» καὶ «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὅποιος μὲ τρώει δὲν θὰ πεινάσει» καὶ τὰ ὑπόλοιπα.
Οἱ θεόφρονες γονεῖς τῆς πάναγνης θεόπαιδος, ἐκπληρώνοντας τὴν ὑπόσχεση, τὴν προσφέρουν μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια στὸν Θεό, στὰ ἅγια τῶν ἁγίων μὲ τὴ συνοδεία παρθένων καὶ ἀναμμένων λαμπάδων· καὶ ἔτσι ἐκπληρώνεται ὁ ψαλμὸς «θὰ προσαχθοῦν στὸ βασιλέα» Θεὸ «οἱ παρθένες ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν» καὶ «θὰ ὁδηγηθοῦν στὸ ναὸ τοῦ βασιλέα», δηλ. τοῦ Σολομῶντα, καὶ τὸ «ἄκουσε θυγατέρα, τίς συμβουλές μου καὶ δὲς καὶ ξέχασε τελείως το λαό σου καὶ τὸ πατρικό σου σπίτι, ὥστε ὁ βασιλέας τῆς δόξῃς Χριστὸς θὰ ἐπιθυμήσει τὴν ὡραιότητά σου», τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε. Καὶ αὐτὴ ξέχασε τὸ λαὸ καὶ τὸ πατρικό της σπίτι κατοικῶντας στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ ὅπου ὁ ἀρχιερέας πήγαινε μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, κόρη παρθένος ἔμενε καθημερινά, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ Γραφῇ.
Ἐμεῖς δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν εἴσοδο τῆς Παρθένου εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τώρα, ἀλλὰ ὅταν φθάσει ὁ καιρὸς ἐκείνης τῆς ἑορτῆς. Τότε θὰ ποῦμε ὅ,τι μᾶς φωτίσει ὁ Θεὸς καὶ ἡ θεόπαιδα Μαριάμ. Τώρα πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὴ θεόσδοτη Γέννησή της καὶ ἀφοῦ τὴ χαιρετίσουμε κατάλληλα, ὡς νέα καὶ καθαρῇ βασίλισσα, νὰ τελειώσουμε τὸ λόγο, γιατί δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ μακρυγοροῦμε ἀλλὰ νὰ μιλοῦμε συνοπτικά, κατανοητὰ καὶ ἁπλά, ὥστε καὶ τὸ γεγονὸς νὰ ἀναφέρεται, καὶ οἱ ἀκροατὲς νὰ εἶναι νηφάλιοι, χωρὶς νὰ καταλαμβάνονται ἀπὸ ραθυμία, ἀλλὰ νὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον τὸ λόγο.
Χαῖρε, θεοστεφανομένη Δέσποινα τοῦ κόσμου, παρθένε κόρη πανάμωμε, ἡ ὁποία ἐκλέχθηκες προαιωνίως ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς κατοικία τοῦ Λόγου, θεοχαρίτωτε, καὶ σήμερα ἀφοῦ γεννήθηκες φανέρωσες τοὺς καρποὺς τῆς ἀθάνατης ζωῆς καὶ τὴ συμφιλίωση τοῦ κόσμου μὲ τὸν Θεό.
Χαῖρε, Δέσποινα, ἡ δύναμη τῶν ἐπιγείων βασιλισσῶν. Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ γίνεις μητέρα τοῦ Θεοῦ τῶν ἀγγέλων, θεῖος ἄγγελος ἀνέφερε ὅλα ὅσα σὲ ἀφοροῦσαν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας ποὺ σὲ γέννησε καὶ ἡ μητέρα ποὺ σὲ κυοφόρησε δέχθηκαν τὴν χαρούμενη εἴδηση γιὰ σένα ἀπὸ ἅγιο ἄγγελο. Καὶ ὅταν κατοικοῦσες στὰ ἅγια τῶν ἁγίων πράγματι ἔπαιρνες τροφὴ ἀπὸ θεῖο ἄγγελο ὅπως σοῦ ἄξιζε.
Χαῖρε, ἁγνὴ Παρθένε, τὸ κλειδὶ τῆς παρθενίας, ἡ δόξα τῶν παρθένων, τὸ τεῖχος «τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ», «ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος» τῆς σωτηρίας μας καὶ ὁ θεῖος θησαυρός, ὁ πολυτιμότερος ἀπὸ ὅλο τὸ χρυσάφι τοῦ κόσμου.
Χαῖρε, Θεοτόκε παρθένε, ἡ νύμφη τοῦ Πατέρα, ἡ μητέρα τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ὁλόφωτη κατοικία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Χαῖρε, πανάχραντε ἁγνὴ Παρθένε Θεοτόκε, ἡ ἔμψυχη κατοικία τῆς ἀχώριστης Τριάδος, ἡ ἁγία περιστερά, τὸ καθαρώτατο τρυγόνι, τὸ ὡραῖο χελιδόνι ποὺ προαναγγέλει τὴν ἄνοιξη, τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι, ποὺ τραγουδᾷ γιὰ μᾶς τίς σωτήριες δεήσεις, καὶ γενικὰ ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν.
Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, ἡ ἔμψυχη πόλη, τὸ θεϊκὸ παλάτι τοῦ βασιλέα τῆς δόξῃς, ὁ μεγάλος καὶ ψηλὸς θρόνος Του, ἡ κλίνῃ καὶ ἡ τράπεζα τοῦ βασιλέα τῶν οὐρανῶν.
Χαῖρε, Παρθένε ἁγνή, τὸ ἀπόρθητο φρούριο ποὺ ἀπομακρύνει τοὺς ἐχθρούς, τὸ καταφύγιο τῶν πιστῶν, καὶ ἡ χαρὰ ὅσων σὲ ἐμπιστεύονται, πανύμνητε.
Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, ὁ τόπος ποὺ χώρεσε τὸν ἀχώρητο, ἡ χαρὰ ὅσων κατοικοῦν στὴ γῆ, ἡ εὐφροσύνη των ἀγγέλων, ἡ ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων, ἡ οὐράνια θύρα τῶν πιστῶν, ὁ ἔμψυχος ὁλόφωτος οὐρανὸς τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ.
Χαῖρε, ἁγνὴ Παρθένε καὶ Μητέρα, ὁ θάλαμος τῆς ἄνω βασιλείας, ὁ ἔπαινος τῆς ἐπίγειας βασιλείας, ὁ θεῖος πλοῦτος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.
Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς μας, ποὺ δέχθηκες τὸ «χαῖρε» ἀπὸ τὸν ἄγγελο καὶ συνέλαβες καὶ γέννησες τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἔγινες αἰτία τῆς ἀτελείωτης χαρᾶς ποὺ ἐξαφάνισε ὁλοκληρωτικὰ τὴ λύπη τῆς προμήτορος Εὔας.
Τώρα ἀφοῦ ἄκουσες καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο «χαῖρε», πεντακάθαρη Κόρη, «παρακάλεσε γρήγορα» θεοχαρίτωτε, γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ τιμοῦμε τὴ σεπτὴ γέννησή σου, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ τρισαγίου Θεοῦ, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.