Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Συνηθίζει ὁ ἐχθρός μας διάβολος νὰ χαίρεται σὲ κάθε μας σύγχισι καὶ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς μας, ὅπως χαίρεται ὁ λύκος κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χειμῶνα καὶ τῆς ἀνεμοταραχῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ καταρουφᾷ τὶς ψυχές μας καὶ νὰ τὶς κάνῃ, ὅσο μπορεῖ, νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἁπλότητα· ἀκόμη νὰ ἀποδίδουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὴν φροντίδα μας κάποια ὑπόληψι καὶ νὰ μὴν βλέπουμε τὸ ἔργο τῆς θείας καὶ λεγομένης προκαταρκτικῆς θείας χάριτος.
    Κατόπιν προσπαθεῖ ὁ ἐχθρὸς νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ καλὰ ἔργα μὲ ὑπερηφάνεια, χωρὶς νὰ σκεφθῇ τὴν ἀδυναμία του, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δέχεται τὸν λογισμὸ νὰ καταφρονῇ τοὺς ἄλλους.

  • !

    Εἶναι λοιπὸν ἀπαραίτητο νὰ προσέχῃς, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο, μὲ κάθε λεπτομέρεια γιὰ νὰ μὴ σὲ κάνῃ ὁ ἐχθρὸς καὶ χάσῃς ἕναν τόσο μεγάλο θησαυρό, ὅπως εἶναι ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γαλήνη τῆς ψυχῆς.
    Διότι ὅταν μία ψυχὴ εἶναι εἰρηνικὴ τὸ κάθε της πρᾶγμα τὸ κάνει μὲ εὐκολία, κάμνει καὶ πολλὰ ἔργα καὶ καλὰ ὅλα, ὑπομένει μὲ τὴν θέλησί της καὶ εὔκολα ἀνθίσταται σὲ ὅ,τι τῆς συμβῇ. Ἀντίθετα, ἂν εἶναι συγχισμένη καὶ ἀνήσυχη, κάνει λίγα ἔργα καὶ αὐτὰ ἀτελῆ σε μεγάλο βαθμό, κουράζεται εὔκολα καὶ τελικὰ ζῇ ἕνα μαρτύριο χωρὶς ὄφελος. Γι᾿ αὐτὸ ἐσύ, ἂν θέλῃς νὰ νικήσῃς καὶ νὰ μὴ χαλάσῃ ὁ ἐχθρὸς τὸ ἐμπόρευμά σου, πρέπει νὰ προσέχῃς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, νὰ μὴν ἐπιτρέψης νὰ ταραχθῇ ἡ ψυχή σου καὶ νὰ μὴν δεχθῇς νὰ παραμείνη συγχισμένη οὔτε μία στιγμή.

  • !

    Κάθε λογισμὸς ποὺ σὲ χωρίζει καὶ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ γενικὰ ἀπὸ ὅλη τὴν ἐλπίδα σου στὸν Θεό, εἶναι ἕνας φοβερὸς ἄγγελος τοῦ ᾅδη, καὶ σὰν τέτοιον πρέπει νὰ τὸν ἀπομακρύνῃς καὶ μὴν τὸν δέχεσαι οὔτε νὰ τὸν ἀκοῦς. Γιατὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ τὸ νὰ ἑνώνῃ σὲ κάθε περίπτωσι τὶς ψυχὲς πάντοτε καὶ μὲ κάθε ἀφορμὴ μὲ τὸν Θεό, ζεσταίνοντας καὶ δυναμώνοντάς τις στὴν γλυκειά του ἀγάπη καὶ βάζοντας μέσα τους νέα πεποίθησι καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό· ἐνῷ τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο.

  • !

    Ἐπειδὴ αὐτὸς χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ μέσα καὶ τοὺς τρόπους ποὺ μπορεῖ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτόν, δηλαδή, βάζει στὴν καρδιὰ φόβο παραπάνω ἀπὸ τὸν κανονικό, αὐξάνει τὴν συνηθισμένη ἀδυναμία τῆς ψυχῆς, δὲν ἀφήνει νὰ διατεθῇ οὔτε νὰ γλυκαθῇ ἡ ψυχὴ ὅπως πρέπει, οὔτε στὴν ἐξομολόγησι, οὔτε στὴν θεία μετάληψι, οὔτε στὴν προσευχή, ἀλλὰ τὴν κάνει νὰ μεταχειρίζεται ὅλα αὐτὰ χωρὶς θάρρος, χωρὶς ἀγάπη, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ σύγχισι.

  • !

    Καὶ στὸ τέλος τὴν κάνει νὰ ἔλθη σὲ τόση μεγάλη σύγχισι καὶ ἀπελπισία, ὥστε νὰ νομίζῃ πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνῃ, εἶναι ἐντελῶς ἀνώφελο γενικὰ καὶ χωρὶς καρπό. Ἔτσι αὐξάνει μέσα της ὁ φόβος καὶ ἡ λύπη, καὶ νομίζει ὅτι ὁ Θεὸς τὴν ἐγκατέλειψε. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια. Διότι ἂν δοκιμάζῃ ἡ ψυχὴ ξηρασία καὶ ἔλλειψι τῆς πνευματικῆς γλυκύτητας, μπορεῖ ὅμως πάντοτε νὰ κάμνῃ ἀναρίθμητα καλὰ ἔργα, ἀκολουθώντας μόνον τὴν ἁπλὴ πίστι καὶ ἔχοντας ὑπομονὴ καὶ καρτερία στὸ νὰ κάνῃ τὸ καλό, ὅπως μπορεῖ.

  • !

    Εἶναι πολλὰ τὰ καλὰ ποὺ προξενεῖ στὴν ψυχὴ ἡ πικρότητα καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ξηρασία, δηλαδὴ ἡ στέρησις τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ γλυκύτητος, ἂν τὰ δεχθοῦμε μὲ ταπείνωσι καὶ ὑπομονή, πράγματα ποὺ ἂν τὰ καταλάβαινε ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς ἀμφιβολία δὲν θὰ τὸν ἐνοχλοῦσε αὐτὸ τόσο πολὺ καὶ δὲν θὰ λυπόταν τόσο ὅταν τοῦ συνέβαιναν γιατὶ θὰ δεχόταν τὴν πικρότητα καὶ τὴν στέρησι αὐτή, ὄχι ὡς σημεῖο μίσους ποὺ τοῦ δείχνει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὡς σημεῖο μεγάλης καὶ ἐξαιρετικῆς ἀγάπης, καὶ θὰ τὴν δεχόταν ὡς ἐξαίρετη χάρι ποὺ τοῦ κάνει ὁ Θεός.

  • !

    Ἔτσι φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ πικρότητα αὐτὴ εἶναι ἕνα τίμιο καὶ ἀκριβὸ φαγητό, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς προσκαλεῖ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾷ νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ. Καὶ ἂν στὴ γεῦσι μας δὲν εἶναι νόστιμο, παρὰ ταῦτα μᾶς ὠφελεῖ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουμε τότε ποὺ τὸ γευόμαστε. Γιατὶ ἡ ψυχὴ ποὺ βρίσκεται σὲ τέτοια ξηρασία καὶ πικρὴ γεῦσι καὶ ἔχει τέτοιους πειρασμοὺς καὶ λογισμούς, ποὺ μόνο νὰ τοὺς σκεφθοῦμε μᾶς ταράσσουν, ἂς φαρμακώνουν τὴν καρδιὰ καὶ σχεδὸν παραλύουν ὅλον τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποκτᾷ φόβο, μῖσος καὶ ἀποστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ἐκείνην τὴν ταπείνωσι ποὺ μᾶς ζητᾷ ὁ Θεὸς καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκτᾷ θερμότερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἀκριβέστερη προσοχὴ στοὺς λογισμούς, δυνατώτερο στομάχι γιὰ νὰ μπορῇ νὰ χωνεύῃ τοὺς πειρασμοὺς χωρὶς βλάβη καὶ γυμνασμένα αἰσθητήρια, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ διακρίνῃ μὲ εὐκολία τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Ἑβρ. 5,14).

Ἀόρατος Πόλεμος, κεφ. ΚΓ-ΚΔ

 

Κεφάλαιον ΚΓ´

Ποιά εἶναι ἡ ἐπιμέλεια τὴν ὁποία ἔχει ὁ διάβολος γιὰ νὰ ἐνοχλήσῃ τὴν εἰρήνη αὐτὴ τῆς ψυχῆς μας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὶς πανουργίες καὶ τὶς ἀπάτες του.

Συνηθίζει ὁ ἐχθρός μας διάβολος νὰ χαίρεται σὲ κάθε μας σύγχισι καὶ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς μας, ὅπως χαίρεται ὁ λύκος κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χειμῶνα καὶ τῆς ἀνεμοταραχῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ καταρουφᾷ τὶς ψυχές μας καὶ νὰ τὶς κάνῃ, ὅσο μπορεῖ, νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἁπλότητα· ἀκόμη νὰ ἀποδίδουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὴν φροντίδα μας κάποια ὑπόληψι καὶ νὰ μὴν βλέπουμε τὸ ἔργο τῆς θείας καὶ λεγομένης προκαταρκτικῆς θείας χάριτος, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως λέγει καὶ ὁ Παῦλος: «Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πῇ τὸν Κύριο, Ἰησοῦ, παρὰ μόνον ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α´ Κορ. 12,3). Καὶ ἂν μποροῦμε νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν χάρι αὐτὴ μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησί μας, δὲν μποροῦμε ὅμως πάλι νὰ τὴν δεχθοῦμε χωρὶς αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν χάρι, σὲ τρόπο ὥστε, ἂν κάποιος δὲν τὴν δεχθῇ, αἴτιος εἶναι ὁ ἴδιος· ἂν ὅμως κατορθώσῃ καὶ τὴν δεχθῇ, τότε δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κανένα ἔργο χωρὶς τὴν χάρι αὐτὴ ποὺ δίνεται ἀρχικὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Προσπαθεῖ λοιπὸν ὁ ἐχθρὸς νὰ μᾶς κάνῃ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ νομίζῃ κανεὶς ὅτι δείχνει μεγαλύτερη ἐπιμέλεια ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ δείχνει καλύτερη διάθεσι γὰ νὰ δέχεται τὰ χαρίσατα τοῦ Θεοῦ· καὶ κατόπιν προσπαθεῖ ὁ ἐχθρὸς νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ καλὰ ἔργα μὲ ὑπερηφάνεια, χωρὶς νὰ σκεφθῇ τὴν ἀδυναμία του, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δέχεται τὸν λογισμὸ νὰ καταφρονῇ τοὺς ἄλλους. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ σὺ ἂν δὲν δείχνῃς μεγάλη προσοχὴ καὶ δὲν ἀλλάξης γρήγορα, ὥστε νὰ ντραπῆς καὶ νὰ ταπεινωθῇς καὶ νὰ καταφρονήσῃς τὸν ἑαυτό σου, ὅπως εἴπαμε, θὰ σὲ κάνῃ νὰ πέσῃς σὲ ὑπερηφάνεια σὰν τὸν Φαρισαῖο ποὺ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ ὁποῖος ἐκαυχᾶτο γιὰ τὰ καλά του ἔργα καὶ ἔκρινε τὰ κακὰ ἔργα τῶν ἄλλων.

Κι ἂν ὁ ἐχθρὸς μία φορὰ σὲ κυριεύσῃ μὲ τὴν θέλησί σου, σίγουρα κατόπιν θὰ σὲ κυριεύσῃ πολλὲς φορές, καὶ θὰ σὲ γκρεμίσῃ σὲ κάθε εἴδους κακία. Καὶ ἔτσι θὰ πάθης μεγάλη ζημία καὶ θὰ κινδυνεύσῃς πολύ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς παρήγγειλε καὶ ὁ Κύριος νὰ ἀγρυπνοῦμε καὶ νὰ προσευχώμαστε: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26,41).

Εἶναι λοιπὸν ἀπαραίτητο νὰ προσέχῃς, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο, μὲ κάθε λεπτομέρεια γιὰ νὰ μὴ σὲ κάνῃ ὁ ἐχθρὸς καὶ χάσῃς ἕναν τόσο μεγάλο θησαυρό, ὅπως εἶναι ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γαλήνη τῆς ψυχῆς. Γιατὶ μὲ κάθε του δύναμι προσπαθεῖ νὰ διώξη ἀπὸ μέσα σου αὐτὴ τὴν ἀνάπαυσι καὶ τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ νὰ κάνῃ τὴν ψυχὴ νὰ ζῇ μὲ ἀνησυχία καὶ σύγχυσι, πρᾶγμα στὸ ὁποῖο, γνωρίζει αὐτὸς ὅτι βρίσκεται ὅλη της ἡ ζημία καὶ ἡ καταστροφή. Διότι ὅταν μία ψυχὴ εἶναι εἰρηνικὴ τὸ κάθε της πρᾶγμα τὸ κάνει μὲ εὐκολία, κάμνει καὶ πολλὰ ἔργα καὶ καλὰ ὅλα, ὑπομένει μὲ τὴν θέλησί της καὶ εὔκολα ἀνθίσταται σὲ ὅ,τι τῆς συμβῇ. Ἀντίθετα, ἂν εἶναι συγχισμένη καὶ ἀνήσυχη, κάνει λίγα ἔργα καὶ αὐτὰ ἀτελῆ σε μεγάλο βαθμό, κουράζεται εὔκολα καὶ τελικὰ ζῇ ἕνα μαρτύριο χωρὶς ὄφελος. Γι᾿ αὐτὸ ἐσύ, ἂν θέλῃς νὰ νικήσῃς καὶ νὰ μὴ χαλάσῃ ὁ ἐχθρὸς τὸ ἐμπόρευμά σου, πρέπει νὰ προσέχῃς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, νὰ μὴν ἐπιτρέψης νὰ ταραχθῇ ἡ ψυχή σου καὶ νὰ μὴν δεχθῇς νὰ παραμείνη συγχισμένη οὔτε μία στιγμή. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ φυλάγεσαι καλύτερα ἀπὸ τὶς πανουργίες καὶ τὶς ἀπάτες στὸ συμβὰν αὐτό, κράτησε ὡς βέβαιο κανόνα τὸ ἑξῆς· ὅτι κάθε λογισμὸς ποὺ σὲ χωρίζει καὶ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ γενικὰ ἀπὸ ὅλη τὴν ἐλπίδα σου στὸν Θεό, εἶναι ἕνας φοβερὸς ἄγγελος τοῦ ᾅδη, καὶ σὰν τέτοιον πρέπει νὰ τὸν ἀπομακρύνῃς καὶ μὴν τὸν δέχεσαι οὔτε νὰ τὸν ἀκοῦς. Γιατὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ τὸ νὰ ἑνώνῃ σὲ κάθε περίπτωσι τὶς ψυχὲς πάντοτε καὶ μὲ κάθε ἀφορμὴ μὲ τὸν Θεό, ζεσταίνοντας καὶ δυναμώνοντάς τις στὴν γλυκειά του ἀγάπη καὶ βάζοντας μέσα τους νέα πεποίθησι καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό· ἐνῷ τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο.

Ἐπειδὴ αὐτὸς χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ μέσα καὶ τοὺς τρόπους ποὺ μπορεῖ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτόν, δηλαδή, βάζει στὴν καρδιὰ φόβο παραπάνω ἀπὸ τὸν κανονικό, αὐξάνει τὴν συνηθισμένη ἀδυναμία τῆς ψυχῆς, δὲν ἀφήνει νὰ διατεθῇ οὔτε νὰ γλυκαθῇ ἡ ψυχὴ ὅπως πρέπει, οὔτε στὴν ἐξομολόγησι, οὔτε στὴν θεία μετάληψι, οὔτε στὴν προσευχή, ἀλλὰ τὴν κάνει νὰ μεταχειρίζεται ὅλα αὐτὰ χωρὶς θάρρος, χωρὶς ἀγάπη, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ σύγχισι. Τὴν ἔλλειψι τῆς αἰσθητικῆς εὐλαβείας καὶ τὴν στέρησι τῆς ἐσωτερικῆς γλυκύτητος, ποὺ συμβαίνει πολλὲς φορὲς στὴν προσευχὴ καὶ στὰ ἄλλα γυμνάσματα, κάνει τὴν ψυχὴ νὰ τὰ δέχεται μὲ μία ἀνυπόμονη λύπη, δίνοντάς της νὰ ἐννοῇ ὅτι αὐτὸ γίνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ νὰ τὴν δοκιμάσῃ, ἀλλὰ ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὅλα της τὰ ἔργα εἶναι χαμένα καὶ εἶναι καλύτερα νὰ ἐγκαταλείψη τὶς πνευματικές της ἀσκήσεις. Καὶ στὸ τέλος τὴν κάνει νὰ ἔλθη σὲ τόση μεγάλη σύγχισι καὶ ἀπελπισία, ὥστε νὰ νομίζῃ πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνῃ, εἶναι ἐντελῶς ἀνώφελο γενικὰ καὶ χωρὶς καρπό. Ἔτσι αὐξάνει μέσα της ὁ φόβος καὶ ἡ λύπη, καὶ νομίζει ὅτι ὁ Θεὸς τὴν ἐγκατέλειψε. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια. Διότι ἂν δοκιμάζῃ ἡ ψυχὴ ξηρασία καὶ ἔλλειψι τῆς πνευματικῆς γλυκύτητας, μπορεῖ ὅμως πάντοτε νὰ κάμνῃ ἀναρίθμητα καλὰ ἔργα, ἀκολουθώντας μόνον τὴν ἁπλὴ πίστι καὶ ἔχοντας ὑπομονὴ καὶ καρτερία στὸ νὰ κάνῃ τὸ καλό, ὅπως μπορεῖ. Ἔτσι καὶ γιὰ νὰ τὸ καταλάβης καὶ σὺ καλύτερα αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ μή σοῦ γίνῃ αἰτία βλάβης τὸ καλὸ ἐκεῖνο καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ πρόκειται νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς μὲ τὴν στέρησι τῆς παρόμοιας εὐλαβείας καὶ γλυκύτητας, θὰ τοποθετήσω στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο τὰ καλὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ταπεινὴ ὑπομονὴ (καρτερία), ποὺ θὰ δείξη κανεὶς κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ξηρασίας τῆς εὐλαβείας, γιὰ νὰ τὰ μάθης καὶ σὺ καὶ γιὰ νὰ μὴ χάσῃς τὴν εἰρήνη γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἂν σοῦ συμβῇ νὰ βρεθῇς σὲ μία παρόμοια ξηρασία νοὸς καὶ λύπη τῆς καρδιᾶς, τόσο γιὰ τὴν στέρησι τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς πνευματικῆς γλυκύτητας ποὺ εἶχες, ὅσο καὶ γιὰ τὴν πικρία ποὺ γεύεσαι ἀπὸ κάθε ἐσωτερικὸ πειρασμὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς.

Κεφάλαιον ΚΔ´

Ἡ ψυχὴ δὲν πρέπει νὰ συγχίζεται γιὰ τοὺς ἐσωτερικοὺς πειρασμοὺς καὶ λογισμούς

Ἂν καὶ εἴπαμε προηγουμένως, στὸ ζ´ κεφάλαιο, γιὰ τὴν πικρότητα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ξηρασία τῆς εὐλαβείας, ἀλλὰ καὶ τώρα θὰ ποῦμε ὅσα παραλείψαμε ἐκεῖ, δηλαδὴ ὅτι εἶναι πολλὰ τὰ καλὰ ποὺ προξενεῖ στὴν ψυχὴ ἡ πικρότητα καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ξηρασία, δηλαδὴ ἡ στέρησις τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ γλυκύτητος, ἂν τὰ δεχθοῦμε μὲ ταπείνωσι καὶ ὑπομονή, πράγματα ποὺ ἂν τὰ καταλάβαινε ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς ἀμφιβολία δὲν θὰ τὸν ἐνοχλοῦσε αὐτὸ τόσο πολὺ καὶ δὲν θὰ λυπόταν τόσο ὅταν τοῦ συνέβαιναν γιατὶ θὰ δεχόταν τὴν πικρότητα καὶ τὴν στέρησι αὐτή, ὄχι ὡς σημεῖο μίσους ποὺ τοῦ δείχνει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὡς σημεῖο μεγάλης καὶ ἐξαιρετικῆς ἀγάπης, καὶ θὰ τὴν δεχόταν ὡς ἐξαίρετη χάρι ποὺ τοῦ κάνει ὁ Θεός. Διότι οἱ παρόμοιες καταστάσεις δὲ συμβαίνουν σὲ ὅλους, παρὰ σὲ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ δοθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ τοὺς ζημιώσουν. Καὶ γενικὰ δὲ συμβαίνουν στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστροφῆς τους, ἀλλὰ ἀφοῦ ὑπηρετήσουν τὸν Θεὸ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἀφοῦ καθαρίσουν μέτρια τὴν καρδιά τους μὲ τὴν ἱερὴ προσευχὴ καὶ κατάνυξι καὶ αἰσθανθοῦν ἐν μέρει στὴν καρδιά τους κάποια γλυκύτητα πνευματική, θέρμη καὶ χαρά, καὶ ἀποφασίσουν νὰ ἀφιερωθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν μὲ περισσότερη τελειότητα καὶ ὅταν ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τὸ ἔργο. Γιατὶ ποτὲ δὲν βλέπουμε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐκείνους, ποὺ εἶναι δοσμένοι στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, νὰ παραπονοῦνται γιὰ παρόμοιους πειρασμούς. Ἔτσι φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ πικρότητα αὐτὴ εἶναι ἕνα τίμιο καὶ ἀκριβὸ φαγητό, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς προσκαλεῖ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾷ νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ. Καὶ ἂν στὴ γεῦσι μας δὲν εἶναι νόστιμο, παρὰ ταῦτα μᾶς ὠφελεῖ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουμε τότε ποὺ τὸ γευόμαστε. Γιατὶ ἡ ψυχὴ ποὺ βρίσκεται σὲ τέτοια ξηρασία καὶ πικρὴ γεῦσι καὶ ἔχει τέτοιους πειρασμοὺς καὶ λογισμούς, ποὺ μόνο νὰ τοὺς σκεφθοῦμε μᾶς ταράσσουν, ἂς φαρμακώνουν τὴν καρδιὰ καὶ σχεδὸν παραλύουν ὅλον τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποκτᾷ φόβο, μῖσος καὶ ἀποστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ἐκείνην τὴν ταπείνωσι ποὺ μᾶς ζητᾷ ὁ Θεὸς καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκτᾷ θερμότερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἀκριβέστερη προσοχὴ στοὺς λογισμούς, δυνατώτερο στομάχι γιὰ νὰ μπορῇ νὰ χωνεύῃ τοὺς πειρασμοὺς χωρὶς βλάβη καὶ γυμνασμένα αἰσθητήρια, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ διακρίνῃ μὲ εὐκολία τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Ἑβρ. 5,14). Ἡ ψυχὴ ὅμως ποὺ τότε δὲν καταλαβαίνει τὰ μυστικὰ αὐτὰ αἴτια, σιχαίνεται καὶ ἀποφεύγει τὴν πικρότητα ποὺ λέχθηκε, σὰν νὰ μὴ θέλῃ ποτὲ νὰ μείνη χωρὶς πνευματικὴ γεῦσι καὶ ἡδονὴ καὶ χωρὶς αὐτὴν κάθε ἄλλη ἄσκησι τὴν θεωρεῖ χαμένο καιρὸ καὶ κόπο χωρὶς προκοπή.