Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Πολλὰ ρημοκκλήσια βρίσκουνται χτισμένα ἀπάνου στὰ μικρὰ βουνὰ καὶ κοντὰ στὴ θάλασσα. Εὐωδιάζουνε καθαρὰ κι ἀσπρισμένα˙ οἱ γυναῖκες κ’ οἱ ἄντρες τὰ διατηροῦνε, τὰ στολίζουνε μὲ μυρσίνες, μὲ δάφνες καὶ μὲ ἀβαγιανούς. Τὴν Ἅγιο Τράπεζα τὴ στρώνουνε μὲ κεντημένα τραπεζομάντιλα ἀρχαῖο σκέδιο, βάζουνε καὶ κουρτίνες στοῦ τέμπλου τα κονίσματα.

  • !

    Ἀπ’ ὄξω, αὐτά τα ρημοκκλήσια ἔχουνε πάντα ἕνα χαγιάτι γιὰ ν’ ἀποσκιάζει, κι ἀπὸ κεῖ βλέπεις τὴ θάλασσα, τοὺς κάβους καὶ τὰ βουνά. Ἅμα τελειώσει ἡ Λειτουργία, ἐκεῖ πέρα κάθουνται καὶ πίνουνε τὸν καφέ, κ’ ὕστερα τρῶνε ψάρια καὶ θαλασσινά.

  • !

    Μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία, ξεχώριζες μέσα στὴ χιβάδα τὴν Παναγιά την Πλατυτέρα, μελαχρινὴ καὶ στηλομάτα, μ’ ἀνοιχτὰ χέρια καὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὰ γόνατά της.
    Οἱ δυὸ ἀρχαγγέλοι στὶς δυὸ πόρτες, ποὺ βαστᾶνε τὴ γῆς στό ‘να χέρι, παλαιὰ κονίσματα φερμένα ἀπὸ τὴν Πόλη, μοιάζουνε συναμεταξύ τους σὰν ἀδέρφια.

  • !

    Στὶς ζωγραφιὲς ποὺ βλέπεις στὸν τοῖχο, ὅλα τὰ πάντα εἶναι πλουμισμένα μὲ τὴ φαντασία, ὅπως εἶναι ὄξω κ’ ἡ πλάση ὁλόγυρα. Στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀπάνου στὴ σπηλιά, ὁ ζωγράφος ἔχει ζωγραφισμένα μάτια, σὰ νά ‘ναι ζωντανή. Τὰ σύννεφα ποὺ σηκώνουνε τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἔχουνε ἕνα κεφάλι σὰν ἀϊτός. Στὴ Βάφτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς εἶναι ζωγραφισμένος σὰν ἄνθρωπος μ’ ἕναν κάβουρα στὸ κεφάλι του, κ’ οἱ βράχοι ποὺ βγαίνουνε οἱ φλέβες τοῦ ποταμοῦ, ἔχουνε καὶ κεῖνοι ἀνθρωπινὸ σκέδιο. Ἡ θάλασσα εἶναι σὰ γοργόνα καβαλικεμένη σ’ ἕνα θεριόψαρο, μ’ ἕνα καμάκι στὸ χέρι της. Ὁ βοριᾶς παριστάνεται σὰν ἄνθρωπος ἀναμαλλιάρης καὶ φυσᾶ μιὰ τρουμπέτα στὴ λίμνη Γενησαρέτ.

  • !

    Ἕνα ὄμορφο κόνισμα εἶναι κρεμασμένο σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς, καὶ παρασταίνει τὸν Ἅγιο Μόδεστο, ὁπού ‘ναι γιατρὸς στὰ ζωντανά, καὶ γύρω του εἶναι πλαγιασμένα βόδια, ἀρνιά, γίδια καὶ ἄλογα, καὶ κοιτάζουνε σὰν ἀνθρῶποι τὸν πατέρα τους. Ὁ Ἅη – Γιάννης ὁ Πρόδρομος στέκεται ἀπάνου σὲ μιὰ στουρναρόπετρα, ἴδιος ἄγριος ἁγιούπας ἀναφτερουγισμένος, δίπλα στὸ δέντρο πού ‘ναι καρφωμένη ἡ ἀξίνα του. Θεριόψαρα βουτᾶνε γύρω στὸ καΐκι τ’ Ἄη – Νικόλα, κι ἀπάνου στὰ μελανὰ σύννεφα τελώνια εἶναι καθισμένα. Μέσα στὶς σπηλιὲς τοῦ βουνοῦ ἀσκητεύουνε ἁγιασμένοι ἄνθρωποι, κι ἄλλοι εἶναι ἀνεβασμένοι ἀπάνου σὲ κολόνες γιὰ νὰ μὴν κατέβουνε ποτὲ στὴ ζωή τους. Ἄλλοι πλέκουνε καλάθια, ἄλλοι κάνουνε χουλιάρια σὰν τοὺς Ἁγιονορεῖτες. Παραπέρα, πὶσ’ ἀπὸ μιὰ ράχη, δυὸ λέοντες θάφτουνε τὸν Ἅγιο Μακάριο, καὶ στ’ ἄλλο τὸ βουνὸ ἕνας ἄλλος λέοντας τραβᾶ ἀπὸ τὸ χαλινάρι ἕναν γάϊδαρο μὲ τὶς καμῆλες, γιατί τὸν πρόσταξε ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ποὺ κάθεται σ’ ἕνα βράχο.

  • !

    Τὰ ρουμάνια, τ’ ἄγρια τὰ δέντρα, τὰ πολύκορφα τὰ βουνά, εἶναι ἁγιασμένα καὶ χαρούμενα, σὰν ἐκκλησιὰ ποὺ γιορτάζει. Κι αὐτὸ τὸ ξεροπέτρι λάμπει σὰ νά ‘ναι διαμάντι.

Ἀνθήτω ὡς κρῖνον – Φώτη Κόντογλου.

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β΄ Γυμνασίου): Ηλεκτρονικό Βιβλίο

 

Πολλὰ ρημοκκλήσια βρίσκουνται χτισμένα ἀπάνου στὰ μικρὰ βουνὰ καὶ κοντὰ στὴ θάλασσα. Εὐωδιάζουνε καθαρὰ κι ἀσπρισμένα˙ οἱ γυναῖκες κ’ οἱ ἄντρες τὰ διατηροῦνε, τὰ στολίζουνε μὲ μυρσίνες, μὲ δάφνες καὶ μὲ ἀβαγιανούς. Τὴν Ἅγιο Τράπεζα τὴ στρώνουνε μὲ κεντημένα τραπεζομάντιλα ἀρχαῖο σκέδιο, βάζουνε καὶ κουρτίνες στοῦ τέμπλου τα κονίσματα. Στὸ κόνισμα τῆς Παναγίας καὶ στοὺς ἄλλους ἅγιους κρεμάζουνε τάματα, ἀνθρωπάκια, μάτια, αὐτιά, χέρια, ποδάρια, πρόβατα, καΐκια κι ἄλλα πολλά.

Ἀπ’ ὄξω, αὐτά τα ρημοκκλήσια ἔχουνε πάντα ἕνα χαγιάτι γιὰ ν’ ἀποσκιάζει, κι ἀπὸ κεῖ βλέπεις τὴ θάλασσα, τοὺς κάβους καὶ τὰ βουνά. Ἅμα τελειώσει ἡ Λειτουργία, ἐκεῖ πέρα κάθουνται καὶ πίνουνε τὸν καφέ, κ’ ὕστερα τρῶνε ψάρια καὶ θαλασσινά.

Τὰ κορίτσια κάνουνε κούνιες στὰ δέντρα καὶ τραγουδᾶνε τοῦτο τὸ πρωτινὸ τὸ τραγούδι, πού ‘ναι σὰν τὶς ζωγραφιὲς τῆς ἐκκλησιᾶς:

Θέλω ν’ ἀνέβω στὰ ψηλά, στ’ Ἅγιου – Γιαννιοῦ τὸ δῶμα,

νὰ δέσω δυὸ γαρούφαλα, νὰ κάνω φρουκαλιούδα,1

νὰ φρουκαλῶ τὴ θάλασσα, ν’ ἀράζουν τὰ καΐκια.

Ἕνα καΐκι ἄραξε στοῦ βασιλιᾶ τὴν πόρτα˙

κι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἤτανε, μὸν’ τρεῖς βασιλοποῦλες.

Ἡ μιὰ κεντᾶ τὸν οὐρανό, κ’ ἡ ἄλλη τὸ φεγγάρι,

κ’ ἡ τρὶτ’ ἡ πιὸ μικρότερη τ’ ἀρ’ βουνιασ’ κοὺ τς μαντίλι.

Ὅποτε τελείωνε τὸ κούνημα κ’ ἔπρεπε νὰ κατεβοῦνε κεῖνες ποὺ κουνηθήκανε, τραγουδούσανε οἱ ἄλλες ποὺ τὶς κουνούσανε:

Τὸ γυαλὶ τὸ λὲν κρουστάλλι,

βγεῖτε σεῖς, νὰ μποῦν κ’ ἄλλοι.

Μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία, ξεχώριζες μέσα στὴ χιβάδα τὴν Παναγιά την Πλατυτέρα, μελαχρινὴ καὶ στηλομάτα, μ’ ἀνοιχτὰ χέρια καὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὰ γόνατά της. Ὁ Ἄη – Νικόλας ἤτανε ζωγραφισμένος ἴδιος σὰν τὸν μπάρμπα – Νικόλα, ποὺ κάθεται ἀπ’ ὄξω στὴν πεζούλα, μὲ τὸ τουνεζλίδικο φέσι σὰν κορόνα στὸ κεφάλι του, ξεθωριασμένο ἀπὸ τὸν ἀψὺν ἀγέρα τῆς θάλασσας. Ἡ Ἅγια – Κυριακὴ μαντιλωμένη, λὲς κ’ εἶναι ξεσηκωμένη ἀπὸ τὶς κοπέλες ποὺ τραγουδοῦσε ἀπ’ ὄξω:

Θέλω ν’ ἀνέβω στὰ ψηλά,

στ’ Ἅγιου – Γιαννιοῦ τὸ δῶμα.

Οἱ δυὸ ἀρχαγγέλοι στὶς δυὸ πόρτες, ποὺ βαστᾶνε τὴ γῆς στό ‘να χέρι, παλαιὰ κονίσματα φερμένα ἀπὸ τὴν Πόλη, μοιάζουνε συναμεταξύ τους σὰν ἀδέρφια, κ’ εἶναι στὸ σουσούμι ἴδιοι μὲ τὰ δυὸ παιδιὰ τοῦ μπάρμπα – Μανώλη, ποὺ καλαφατίζουνε τὴ βάρκα πίσω ἀπὸ τ’ Ἅγιο – Βῆμα.

Στὶς ζωγραφιὲς ποὺ βλέπεις στὸν τοῖχο, ὅλα τὰ πάντα εἶναι πλουμισμένα μὲ τὴ φαντασία, ὅπως εἶναι ὄξω κ’ ἡ πλάση ὁλόγυρα. Στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀπάνου στὴ σπηλιά, ὁ ζωγράφος ἔχει ζωγραφισμένα μάτια, σὰ νά ‘ναι ζωντανή. Τὰ σύννεφα ποὺ σηκώνουνε τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἔχουνε ἕνα κεφάλι σὰν ἀϊτός. Στὴ Βάφτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς εἶναι ζωγραφισμένος σὰν ἄνθρωπος μ’ ἕναν κάβουρα στὸ κεφάλι του, κ’ οἱ βράχοι ποὺ βγαίνουνε οἱ φλέβες τοῦ ποταμοῦ, ἔχουνε καὶ κεῖνοι ἀνθρωπινὸ σκέδιο. Ἡ θάλασσα εἶναι σὰ γοργόνα καβαλικεμένη σ’ ἕνα θεριόψαρο, μ’ ἕνα καμάκι στὸ χέρι της. Ὁ βοριᾶς παριστάνεται σὰν ἄνθρωπος ἀναμαλλιάρης καὶ φυσᾶ μιὰ τρουμπέτα στὴ λίμνη Γενησαρέτ. Ἕνα ὄμορφο κόνισμα εἶναι κρεμασμένο σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς, καὶ παρασταίνει τὸν Ἅγιο Μόδεστο, ὁπού ‘ναι γιατρὸς στὰ ζωντανά, καὶ γύρω του εἶναι πλαγιασμένα βόδια, ἀρνιά, γίδια καὶ ἄλογα, καὶ κοιτάζουνε σὰν ἀνθρῶποι τὸν πατέρα τους. Ὁ Ἅη – Γιάννης ὁ Πρόδρομος στέκεται ἀπάνου σὲ μιὰ στουρναρόπετρα, ἴδιος ἄγριος ἁγιούπας ἀναφτερουγισμένος, δίπλα στὸ δέντρο πού ‘ναι καρφωμένη ἡ ἀξίνα του. Θεριόψαρα βουτᾶνε γύρω στὸ καΐκι τ’ Ἄη – Νικόλα, κι ἀπάνου στὰ μελανὰ σύννεφα τελώνια εἶναι καθισμένα. Μέσα στὶς σπηλιὲς τοῦ βουνοῦ ἀσκητεύουνε ἁγιασμένοι ἄνθρωποι, κι ἄλλοι εἶναι ἀνεβασμένοι ἀπάνου σὲ κολόνες γιὰ νὰ μὴν κατέβουνε ποτὲ στὴ ζωή τους. Ἄλλοι πλέκουνε καλάθια, ἄλλοι κάνουνε χουλιάρια σὰν τοὺς Ἁγιονορεῖτες. Παραπέρα, πὶσ’ ἀπὸ μιὰ ράχη, δυὸ λέοντες θάφτουνε τὸν Ἅγιο Μακάριο, καὶ στ’ ἄλλο τὸ βουνὸ ἕνας ἄλλος λέοντας τραβᾶ ἀπὸ τὸ χαλινάρι ἕναν γάϊδαρο μὲ τὶς καμῆλες, γιατί τὸν πρόσταξε ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ποὺ κάθεται σ’ ἕνα βράχο.

Οἱ παράξενες ζωγραφιές, τὰ βουνὰ κ’ ἡ θάλασσα, κι οἱ ἁπλοῖ ἀνθρῶποι, εἶναι ὅλα συνταιριασμένα. Τὸ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ τὰ στασίδια εἶναι κανωμένα ἀπὸ σιδερόξυλα παλαιά, ἴδια μὲ τὰ στραβόξυλα τῆς βάρκας, καρφωμένα ὄχι μὲ καρφιά, ἀλλὰ μὲ καβίλιες˙ εὐωδιάζουνε σὰν μοσκοκάρυδα, γιατί εἶναι κανωμένα μ’ ἁγιασμένα ξύλα.

Τὰ ρουμάνια, τ’ ἄγρια τὰ δέντρα, τὰ πολύκορφα τὰ βουνά, εἶναι ἁγιασμένα καὶ χαρούμενα, σὰν ἐκκλησιὰ ποὺ γιορτάζει. Κι αὐτὸ τὸ ξεροπέτρι λάμπει σὰ νά ‘ναι διαμάντι.

Ὑποσημείωση

  1. Σκούπα.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου, τοῦ Φώτη Κόντογλου. Ἐκδόσεις: Ἄγκυρα. Ἀθήνα, Μάϊος τοῦ 2009.