Ἀντὶ ἄλλης Πασχάλιας εὐχῆς, θὰ σᾶς μεταφέρω τὰ χαρμόσυνα ἀναστάσιμα βιώματα τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Πορφυρίου, ὅπως τὰ ἔζησα μία Τρίτη Διακαινησίμου στὸ κελλάκι του. Πῆγα νὰ τὸν δῶ σὰν γιατρός. Μετὰ τὴν καρδιολογικὴ ἐξέταση καὶ τὸ συνηθισμένο καρδιογράφημα μὲ παρεκάλεσε νὰ μὴ φύγω. Κάθισα στὸ σκαμνάκι κοντὰ στὸ κρεβάτι του. Ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ τὸ πρόσωπό του. Μὲ ρώτησε:
Ξέρεις τὸ τροπάριο ποὺ λέει «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν….»;
Ναί, γέροντα, τὸ ξέρω.
Πές το.
Ἄρχισα γρήγορα-γρήγορα, «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχὴν καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».
Τὸ κατάλαβες;
Ἀσφαλῶς τὸ κατάλαβα. Νόμισα πὼς μὲ ρωτάει γιὰ τὴν ἑρμηνεία του. Ἔκανε μία ἀπότομη κίνηση τοῦ χεριοῦ του καὶ μοῦ εἶπε:
Τίποτε δὲν κατάλαβες, βρὲ Γιωργάκη!
Ἐσὺ τὸ εἶπες σὰν βιαστικὸς ψάλτης… Ἄκου τί φοβερὰ πράγματα λέει αὐτὸ τὸ τροπάριο: Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάσταση Του δὲν μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα ποτάμι, ἀπὸ ἕνα ρῆγμα γῆς, ἀπὸ μία διώρυγα, ἀπὸ μία λίμνη ἢ ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα χάος, ἀπὸ μία ἄβυσσο, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὴν περάσει ὁ ἄνθρωπος μόνος. Αἰῶνες περίμενε αὐτὸ τὸ πέρασμα, αὐτὸ τὸ Πάσχα. Ὁ Χριστὸς μᾶς πέρασε ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ σήμερα «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν». Χάθηκε ὁ θάνατος. Τὸ κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε τὴν «ἀπαρχὴ» τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου» ζωῆς κοντά Του.
Μίλαγε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βεβαιότητα. Συγκινήθηκε. Σιώπησε λίγο καὶ συνέχισε πιὸ δυνατά:
Τώρα δὲν ὑπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, ἅδης. Τώρα ὅλα χαρά, χάρις στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀναστήθηκε μαζί του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε καὶ μεῖς νὰ ἀναστηθοῦμε, νὰ ζήσουμε αἰώνια κοντὰ Του… Τί εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση! «Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον». Ἔχεις δεῖ τὰ κατσικάκια τώρα τὴν ἄνοιξη νὰ χοροπηδοῦν πάνω στὸ γρασίδι, νὰ τρῶνε λίγο ἀπὸ τὴ μάνα τους καὶ νὰ χοροπηδοῦν ξανά; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκίρτημα, τὸ χοροπήδημα. Ἔτσι ἔπρεπε καὶ μεῖς νὰ χοροπηδοῦμε ἀπὸ χαρὰ ἀνείπωτη γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ τὴ δική μας.
Διέκοψε πάλι τὸ λόγο του. Ἀνέπνεα μιὰ εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα.
Μπορῶ νὰ σοῦ δώσω μιὰ συμβουλή; συνέχισε. Σὲ κάθε θλίψη σου, σὲ κάθε ἀποτυχία σου νὰ συγκεντρώνεσαι μισὸ λεφτὸ στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ λὲς ἀργά-ἀργὰ αὐτὸ τὸ τροπάριο. Θὰ βλέπεις ὅτι τὸ μεγαλύτερο πρᾶγμα στὴ ζωή σου – καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου ὅλου – ἔγινε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία μας. Καὶ θὰ συνειδητοποιεῖς ὅτι ἡ ἀναποδιὰ ποὺ σοῦ συμβαίνει εἶναι πολὺ μικρὴ γιὰ νὰ χαλάσει τὴ διάθεση σου.
Μοῦ ’σφίξε τὸ χέρι, λέγοντας:
Σοῦ εὔχομαι νὰ «σκιρτᾶς» ἀπὸ χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου τὸ χάος ἀπὸ τὸ ὁποῖο σὲ πέρασε ὁ Ἀναστὰς Κύριος «ὁ μόνος εὐλογητὸς τῶν Πατέρων»… Ψάλε τώρα καὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Ὑστερόγραφο δικό μου.
«Ἀληθῶς Ἀνέστη»!