Ἀθῆναι, 27 Ἀπριλίου 1935
Ἀγαπητοί μου.
Ὁλάκερους τόμους, ὁλάκερη βιβλιοθήκη θὰ ἔπιαναν οἱ λόγοι, οἱ ὁμιλίες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τότε ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία θέσπισε τὴ μεγάλη γιορτή, – τὴ μεγαλύτερη τῆς Χριστιανοσύνης,- ὡς σήμερα. Πόσοι ρήτορες, ἀλήθεια, ἱερωμένοι ἢ λαϊκοί, σὲ διάστημα δυὸ σχεδὸν χιλιετηρίδων – φανταστεῖτε! ξαγρύπνησαν γιὰ νὰ συνθέσουν καὶ ν’ ἀποστηθίσουν τὸν πανηγυρικὸ ποὺ θὰ ἐκφωνούσαν τὴν ἄλλη μέρα, ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἢ ἀπὸ τὸ στασίδι, στὴ χαρμόσυνη λειτουργία τοῦ Πάσχα! Ἀλλὰ κανένας, κανένας, οὔτε παλαιός, οὔτε νεότερος, δὲν ἔφτασε ποτὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Κι αὐτός, βλέπετε, ἔκαμε κάποτε τὸ ἴδιο. Ξαγρύπνησε μιὰ νύχτα – ἐκεῖ κατὰ τὰ τέλη τοῦ Γ’ αἰῶνα, ὅταν ἦταν Πατριάρχης στὴν Πόλη – γιὰ νὰ γράψει τὸν πανηγυρικὸ ποὺ θὰ ἐκφωνοῦσε τὸ Πάσχα. Α, τί ἔμπνευση ποὺ τὴν εἶχε! Σὲ λίγα ἴσως λεπτά, μεγάλος κι ἔμπειρος τεχνίτης τοῦ Λόγου καθὼς ἦταν, – γι’ αὐτὸ τὸν ἔλεγαν καὶ Χρυσόστομο, – ἔκαμε ἕνα ρητορικὸ ἀριστούργημα. Σύντομο, γιατί ὁ πανηγυρικὸς τοῦ Πάσχα δὲν ἔπρεπε να ναι ἐκτενής,- ποτὲ στὴ χαρὰ τοῦ δὲ λέει κανένας πολλά, – μὰ καὶ τόσο πυκνό, τόσο μεστό, ὥστε μὲ λίγα ὡραῖα λόγια νὰ τὰ λέει ὅλα. Ἀπερίγραπτη ἡ ἐντύπωση, ἡ συγκίνηση, ἡ ἀγαλλίαση τοῦ ἐκκλησιάσματος, ὅταν ἀκούστηκε, τὴ μεγάλη ἐκείνη Κυριακή, ἡ ὑπέροχη, ἡ θεία αὐτὴ εὐγλωττία. Ὁ λόγος τοῦ Χρυσοστόμου- «εἴ τὶς εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαύετω τῆς καλῆς καὶ λαμπρᾶς αὐτὴς πανηγύρεως» ἄφησε, ποὺ λένε, ἐποχή, ἔμεινε γιὰ πάντα μνημεῖο ἀθάνατο. Κι ἀπὸ τότε- ποιός ἱεροκήρυκας ἀξιώθηκε τέτοια τιμή; διαβάζεται κάθε Πάσχα σ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα, τὰ ποιητικότερα καὶ τὰ σοφότερα πράγματα ποὺ ἀκοῦμε τὴ μεγάλην αὐτὴν ἡμέρα. Αἰσθανόμαστε τὴν ἴδια συγκίνηση, τὴν ἴδια θρησκευτικὴ ἀγαλλίαση, ποὺ αἰσθάνθηκαν κι οἱ ἁγνοί, οἱ θερμοὶ Χριστιανοὶ ποὺ τὸν πρωτάκουσαν. Εἶναι τὸ τέλειο, εἶναι τὸ θαῦμα. Καὶ καθὼς τὸν θυμάμαι, τώρα ποὺ θέλω κι ἐγὼ νὰ σᾶς γράψω κάτι γιὰ τὸ Πάσχα, μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ κάμω τίποτ’ ἄλλο παρὰ νὰ σᾶς δώσω ἐδῶ μιὰ μιὰ πρόχειρη παράφραση. Ἔτσι ἀντὶ νὰ σᾶς μιλήσω γι αὐτὸν περισσότερο, θὰ σᾶς τὸν ἀναλύσω, θὰ σᾶς τὸν ἐξηγήσω.
«Ὅποιος εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος ἂς ἀπολαύσει τὴν ὡραία καὶ λαμπρὴ αὐτὴ πανήγυρη, Ὅποιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ καλόγνωμος, ἂς μπεὶ χαίροντας στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του. Ὅποιος πέρασε αὐτὸ τὸν καιρὸ νηστεύοντας, ἂς πάρει τώρα τὴν ἀποζημίωσή του. Ὅποιος ἐργάστηκε γιὰ τὴν ψυχή του μὲ προσευχὴ καὶ μὲ μετάνοια ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα, ἂς δεχτεῖ σήμερα τὴν ἀνταμοιβὴ ποὺ τοῦ πρέπει. Ὅποιος ἦρθε μετὰ τὴν τρίτη, ἂς γιορτάσει μὲ ἥσυχη καρδιά. Ὅποιος ἔφτασε μετὰ τὴν ἕκτη, ἂς μὴν ἔχει καμία ἀνησυχία, γιατί δὲν θὰ πάθει τίποτα. Ἂν καθυστέρησε κανεὶς ὡς στὴν ἔνατη, ἂς προσέλθει καὶ αὐτὸς χωρὶς κανένα δισταγμό. Κι ἂν ἔφτασε μόνο τὴν ἑνδεκάτη, ἂς μὴ φοβηθεῖ τὴν ἀργοπορία, γιατί ὁ Κύριος εἶναι φιλότιμος καὶ δέχεται τὸν τελευταῖο ὅπως καὶ τὸν πρῶτο. Ἀναπαύει ἐκεῖνον ποὺ ἦρθε τὴν ἑνδέκατη, ὅπως καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἐργάστηκε ἀπὸ τὴν πρώτη· καὶ τὸν ὕστερο ἐλεεὶ καὶ τὸν πρῶτο θεραπεύει· καὶ σ’ αὐτὸν δίνει καὶ σ’ ἐκεῖνον χαρίζει· καὶ τὰ ἔργα δέχεται καὶ τὴν καλὴ γνώμη ἀγκαλιάζει· καὶ τὴν πράξη τιμὰ καὶ τὴν πρόθεση παινεύει. Μπεῖτε λοιπὸν ὅλοι στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου μας· καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι, τὸ μισθὸν ἀπολαύσατε. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, χορέψτε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο. Ὅσοι κρατηθήκατε καὶ ὅσοι παρασυρθήκατε, τὴν ἡμέρα τιμήσετε. Ὅσοι νηστέψατε καὶ ὅσοι δὲν νηστέψατε, σήμερα εὐφρανθεῖτε. Τὸ τραπέζι εἶναι γεμᾶτο, χαρεῖτε τὸ ὅλοι. Τὸ μοσχάρι ἄφθονο, κάνεις ἂς μὴ φύγει πεινασμένος. Ὅλοι ἀπολαύσετε τὸ συμπόσιο τῆς πίστης. Ὅλοι ἀπολαύσετε τὸν πλοῦτο τῆς θείας ἀγαθότητος. Κανεὶς ἂς μὴν κλαίγεται πὼς εἶναι φτωχός, γιατί ἦρθε ἡ βασιλεία τῆς ἰσότητας. Κανεὶς ἂς μὴ θρηνεὶ γιὰ ἁμαρτήματα, γιατί συγνώμη βγῆκε ἀπὸ τὸν τάφο. Κανεὶς ἂς μὴ φοβάται θάνατο, γιατί μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ αὐτὸν ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρα. Τὸν ἔσβησε, ἂν καὶ νεκρός, ἔγδυσε τὸν Ἅδη Ἐκεῖνος ποὺ κατέβηκε σ’ αὐτόν. Τὸν πίκρανε καθὼς γεύτηκε τὴ σάρκα του, καὶ τοῦτο προφητεύοντας ὁ Ἠσαΐας φώναξε: ὁ Ἅδης πικράθηκε ἀπαντῶντας σὲ ἐκεῖ κάτω. Πικράθηκε γιατί καταργήθηκε· πικράθηκε γιατί γελάστηκε· πικράθηκε γιατί νεκρώθηκε. Πικράθηκε γιατί καθαιρέθηκε. Πικράθηκε γιατί σκλαβώθηκε. Ἔλαβε σῶμα ἀνθρώπου καὶ βρέθηκε μπροστὰ σὲ Θεό, ἔλαβε χῶμα καὶ ἀπάντησε οὐρανό. Ἔλαβε ἐκεῖνο ποὺ ἔβλεπε καὶ ἔπεσε ἀπὸ κεῖ ποὺ δὲν ἔβλεπε. Ποὺ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; Ποὺ εἶναι, Ἅδη, ἡ δύναμή σου; Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ σὺ θανατώθηκες. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ γκρεμίστηκαν δαίμονες. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ χαίρονται ἄγγελοι. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ ζωὴ κυριάρχησε. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ κανένας πιὰ νεκρὸς μέσα σὲ τάφο. Γιατί ὁ Χριστὸς ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ νεκρὸς ἔκαμε τὴν ἀρχὴ γιὰ τοὺς νεκροὺς ὅλους. Σ’ Αὐτὸν ἡ δόξα καὶ ἡ βασιλεία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!»
Χριστὸς Ἀνέστη
Φαίδων