Ὁ Γέροντας ἦταν σαφής: «Στήν πνευματική ζωή οἱ κύριες ἐποχές εἶναι δύο: τό καλοκαίρι καί ὁ χειμώνας. Στό καλοκαίρι βέβαια βρίσκεις καί τήν πιό ὄμορφη ἄνοιξη, ἐνώ στόν χειμώνα περιέχεται καί τό φθινόπωρο…».
«Τί ἐννοεῖτε, Γέροντα;» δέν ἄντεξα καί τόν διέκοψα. «Πῶς εἶναι δύο οἱ ἐποχές; Καί πῶς συμπεριλαμβάνονται σ’ αὐτές καί οἱ ἄλλες;»
Χαμογέλασε ὁ Γέροντας. «Ἔχεις δίκιο πού ἀπορεῖς», μοῦ εἶπε. «Μά, σκέψου: ὁ Κύριός μας δέν εἶπε πώς ὅταν αὐξηθοῦν στόν ἄνθρωπο οἱ ἁμαρτίες του τότε γίνεται… ψυγεῖο καί ἡ ἀγάπη του;» “Διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη”. Λοιπόν, ὅταν παλεύεις ν’ ἀγαπᾶς, θερμαίνεις τήν καρδιά σου, κι αὐτό εἶναι καλοκαίρι κι εἶναι καί ἄνοιξη μαζί. Τότε χαίρεται ἡ καρδιά κι ἡ χαρά αὐτή περνάει μέσα σέ ὅλο τό σῶμα. Εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται καί σκηνώνει στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μᾶς τό βεβαίωσε. “Τηρήστε τίς ἐντολές Μου – καί ἡ κύρια ἐντολή Του εἶναι ἡ ἀγάπη – καί ὁ Πατέρας μου θά σᾶς ἀγαπήσει καί θά ἔρθουμε νά κάνουμε μοναστήρι μέσα του”. Ὁπότε, χειμώνας, ψύχος, παγωνιά, εἶναι τό ἀντίθετο.
Ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη, πού σημαίνει ὅτι κυριαρχεῖ ὁ ἐγωισμός καί τά πάθη στόν ἄνθρωπο: πῶς νά ἁρπάξει γιά νά ‘χεῖ, πῶς νά ἱκανοποιήσει τή σάρκα του, πῶς νά φανεῖ τό ὄνομά του, τότε πετρώνει ἡ καρδιά, γίνεται παγόβουνο, πλησιάζεις ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο κι αἰσθάνεσαι ὅτι θέλεις νά βάλεις… κάτι ἐπάνω σου. Τίποτε δυστυχῶς δέν σέ ἑλκύει σ’ αὐτόν. Πρέπει νά κάνεις μεγάλη προσπάθεια γιά νά τόν δεῖς μέ συμπάθεια, νά δεῖς δηλαδή τήν κρυμμένη χάρη καί τό κρυμμένο φῶς πού κάθε ἄνθρωπος ἔχει».
Εἶπε ὁ Γέροντας καί δύο δάκρυα κύλισαν ἀπό τά μάτια του. Ἔσκυψα τό κεφάλι μου κι ἀναρωτήθηκα: «Μήπως τόν… πάγωσα τόν Γέροντα; Σίγουρα, σ’ ἕναν βαθμό τόν ἔχω βάλει σέ ἀγώνα νά βλέπει τό κρυμμένο δικό μου φῶς». Κύλισαν κι ἀπ’ τά δικά μου μάτια δύο δάκρυα. «Κύριε, ἐλέησον», ψιθύρισα. Κι ἔνιωσα λίγο τήν ἀνατολή νά πάει νά θερμάνει καί τή δική μου καρδιά…