Ὅλοι ἔχουμε ξεσυνηθίσει σὲ τέτοιο βαθμὸ τὴ ζωή, ποὺ σὲ μερικὲς στιγμὲς αἰσθανόμαστε κάποια ἀηδία γιὰ τὴν πραγματικὴ ζωὴ καὶ γιὰ τοῦτο τὴν ἀποστρεφόμαστε, ὅταν μᾶς τὴ θυμίζουν. Καταντήσαμε νὰ θεωροῦμε τὴν πραγματικὴ ζωὴ σὰν ἀγγαρεία, σχεδὸν σὰν ἕνα ἐπάγγελμα, καὶ ὅλοι μέσα μας εἴμαστε τῆς γνώμης, ὅτι εἶναι προτιμότερο νὰ ζεῖ κανεὶς τὴ ζωὴ τῶν βιβλίων.
Καὶ γιατί ταραζόμαστε; Γιατί κάνουμε τόσες ἀνοησίες; Τί ζητοῦμε; Οὔτε καὶ οἱ ἴδιοι τὸ ξέρουμε! Θὰ ὑποφέραμε περισσότερο, ἂν οἱ τρελοί μας πόθοι πραγματοποιοῦνταν.
Σταθεῖτε, προσπαθῆστε, γιὰ παράδειγμα, νὰ μᾶς δώσετε περισσότερη ἀνεξαρτησία· βγάλτε ἀπὸ τὴ μέση τὰ ἐμπόδια, μεγαλῶστε τὸν κύκλο τῆς δράσης σας· χαλαρῶστε τὴν κηδεμονία, ἔ, λοιπόν, ναί, σᾶς τὸ διαβεβαιώνω, ἐμεῖς ὅλοι… θὰ ξαναζητήσουμε ἀμέσως τὴν κηδεμονία.
Τὸ ξέρω καλὰ πὼς θὰ φουρκιστεῖτε, πὼς θὰ μοῦ βάλετε τὶς φωνές, πὼς θὰ χτυπήσετε τὰ πόδια σας στὸ πάτωμα. Μιλῆστε, λοιπόν, θὰ μοῦ πεῖτε, γιὰ τὸν ἑαυτό σας μόνο, καὶ γιὰ ὅλες σας τὶς ἀθλιότητες στὸ ὑπόγειο, μὰ δὲ χρειάζονται δικαιολογίες, δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ πεῖτε «ἐμεῖς ὅλοι!».
Ἐπιτρέψετε, κύριοι, γι’ αὐτὸ τὸ ἐμεῖς ὅλοι.
Ὅσο γιὰ μένα, στὴ ζωή μου ἔφτασα στὰ ἄκρα ἐκεῖνο ποὺ ἐσεῖς δὲν τολμᾶτε οὔτε στὸ μισὸ δρόμο νὰ φέρετε, ἀπὸ δειλία· κι ἀκόμα παίρνετε τὴ δειλία σας γιὰ φρονιμάδα, καὶ παρηγοριόσαστε ξεγελώντας τὸν ἑαυτό σας.
Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ἴσως νὰ ‘μαι πιὸ ζωντανὸς ἀπό σᾶς. Μὰ δῶστε, παρακαλῶ, περισσότερη προσοχή! Δὲν ξέρουμε ἀκόμη ποὺ ὑπάρχει τώρα ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ζωντανό, ἀπὸ τί εἶναι καὶ πῶς ὀνομάζεται.
Ἀφῆστε μας μόνους, χωρὶς βιβλία, κι ἀμέσως θὰ πελαγώσουμε, θὰ τὰ μπερδέψουμε· δὲν θὰ ξέρουμε, ποῦ νὰ στηριχθοῦμε καὶ σὲ τί ν’ ἀφοσιωθοῦμε, δὲν θὰ ξέρουμε τί πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε ἢ νὰ μισήσουμε, τί πρέπει νὰ ἐκτιμήσουμε ἢ νὰ περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ἀκόμη καὶ ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι, ἄνθρωποι μὲ σάρκα καὶ ὀστὰ ἀληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αὐτὸ καὶ τὸ θεωροῦμε ἀτιμία μας.
Γυρεύουμε νὰ γίνουμε ἕνας τύπος γενικοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτέ.
Εἴμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθοῦμε, κι εἶναι χρόνια καὶ χρόνια πού μᾶς γεννοῦν πατέρες ποὺ δὲν εἶναι ζωντανοί, μία κατάσταση πού μᾶς εὐχαριστεῖ ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Μᾶς ἀρέσει. Σὲ λίγο θὰ ἐπινοήσουμε κάποιο τρόπο νὰ γεννιόμαστε ἀπὸ μία ἰδέα. Μὰ δὲ θέλω πιὰ νὰ γράφω μέσα ἀπ’ τὸ «ὑπόγειο».