Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἀντάξια τῆς θαυμαστῆς ζωῆς του ἦταν ἡ κοίμησή του, ὁσιακή. Τὴν προγνώριζε, γι’ αὐτὸ καὶ παρακάλεσε ἁγιορείτη Ἱεροδιάκονο, τὸν π. Γεννάδιο τὸν Κουτλουμουσιανό, ποὺ ἐξομολόγησε τὸ πρωὶ τῆς 21ης Νοεμβρίου 1991, ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, νὰ μείνει στὸ Μοναστήρι ὡς τὸ ἀπόγευμα, γιὰ νὰ τὸν «ντύσει».

  • !

    Δὲν λειτούργησε ἀλλὰ ἔψαλε γονατιστός, ὅπως πάντα, μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας, στὸ τέμπλο.
    Μὲ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, πῆρε τὸ καφεδάκι του καὶ ξεκίνησε νὰ ἐξομολογεῖ.

  • !

    Μὲ πολλὴ ἀγάπη εὐλόγησε καὶ συνομίλησε, ἔστω γιὰ λίγο, μὲ ὅλους τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς. Περιῆλθαν ὅλη τὴν Μονὴ καὶ στὴν συνέχεια βγῆκαν ἔξω. Ἀνέβηκαν στὸ ὕψωμα βόρεια καὶ ἄπω ἐκεῖ ἔβλεπε καὶ καμάρωνε τὸ Μοναστήρι ποὺ ὑπεραγάπησε καὶ ποὺ σαράντα χρόνια ὑπεραγωνίστηκε, πόνεσε, δάκρυσε, πάλεψε, θυσιάστηκε γιὰ τὴν ἀγάπη του Ὄσιου Δαυὶδ καὶ τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν του.
    Τὸ βρῆκε ἐρείπιο καὶ μὲ λειψανδρία καὶ τὸ παρέδιδε ἀνακαινισμένο καὶ μὲ μεγάλη ἀδελφότητα.

  • !

    Μόλις οἱ πατέρες χτύπησαν τὴν πόρτα, ὁ Γέροντας σηκώθηκε νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ ἀλλὰ δὲν πρόλαβε. Στὴν ἀγκαλιά του π. Κυρίλλου, βγάζοντας ἕνα λεπτὸ φύσημα ἀπὸ τὰ ἅγια χείλη του, ἄφησε τὸν φθαρτὸ αὐτὸν κόσμο τοῦ πόνου, περιτριγυρισμένος ἀπὸ ὅλους τοὺς Μοναχούς του, τὴν ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας.

Τὸ ὁσιακὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη

 

Ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του

Κοινωνία Ορθοδοξίας Στην κηδεία του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη

Ἀντάξια τῆς θαυμαστῆς ζωῆς του ἦταν ἡ κοίμησή του, ὁσιακή. Τὴν προγνώριζε, γι’ αὐτὸ καὶ παρακάλεσε ἁγιορείτη Ἱεροδιάκονο, τὸν π. Γεννάδιο τὸν Κουτλουμουσιανό, ποὺ ἐξομολόγησε τὸ πρωὶ τῆς 21ης Νοεμβρίου 1991, ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, νὰ μείνει στὸ Μοναστήρι ὡς τὸ ἀπόγευμα, γιὰ νὰ τὸν «ντύσει».

Ὄρθρου βαθέος βρίσκεται στὸ παρεκκλήσι τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ποὺ πανηγύριζε. Τὸ πρόσωπό του φωτεινὸ καὶ χαρούμενο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται νὰ εἶναι κοντά στὸν Χριστὸ δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτε ἀπὸ τὸν θάνατο, γιατί μέσῳ αὐτοῦ περνοῦν στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή.

Θάνατος, γι’ αὐτούς, σημαίνει Ζωὴ καὶ Ἀνάσταση.

Δὲν λειτούργησε ἀλλὰ ἔψαλε γονατιστός, ὅπως πάντα, μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας, στὸ τέμπλο.

Μὲ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, πῆρε τὸ καφεδάκι του καὶ ξεκίνησε νὰ ἐξομολογεῖ.

Ἐξομολόγησε καὶ τὸν Ἱεροδιάκονο Γεννάδιο καὶ στὴ συνέχεια, συνοδευόμενος ἀπὸ αὐτὸν, πῆγαν στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς. Προσκύνησαν τὸν Ὅσιο Δαυὶδ καὶ ὅλες τὶς εἰκόνες.

Τὸ πρόσωπό του φωτεινό. Ἡ ὅλη παρουσία του γεμάτη Θεία Χάρη.

Μὲ πολλὴ ἀγάπη εὐλόγησε καὶ συνομίλησε, ἔστω γιὰ λίγο, μὲ ὅλους τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς. Περιῆλθαν ὅλη τὴν Μονὴ καὶ στὴν συνέχεια βγῆκαν ἔξω. Ἀνέβηκαν στὸ ὕψωμα βόρεια καὶ ἄπω ἐκεῖ ἔβλεπε καὶ καμάρωνε τὸ Μοναστήρι ποὺ ὑπεραγάπησε καὶ ποὺ σαράντα χρόνια ὑπεραγωνίστηκε, πόνεσε, δάκρυσε, πάλεψε, θυσιάστηκε γιὰ τὴν ἀγάπη του Ὄσιου Δαυὶδ καὶ τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν του.

Τὸ βρῆκε ἐρείπιο καὶ μὲ λειψανδρία καὶ τὸ παρέδιδε ἀνακαινισμένο καὶ μὲ μεγάλη ἀδελφότητα.

Στὸ κελλάκι του τὸ μεσημέρι, βοήθησε τὸ νέο Ἱερομόναχο Ἀλέξιο νὰ μάθει τά τῆς ἀκολουθίας τῆς κηδείας, ποὺ ἔπρεπε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ τελέσει σὲ κοντινὸ χωριὸ, καὶ ἐν συνεχείᾳ  δέχτηκε, κατ’ οἰκονομίαν, μία κοπέλα, τὴν Γερασιμούλα, γιὰ ἐξομολόγηση, ἐπειδὴ διέκρινε ὅτι τὸ εἶχε μεγάλη ἀνάγκη.

Στὶς 4:17′ τὸ ἀπόγευμα σὰν πουλάκι, ὅπως τὸ εἶχε προείπει, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του «εἰς χεῖρας θεοῦ ζῶντος», τὴν ὥρα τοῦ καθήκοντος, τὴν ὥρα ποὺ ἐξομολογοῦσε καὶ ἐνῷ περίμενε νὰ γυρίσουν στὸ Μοναστήρι ὁ π. Κύριλλος καὶ ὁ π. Νικόδημος μὲ τὸν π. Ἰλαρίωνα, ποὺ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο τὸν Α’ ἐκείνη τὴν ἡμέρα Ἱεροδιάκονος, στὰ Φύλλα τῆς Χαλκίδος.

Μόλις οἱ πατέρες χτύπησαν τὴν πόρτα, ὁ Γέροντας σηκώθηκε νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ ἀλλὰ δὲν πρόλαβε. Στὴν ἀγκαλιά του π. Κυρίλλου, βγάζοντας ἕνα λεπτὸ φύσημα ἀπὸ τὰ ἅγια χείλη του, ἄφησε τὸν φθαρτὸ αὐτὸν κόσμο τοῦ πόνου, περιτριγυρισμένος ἀπὸ ὅλους τοὺς Μοναχούς του, τὴν ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας.

Πραγματοποίησε ἔτσι τὴ δικιά του εἴσοδο στὴν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς καρδιᾶς του, τὸν ἅγιο Δαυίδ, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσσο, τὸν ἅγιο Χαραλάμπη, τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο καὶ ὁ Κύριος γνωρίζει ἀπὸ πόσους ἀκόμη ὁμοτρόπους του ἀσκητὲς καὶ ὁσίους.

Ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, χωρὶς ποτὲ ἐδῶ νὰ ξεκουραστεῖ, γιὰ τὴν αἰώνια ἀνάπαυση.

Ἔφυγε τὴν ὥρα τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς συγγνώμης καὶ τοῦ ἐλέους, μὲ τὸ πετραχήλι του στὸν λαιμό, τὸ πετραχήλι ποὺ δρόσισε χιλιάδες ψυχές, τὶς γλύκανε καὶ τὶς ἀνακούφισε ἀπὸ τόσα βάρη.